Σελίδες

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Η γνωσιολογική και εκπαιδευτική υποχρεωτικότητα του μαθήματος των θρησκευτικών.

του Χριστόφορου Ἀρβανίτη
Δρ. Θεολογίας-Κοινωνιολογίας τῆς θρησκείας,
Εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής στην ΑΕΑΗ Κρήτης
harvanitis@yahoo.gr

Θα προσπαθήσω, όσο πιο σύντομα γίνεται, να καταδείξω την αναγαιότητα του μαθήματος των θρησκευτικών, ως υποχρεωτικού στο πλαίσιο των μαθημάτων Γενικής Παιδείας, αλλά και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες αυτό μπορεί να συμβεί. Θεωρώ απαραίτητο, εξ αρχής, να υπογραμισθεί ότι αυτή η υποχρεωτικότητα περνά μέσα από την αναγκαιότητα της αλλαγής του γνωστικού περιεχομένου του μαθήματος από ομολογιακό σε διαομολογιακό, διαθρησκευτικό και διαπολιτισμικό. Θα αναλύσω τα κοινωνιολογικά και πολιτισμικά δεδομένα, τα θεσμικά προβλήματα του μαθήματος, τις εκπαιδευτικές υποχρεώσεις του μαθήματος και θα καταλήξω εν συντομία σε συγκεκριμένα παραδείγματα.
Αυτονόητο θεωρώ το γεγονός οτι οποιαδήποτε συζήτηση με τις επιτροπές παιδείας για το Λύκειο και την υποχρεωτικότητα θα πρέπει να αποδεικνύει ότι είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε, επί τη βάση των προηγουμένων χαρακτηριστικών, που ανέφερα. Οποιαδήποτε εμμονή σε ένα μάθημα Θρησκευτικών με απόλυτο ομολογικό χαρακτήρα και ταυτισμένο με αντιλήψεις εκκλησιαστικής αγωγής, θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε ένα μάθημα επιλεγόμενο και κυριολεκτικά ανύπαρκτο σε βάθος χρόνου. Τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά δεν απεμπολούν την ομολογιακότητά του μαθήματος, όπως πολλοί διατείνονται (θα φανεί ἀλλωστε στη συνέχεια στα παραδείγματα που θα αναφέρω), αλλά αναιρούν τη μονοσήμαντη διάσταση που υπάρχει μέχρι σήμερα, καθώς πληροφορούν γνωστικά τους μαθητές για το πολύπλευρο θρησκευτικό φαινόμενο, αυξάνουν την κριτική τους προσέγγιση, επιδοκιμάζουν την κριτική τους αμφισβήτηση και δημιουργούν συνθήκες συνθετικής και θετικής προσέγγισης του θρησκευτικού. Να υπογραμμίσω εδώ οτι το νεωτερικό περιβάλλον αντιδρά αρνητικά στο άκουσμα και μόνο του θρησκευτικού, ενώ απεναντίας το μετανεωτερικό δείχνει στοιχεία θετικής προσέγγισης τα οποία θα πρέπει να εκμεταλευτούμε. Ας τα βάλουμε λοιπόν σε κάποια σειρά.

