Σελίδες

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Η ιερότητα των συμβόλων

του Χριστόφορου Αρβανίτη




Η ιερότητα των συμβόλων ως πολιτισμική αναγκαιότητα της ανοιχτής κοινωνίας .[1]

  1. 1. Τό σύμβολο.
Ὁ θρησκευτικός συντελεστής ἀποτελεῖ βασικό συσταστικό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ εἴτε αὐτός ἐκλαμβάνεται ὡς μιά ἁπλή ἀνθρώπινη δραστηριότητα εἴτε ὡς μιά πολυσύνθετη διεργασία, ἀτομική ἤ συλλογική, προσωπική ἤ διαπροσωπική. Οἱ προσεγγίσεις καί οἱ ἀναλύσεις τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ἐντός τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ, μέ ἀναγκαῖες τίς κοινωνιολογικές καί ἀνθρωπολογικές κατανοήσεις τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν δράσεων, ἐπιτρέπουν τήν ἀντικειμενική καί ἐπιστημονική διερεύνηση καί ὑπερβαίνουν, χωρίς, ὅμως, νά ἀπορρίπτουν τό γεγονός τῆς πίστης. Αὐτή ἡ δυνατότητα προσέγγισης καί ἀνάλυσης τοῦ θρησκευτικοῦ μέσα ἀπό τήν ὑπέρβαση τοῦ γεγονότος τῆς πίστης μέ πρωτεύοντα τά πολιτισμικά καί κοινωνιολογικά δεδομένα ἀποκλείει περαιτέρω ἀπολυτοποιήσεις καί μυθοποιήσεις βασικῶν ἐννοιῶν του, καθώς ἀποκαθάρει τά γεγονότα ἀπό πρόσθετα μεταγενέστερα χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ἀμαυρώνουν τό ἐμπειρικό τῆς πίστης εἴτε αὐτό εἶναι ἀτομικό εἴτε συλλογικό.[2]
Ἡ κοινωνιολογική προσέγγιση καί ἀνάλυση τῆς θρησκείας ὡς ἑνός ἐκ τῶν βασικῶν στοιχείων διαμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ τεκμηριώνεται κυρίως μέσα ἀπό ἕνα εὐρύ φάσμα ἀνθρώπινων δραστηριοτήτων πού μποροῦν νά ξεκινοῦν ἀπό πρακτικές προγονολατρείας, τελετουργίες μύησης μέ ὑπολανθάνουσες ἀναφορές σέ δυνάμεις ἐξουσίας ἤ ὑπολανθάνουσες σεξουαλικές πράξεις, θρησκευτικούς μύθους πού ὑποδηλώνουν ἔμμεσες ἀναφορές σέ κοινωνικούς θεσμούς καί κανόνες, ἀλλά καί ὑψηλά ἐπίπεδα τέχνης, μουσικῆς καί ἀρχιτεκτονικῆς, τά ὁποῖα φανερώνουν δυναμικές παρεμβάσεις τοῦ θρησκευτικοῦ στόν ἀνθρώπινο πολιτισμό μέ ἐνεργό ὑποκείμενο σέ κάθε τέτοια δραστηριότητα τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.
Ἡ θρησκεία ἐπηρεάζει τή διαμόρφωση τοῦ ἤθους τῶν ἀνθρώπων καί τίς διάφορες κοσμοθεωρίες γιά τά πράγματα αὐτά καθ’ ἑαυτά, τίς ἰδέες τους γιά τήν κοινωνία καί τούς κανόνες πού τήν διέπουν εἴτε σέ ἀτομικό εἴτε σέ συλλογικό ἐπίπεδο.
Ὁ ἄνθρωπολόγος Clifford Geertz, ἐπιχειρώντας νά ὁριοθετήσει τό θρησκευτικό φαινόμενο καταλήγει στόν ἑξῆς ὁρισμό γιά τήν θρησκεία:
ἡ θρησκεία εἶναι:
α. ἕνα σύστημα συμβόλων πού ἐπενεργεῖ μέ τρόπο ὥστε
β. νά δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο ἰσχυρές καί παρατεταμένης διάρκειας διαθέσεις καί κίνητρα
γ. διαμορφώνοντας ἀντιλήψεις γιά τή γενικότερη τάξη τῆς ὕπαρξης
δ. ἐνδύοντας αὐτές τίς ἀντιλήψεις μέ μιά τέτοια αὔρα δεδομένης πραγματικότητας
ε. ὥστε οἱ διαθέσεις καί τά κίνητρα αὐτά νά φαίνονται ἰδιαζόντως ρεαλιστικά.
Εἶναι ἐμφανές ὅτι σέ αὐτόν τόν ὁρισμό βασικό στοιχεῖο κατανόησης ὁρίζεται τό «σύστημα συμβόλων», καθώς τά σύμβολα ἀποτελοῦν πολιτισμικά πρότυπα τά ὁποῖα βοηθοῦν στή συγκρότηση τῶν κοινωνικῶν καί ψυχολογικῶν προγραμμάτων πού διαμορφώνουν τή δημόσια συμπεριφορά.[3] Αὐτό σημαίνει ὅτι τά θρησκευτικά σύμβολα προκαλοῦν ἤ κινοῦν τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες δραστηριότητες στόν εὐρύτατο χῶρο τοῦ πολιτισμοῦ πού κανένα ἄλλο εἶδος συμβόλων δέν μπορεῖ νά προκαλέσει. Ἔτσι γιά παράδειγμα τό χριστιανικό θρησκευτικό σύμβολο τοῦ σταυροῦ προκαλεῖ συναισθήματα, ψυχικές διαθέσεις, καλλιτεχνικές δραστηριότητες, μουσικές δραστηριότητες, πίστη, ἀφοσίωση, ἀλλά καί ἀκραῖες συμπεριφορές, ὅπως π.χ αὐτή τοῦ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ. Εἰδικά ὅσον ἀφορᾶ στό σύμβολο τοῦ σταυροῦ, προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι ἀκόμη καί ὁ Προτεσταντισμός, ὡς ἡ πλέον ἀντισυμβολική καί ἀντιεικονική ὁμολογία τοῦ χριστιανισμοῦ τόν διατήρησε στό κέντρο τοῦ λατρευτικοῦ χώρου, ἐξωβελίζοντας ὅ,τι ἄλλο συμβολικό καί ἐκφραστικό ὑπῆρχε σ’αὐτόν, ὡς παρεκτροπή τοῦ χριστιανισμοῦ πρός τήν εἰδωλολατρεία.
Ὁπωσδήποτε τά σύμβολα ἤ καλλίτερα ὁ συμβολισμός στό θρησκευτικό χῶρο διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο καθώς ἐπιτρέπει μέσα ἀπό αὐτά τήν ὕπαρξη τῆς πίστης, τῆς ἐπιβεβαίωσης ἤ τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου. Μέσα ἀπό αὐτή τήν προοπτική ἡ θρησκεία ἐμφανίζεται ὡς μιά οὐσιαστικῶς συμβολική δραστηριότητα, ὡς ἕνα σύνολο πρακτικῶν καί ἐκφάνσεων τῆς ὁποίας ἡ ἀποτελεσματικότητα δέν ἀποτελεῖ καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό κάποια ὑλική τάξη. Τό συμβολικό στοιχεῖο κατανοεῖ καί χρησιμοποιεῖ τό λόγο, ἀλλά δέν τόν καταστρέφει. Περιγράφει τή λειτουργία τῶν σημείων, ἀλλά ἡ δυναμική του βρίσκεται στό γεγονός ὅτι ἡ ἀνάλυση του βρίσκεται στήν ὑπόθεση χωρίς αὐτή νά ἐπεξηγεῖται μέ ξεκάθαρο τρόπο. Εἰσάγει μιά σχέση ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τό σύμβολο πού εἶναι κοινωνικά θεμελιωμένη μέ τήν ἔννοια ὅτι δημιουργεῖ μιά συμβολική δυναμική, ἡ ὁποία δέν βρίσκεται ἔξω ἀπό τίς δυναμικές σχέσεις πού χαρακτηρίζουν τή δομή τῆς κοινωνίας στό σύνολό της. Ἐάν τό σύμβολο ἔχει μιά σημαντική ἀποτελεσματικότητα τότε οὐσιαστικά παίζει ἕνα οὐσιαστικό ρόλο στή γέννηση τῆς δομῆς τοῦ κοινωνικοῦ χώρου, παίζοντας ἕνα ἐπίσης σημαντικό ρόλο στήν ἔννοια καί τήν ἐφαρμογή τῆς ἐξουσίας. Τό θρησκευτικό γεγονός δέν ἀποτελεῖ μέσα σέ μιά τέτοια προοπτική οὔτε κάτι τό καθαρῶς ἰδεατό οὔτε ὅμως κάτι τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό μιά ἁπλοϊκή σκέψη λίγο-πολύ παραμορφωτική ἤ ἀλλοιωτική τῆς κοινωνιικῆς σύνθεσης ἤ τοῦ κοινωνικοῦ οἰκοδομήματος. Τό μυστικό αὐτῆς τῆς ἐξάρτησης-ἀνεξαρτησίας τῆς ἐξουσίας πού ἀποπνέει τό θρησκευτικό σύμβολο βρίσκεται στόν ἐνδιάμεσο χῶρο τοῦ ὁποίου ἡ ἀνάλυση ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο καί εἶναι κατά τόν Bourdieu ἡ γνώση καί ἡ κατανόηση τοῦ θρησκευτικοῦ χώρου.[4]
«Ἡ ἔννοια τοῦ συμβόλου καί τῆς συμβολικῆς δραστηριότητας τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἀποδεικνύεται τεράστιας σημασίας γιά τόν κοινωνικό ἐπιστήμονα καί εἰδικῶς γιά τόν ἀνθρωπολόγο, καθώς τά ἴδια τά σύμβολα θά πρέπει νά κατανοοῦνται ὡς κάποιου εἴδους «ἐπεκτάσεις τῶν ἐνστίκτων». [5]
Ἡ ὅλη αὐτή  συμβολική, πολιτισμική κινητικότητα στό χῶρο τῶν θρησκειῶν δηλώνει ὅτι ἡ ἀπουσία τέτοιων θρησκευτικῶν συμπεριφορῶν θά δημιουργοῦσε λειτουργικές ἀτέλειες γιά τόν ἄνθρωπο. Γιά νά ἐπιστρέψω δέ στό πρόβλημα τοῦ Προτεσταντισμοῦ θά ἀναφέρω τήν στιγμιαία ἔκπληξη μου, ὅταν στόν καθεδρικό ναό τῆς Γενεύης, Saint-Pierre, ἀντίκρυσα στό κέντρο τοῦ ναοῦ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας. Σέ καμία περίπτωση βέβαια οἱ καλβινιστές τῆς Γενεύης δέν ἔγιναν ξαφνικά εἰκονόφιλοι, λησμονώντας τίς εἰκονομαχικές διακηρύξεις καί ἐνέργειες τοῦ Καλβίνου, ὅμως, μιά τέτοια πράξη δηλώνει κατηγορηματικά τή συμβολική λειτουργική ἀπουσία καί ἀτέλεια πού ἔχει δημιουργήσει ἡ ἀπουσία τῶν εἰκόνων ἀπό τούς λατρευτικούς χώρους. Ἡ προσπάθεια ἀπεξάρτησης τῶν πιστῶν, μέσω τοῦ κινήματος τῆς Διαμαρτύρησης, ἀπό τήν παπική ἐξουσία ὁδήγησε σέ μιά τεχνική ἀναγκαστική ἀπαξίωση τῶν θρησκευτικῶν πολιτισμικῶν συμβόλων καί εἰκόνων, καθώς αὐτά ταυτίστηκαν μέ τήν συγκεντρωτική καί αὐταρχική ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἡ δέ τοποθέτηση τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας στό κέντρο τοῦ ναοῦ, ἔστω καί γιά λίγες ἡμέρες, φανερώνει αὐτή τήν ἀνάγκη ἐπιστροφῆς στό θρησκευτικό-συμβολισμό. Μόνο ἡ λογική προσέγγιση τῆς πίστης μέσα ἀπό τή μελέτη τῆς Βίβλου δέν ἀρκεῖ γιά νά δημιουργήσει ἕναν πολιτισμό καθ’ὅλα ἀνθρώπινο, καθώς παραβλέπει πολλές ἀπό τίς πνευματικές θρησκευτικές λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἄρνηση τῶν συμβόλων στήν ἀνθρώπινη πολιτισμική πραγματικότητα ἀποτελεῖ οὐσιαστικά μιά ἠθελημένη διακοπή τῆς συνειδητής ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἀσυνείδητό του. Ἡ δημιουργία, ὅμως, τῶν συμβόλων ἀποτελεῖ τήν πιό οὐσιαστική πολιτισμική δράση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς αὐτά καθ’ἑαυτά ἐκφράζουν τόν ἄνθρωπο ὡς ὑποκείμενο καί πρόσωπο, τό ὁποῖο λειτουργεῖ σέ ἕνα πλαίσιο συλλογικότητας καί πολιτισμικῆς δημιουργίας. Ἡ ἀκραία ἐπεξεργασία τῶν λογικῶν συμπερασμάτων ὁδηγεῖ σέ διάλυση τῶν συμβόλων καί τῶν μύθων ἑνός πολιτισμοῦ καί κατά συνέπεια τοῦ ἴδιου τοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ ἐξοστρακισμός τοῦ ἅγιου καί τοῦ ἱεροῦ, ἡ ἀπογύμνωση τῆς ἀγάπης ἀπό τή σεξουαλικότητα τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπό τά σύμβολα καί τούς μύθους ὁδηγεῖ τόν πολιτισμό στά ὅρια τῆς αὐτοκαταστροφῆς του.