Α. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ

1. Παγκοσμιοποίηση καί παγκόσμια κουλτούρα.
1.1. Στό πλαίσιο τῆς παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας, ἡπροσέγγιση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου ὑποβαθμίζεται καί ἀπό γενικό κοινωνικά διαδραστικό φαινόμενο γίνεται μερικό καί τοπικό. Θά ἔλεγα ὅτι ἄν καί αὐτό φαίνεται κατ’ἀρχάς ὡς ἀρνητικό δεδομένο, οὐσιαστικά μπορεῖ νά ἀνατραπεῖ σέ θετικό, καθώς δείνει τή δυνατότητα, μέσα ἀπό τό θρησκευτικό, νά ἀναδείξουμε στοιχεῖα κοινωνικά καί πολιτισμικά τῆς τοπικῆς ταυτότητας καί κουλτούρας.
1.2. Θά παρέκλινε σέ ἀρνητικό στοιχεῖο, ἄν μέσα ἀπό τηνἀναγωγή του σέ σημαντικό συστατικό στοιχεῖο τῆς τοπικῆς πολιτισμικῆς ταυτότητας, ἐπεδίωκε νά δημιουργήσει χρηστικέςἐθνικιστικές διακρίσεις μέ κοινωνικές ἐπιπτώσεις τοῦ τύπου: «Ἕλληνας καί ἄρα Ὀρθόδοξος». Ἡ θετική ἤ ἀρνητική κατεύθυνσηἀφορᾶ κυρίως τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κατανοοῦμε τήνἔννοια τῆς παράδοσης.
1.3. Θά πρέπει ἐπίσης νά γίνει κατανοητό ὅτι ἡ δῆθεν ἄνοδος τοῦ θρησκευτικοῦ καί ἡ «αὔξηση» τοῦ ποσοστοῦ τῶν θρησκευόντων εἶναι καθαρῶς ἐργαλειακή καί ἐπιφαινομενική, καθώς ὀφείλεται σέ πολιτικές καθαρῶς ἐπιλογές, κυρίως τῆς φονταμενταλιστικής καί νεοσυντηρητικῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς σχολῆς. Οἱ κατά τόπους φονταμεναλιστές (καί στήν Ελλάδα φυσικά) αὐξάνουν τίς δράσεις τους μονομερῶς μέ συνέδρια τά ὁποῖα ἐλέγχουν ἀπόλυτα, ἀποκλείοντας ὅπου ἔχουν θεσμική καί συστημική ἐξουσία ἤ πρόσβαση, πρόσωπα καί ἀντιλήψεις, τά ὁποῖα δέν τούς εἶναι ἀρεστά.

2. Ἡ θρησκεία ὡς προϊόν τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ.
2.1. Θά πρέπει μέσα ἀπό τήν προοπτική τοῦ νέου μαθήματος νά γίνει σαφές πρός τήν κοινωνία, τήν ἐκπαιδευτική κοινότητα καί τό Ὑποργεῖο ὅτι ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ προϊόν τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καί ὡς ἐκ τούτου καλύπτει ἀνθρώπινες ἀναγκαιότητες.
2.2. Ἡ πίστη στόν Θεό ἀποτελεῖ ἀναγκαία διανοητική και συναισθηματική πράξη, ἡ ὁποία ἔρχεται νά καλύψει τά κενά τῆς λογικῆς μικρότητας τοῦ ἀνθρώπου. Κατανοητό ἐδώ ὅτι ὡς θεολόγοι ἔχουμε τίς ἀντιρρήσεις μας. Ἀποτελεῖ, ὅμως βάση γιά τήν περαιτέρω συζήτηση μέ αὐτούς πού πιθανόν νά ἀντιδράσουν. Ἔτσι ἐνώ
2.3. Ὁ Θεός, αὐτός καθ’ἑαυτός, δέν ὁρίζεται ἐρευνητικά καί ἑπομένως δέν ὁρίζεται καί διανοητικά, (πόσο μᾶλλον δέ ὅταν πρόκειται γιά τόν Θεό τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας), ἐν τούτοις ἀποτελεῖ ἀντικείμενο-ἐρώτημα τοῦ φιλοσοφικοῦ προβλήματος. Αὐτό τό σημεῖο δικαιώνει την ἀντίληψη γιά τήν γνωστική φυσιογνωμία τοῦ μαθήματος. (Θεολογία-Αυγουστίνος-Δαμασκηνός-Θωμᾶς Ἀκινάτης).


3. Ἡ «ἀναγκαία» ἀντικατάσταση.
3.1. Ποῦ βρίσκεται λοιπόν τό πρόβλημα, τῆς ἀποδοχῆς ἤ μή, τῆς γνωστικότητας τοῦ μαθήματος.
Ἐξελικτικά, καί κατά την νεωτερικότητα, μετά τήν ἐν γένει ἀπόριψη τῶν μεταφυσικῶν προσεγγίσεων καί ἑρμηνειῶν τοῦ φυσικοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀντικαθιστᾶ ἐν μέρει τόν Θεό μέ ἄλλεςἀπόλυτες ἀξίες ὅπως Λογική, Ἱστορία, Ἐξουσία, Βούληση, Ἐλευθερία.
3.2. Αὐτές οἱ ἔννοιες, παρ’ὅτι ἐγγυῶνται θεωρητικά καί κατ’οὐσίαν κοινωνική σταθερότητα καί προτείνουν λύσεις στούς φόβους καί τίς ὑπαρξιακές ἀγωνίες τοῦ ἀνθρώπου, ἐν τούτοις, ὡς συμβεβηκότα, ἐμπλέκονται σέ πρακτικό ἐπίπεδο μέ τά ἀνθρώπινα συμφέροντα καί ἐμπράκτως αὐτοαναιροῦνται.

Β.ΘΕΣΜΙΚΑ
Τό θεσμικό εἶναι κατά τήν γνώμη μου τό σημαντικότερο ζήτημα καί παρουσιάζει τά χαρακτηριστά τῆς σύγχυσης πού ὑπάρχει στήν ἑλληνική κοινωνία, ὅσον ἀφορᾶ στούς διακριτούς ρόλους. Κυρίως δέ, ὅταν τό ἴδιο τό Κράτος, ἐνῶ τούς ἐπικαλείται, τούς χρησιμοποιεῖ κατά τό δοκοῦν. Ας συμφωνήσουμε grosso modo στάἑξῆς:
1. Οἱ θρησκεῖες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, ὄχι, ὅμως πλέον τόν κύριο καί μοναδικό, στόν ἀνθρώπινο πολιτισμό:
α.στή διαμόρφωση τῶν ταξικῶν κοινωνιῶν (Marx)
β. στή γέννηση τῶν πολιτισμῶν (Durkheim, πρωτόγονοι-σύγχρονοι)
γ.στή συγκρότηση τῶν πολιτικῶν θεσμῶν (Hobbes, μοναρχία-δημοκρατία)
δ.στήν ἐπιλογή οἰκονομικῶν μοντέλων (Weber, προτεσταντισμός-καπιταλισμός).
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό θρησκευτικό παραμένει ἕνα σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο, τό ὁποῖο, ὅμως, θά πρέπει, καθ’ἑαυτό, νάἀναπροσαρμόζει τήν ὅλη θεσμική του παρουσία. Ἑπομένως,
2. Σέ μιά θεσμικά καί λειτουργικά δημοκρατική κοινωνία, καί ἡθρησκεία θά πρέπει νά ἀναπροσαρμόζει δημοκρατικά τίς θεσμικές λειτουργικές της μορφές, ὥστε νά ἔχει λόγο ἰσχυρό, ἀποδεκτό καίἔγκυρο.
3. Σέ ἐπίπεδο θρησκευτικοῦ φαινομένου στήν Ελλάδα, αὐτή ἡδημοκρατική θεσμική ἀναπροσαρμογή δέν ἔγινε καί, ἑπομένως, στό χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης, ἕναν ἀπό τούς κατ’ἔξοχήν χώρους παραγωγῆς κοινωνικῶν καί πολιτισμικῶν δημοκρατικῶν ρόλων, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν χρεώνεται, κατά παράδοξο τρόπο ὄχι ὅμως καίἀνεξήγητο, αὐτή τή θρησκευτική ἀκύρωση.
4. Τό μάθημα ὡς μάθημα καί τό πρόσωπο τοῦ διδάσκοντος ὡςὑποκείμενο παροχῆς τῆς γνώσης ταυτίστηκε μέ τή θεσμική ἔκφραση της θρησκείας, τήν ὁμολογιακή κατήχηση και τη ἐκλησιαστική ἀγωγή. Αὐτό, ὅμως, εἶναι τελείως ἀντιφατικό καθώς ὅλοι γνωρίζουν ὅτι ἡἘκκλησία θεσμικά καί τεχνοκρατικά δέν ἔχει ρόλο στό ὅλο διαμορφωμένο πλαίσιο τοῦ γνωστικοῦ καί ἐκπαιδευτικοῦ χαρακτήρα τοῦ μαθήματος. (Θεολογικές Σχολές, Θεολόγοι καθηγητές, Π.Ι., σχολικά βιβλία).
5. Ἑπομένως, θά πεῖ κάποιος, τό μάθημα ἔχει ἀπολύτως κατακτήσει τό διακριτό του ρόλο καί τήν πλήρη ἐκπαιδευτική καί γνωστική του ἀνεξαρτησία. Γιατί λοιπόν τό Ὑπουργεῖο ἀμφισβητεῖτήν σημερινή αὐτοτέλειά του? Ἀκριβῶς γιατί τό μάθημα εἶναιἀπολύτως ὁμολογιακό καί μονοσήμαντο καί ὡς ἐκ τούτου μήἀποδεκτό στήν σημερινή πολυσημαντικότητα τοῦ σχολείου. Ἡεὐθύνη λοιπόν εἶναι δική μας καί κανενός ἄλλου εἴτε καλοπροαίρετου εἴτε κακοπροαίρετου.

3. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ.

Γενικές διαπιστώσεις:
3.1. Ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος δέν ἀνταποκρίνεται στίς ἀπαιτήσεις μιᾶς σύγχρονης πολυπολιτισμικῆς καί πολυθρησκευτικῆς κοινωνίας.
3.2. Ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος, μέ μοναδικές ἴσως ἐξαιρέσεις καί αὐτές κατά περίπτωση, τῶν βιβλίων τῆς Β της Γ και Α Γυμνασίου, δέν συνδέεται μέ τά σύγχρονα κοινωνικά καί ἀνθρωπολογικά προβλήματα
3.3. Συνεχίζεται ἡ κατηχητική καί μονοομολογιακή προσέγγιση τοῦ ἀντικειμένου σέ ὅλες σχεδόν τίς τάξεις. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό μάθημα βρίσκεται σέ μονοδιάστατη θρησκευτική κατεύθυνση, κάτι τό ὁποῖο δέν συνάδει μέ τήν πολυμορφικότητα τοῦἴδιου τοῦ ἀντικειμένου. Ἡ κατηχητική προσέγγιση δηλώνειἐκπαιδευτικό ὑλικό προσαρμοσμένο σέ μία καί μόνο πίστη καί,ἑπομένως, ὄχι ὑλικό μέ χαρακτήρα καθαρῶς γνωσιοκεντρικό καίἐκπαιδευτικό.
3.4.Ἡ προσέγγιση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου στό σχολεῖο θά ἔπρεπε, ἤδη ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 80, νά εἶναι διαομολογική, διαθρησκευτική καί, ὅσο τό δυνατόν, πολιτισμική καί διαπολιτισμική.Ἡ γνώση τοῦ θρησκευτικοῦ μέ πολλαπλές ἰδιαίτερες ἀναφορές στό πολυθρησκευτικό, πολυπολιτισμικό καί πολυδιάστατο κοινωνικό δεδομένο ἀπαιτεῖ καθαρά ἐπιστημονική προσέγγιση καί ἅπτεται κυρίως κοινωνιολογικῶν προσεγγίσεων.
3.4. Γνωσιοκεντρικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ ἀπό τή μιά καί κατηχητική ἀγωγή ἀπό τήν ἄλλη, ἀποτελοῦν ἔννοιες ἐπιστημονικά καί ἐρευνητικά ἀσύμβατες.

Ὑπό τό πρίσμα λοιπόν αὐτό τῶν διαπιστώσεων:
Τό κράτος, ὡς κυρίαρχος θεσμός, οἱ φορεῖς καί τά πρόσωπα πού τό ἀπαρτίζουν,ἀποδοκιμάζουν τήν μονοδιάστατη θρησκευτική ὁμολογιακή κατεύθυνση τοῦ μαθήματος καί ζητοῦν τήν ὑποβάθμισή του, καθώς αὐτό πού κυριαρχεῖ εἶναι ἡἀντίληψη ὅτι θρησκευτική ἐλευθερία καί ὁμολογιακός χαρακτήρας δέν συμβαδίζουν.


Ἔτσι,
α. Ὁ θεολόγος καλεῖται νά ἀποδείξει τή χρησιμότητα τοῦμαθήματός του γνωσιολογικά καί ἐπιστημονικά. Οἱ ὁποιεσδήποτεἐμπειρικές καί ὑπαρξιακές ἀναφορές, ὅσο ἐνδιαφέρουσες καί νά εἶναι,ἐάν δέν εἶναι γνωσιοκεντρικές, παραμένουν ἀδιάφορες καί ἀνούσιες.
β. Ὁ θεολόγος καλεῖται νά ἀποδείξει ὅτι στό σύγχρονο δημοκρατικό καί διαδραστικό σχολεῖο ἔχει σύγχρονο λόγο καί δεδομένη γνώση.
γ. Ὁ θεολόγος καλεῖται νά διαμορφώσει καί νά ἀποδείξει ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι πράγματι δικαίωμα γνωσιοκεντρικό καί ὄχι κατηχητικό-ὁμολογιακό.
ε. Ὁ θεολόγος καλεῖται νά στηρίξει τό γεγονός ὅτι ἡ διαγραφή τοῦ μαθήματος, ἀπό τά μαθήματα γενικῆς ὑποχρεωτικῆς παιδείας,ἰσοδυναμεῖ μέ γνωστικό, ἐκπαιδευτικό καί πνευματικό ἔγκλημα.