Ὁ Miguel de Unamumo θέλοντας πιθανόν νά ἀνατρέψει τόν προφητικό χαρακτήρα τῆς νιτσεϊκῆς ἀναπόφευκτης καταστροφῆς τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ἀναφέρει:
«Δέν εἶναι... ἡ ὀρθολογική ἀναγκαιότητα, ἀλλά ἡ φρικτή ἀγωνία πού μᾶς ὠθεῖ νά πιστέψουμε στόν Θεό... Τό νά πιστεύουμε στόν Θεό σημαίνει ὅτι ἐπιθυμοῦμε διακαῶς τήν ὕπαρξή Του καί, ἐπιπλέον,...  σημαίνει νά ζοῦμε μέ αὐτήν τή λαχτάρα καί νά τήν κάνουμε ἐσωτερική πηγή τῶν πράξεών μας. Αὐτή ἡ λαχτάρα, ἡ πείνα γιά τή θεότητα, γεννᾶ τήν ἐλπίδα, ἡ ἐλπίδα γεννᾶ τήν πίστη καί ἡ πίστη μαζί μέ τήν ἐλπίδα γεννοῦν τήν εὐσπλαχνία. Ἀπ’αὐτή τή λαχτάρα γιά τό θεῖο γεννιέται ἡ αἴσθησή μας τῆς ὀμορφιᾶς, τοῦ σκοποῦ, τῆς καλοσύνης».[6]
Αὐτή ἡ πολυλειτουργικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ πολυπολιτισμικοῦ συμβολισμοῦ εἶναι αὐτή πού ἀναγκάζει τόν μελετητή τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου νά ἀπορρίψει τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ θρησκευτική πίστη εἶναι ψευδής καί ἐπιφαινόμενη. Ἡ μελέτη τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου κατά τόν Malinowski καταδεικνύει ὅτι :
«ἡ θρησκεία ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά ὑπομένει καταστάσεις συναισθηματικοῦ στρες, παρέχοντας, τρόπους διαφυγῆς ἀπό καταστάσεις καί ἀδιέξοδα πού δέν προσφέρουν ἐμπειρικές διεξόδους παρά μόνο μέσα ἀπό τήν τελετουργία καί τήν πίστη στό ὑπερφυσικό».[7]
Ὁ συμβολισμός δέν εἶναι παραδοσιακός, ἀλλά διαχέεται μέσα στούς αἰῶνες, ἐμπεριέχοντας μέσα σέ λίγες συμβατικές γραμμές τή σκέψη καί τά ὄνειρα τοῦ πολύμορφου ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Ἐν τούτοις ἕνα μεγάλο μέρος του χαρακτηρίζεται ὡς παραδοσιακό, καθώς συνιστά μιά διεθνή γλώσσα ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τά φυσιολογικά ὅρια τῆς ἐπικοινωνίας. Τό σύμβολο ἀποτελεί ἀφετηρία κατάδειξης τοῦ ἐνυπάρχοντος καί τοῦ ὑπερβατικοῦ, ἀφετηρία ἀποκάλυψης ὄψεων τῆς πραγματικότητας πού διαφεύγουν τοῦ κοινοῦ τρόπου ἔκφρασης. Ὡς ἐκ τούτου κρατᾶ μέσα σέ μιά ἐποχή ἔντονα ἀτομοκρατική μιά ἰδιαίτερη ἔκφραση ἀνθρώπινης συλλογικότητας, καταλιμπάνει τό ἀτομικό καί ἀναδεικνύει τό καθολικό. Μετέχει τῆς πραγματικότητας, τῆς ἄμεσης ἐμπειρίας τῆς ζωῆς, ἀποκαλύπτοντας καί ὑποκρύπτοντας τήν ἀλήθεια. Σημαντικό ρόλο στήν κατανόηση του διαδραματίζει τό ἑκάστοτε ὑποκείμενο και οἱ ἐμπειρίες του. (Βλ. ΙΧΘΥΣ). Χωρίς τη διάσταση τοῦ συμβόλου οἱ θρησκευτικές τελετές θά ἀπέβαιναν κενές και δεισιδαιμονικές. Ὁ συμβολισμός τῶν στάσεων, τῶν χειρονομιῶν, τῆς προσευχῆς, τῆς λατρείας, τοῦ ἤχου, τῶν κινήσεων δηλώνει τή σημαντικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί ἀνάγκης. Ἔτσι, ἡ ἀδιαφορία πρός τά σύμβολα δέν ἀποτελεῖ σημάδι φώτισης καί πνευματικότητας, ἀλλά στήν πραγματικότητα σύμπτωμα ἀσθένειας. Τό σύμβολο δίνει τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά σωθεῖ ἀπό τόν πολιτιστικό του ἐπαρχιωτισμό καί πάνω ἀπό ὅλα ἀπό τήν ἱστορική καί ὑπαρξιακή του σχετικοκρατία.
  1. 2. Πολιτισμική αναγκαιότητα.
Ἐάν λοιπόν ὑπάρξει συμφωνία στό γεγονός ὅτι ἀνάλυση σημαίνει ἀποσαφήνιση τῶν δομῶν σήμανσης, τῶν καθιερωμένων κωδίκων καί καθορισμό τῆς κοινωνικῆς τους θεμελίωσης καί σημασίας, τότε ὑποχρεωτικά σέ κάθε στάδιο ἔρευνας γιά τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό θά πρέπει νά ἀναζητοῦμε τά σημεῖα ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦν τό νέο καί τό πρωτόγνωρο γιά τόν ἄνθρωπο, ἀξιολογώντας τή σημασία τους γιά τόν ὑπό διαμόρφωση πολιτισμό. Αὐτά τά νέα πολιτισμικά στοιχεῖα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στήν πολιτισμική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου εἴτε λειτουργοῦν παράλληλα εἴτε συγκρουσιακά εἴτε συνθετικά. Τό ὑπάρχον πολιτισμικό περιβάλλον εἴτε τά ἀναδεικνύει ὡς σημαντικά καί γι’αὐτό τά ἐνσωματώνει στίς ὑπάρχουσες διαδικασίες εἴτε τά θεωρεῖ ὡς ὑποδεέστερα καί ἄνευ σημασίας καί γι’αὐτό τά περιθωριοποιεῖ ἤ τά ἀπορρίπτει. Μιά τέτοια διαδικασία, ὅμως, δημιουργεῖ προβλήματα πολιτισμικῶν ἀποκλεισμῶν γιά ὁμάδες καί σύνολα ἀνθρώπων πού ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται νά μήν εἶναι «συμβατές» μέ τούς κανόνες καί τούς ὅρους πού ἀποδέχεται ἕνας πολιτισμός.
Μέ βάση αὐτή τή διαδικασία, ὁ πολιτισμός:
«μιᾶς κοινωνίας συνίσταται σέ ὅλα ὅσα πρέπει νά γνωρίζει ἤ νά πιστεύει κανείς προκειμένου νά λειτουργήσει μέ ἕναν τρόπο ἀποδεκτό ἀπό τά μέλη της».[8]
Κατ’αὐτόν τόν ὁρισμό ἐνυπάρχει μιά καταγραφή συστημικῶν κανόνων ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ ἕνα εἶδος πολιτισμοῦ  ἔντονα τυποποιημένου καί μέ βασική συνέπεια τόν ἀποκλεισμό ὁποιουδήποτε στοιχείου δέν συμφωνεῖ μέ τά δεδομένα αὐτά. Γίνεται ἐμφανές ὅτι σέ αὐστηρά τυποποιημένα πολιτισμικά καί κοινωνικά συστήματα ἡ προσπάθεια ἀνάμειξης τῶν στοιχείων δέν ἀποδίδει, κυρίως, γιατί ἡ αὐστηρότητα τοῦ συστήματος δέν ἐπιτρέπει τή συλλειτουργία τους. Αὐτό, ὅμως, ἀποτελεῖ τό ἕνα στοιχεῖο πού μπορεῖ κάποιος νά συμπεράνει καί κυρίως γίνεται ἐπίκλησή του ἀπό ἀνθρώπους πού ἀντιλαμβάνονται μονοδιάστατα τήν ἀνθρώπινη πολιτισμική δραστηριότητα καί ἐπιδιώκουν τήν πολιτισμική τους καθαρότητα, ἀπορρίπτοντας κάθε ξένο στοιχεῖο πολιτισμικῆς ἰδιαιτερότητας ὡς μολυσματικό.
Τό ἄλλο στοιχεῖο πού καλεῖται κάποιος νά συμπεράνει, ἐάν ἀποφασίσει νά ἐμβαθύνει στό πρόβλημα, εἶναι, ἀπορρίπτοντας ἐπιλογές ἀποκλεισμοῦ, ἡ λογική τῆς συνύπαρξης. Μέ βάση αὐτή τήν λογική ὀφείλει κάποιος:
α. νά ἀντιλαμβάνεται τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ ἄλλου
β. νά ἀντιλαμβάνεται τόν ἰδιαίτερο ρόλο τοῦ ἄλλου
γ. νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀπευθύνεται σέ ἕνα ἰδιαίτερο ἀνθρώπινο σύνολο τό ὁποῖο προσπαθεῖ ὅσο τό δυνατόν γίνεται νά ἐκφράσει πολιτισμικά καί τό ἀντίθετο
δ. νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι καί ὁ ἄλλος ἀποτελεῖ μέρος ἑνός μεγάλου συνόλου πολιτιστικῆς δραστηριότητας τοῦ ἀνθρώπου
ε. νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ καθενός, ἰδιαιτέρως, καί ἡ συνύπαρξή τους μέ τόν καθένα στό χῶρο του δέν ὁδηγεῖ σέ κανένα κοινωνικό καί κατ’ἐπέκταση πολιτισμικό ἀποκλεισμό. Τό στοιχεῖο  τῆς συνύπαρξης σέ ἕνα χῶρο καί τόπο διαφορετικῶν πολιτισμικῶν μοντέλων ἀπορρίπτει κατ’ἀρχάς ἄμεσα τήν ἐπιλογή τοῦ ἀποκλεισμοῦ, θεωρώντας ὅτι κάτι τέτοιο ὁδηγεῖ σέ κοινωνικούς καί πολιτισμικούς ἀποκλεισμούς.
Ἡ ἔννοια τῆς συνύπαρξης, ἡ ἀρχή τῆς συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν σέ ἕνα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ἤ ἀλλιῶς ἡ ἀρχή τῆς πολυπολιτισμικότητας δέν ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξη κανενός πολιτισμοῦ, ἀπορρίπτει λογικές σύγκρουσεις τῶν πολιτισμῶν μέ «δαρβίνειες» και
«χαντικτονιακές»  ἐξελικτικές προσεγγίσεις ἐπικράτησης τοῦ ἰσχυροτέρου πολιτισμοῦ, σέβεται τίς παραδόσεις καί τίς πολιτισμικές καταβολές τῶν λαῶν, ἐπιζητεῖ τήν ἀλληλοκατανόηση τῶν πολιτισμικῶν ἰδιαιτεροτήτων  τοῦ καθενός καί βοηθᾶ στή λειτουργία τῆς δημοκρατίας σέ τοπικό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο. Τό «συν-υπάρχειν» ὁδηγεῖ στό «συν-διαλέγεσθαι», τό «συνδιαλέγεσθαι» ὁδηγεῖ στό «ἀλληλοκατανοεῖν», τό «ἀλληλοκατανοεῖν» ὁδηγεῖ στόν ἀλληλοσεβασμό καί ὁ ἀλληλοσεβασμός μᾶς ἐπιτρέπει νά βαθαίνουμε τή δημοκρατία ἀπό τό πολιτικό της ἐπιφαινόμενο στό κοινωνικό καί ἀκόμη περισσότερο στό πολιτισμικό της ρεαλισμό.
Προηγουμένως εἶχε ἀναφερθεῖ ὅτι ἀνάλυση σημαίνει ἀποσαφήνιση τῶν πολιτισμικῶν δεδομένων, τῶν συντελεστῶν πού διαμορφώνουν καί μεταμορφώνουν ἐν συνεχεία κάποια ἄλλα στοιχεῖα σέ πολιτισμό μέ κοινωνική θεμελίωση καί σημασία. Μιά τέτοια πολιτισμική ἀνάλυση τῶν στοιχείων πού ἀποτελοῦν τούς συντελεστές διαμόρφωσης ἑνός πολιτισμοῦ μᾶς ἐπιτρέπει τό πέρασμα ἀπό τή θεωρητική προσέγγιση στή ρεαλιστική θεώρηση τῶν πολιτισμικῶν δεδομένων. Ἔτσι ἀποφεύγονται ἡ μονομέρεια καί ἡ γενίκευση καί ἀπομακρύνεται ὁ κίνδυνος τῆς πολιτισμικῆς καθαρότητας καί τοῦ πολιτισμικοῦ ἀποκλεισμοῦ. Πάντως κατά γενική ὁμολογία (χωρίς αὐτό νά ἀποτελεῖ κοινοτυπία)
«ἡ πολιτισμική ἀνάλυση εἶναι ἐγγενῶς ἀτελεύτητη»,[9]
εἰδικώτερα, ὅταν σ’αὐτή τήν ἀνάλυση ἐμπλακεῖ ἡ κοινωνιολογία. Ἡ κατανόηση τῶν πολιτισμῶν ἔρχεται μέσα ἀπό τήν κατανόηση τῶν ἀνθρώπων καί ἡ κατανόηση τῶν ἀνθρώπων ἔρχεται μέσα ἀπό τή γνωριμία μαζί τους, τή θέληση γιά γνωριμία μαζί τους.
Σ’αὐτό τό σημεῖο, ὅμως, προκύπτει ἕνα μεῖζον ζήτημα γιά τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό καί τίς ἀξίες του. Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν πολιτισμικές ἀξίες οἱ ὁποῖες θεωροῦνται παγκόσμιες, ὑπάρχουν, ὅμως, καί ἀξίες σέ τοπικούς πολιτισμούς οἱ ὁποῖες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στίς τοπικές κοινωνίες καί στά ὑποκείμενά τους. Ἡ σύνθεση τοῦ τοπικοῦ μέ τό παγκόσμιο ἀποτελεῖ γιά τό σήμερα τό μεγαλύτερο ἴσως πρόβλημα πού ἀνέκυψε μέ τήν παγκοσμιοποίηση τῆς ἀγορᾶς. Οἱ παγκόσμιες πολιτισμικές ἀξίες τείνουν νά ἀπορροφήσουν τούς τοπικούς πολιτισμούς ἤ τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά αὐτῶν τῶν πολιτισμῶν συνθέτουν ἕνα παγκόσμιο πολιτισμό τοῦ ὁποίου, μέρος ἤ τμῆμα, ἀποτελοῦν καί τά ἴδια; Αὐτή ἡ πολιτισμική ἀξιολογική παγκοσμιότητα ἀποτελεῖ πράγματι μιά σύνθεση πολιτιστικῶν παραδόσεων ἤ ἐργαλεῖο στά χέρια κάποιων ἐπιτήδειων κερδοσκόπων πού μέσα ἀπό παγκοσμιοποιημένα πολιτισμικά δεδομένα προσπαθοῦν νά ἐλέγξουν τίς ἀνθρώπινες συμπεριφορές;
Οἱ ἀπαντήσεις σέ τέτοια ἐρωτήματα δέν εἶναι καθόλου εὔκολες. Ἄς δοῦμε γιά παράδειγμα ἕνα πολιτισμικό ἀνθρώπινο μνημεῖο. Τήν Ἁγιά Σοφιά. Ἕνα χριστιανικό πολιτισμικό μνημεῖο παρελθοντικοῦ χρόνου μέσα σέ ἕνα παροντικό μουσουλμανικό κόσμο καί μιά παγκόσμια κοινότητα, ἡ ὁποία τό χαρακτηρίζει ὡς μνημεῖο παγκόσμιας πολιτισμικῆς κληρονομιᾶς. Ὁ ναός, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ Αὐτοκρατορία, τά ἱστορικά πρόσωπα-ὁ Ἰουστινιανός, οἱ ἀρχιτέκτονες, τά ὑλικά, τό μέγεθος, ἡ νοοτροπία, οἱ ἐργάτες, ὁ χρόνος, ὅλα αὐτά κάνουν τήν Ἁγιά Σοφιά, ναό τῆς τότε βασιλεύουσας τοῦ κόσμου. Ἔχει σημασία νά δεῖ κανείς τόν πολιτισμό πού ἀναδύεται μέσα ἀπό ἕνα ἀρχιτεκτονικό κατασκεύασμα, καθώς ἡ γοητεία τοῦ οἰκοδομήματος δηλώνει μιά συγκεκριμένη ἐποχή καί μιά συγκεκριμένη κοινωνία. Αὐτό τό ἴδιο τό οἰκοδόμημα ὑποδηλώνει τίς ἰδιαίτερες γιά ἐκείνη τήν ἐποχή ἀντιλήψεις γιά τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἀλλά καί τή χρήση αὐτῆς τῆς σχέσης ἀπό τήν ἐξουσία.
Ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου ἀναδεικνύει τή δύναμη ἐξουσίας πού ἔχει στά χέρια του ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας, καθώς ὁ συμβολισμός τοῦ οἰκοδομήματος ἐπικεντρώνεται στή νίκη τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἐπί τοῦ Σολομώντα, μιά νίκη σέ μιά μάχη πού ἱστορικά δέν συνέβει ποτέ. Κυριολεκτικά καί ρεαλιστικά οὐδέποτε ὑπῆρξε μιά τέτοια σύγκρουση. Ἡ συμβολική, ὅμως, ἀναγωγή τῆς αὐτοκρατορίας ὑπεράνω τοῦ Σολομώντα δέν εἶναι θεσμική ἤ στρατιωτική ἤ πολιτική ἀλλά πολιτισμική, ἐμπεριέχοντας τήν ὅλη ὕπαρξη τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ Ἁγιά Σοφιά ὡς πολιτισμικό πρότυπο ἐπιβεβαιώνει μέ τή συμβολική της ἀνάδειξη τήν πολιτισμική ἐπικυριαρχία τοῦ Βυζαντίου.
Τό μεγαλεῖο τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς καί ἡ μεγαλοπρέπεια τῆς τέλεσης τῆς αὐτοκρατορικῆς Θ. Λειτουργίας γοήτευαν γιά 800 καί πλέον χρόνια τούς λαούς πού ἤθελαν νά κατακτήσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Παρ’ὅτι ὅμως ἡ Πόλη ἁλώθηκε καί ἡ Ἁγιά Σοφιά γιά 450 χρόνια περίπου μεταμορφώθηκε σέ χῶρο λατρείας μιᾶς ἄλλης θρησκείας καί μιᾶς ἄλλης αὐτοκρατορίας ἐν τούτοις στήν παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά καταγράφθηκε ὡς μνημείο τοῦ βυζαντινοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ βυζαντινός αὐτοκρατορικός πολίτης μεταμορφώνεται σέ πανανθρώπινο οἰκουμενικό πολιτισμικό πρότυπο, ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ἐκστασιασθεῖ ἀπό τό μεγαλεῖο καί τή γοητεία τῆς αὐτοκρατορίας του καί τόν παρακινεῖ σέ μιά δυναμική καί ἐπιθετική οἰκειοποίηση.