Προβλήματα:
α. Τό ΥΠΕΠΘ, θά πρέπει νά ἀποσαφηνίσει ἐάν ἐπιθυμεῖ ἕνα μάθημα θρησκευτικῶν γνωσιοκεντρικό καί γενικῆς παιδείας καί ἄρα ὑποχρεωτικό ἤ ἕνα μάθημα κατηχητικό-ὁμολογιακό, μήὑποχρεωτικό καί ἄρα ὑποβαθμισμένο καί ἐπιλεγόμενο. Φαίνεταιὅτι τό Υπουργεῖο ἀκόμη καί σήμερα ἀμφιταλαντεύεται.Ὀφείλουμε νά τούς πείσουμε γιά τό πρῶτο.
β. Τό Π.Ι κινεῖται καί αὐτό πλέον καί πολύ σωστά πρός τό πρῶτο. Οἱ πρόσφατες ἀναφορές τοῦ κου Γιαγκάζογλου τόἐπιβεβαιώνουν. Προσωπικά θά τίς στηρίξω ὅσο μοῦ εἶναι δυνατόν, παρά τίς ἐν μέρει διαφωνίες μου, γιατί πιστεύω ὅτι εἶναι ὅ,τι καλλίτερο ἔχουμε αὐτή τή δύσκολη γιά τό μάθημα περίοδο
γ. Οἱ Θεολογικές Σχολές ὀφείλουν νά προχωρήσουν σέ πλήρηἀναμόρφωση τοῦ προγράμματος σπουδῶν, κρατώντας ἐν μέρει τόὁμολογιακό καί προκρίνοντας ἐν γένει τό οἰκουμενικό, κοινωνιολογικό, διαθρησκευτικό καί διαπολιτισμικό χαρακτήρα τῶν σπουδῶν. Ἄμεση θά πρέπει νά εἶναι καί ἡ μετονομασία τῶν τμημάτων Θεολογίας σέ τμήματα Θεολογίας καί Ἐπιστήμης τῶν Θρησκειῶν.

Θά ἀναφέρω ἐδώ δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα γνωστικής προσέγγισης μέ τά χαρακτηριστικά πού προανέφερα καί πού θά πρέπει τελικά νά ἔχει τό μάθημα

Πρῶτο Παράδειγμα.

1. Τό ζήτημα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό.


α. Διαθρησκευτική-Διαομολογική.
Ἀναφορά στόν Χριστιανισμό καί στίς ἐπιμέρους ὁμολογίες, στό Ἰσλάμ, στόν Ἰνδουϊσμό, στό Βουδισμό, στά ἀφρικανικά θρησκεύματα, στίς Ἰνδιάνικες θρησκεῖες, στόν Κομφουκιανισμό κλπ., κυρίως μέσα ἀπό τίς πηγές καί τά ἱερά κείμενα τῶν θρησκειῶν. Συγκριτική διερεύνηση τῶν πηγῶν.


β. Κοινωνιολογική.
Οἱ διάφορες προβολές τῶν θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων πού προαναφέρθηκαν στίς ἐπιμέρους κοινωνίες, θεσμούς, οἰκονομικά καί πολιτικά συστήματα.


γ. Πολιτισμική.
Ἀντιστροφή τοῦ β. Κατά πόσο ἡ διαμόρφωση ἑνός πολιτισμοῦἐπηρεάζει τή διαμόρφωση τῆς πίστης σέ μιά α ἤ β θρησκευτική δοξασία. Τά πολιτισμικά δεδομένα μιᾶς περιοχῆς ἤ ἑνός λαοῦ καί κατά πόσο αὐτά ἐπιδροῦν στήν ἐμφάνιση μιᾶς θρησκείας.