Ἄς δοῦμε, ὅμως καί ἕνα πιό σύγχρονο γεγονός. Τό παράδειγμα τῆς Θεσσαλονίκης ὡς μιᾶς πόλης συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν, τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ, τοῦ βυζαντινοῦ, τοῦ μουσουλμανικοῦ, τοῦ ἑβραϊκοῦ, τοῦ σλαβικοῦ στοιχείου ἀποτελεῖ, ἴσως, τήν πιό χαρακτηριστική περίπτωση. Ἡ θρησκευτική ταυτότητα τῆς κάθε κοινότητας εἶναι αὐτή πού ἀποτελεῖ τό στοιχεῖο τῆς διάκρισης ἀπό τίς ἄλλες. Ἡ κοινότητα χρησιμοποιεῖ τή θρησκεία γιά νά δηλώσει τή διαφορετικότητά της ἀπέναντι στούς ἄλλους, καθώς σ’αὐτήν ἀνάγει τή σημαντικότητα τῆς ὕπαρξής της. Ἡ θρησκεία εἶναι αὐτή πού παρέχει σέ κάθε κοινότητα τήν ἠθική, τούς κανόνες, τούς ὅρους (γιά παράδειγμα κανείς Ἑβραίος δέν δουλεύει στό ἐμπορικό κέντρο τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου), δανείζεται ἔννοιες μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ἀμύνεται ἤ ἐπιτίθεται πολιτισμικά, καταθέτει ἐμπειρίες, οἱ ὁποῖες κάνουν κατανοητό τό γεγονός τῆς διαφορετικότητας. Ἡ θρησκευτική ἰδιαιτερότητα τῆς κάθε κοινότητας διαμορφώνει κοινωνικές καί πολιτισμικές διαδικασίες οἱ ὁποῖες, ὅμως, δέν συγκρούονται μεταξύ τους, ἀλλά κατορθώνουν νά συνυπάρχουν σεβόμενες τήν ταυτότητα τοῦ ἄλλου. Ἡ Θεσσαλονίκη ἔζησε τέτοιες πολιτισμικές διεργασίες ἀπό τά τέλη τοῦ 16ου αἰ. ὡς τά μέσα τοῦ 20ου, παρουσιάζοντας παράλληλα ἕνα τέτοιο πρόσωπο κοινωνικῆς συνοχῆς πού θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει πρότυπο γιά ἄλλες σύγχρονες πόλεις μέ θρησκευτικά προβλήματα, ὅπως εἶναι  τό Μπέλφαστ ἤ ἡ Ἰερουσαλήμ, καί παρ’ὅτι μέ ἀρχές κοινωνιολογικῆς ἀνάλυσης μεταφορᾶ προτύπου δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει, καθώς τό ὁποιοδήποτε κοινωνικό φαινόμενο ἀποτελεῖ φαινόμενο μόνο γιά τή συγκεκριμένη κοινωνία στήν ὁποία διενεργήθηκε. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τό γεγονός ὅτι στίς καρδιές καί στίς μνῆμες τῶν ἀπανταχοῦ Ἑβραίων ἡ Θεσαλονίκη ἀποτελεῖ τή δεύτερη Σιών. Τό τέλος αὐτῆς τῆς συνύπαρξης ἔφθασε μόνο ὅταν ὑπῆρξαν βίαιες ἔξωθεν παρεμβάσεις, οἱ ὁποῖες προσπάθησαν καί πέτυχαν νά ἀλλοιώσουν τήν πληθυσμιακή καί πολυπολιτισμική της σύνθεση σέ μιά ἐποχή ὅπου κυριάρχησαν ἀπόψεις περί ἐθνικῆς καί φυλετικῆς καθαρότητας. Ὑπῆρξε ἱστορικά τό πιό χαρακτηριστικό παράδειγμα  συνύπαρξης πολιτισμῶν ἀπό τό γεγονός καί μόνο ὅτι στό γεωγραφικό της χῶρο συνυπῆρξαν διαφορετικοί πολιτισμοί, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν τήν πολιτισμική τους ταυτότητα καί ἰδιαιτερότητα, σέ ὁρισμένες δέ περιπτώσεις, θέτοντας αὐστηρούς κανόνες καί ὅρους πρός τά μέλη τους, συνεργαζόμενοι μόνο στόν τομέα τῆς οἰκονομίας.[10] Τό 1912 ἡ πληθυσμιακή της κατανομή ἦταν 62000 περίπου Ἑβραῖοι, 42000 περίπου Τοῦρκοι, 35000 Ἕλληνες, 6000 Σλάβοι καί λιγότεροι σέ ἀριθμούς, Ἀρμένιοι, Ἀρβανίτες, Βλάχοι, Τσιγγάνοι. Ἡ κατανομή ἀλλάζει ραγδαία καί αἰφνίδια, μετά ἀπό δέκα χρόνια, τό 1922 μέ τίς ἀναγκαστικές ἀνταλλαγές πληθυσμῶν. Οἱ Ἑβραῖοι παραμένουν στόν ἴδιο ἀριθμό, οἱ Ἕλληνες ἐκτινάσσονται στίς 120.000 λόγω τῶν 80 μέ 85 χιλιάδων Ἑλλήνων προσφύγων πού καταφθάνουν στήν πόλη καί στά περίχωρα, οἱ Τοῦρκοι ἐξαφανίζονται καί οἱ Σλάβοι ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει μέ τίς ἀνταλλαγές τοῦ 1919 ἀνάμεσα σέ Ἑλλάδα καί Βουλγαρία. Τό τέλος τῆς συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν θά ἐπισφραγισθεῖ μέ τήν θηριωδία τῶν Ναζί κατακτητῶν, οἱ ὁποῖοι σέρνουν στά κρεματόρια γύρω στούς 40.000 Ἑβραίους. Ἀπό αὐτούς μόνο 2.000 ἐπέζησαν καί κατόρθωσαν νά γυρίσουν στή Θεσσαλονίκη, ὅμως, ἡ ἄλλοτε ἰσχυρή οἰκονομικά, λόγω ἐμπορίου, ἑβραϊκή κοινότητα θά ἔχει γιά πάντα χάσει τή δυναμική της παρουσία στήν Πόλη τῶν πολιτισμῶν, καθώς οἱ Ναζί μέ τή συνεργασία καί κάποιων δοσίλογων Ἑλλήνων κατέστρεψαν ἀκόμη καί τό Ἑβραϊκό νεκροταφεῖο πάνω στό ὁποῖο ἀργότερα κτίσθηκε τό σημερινό Πανεπιστήμιο.[11] Τό 1942 ἡ Θεσσαλονίκη ἔπαψε νά εἶναι μιά πολυπολιτισμική πόλη καί ἔγινε, ὅπως πολλοί σχεδίαζαν καί ἐπιθυμοῦσαν, μιά ἀμιγῶς ἐθνικά ἑλληνική πόλη. [12]
Ἐκ τῶν παραδείγματων καταλείγουμε στό ὅτι ἐάν ἡ ἔρευνα γιά τή σχέση κοινωνίας καί πολιτισμοῦ ἐκφρασθεῖ μέσα ἀπό μιά ἀντικειμενική δυναμική προσέγγιση, τότε θά πρέπει σέ κάθε περίπτωση νά καταδεικνύεται τό γεγονός ὅτι οἱ κοινωνικές δομές ὁδηγοῦν στή δημιουργία ἑνός πολιτισμικοῦ σχήματος πού καλεῖται:
α. νά ἀντιμετωπίσει ἄμεσα αἰτήματα, ὅπως γιά παράδειγμα αὐτό τῶν διακρίσεων γιά θρησκευτικούς λόγους ὡς ἐλάχιστη προσαρμογή στίς ταχύτατα μεταβαλλόμενες ἀνάγκες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου
β. τήν ἀπαλλαγή τῆς πολιτισμικῆς ἰσότητας ἀπό ἰδεοληπτικές ἀντιλήψεις
γ. τή μη ἀποδοχή τοῦ διαχωρισμοῦ σέ πολιτισμένους καί ἀπολίτιστους, καθώς εἰδικά αὐτό τό τελευταῖο ὁδηγεῖ σέ τεχνικές πολιτισμικές συσπειρώσεις μέ ὑποτιθέμενες πολιτισμικές συγκρούσεις, ἀλλά καί σέ συγκαλύψεις τῶν πραγματικῶν ἀντιθέσεων καί προβλημάτων.
Ἡ ἐπιλογή τῆς ἐμμονῆς σέ ἕνα κλειστό σύστημα μειώνει τήν ἀποδοχή τοῦ μηνύματος μόνο σέ αὐτούς πού παραμένουν ἐγκλωβισμένοι στό σύστημα, ἀλλά καί δημιουργεῖ ἀρνητικές διαθέσεις σ’αὐτούς πού ἀνήκουν στόν εὐρύτερο ἀνοικτό πολιτισμικό χῶρο, ἐνώ ἀντιθέτως στό πλαίσιο μιᾶς ἀνοικτῆς πολιτισμικῆς διεργασίας ἡ ἀκουστικότητα τοῦ μηνύματος θά ἦταν πολιτισμικά πολύ μεγάλη καί οἱ ἐπιδράσεις θά εἶχαν μιά θετική κατεύθυνση γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ἐλευθερία του.[13]
Ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι ἡ πολιτισμική συνύπαρξη τῶν ἀνθρώπων καί ἡ συνέχιση τῶν διαλόγων σέ διαθρησκευτικό καί διαομολογιακό ἐπίπεδο μέ σταθερή ἐπιδίωξη τήν κατανόηση τῆς ἰδιαιτερότητας καί τῆς διαφορετικότητας τοῦ ἄλλου.[14]
Γιά τό χριστιανό κάθε ἄνθρωπος ἀποτελεῖ πρόσωπο σεβαστό, καθώς φέρει μέσα του τή θεία εἰκόνα καί ἡ Ἐκκλησία ἐφ’ὅσον λειτουργεῖ χαρισματικά ὡς κοινωνία ἀγάπης ὀφείλει νά δέχεται τούς πάντες ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, φύλου, μορφώσεως καί ἀνεξαρτήτως τοῦ τί ὁ ἄλλος πιστεύει ἤ ἄν πιστεύει.

3.Ἀνοικτή κοινωνία καί θρησκευτικότητα
Ὁ πολιτισμός θά πρέπει νά ἀποβλέπει ἐκτός τῶν ἄλλων στήν ἀνθρωπιά, στή λογικότητα, στήν ἰσότητα καί στήν ἐλευθερία, καθώς ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τά βασικά θεμέλια μιᾶς κοινωνίας πού ἀποβλέπει καί ἀγωνίζεται γιά τή συνύπαρξη τῶν πολιτισμῶν. Τό πέρασμα ἀπό τίς κλειστές, κυρίως θρησκευτικοῦ ἀγροτικοῦ τύπου κοινωνίες, στήν ἀνοικτή ἀστική κοινωνία τῆς συνύπαρξης τῶν ἰδιαιτεροτήτων δίνει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα μιᾶς πιό κριτικῆς ἀνάγνωσης τῆς κοινωνίας καί τῶν προβλημάτων της. Κατά τόν Popper τό shock αὐτῆς τῆς μετάβασης ἀπό τό κλειστό σύστημα, τό αὐστηρά ὁριοθετημένο, σέ ἕνα ἀνοικτό καί μή προβλέψιμο ὁδήγησε στή δημιουργία ἀντιδραστικῶν ὁμάδων οἱ ὁποῖες οὐσιαστικά προσπαθοῦν νά ἀνατρέψουν αὐτή τή δυνατότητα τῆς συνύπαρξης μέσα ἀπό τήν ἐπαναφορά ἐθνικιστικῶν παροχημένων ἀντιλήψεων.[15]
Σέ μιά πολιτισμική, ὅμως, κοινωνία ἡ βιοοργανική θεώρηση τῆς κοινότητας ἀνατρέπεται καί τή θέση της καταλαμβάνει ἡ ἀναγκαία συνύπαρξη ἑτερόκλητων πολιτισμικῶν ὁμάδων οἱ ὁποῖες μέχρι πρότινος, ἀλλά καί στή μετέπειτα πορεία τους δέν ἐμφάνισαν, ἀλλά καί δέν ἐμφανίζουν ὅρους ἤ κανόνες γιά τήν συνύπαρξή τους. Θεωρῶ ὅτι αὐτό τό σημεῖο εἶναι τό σοβαρότερο καί σπουδαιότερο καθώς διαψεύδει τήν ἀντίληψη τῆς ὀργανωμένης σύγκρουσης, πόσο μᾶλλον τῆς συνειδητῆς. Ἡ πολιτισμική κυριαρχία δέν ἀποτελεῖ δράση μεθοδευμένη ἤ προκατασκευασμένη γι’αὐτό καί στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, πολλές φορές οἱ κατακτητές «ὑποκύπτουν» πολιτισμικά στήν πίεση τοῦ κατακτημένου.
Ἡ περίπτωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας σέ σχέση μέ τούς λαούς πού κατακτήθηκαν λόγω τῆς στρατιωτικῆς της ὑπεροχῆς, καί κυρίως μέ τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτισμικῆς ἀντιστροφῆς, ἀλλά καί συνύπαρξης. Ἡ ἀρχαία Ἀθήνα, γίνεται αὐτό τό ὁποῖο γίνεται, ὅταν ἀνατρέπει τό κλειστό, ὁλιγαρχικό καί μονοπολιτισμικό της σύστημα σέ ἀνοικτό, δημοκρατικό καί πολυπολιτισμικό, μέσα ἀπό ἕνα δίκτυο λιμανιῶν καί ἰσχυροῦ ἐμπορικοῦ στόλου. Ἡ ὁμάδα τῶν ὁλιγαρχικῶν καθ’ὅλη τή χρονική περίοδο τῆς δημιουργίας τῆς μεγάλης Ἀθήνας, αἰσθανόμενη τήν πίεση τῶν ἐξελίξεων πού τούς ἔθετε στό περιθώριο ὡς κλειστή κοινωνική ὁμάδα, ἀντιδροῦσε, φτάνοντας μέχρι καί τοῦ σημείου τῆς προδοσίας, προκειμένου νά σταματήσουν τό κτίσιμο τῶν Μακρῶν Τειχῶν. Ἀντιθέτως, οἱ δημοκρατικοί Ἀθηναῖοι τό 405, ξεπερνώντας ἴσως καί τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς τους προτείνουν τή συνένωση τῆς Ἀθήνας μέ τή Σάμο σέ ἕνα κράτος, στό ὁποῖο, ὅμως, οἱ Σάμιοι θά διατηροῦν γιά τά ἐσωτερικά τους ζητήματα  τούς δικούς τους νόμους καί θά ἐνεργοῦν κατά βούληση, ἕνα εἶδος ὁμοσπονδίας.
Στά κλειστά πολιτισμικά συστήματα κυρίαρχα στοιχεῖα ἀποτελοῦν ἀπόψεις περί κινδύνου ἀπό ξένες ἐπιδράσεις, μή ἀνθρωπιστικές ἰδεολογίες καί μή δημοκρατικές ἀντιλήψεις. Ἀξίζει νά μεταφερθεῖ ἐδῶ ἕνα χαρακτηριστικό κείμενο τοῦ Δημόκριτου, καθώς ὅλες αὐτές οἱ κλειστές ὁμάδες στηρίζουν τίς ἀπόψεις τους στήν παράδοση καί στούς προγόνους διαστρεβλώνοντας χονδροειδῶς τήν ἠθική τους :
«Ὄχι ἀπό φόβο παρά ἀπό τή συναίσθηση τοῦ τί εἶναι ὀρθό θά ‘πρεπε νά ἀποφεύγουμε νά διαπράττουμε τό κακό... Ἡ ἀρετή βασίζεται, πάνω ἀπ’ὅλα στό σεβασμό πρός τόν ἄλλο ἄνθρωπο... Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνας μικρός κόσμος καθαυτόν... Θά πρεπε νά κάνουμε τό πᾶν γιά νά βοηθοῦμε αὐτούς πού ἔχουν ἀδικηθεῖ... Τό νά εἶσαι καλός σημαίνει νά μήν πράττεις τό κακό καί ἀκόμη, νά μήν θέλεις νά τό πράξεις... Οἱ καλές πράξεις, καί ὄχι τά λόγια, εἶναι αὐτό πού μετρᾶ. Ἡ φτώχεια μιᾶς δημοκρατίας εἶναι καλύτερη ἀπό τήν εὐημερία πού, καθώς ἰσχυρίζονται, συνυπάρχει μέ τήν ἀριστοκρατία ἤ τήν μοναρχία, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἐλευθερία εἶναι καλλίτερη ἀπό τή δουλεία... Ὁ σοφός ἄνθρωπος ἀνήκει σέ ὅλες τίς χῶρες, γιατί πατρίδα μιᾶς μεγάλης ψυχῆς εἶναι ὁ κόσμος ὁλόκληρος».[16]
Ὅπως ἐπίσης ἀξίζει γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ ἀναφορά στόν  Ἐπιτάφιο τοῦ Περικλῆ:
«Ἡ πόλη μας εἶναι διάπλατα ἀνοικτή γιά ὅλο τόν κόσμο΄ ποτέ δέν ἀπελαύνουμε ἕνα ξένο... Εἴμαστε ἐλεύθεροι νά ζοῦμε, ὅπως ἀκριβῶς ἐπιθυμοῦμε... Καί διδασκόμαστε ἀκόμη νά τηροῦμε ἐκείνους τούς ἄγραφους νόμους πού ἀντλοῦν τό κύρος τους μόνο ἀπό τήν καθολική συναίσθηση τοῦ δικαίου...»[17]
Ἡ πολεμική τῶν κλειστῶν πολιτισμικῶν συστημάτων ἐνάντια στήν εἰρηνική συνύπαρξη τῶν πολιτισμῶν ἀποτελεῖ προσπάθεια ἐπιστροφῆς στό παρελθόν ὄχι μόνο πολιτισμικά, ἀλλά καί θεσμικά, γεγονός πού ὑποδηλώνει ὅτι δέν μποροῦν νά κατανοήσουν ὅτι οἱ συγκεκριμένες παρελθοντικές πολιτισμικά καί θεσμικά δράσεις, ἀνταποκρίνονταν σέ συγκεκριμένες, ἐπίσης, παρελθοντικές πολιτισμικά κάι θεσμικά ἀνάγκες. Πολιτισμός ἐξ ἄλλου σημαίνει δημιουργία καί ἡ δημιουργία δέν μπορεῖ νά ταυτίζεται οὔτε κἄν μέ τή στασιμότητα πόσο μᾶλλον μέ τήν ἐπιστροφή. Ἡ γλώσσα, ἡ μουσική, ἡ ποίηση, ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη ἀποτελοῦν πολιτισμικοί κόσμοι μέ δεδομένες κοινωνικές ἀναφορές, ὅμως, πολιτισμικά αἰτήματα ἀποτελοῦν καί οἱ ἀρχές τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητας, τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς συνύπαρξης. Οἱ θεσμοί πού ἐκπροσωποῦνται στήν κοινωνία δημοκρατικά ἀντιλαμβάνονται πόσο καταλυτικό γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τό γεγονός τῆς συνύπαρξης μέ τό διαφορετικό χωρίς κανόνες καί ὅρους συλλειτουργίας.
Σήμερα οἱ κλειστές κοινωνίες τοῦ φόβου, τῆς ἐθνικιστικῆς καί φυλετικῆς ἀσφάλειας ἔχουν καταρρεύσει, ὅπως κατέρρευσαν  μετά ἀπό ὀκτώ μῆνες τρομοκρατίας ὁ Κριτίας καί οἱ Τριάκοντα Τύραννοι. Ὁ ἠθικός καί πολιτισμικός μηδενισμός τοῦ Παλαιοῦ Ὁλιγαρχικοῦ  ἀποδείχθηκε μέσα ἀπό τήν τυραννία τῶν Τριάκοντα, καθώς ἡ καταπολέμηση τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψης καί τῆς ἀλήθειας βασίστηκε κυρίως στή δυσπιστία ἔναντι τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Ἡ ἐπιστροφή σέ τέτοιες ἐπιλογές ἤ σέ ἐπιλογές Ἱερᾶς Ἐξέτασης καί Μυστικῆς Ἀστυνομίας ἀποτελοῦν ἐπιλογές γιά ἐπιστροφή σέ μιά κοινωνία θηρίων γιά τήν ἀλλαγή τῆς ὁποίας ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός ἔχυσε πολύ αἷμα.[18]
Σέ αὐτό τό σημεῖο θά πρέπει νά γίνει κατανοητό ὅτι ἡ θρησκεία ὡς ἀνθρώπινη ἀνάγκη κινεῖται μέσα στήν ἀνθρώπινη δυστυχία γιά νά παρηγορήσει καί νά προσφέρει παραμυθία. Κινεῖται μέσα στήν ἀνθρώπινη εὐτυχία γιά νά προκαλέσει εὐθυμία καί ψυχαγωγία. Κινεῖται δυναμικά μέσα ἀπό διαθέσεις, συναισθήματα, πάθη καί αἰσθήματα, παρέχοντας σέ ὅσους τήν ἀποδέχονται ἐγγυήσεις γιά τήν κατανόηση τοῦ κόσμου, δημιουργώντας ταυτόχρονα πολιτισμικές προϋποθέσεις.
Tό ζητούμενο λοιπόν γιά τό θρησκευτικό φαινόμενο στή σχέση του μέ τόν πολιτισμό ὡς παράγωγο τῆς ἀνθρώπινης ἰδιοσυγκρασίας εἶναι κατά πόσο αὐτό καθ’ἕαυτό ὡς ὑπαρκτό γεγονός μετασχηματίζει ἐμπειρίες, ἀτομικές ἤ συλλογικές καί γνώσεις σέ πολιτισμικά δεδομένα  μέσα ἀπό διαδικασίες καί ἀναφορές πού χάνονται στά βάθη τῆς πρώτης παρουσίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐκκλησία:
«παράγει μεταμορφωμένο πολιτισμό, ἀφοῦ ἀναπότρεπτα τούτη ἡ πορεία ἔχει ἄμεση σχέση πρός τά ἔργα καί τή συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη καί ὅταν τά μέλη της μέ ἔντονη ἐσχατολογική ἀναμονή βλέπουν νά ζυγώνει κοντά τους τό ἀνακαινιστικό τέλος τοῦ κόσμου»[19]
Ἐπιδράσεις καί προσλήψεις στήν ποίηση καί στήν πεζογραφία, ἐπιδράσεις κάι προσλήψεις στή μουσική, στή ζωγραφική, στήν ἀρχιτεκτονική, στήν κοσμηματοποιεία ἀπό ἀνθρώπους πού κατόρθωσαν νά μπολιάσουν δημιουργικά τούς πολιτισμούς, ὅπως  ὁ Διονύσιος Σολωμός, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ Νίκος Καζαντζάκης, ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ὁ Ὁδυσσέας Ἐλύτης, ὁ Τάσος Λειβαδίτης, ὁ Γιάννης Τσαρούχης, ὁ Ντίνος Χριστιανόπουλος, ὁ Γαβριήλ Πεντζίκης, ὁ Μάνος Χατζηδάκης, ὁ Μίκης Θεοδωράκης, ὁ Κάρολος Κούν, ὁ Ἀπόστολος Καρδάρας, ὁ Σταῦρος Κουγιουμτζῆς, οἱ μαντιναδῶροι καί τά ριζίτικα τῆς Κρήτης, οἱ Σμυρνιοί μικρασιάτες ρεμπέτες, καί πολύ ἄλλοι σύγχρονοι, ἐπώνυμοι-ἀνώνυμοι, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μέ αὐτό τό χαρισματικό στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, μετουσιώνοντάς το σέ πολιτισμικό δρώμενο μακρυά ἀπό θεσμικές νόρμες καί μέ μοναδικό στοιχεῖο τό μεγαλεῖο τῆς προσωπικῆς τους βιωτῆς.