Δεύτερο Παράδειγμα


2. Ὁ Γάμος.
α. Διαομολογιακή καί διαθρησκευτική παρουσίαση.
Ὁ Γάμος ὡς μυστήριο ἤ θρησκευτική τελετή στίς διάφορες θρησκεῖες. Τελετουργικό. Συγκριτικές ἀναφορές.
β. Κοινωνιολογική.
Κοινωνιολογικά δεδομένα συναφή μέ τή θεσμικότητα τοῦγεγονότος. π.χ. Ὁ ρόλος τῆς οἰκογένειας, τοῦ πατέρα, τῆς μητέρας κλπ. Σύγχρονοι προβληματισμοί. Γάμος ὁμοφυλοφίλων, σύμφωνο συμβίωσης, πολιτικός γάμος. Ἄγαμες μητέρες. Φυλοτικά προβλήματα.
γ. Πολιτισμική.
Γάμος-οἰκογένεια σέ διαφόρους πολιτισμούς, ἤθη, ἔθιμα. Πατριαρχία, μητραρχία, κινήματα ἰσότητας.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους, οἱ οὔτως ἤ ἄλλως, ἐδῶ πρόχειρες παραδειγματικές διαομολογιακές, διαθρησκευτικές καί διαπολιτισμικές προσεγγίσεις τοῦ ἐπιστητοῦ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν:

α. δέν ἀναιροῦν τήν παρουσία τοῦ ὁμολογιακοῦ
β. ἐπιτρέπουν τήν γνωσιοκεντρική, ἐπιστημονική προσέγγιση, καθώς καί τόν ἔλεγχο τῆς παρεχόμενης γνώσης,
γ. σέβονται, καθώς δέν θέτουν κἄν, τό ζήτημα τῆς πίστης ὡς δικαίωμα καί ὡς στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας.
δ.διασφαλίζουν τήν παρουσία τοῦ θρησκευτικοῦ κατά τρόποἐπιστημονικό καί δημοκρατικό στήν παρεχόμενη ἐκπαιδευτική γνώση.
ε. Ἐπιτρέπουν προσαρμογή στό οὐσιαστικό καί ὄχι στό ποσοτικό. Λιγότερη ύλη περισσότερη γνώση. Γιά κάθε τάξη ὄχι πάνωἀπό 15-16 ἑνότητες. Χρήση πολυμέσων, διαδραστικών μεθόδων, διαδικτύου κ.α.
Ὅλα αὐτά χρήζουν ἰδιαίτερης προσοχής γιατί αὐτόματα καταργοῦν τίς ὅποιες προσπάθειες ἀπό κάποιους γιά ἀπαλλαγές ἀπό τό μάθημα.

Βεβαίως το θέμα της κατήχησης και της εκκλησιαστικής αγωγής παραμένει ως ζητούμενο. Ενα ζητούμενο το οποίο η Εκκλησία έχει απόλυτο δικαίωμα ως θεσμός στο πλαίσιο του διακριτού της ρόλου να λύσει όπως αυτή νομίζει καλλίτερα. Αυτό, όμως αποτελεί ένα άλλο μεγάλο θέμα, το οποίο δεν ανήκει στη σφαίρα του μαθήματος των θρησκευτικών, ως μαθήματος Γενικής Παιδείας. Πρόκειται για θέμα με άλλα χαρακτηριστικά και άλλους στόχους. Άλλωστε η μεγάλη πλειονότητα των θεολόγων περιεβάλουν πάντα με πολλή αγάπη τις τοπικές εκκλησίες στις οποίες ανήκουν, ανταποδίδοντας ειλικρινώς την αμέριστη αγάπη της τοπικής εκκλησίας πρός αυτούς. Ειδικά εδώ στην Κρήτη αυτή η αγάπη τής τοπικής εκκλησίας πρός τους θεολόγους είναι τόσο έκδηλη που θα τολμούσα να πώ ότι θα μπορούσε να αποτελεί παράδειγμα πρός μίμηση για όλη την Εκκλησία. Σε αυτό το κλίμα αγάπης πιστεύω ότι όλοι θα ήθελαν να πλαισιώσουν μιά νέα προσπάθεια, από μέρους των τοπικών εκκλησιών, για επανεξέταση του ζητήματος της κατήχησης και της εκκλησιαστικής αγωγής.

Πηγή: http://e-theologia.blogspot.com/2011/09/blog-post_6258.html