Ἡ πίστη στήν κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀποδοχή τῆς ἀποκάλυψης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἡ ἐνσάρκωση, ἡ σταύρωση, ἡ ἀνάσταση, ἡ τελική κρίση. Ὅλες αὐτές οἱ ἀβέβαιες βεβαιότητες τῆς πίστης στόν χριστιανισμό συλλαμβάνουν ποικίλες πολιτισμικές καί κοινωνικές προβολές, καθώς καθορίζουν ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο κατανόησης τῆς ζωῆς πού μπορεῖ ταυτόχρονα νά εἶναι καί ἱστορική καί ἐπιστημονική καί αἰσθητική ἤ μπορεῖ νά μήν εἶναι τίποτε ἀπ’ὅλα αὐτά καί νά εἶναι ἀσκητική, ἀναχωρητική, μή κοσμική. Πάντως καί στή μιά καί στήν ἄλλη περίπτωση οἱ πολιτισμικές ἐπιδράσεις δέν μποροῦν νά εἶναι μόνο στόν τελετουργικό χῶρο ἤ στό χῶρο τῆς λατρείας, καθώς ἀντανακλοῦν ἀντιλήψεις πού ἀναφέρονται στόν ὅλο ἄνθρωπο.
«Ἡ ἀναμονή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐν μέρει μιά ἀναζήτηση γιά μιά γλώσσα καί ἕνα ὕφος πού θά μᾶς βοηθοῦσε, ἴσως, νά σταθοῦμε γιά ἄλλη μιά φορά ἐνώπιόν του, γοητευμένοι ἀπό τήν παρουσία του. Τόν καιρό τῆς προσμονῆς, ἔχουμε ἕνα τόπο νά περιμένουμε΄ ὄχι μπροστά σ’ἕνα βωμό, ἀλλά μέσα στόν κόσμο, στή πόλη, δίπλα στόν ἄπορο γείτονα καί τόν ἐχθρό».[20]
Στίς σύγχρονες κοινωνίες  παρά τό ὅτι ἡ πορεία της ἐκκοσμίκευσης ὡς διαδικασία ἀπελευθέρωσης ἀπό τήν ἀπόλυτη ἱερή αὐθεντία συνεχίζει νά ὑφίσταται, ἐν τούτοις θεσμοί, ἤθη, ἔθιμα, συστήματα καί ἀξίες πολλές φορές ἀποδεικνύεται ὅτι ἐμπεριέχουν συμβολικότητες οἱ ὁποῖες κρυπτογραφοῦν ἀρκετές δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ.[21]
Γιά παράδειγμα ἡ ἔννοια τοῦ τάματος ἑνός πιστοῦ πρός κάποιο ἅγιο. Ἀκολουθώντας ἀναλυτικά τά βήματα παρουσίασης τοῦ φαινομένου στό πλαίσιο τῆς συμβολικότητας, παρατηροῦμε ὅτι:
α. ἡ ἔννοια τοῦ τάματος ἀπό τόν πιστό πρός τόν ἅγιο ἐμπεριέχει τήν ἀποδοχή ἀπό μέρους τοῦ πιστοῦ  ὅτι ὁ ἅγιος μπορεῖ μέσα ἀπό κάποιες ἀπροσδιόριστες συχνά δυνάμεις πού ἔχει νά προσφέρει πρός τόν πιστό λύσεις σέ ὑπαρκτά-ὑλικά  προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει, ἀποδίδοντας στό ἅγιο ὑπερφυσικές δυνατότητες
β. αὐτές οἱ δυνάμεις ταυτίζονται μέ τήν ἁγιότητα καί τήν ἱερότητα τοῦ προσώπου πού προσκαλεῖται νά ἐπιλύσει τά προβλήματα μέ τρόπο θαυμαστό
γ. ἐμπεριέχει ἕνα εἶδος ἱερῆς ἐπικοινωνίας, καθώς ὁ ἄνθρωπος πού παρακαλεῖ ἐπικοινωνεῖ μέ τόν ἅγιο ὡς ἕνα πρόσωπο οἰκεῖο καί ἀγαπητό
δ. ἐμπεριέχει τήν ἔννοια τῆς ἀνταλλαγῆς, καθώς τό τάμα ταυτίζεται μέ τό τάξιμο. Ὁ πιστός «ἔταξε» στόν ἅγιο ὅτι ἐάν ὑπάρξει ἀνταπόκριση ἀπό αὐτόν τότε αὐτός θά τοῦ προσφέρει κάτι ὡς ἀνταπόδοση. Κάτι σάν ἕνα εἶδος συναλλαγῆς καί ἀνταπόδοσης ὑπό προϋποθέσεις στό πλαίσιο: «κάνε μου αὐτό καί γώ θά σοῦ κάνω ἐκεῖνο»
ε. ὁ κοινωνικός περίγυρος μυεῖται καί αὐτός στό τάμα, καθώς συμμετέχει καί αὐτός στή διαδικασία τῆς κοινωνικοποίησης τῆς σχέσης πιστοῦ-ἁγίου, ἐλπίζοντας ὅτι καί ὁ ἴδιος σέ ἀνάλογη περίπτωση θά τύχει εὐνοϊκῆς ἀντιμετώπισης ἀπό μέρος τοῦ ἁγίου
στ. πολλές φορές ἡ κοινωνικοποίηση τοῦ τάματος ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο ὅρο ὑλοποίησης του καί ἡ μή τήρηση τῆς διαδικασίας μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἀναίρεση τοῦ ἴδιου τοῦ φαινομένου
ζ. ἀρκετές φορές τό τάμα ἀποτελεῖ προσφορά πρός τόν ἅγιο χωρίς νά ὑπάρχει προηγούμενη συμφωνία ἤ ὑπόσχεση, ἀλλά γιατί ὁ πιστός θεωρεῖ ὅτι ὑπῆρξε παρέμβαση κάποιου ἁγίου σέ κάποιο σημαντικό γεγονός τῆς ζωῆς του. Χαρακτηριστικές οἱ περιπτώσεις ἀνέργεσης ναῒσκων (προσκυνητάρια) στίς ἄκρες τῶν δρόμων ἤ σέ ἐπικίνδυνα σημεῖα τῶν δρόμων στά ὁποῖα ἔχουν συμβεῖ ἀτυχήματα
η. πολλές φορές ἡ πρακτική τοῦ τάματος ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καί μετατρέπεται σέ δεισιδαιμονία
θ. εἴτε ὡς λαϊκή εὐσέβεια εἴτε ὡς δεισιδαιμονία ἡ ἀναγκαιότητα πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν ἐπιλογή τοῦ τάματος εἶναι καθόλα συμβολική καί συμβολίζει μέ ποικίλους τρόπους ὅτι ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ προϊόν τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ πού ἐνδιαφέρεται νά ἐκδηλώνει εἴτε συλλογικά εἴτε ἐξατομικευμένα τή σχέση του μέ τό θεῖο
Χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτισμικότητας τοῦ τάματος ἀποτελεῖ ἡ διαδικασία ἑορτασμοῦ τῶν ἐκκλησιδίων (ἐξωκκλήσια) στή Σάμο, ὅπου ἡ προετοιμασία τῆς ἑορτῆς τοῦ τιμομένου ἁγίου περιλαμβάνει ἀπό τήν παραμονή σφαγή ζώου(αἵγα), ὁλονύκτια προετοιμασία τοῦ φαγητοῦ μέ συζητήσεις, χορούς καί ἀστεῖα μεταξύ τῶν παρευρισκομένων, τέλεση Θ. Λειτουργίας πρός τιμή τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου, προσφορά ἀρτοκλασίας καί τό βράσιμο τοῦ σιταριοῦ. Μετά τό πέρας τῆς Θ. Λειτουργίας, τό ἰδιαίτερο αὐτό φαγητό ἁγιάζεται ἀπό τόν ἱερέα καί μοιράζεται στούς προσκυνητές καί στούς περαστικούς. Ἡ ἄφιξη τῶν προσκυνητῶν γίνεται κυρίως μέ τά πόδια, ἀκολουθώντας γνωστά μονοπάτια τῆς περιοχῆς καί κατά παρέες.[22]
Κοινωνιολογικά αὐτή  ἡ διαδικασία τῆς προετοιμασίας καί τῆς ὁλοκλήρωσης τοῦ προσφερομένου γεύματος (τῆς γιορτῆς, ὅπως τήν ἀποκαλοῦν οἱ ντόπιοι), ἀποτελεῖ πρακτική αἰώνων, ἡ ὁποία δυναμοποιεῖ τό πολιτισμικό στοιχεῖο τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, μεταμορφώνοντάς το σέ στοιχεῖο κοινωνικῆς συνοχῆς. Παρ’ὅτι προέρχεται ἀπό μιά καθαρά θρησκευτική θυσιαστική διαδικασία λατρείας πρός τούς δώδεκα θεούς κατά τήν ἀρχαιοελληνική περίοδο, (στή Σάμο ἄλλωστε ὑπῆρχε ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἱερά τῆς ἐποχῆς πρός τιμήν τῆς θεᾶς Ἥρας, τό Ἡραῖον), στήν ἱστορική του πορεία ἀπέβαλλε τά εἰδωλολατρικά στοιχεῖα καί ἐκχριστιανίσθηκε, παραμένοντας μέχρι σήμερα το πιό δυναμικό πολιτισμικό ἔθιμο τῶν κατοίκων τῆς Σάμου. Αὐτή ἡ διαδικασία ἀποδεικνύει ὅτι ἤθη καί ἔθιμα τά ὁποῖα ἐκδηλώνουν συνεχῶς καί προβάλλουν στοιχεῖα τῆς πολιτισμικῆς ἰδιομορφίας καί ἰδιαιτερότητας μιᾶς περιοχῆς παραμένουν ζωντανά καί θά συνεχίσουν νά ὑπάρχουν. Ἀντίθετα, στοιχεῖα τά ὁποῖα δέν ἐμπεριέχουν πολιτισμική δυναμική, ἀλλά ἁπλῶς καί μόνο ἐπαναλαμβάνονται μιμητικά στό χῶρο καί στό χρόνο εἶναι καταδικασμένα ἤ νά περιθωριοποιηθοῦν ἤ νά καταργηθοῦν.
Τά δύο παραδείγματα, αὐτό τοῦ τάματος καί αὐτό  τοῦ ἐθίμου τῆς «γιορτῆς» τῶν κατοίκων τῆς Σάμου ἐντάσσονται σέ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο κοινωνικῆς πραγματικότητας, κυρίως αὐτό τῆς συλλογικῆς συνύπαρξης καί ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου. Ἄνθρωποι διαφόρων κοινωνικῶν τάξεων καί θέσεων συνυπάρχουν γύρω ἀπό τό «καζάνι» τῆς προετοιμασίας, χωρίς διακρίσεις καί πρωτοκαθεδρίες. Αὐτή ἡ συλλογικότητα κινεῖ ἕνα εὐρύτερο σύνολο δραστηριοτήτων, οἱ ὁποῖες δέν καθορίζονται ἀπό ἰδιοτελή γιά παράδειγμα οἰκονομικά κίνητρα, ἀλλά, λειτουργώντας ἐκτός πλαισίου ἀνταγωνισμοῦ ἤ ὠφελιμισμοῦ καθορίζουν σχέσεις οἱ ὁποῖες ἔστω καί γιά λίγο ἐπιτρέπουν τήν ὑπέρβαση τῶν κοινωνικῶν καί οἰκονομικῶν ἰδιαιτεροτήτων τοῦ καθενός. Εἶναι χαρακτηριστικό δέ τό γεγονός ὅτι ἐλάχιστοι προσκυνητές πορεύονται σέ ἐξωκκλήσια στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διαδικασία κοινωνικοποίησης τῆς τιμῆς πρός τόν ἅγιο. Ἀκόμη δέ πιό χαρακτηριστικό τό γεγονός ὅτι σέ καμία περίπτωση δέν μοιράζεται «ἡ γιορτή» ἄν δέν ἁγιασθεῖ ἀπό τόν ἱερέα.
Τυπολογικά, ἀπό τή λατρευτική θυσία τοῦ ζώου κατά τήν ἀρχαιοελληνική δωδεκαθεϊστική περίοδο περνᾶμε σέ μιά κοινωνιολογική διαδικασία προετοιμασίας τοῦ συλλογικοῦ γεύματος τῆς κοινότητας πού συμμετέχει ἐνεργά καί ὄχι παθητικά ἐνῶ ἡ θυσία ἀπό αἱματηρό λατρευτικό γεγονός ἀντικαθίσταται ἀπό τήν ἀναίμακτη προσφορά θυσίας στό θυσιαστήριο τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα κινοῦνται στή λογική τῆς κοινοτικῆς λειτουργίας πρίν καί μετά τή Θ. Λειτουργία καί ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἡ συλλογικότητα μπορεῖ νά ἐκφράζεται μέσα ἀπό συμβολικές κινήσεις παρουσίας τοῦ ἱεροῦ πού κάθε ἄλλο παρά ἐθιμοτυπικές ἤ φαινομενικές εἶναι.
Ἡ ἀτομικότητα ἐντάσσεται στό συλλογικό, ἐγκαταλείποντας τά ὁποιαδήποτε ἰδιαίτερα κοινωνικά  χαρακτηριστικά  της, φέρνοντας μαζί της μόνο τήν προσωπική παρουσία της ὡς ἀνθρώπινης ὀντότητας πού μοιράζεται τήν ὕπαρξή της ὡς πρόσωπο μέ πολλά ἄλλα πρόσωπα. Τό ἄτομο κοινωνικοποιεῖται γύρω ἀπό τή διαδικασία δράσης ἑνός θρησκευτικοῦ φαινομένου καί μέσα ἀπό αὐτή τή διαδικασία ἐξατομικεύει τήν ἀτομικότητά του, μετατρέποντάς την σέ μέρος τοῦ συλλογικοῦ. Ἡ προετοιμασία τῆς «γιορτῆς» ἀπό θυσία μέ θρησκευτικό περιεχόμενο γίνεται σύμβολο τῆς συλλογικότητας τοῦ πολιτισμικοῦ δεδομένου τῆς τοπικῆς κοινωνίας, ὅπου, ὅμως,  τό ἄτομο ἀποφασίζει ἐλεύθερα γιά τή συμμετοχή του.
Αὐτή ἡ πολιτισμική συμβολικότητα τῆς ὅλης διαδικασίας δέν θέτει σέ σύγκρουση τό συλλογικό μέ τό ἀτομικό, ἐπιτρέπει τό πέρασμα ἀπό τίς ἐκδηλώσεις τῆς ἀτομικῆς συνείδησης στίς συλλογικές ἀναπαραστάσεις μέσα ἀπό μιά συνεχή σειρά μεταβάσεων,[23]καθώς «ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος εἶναι ἀκριβῶς ἡ συμβολική του ὄψη».[24]
Αὐτή ἡ συμβολική πολιτισμική λειτουργία τοῦ κοινωνικο-θρησκευτικοῦ φαινομένου ἐκδηλώνεται ὡς μέρος τῆς πολιτισμικῆς κοινωνικῆς δραστηριότητας μιᾶς τοπικῆς κοινωνίας, ἐνσωματώνοντας καί μεταφέροντας τήν ἔννοια τῆς κοινωνικοποίησης μέσα ἀπό δραστηριότητες καθ’ὅλα κοινωνικές. Τροπικά πλέον ἡ θρησκεία δέν εἶναι μόνο ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ, ἀλλά ἡ συμβολική ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ, μεταβάλλεται σέ μιά συμβολική δραστηριότητα μέ ἰδιαίτερη ὑπόσταση πού προσδιορίζεται σχετικά αὐτόνομα ἀπέναντι στούς κοινωνικούς καθορισμούς. Ἀποτελεῖ ἕνα κόσμο σημείων καί σημασιῶν πού δίνει νόημα στίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ἕνα σύστημα συμβόλων πού συγκροτεῖ καί ἀναπαράγει τήν κοινωνική ζωή καί δίνει νόημα στά μέλη της.[25]
Τά ἄτομα παρ’ὅτι δροῦν ἐλεύθερα, δροῦν συλλογικά ἀποδεχόμενοι τή συμβολικότητα τῆς ὅλης διαδικασίας, ἐκφράζοντας συναισθήματα, σκέψεις καί πιστεύω ὅτι πράγματι ἔτσι εἶναι, χωρίς κατ’ἀνάγκη αὐτό νά ἀληθεύει. Ἡ ἑνότητα προσώπων καί συμβολισμῶν διαμορφώνει ἀνθρώπινες σχέσεις οἱ ὁποῖες συντελοῦνται γύρω ἀπό ἕνα θρησκευτικό γεγονός (ἡ τιμή πρός τόν ἅγιο) τό ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει διαχρονικά τή σχέση τῆς τοπικῆς κοινωνίας μέ τό θεῖο. Κόσμος, Φύση, Ἄνθρωπος, Κοινωνία, Θεός παράγουν ἕνα κοινωνικό καί πολιτισμικό συμβολισμό, ὁ ὁποῖος ἔρχεται νά καταργήσει τήν κυριαρχούσα μονοδιάστατη ἀνταγωνιστική κοινωνική δράση καί νά ἀφήσει ἐλεύθερο τόν ἄνθρωπο νά δηλώσει συμμετοχή στή συλλογικότητα χωρίς νά ἐκμηδενίσει τήν προσωπική του ἀτομικότητα. Οἰκογένειες, συγγενεῖς, φίλοι, περαστικοί καί ἄγνωστοι ἀποτελοῦν ἕνα συμβολικό κύκλο συλλογικότητας, ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει μιά ὁλονύκτια πολιτισμική δράση καί διαμορφώνει μιά αὐτόνομη κοινότητα ἀναμένοντας τήν ὁλοκλήρωση τῆς τιμῆς πρός τόν ἅγιο, νοηματοδοτώντας τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.[26]
Αὐτή ἡ ὑπαρξιακή νοηματοδότηση εἶναι ὁλοφάνερη ἄν γιά παράδειγμα ἐπιχειρούσαμε μιά καταγραφή τῆς προσφορᾶς τοῦ χριστιανισμοῦ στόν Εὐρωπαϊκό πολιτισμό μέσα ἀπό ὀνόματα καί παρεμβάσεις. Θά ἔπρεπε νά ἀναφερθοῦμε ἀπαραιτήτως στούς Ἕλληνες καί Λατίνους Πατέρες, στόν Δάντη καί τή «Θεία Κωμωδία», στόν «Χαμένο Παράδεισο» τοῦ Milton, στά «Τέσσερα Κουαρτέτα» τοῦ T.S.Eliot, στά «Κατά Ματθαῖον Πάθη» τοῦ Μπαχ,  στό «Μεσσία» τοῦ Χαῖντελ, στόν Τζιότο, στό Ντα Βιντσι, στό Μιχαήλ Ἄγγελο, στόν Ραφαήλ, στό Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, στόν Ρεμπράντ, στήν Ἁγιά Σοφιά, στό Cluny, στό Ἅγιον Ὅρος, στόν Ντράγιερ, στόν Μπέργκμαν, στόν Ταρκόφσκι, στήν προσπάθεια τῶν πρώτων χρόνων γιά κοινωνική ἀπελευθέρωση, στήν ἄμετρη ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου, στήν ἀλληλεγγύη, στό νόημα τῆς θυσίας, στόν ἁγιασμό τῆς ὕλης, στή δύναμη τῆς πίστης, στό Θωμά Ἀκινάτη, στόν Ἅγιο Φραγκίσκο τῆς Ἀσσίζης, στόν Πασκάλ, στόν Ἰωάννη τοῦ Σταυροῦ, στόν ἱερό Αὐγουστίνο, στόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, στόν Ἡσυχασμό, στόν Λούθηρο καί τόσους ἄλλους. Τί σημαίνουν ὅλοι αὐτοί καί ὅλα αὐτά  γιά τόν Εὐρωπαϊκό Πολιτισμό; Ἀποτελοῦν τούς φορεῖς ἑνός μηνύματος, τοῦ χριστιανικοῦ, διαφορετικοῦ κατά ἐποχές, πού ἐμπλουτίζει τόν πολιτισμό ἐπίσης κατά ἐποχές. Ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν χρονικές διαφορές 1000 καί 1500 χρόνων, κοινωνικές διαφορές, πολιτικές καί οἰκονομικές διαφορές, διαφορές γιά τό ἴδιο τό μήνυμα πού μετουσιώνουν. Παραμένουν ὅμως καταγεγραμ-μένα ὡς δρώμενα πού ἐπιτυγχάνουν νά περάσουν τό μπόλιασμα τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τόν πολιτισμό. Ὡς στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν πώς ὁ χριστιανισμός ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πιό δυναμικά σύμβολα τοῦ εὐρωπαϊκού πολιτισμοῦ. Ἐπί πλέον ἀποδεικνύει ὅτι στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, ἄτομα, ὁμάδες καί κοινότητες μποροῦν νά ἐκφράζουν πολιτισμικά  τή θρησκευτικότητά τους καί νά μετατρέπουν τήν πολυθρησκευτικότητα σέ πολυπολιτισμικότητα, χωρίς νά παραβλέπουν τό γεγονός ὅτι ὁ χριστιανισμός ἀπετέλεσε τήν ἀφετηρία τῶν ἀνθρωπιστικῶν κινημάτων. Κατά τόν Hartmut von Heting :
«ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ ἕνα μέρος τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀκόμη καί στήν ἐκκοσμικευμένη της μορφή. Δέν κατανοεῖ κανείς αὐτό τόν πολιτισμό, ἐάν δέν δεῖ τή θρησκευτική ρίζα τῶν θεσμῶν, τῶν μορφῶν καί τῶν ἀξιῶν του. Ἡ ἠθική μας, ἡ τέχνη μας, ἡ ἐπιστήμη μας, οἱ θεμελιώδεις κοινωνικές δομές ἀναπτύχθηκαν μέσα ἀπό τή θρησκεία ἤ μέσα ἀπό τήν ἀντιπαράθεση μέ αὐτήν.  Ἡ γενική μόρφωση, ἀκόμη καί ἐνός ἄθεου στόν κόσμο μας, δέν μπορεῖ νά εἶναι «γενική», ἐάν δέν περιλαμβάνει τή θρησκεία[27]».
Σήμερα, ὑπάρχει μιά δεδομένη ἀντιστροφή, καθώς ἡ συνύπαρξη τῶν πολιτισμῶν ἀποτελεῖ ζήτημα ἐπιβίωσης καί γιά τήν ἴδια τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Ἡ προβληματική κατάσταση τῶν προηγουμένων χρόνων ἔχει μετατραπεῖ πλέον σέ ἀξία γιά τόν δυτικό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀνακαλύπτει ἐκ νέου τή σημασία τῆς συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν.[28] Ἡ ἐλευθερία ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ ἕνα συνεχή ἀγώνα γιά ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό παρελθοντικά ἰδεολογήματα καί ἀπολυτοποιήσεις. Ἡ πρόκληση γιά τόν εὐρωπαϊκό πολιτισμό καί τόν εὐρωπαῖο ἄνθρωπο εἶναι νά κατορθώσει τήν ἔξοδό του ἀπό τή μοναδικότητα τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας πού κατά τρόπο ἰδεοληπτικό καί διαστρεβλωτικό διαμόρφωσε σέ προηγούμενες ἐποχές.
Χριστόφορος Ἀρβανίτης
Δρ. Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού
καί τῆς Θρησκείας,
εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής στην ΑΕΑΗ Κρήτης

[1] Μετά ἀπό παράκληση πολλῶν συναδέλφων, τό ἄρθρο αὐτό ἀποτελεῖ τελική ἐπεξεργασμένη μορφή τῆς πρωτόλειας ὁμιλίας στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, κατά τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχών στίς 30-1-2010. Θά δημοσιευθεῖ δέ, προσεχῶς, στό ἐπιστημονικό φιλολογικό περιοδικό Θαλλώ.
[2] Φίλιας Γ., Κοινωνιολογία τοῦ Πολιτισμοῦ, Παπαζήσης, 2005, p.437
[3] Clifford Geertz, Ἡ ἑρμηνεία τῶν πολιτισμῶν, Ἀλεξάνδρεια, μτφρ. Θεόδωρος Παραδέλλης, Αθήνα, 2003, pp. 98-101.
[4] “Haute culture et haute couture” in Questions de sociologie, Paris, Minuit, 1984, pp. 196-206.
[5] Marcel Mauss, Κοινωνιολογία καί ἀνθρωπολογία, μτφρ. Θεόδωρος Παραδέλλης, Ἐκδόσεις τοῦ Εἰκοστοῦ Πρώτου, Ἀθήνα, 2004, p.84.
[6] Tragic Sence of Life, New York, 1961, pp.84-85
[7] Clifford Geertz., ibid., p.110.
[8] Clifford Geertz, ibid., p.23.
[9] Glifford Geertz, ibid., p.40
[10] Κατά τόν καθηγητή Πέτρου Ἰωάννη ἡ ἔννοια τῆς πολυπολιτισμικότητας δημιουργήθηκε γιά νά ἐκφράσει καταστάσεις πολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦ, ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς εἰρηνικῆς συνύπαρξης καί τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέ διαφορετικές πολιτιστικές ἐκφράσεις εἴτε σέ τοπικό εἴτε σέ παγκόσμιο ἐπιπεδο. Πέτρου Ἰωάννη, Πολυπολιτισμικότητα καί θρησκευτική ἐλευθερία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2003, pp.13-14.
[11] Εἶναι λυπηρό τό γεγονός ὅτι πουθενά σέ ὁλόκληρο τό πανεπιστήμιο, στό χῶρο πού σήμερα ἀποτελεῖ τό χῶρο παραγωγῆς τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης, δέν ὑπάρχει οὔτε μία τιμητική ἀναφορά στούς Ἑβραίους νεκρούς τῶν ὁποίων οἱ Ναζί βεβήλωσαν καί ἀτίμασαν τά ὁστά τους.
[12] Ἄν δεῖ κάποιος τίς μελέτες πού ἀναφέρονται σέ ἐκείνη τήν ἐποχή ἀκόμη καί ἀπό πανεπιστημιακούς καθηγητές θά διαπιστώσει πλήρως τίς διάφορες σκοπιμότητες πού ἐμπεριέχουν. Ὁ καθηγητής Χασιώτης ἀναφέρει ὅτι στή Θεσαλονίκη ὑπῆρχαν τότε τρεῖς μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες: ἡ ἑβραϊκή, ἡ μουσουλμανική καί ἡ ἑλληνική. Ἀποσιωπᾶται τό γεγονός ὅτι ἡ μουσουλμανική ἦταν ἡ τουρκική κοινότητα καί ἡ χριστιανική κοινότητα σκοπιμως ὀνομάζεται ἑλληνική, τῆς δίνεται δηλ ἐθνική ὀντότητα, καθώς χριστιανοί δέν ἦταν μόνο οἱ Ἑλληνες, ἀλλά καί οἱ Βούλγαροι καί οἱ Σέρβοι καί οἱ Ἀρμένιοι καί οἱ Βλάχοι. Τό λιγότερο τό ὁποῖο μπορεῖ νά πεῖ κανείς διαβάζοντας ἀντικειμενικά τήν ὑποτιθέμενη «θρησκευτική περιγραφή» τοῦ καθηγητοῦ εἶναι ὅτι πρόκειται γιά μιά περιγραφή ἰδεολογικῆς σκοπιμότητας πού ἀλλοιώνει τό ἐπιστημονικό καί κοινωνικό περιεχόμενο τῶν ἐννοιῶν  θρησκευτικό καί ἐθνικό ταυτίζοντας τό δεύτερο μέ τό πρῶτο.
[13] Βλ. Πέτρου Ἰωάννη, Πολυπολιτισμικότητα καί θρησκευτική ἐλευθερία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2003, pp.57-67.
[14] Πέτρου Ἰωάννη, ibid., pp.90-105
Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα νά καταθέσω ἕνα προβληματισμό ὅσον ἀφορᾶ  στήν ὕπαρξη καί στή συνέχεια αὐτῶν τῶν διαλόγων, κυρίως τῶν διαομολογιακῶν. Ὁπωσδήποτε ὁ διάλογος ἀμβλύνει τίς ἀντιθέσεις καί βοηθᾶ στήν ἄρση πολλῶν τεχνητῶν παρεξηγήσεων μεταξύ τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν. Τά κείμενα τά ὁποῖα προκύπτουν ἔχουν ὁπωσδήποτε μεγάλο ἐνδιαφέρον καί καταγράφουν τίς τάσεις πού ὑπάρχουν ἀνά ἐποχές στούς κόλπους τῶν ἑκάστοτε ἐκκλησιῶν. Τό πρόβλημα, ὅμως, πού ὑπάρχει εἶναι καί κατά πόσο αὐτοί οἱ διάλογοι ἐντάσσονται σέ μιά κατεύθυνση ἑνότητας τῶν διηρημένων. Δεχόμενοι ὅτι οἱ διάλογοι, ἐπίσης, γίνονται σέ θεσμικό ἐπίπεδο, τίθεται ὁ προβληματισμός γιά τό κατά πόσο αὐτοί ἔχουν πράγματι τή δυνατότητα  νά ἐκφράσουν τό σύνολο τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων καί ὄχι μόνο τήν θεσμική ἡγετική ὁμάδα. Ἀπό τήν ἄλλη ἄν ὄντως, ὅπως εἰπώθηκε οἱ ἐκκλησίες καί οἱ θρησκεῖες παραμένουν συστήματα ἑρμητικά κλειστά καί πολλά ἀπό τά στοιχεῖα τους εἶναι ἰδεολογικοποιημένα, ἀναρωτιέμαι κατά πόσο οἱ διάλογοι ἐκφράζουν καί πάλι τίς ἐπιθυμίες τοῦ συνόλου τῶν πιστῶν, καθώς αὐτό τό σύνολο παραμένει ἐκτός κέντρου διαμόρφωσης ἀπόψεων καί ἀποφάσεων. Ἀπό τήν ἄλλη βλέπουμε κινήσεις συνεργασίας σέ κοινωνικό καί πολιτισμικό ἐπίπεδο μεταξύ τῶν πιστῶν διαφορετικῶν ὁμολογιῶν οἱ ὁποῖοι μοιράζονται κοινούς προβληματισμούς, κοινές ἀνησυχίες, κοινές λύσεις, ἀλλά ἀδυνατοῦν νά ἔχουν καί κοινό ποτήριο κοινωνίας. Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι κατά πόσο οἱ δογματικές διαφορές πρέπει νά ἀποτελοῦν σημεῖα διαίρεσης τῶν ἀνθρώπων, κατά πόσο θά πρέπει νά λειτουργοῦν ἀνασταλτικά στίς διαθέσεις καί τίς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων γιά ἑνότητα καί ἀγάπη. Κατά πόσο τελικά εἶναι αὐτός ὁ ρόλος τῶν δογμάτων ἤ θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε μιά ἄλλη ἑρμηνεία πολύ πιό ἀνθρώπινη, πολύ  πιό κοινωνική καί πολύ πιό πολιτισμική. Αὐτές οἱ πρακτικές ἄρνησης τοῦ κοινοῦ ποτηρίου ἐκφράζουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἤ καταδεικνύουν γιά ἄλλη μιά φορά τήν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων νά κάνουν πράξη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά ἀγάπη καί ἀλληλεγγύη;
[15] Karl Popper, Ἡ ἀνοικτή κοινωνία καί οἱ ἐχθροί της, μτφρ. Παπαδάκη Εἰρήνη, Παπαδήμας, Άθήνα, 2003, p.36.
[16] Diels, Vorsokratiker, 41,179,34,261,62,55,251,247,118, στό Karl Popper, ibid., pp.498-499.
[17] Θουκιδίδου, Περικλέους Ἐπιτάφιος http://users.uoa.gr/~nektar/ history/1antiquity/pericles_epitafios_logos.htm.
[18] Ἀρβανίτη Χριστοφ., «Ἡ ἠθική τῆς ἐλευθερίας στήν ἐποχή τῆς νεωτερικότητας» στό περ. Γρηγόριος Παλαμάς, τ.799.
[19] Ματσούκα Νικολάου., «Πολιτισμός καί ἐκκλησιαστική ταυτότητα», στό περ. ΣΥΝΑΞΗ τ.88, p.8.
[20] Altizer T and Hamilton W, Radical Theology and the Deth of God, Penguin, Baltimore, 1968, p.157
[21] Παπαγεωργίου Ν. Μεταμορφώσεις τοῦ ἱεροῦ, Κοινωνιολογία καί θρησκεία στό ἔργο τοῦ Marcel Mauss, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη,  pp.256-258.
[22] Βαρβούνη Μ., Λαϊκή λατρεία καί θρησκευτική συμπεριφορά τῶν κατοίκων τῆς Σάμου, Πνευματικό Ἵδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», Βιβλιοθήκη Ἐπιστημονικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθήνα, 1992, pp.99-113, ἰδιαίτερα 109-113.
[23] Παπαγεωργίου Ν., ibid., p.288, ἀπό τό SCG, p.161 («Sociologie», Grande Encyclopédie, t.30, 1901, (Oeuvres III, pp.139-177).
[24] Παπαγεωργίου Ν., ibid., 290, στό «Πραγματικές καί πρακτικές σχέσεις τῆς ψυχολογίας καί τῆς κοινωνιολογίας» Journal de psychologie normale et pathologique 2, 1924, Κοινωνιολογία καί ἀνθρωπολογία, ibid., pp.63-103.
[25] Παπαγεωργίου Ν. Ibid., pp. 323-324.
[26] Βλ. ἐπίσης, Émile Durkheim, Les formes élémentaires de la vie religieuse, PUF, Paris, 1985, pp.331-332.
[27] H. von Hentig, Glaube. Fluchten auw der Aufklärung, Düsseldorf, 1992, p.113, στό Δεληκωνσταντῆ Κ., «Ἡ εὐρωπαϊκή μας ταυτότητα μεταξύ χριστιανικῆς παράδοσης καί πλουραλισμοῦ» στό περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ. 74, p.39.
[28] George M. Condothra, «Εὐαγγέλιο καί πολιτισμός» στό Καθ’ὁδόν τ.4, pp.55-63

Πηγή: http://e-theologia.blogspot.com/2011/01/blog-post_7046.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου