Σελίδες

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Το μάθημα των θρησκευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

Α΄
Είναι σαφές πως το θέμα που μας απασχολεί είναι μείζον, άκρως ουσιαστικό και οπωσδήποτε καυτό. Η ιστορία της συζήτησης, με τη μορφή που σήμερα έχει, κρατάει καλά τα τελευταία 28, τουλάχιστον, χρόνια. Και πρόκειται για μια συζήτηση πολυεπίπεδη, δύσκολη, που από καιρού εις καιρόν κρύβει εκπλήξεις και αιφνιδιασμούς, γεννήματα της ανόσιας συνάντησης των οποιωνδήποτε ιδεολογικών σκοπιμοτήτων με την άγνοια και την επιφανειακή ενασχόληση με το θέμα ειδικών και μη ειδικών που ανθούν σε κάθε εποχή και οι οποίοι πλήρεις του εαυτού τους αρνούνται να συναντηθούν και να συζητήσουν επί της ουσίας με όλους όσοι θα είχαν τη δυνατότητα να ανατάμουν νέα οδό από την οποία κανείς δεν θα βγει στ’ αλήθεια λαβωμένος. Και το λέγω τούτο διότι το περασμένο Καλοκαίρι γίναμε μάρτυρες ενός τέτοιου κρατικού αιφνιδιασμού, αιφνιδιασμού χωρίς προηγούμενο, που αιφνιδίασε εν τέλει και τους αιφνιδιάσαντες, και άνοιξε για μια ακόμη φορά τους ασκούς του Αιόλου. Θα ήθελα όμως προτού αναφερθώ σε τούτο το πρόβλημα –και μιλάω σαφώς για τις εγκυκλίους του Καλοκαιριού που εξέδωσε το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων- να πω μερικά πράγματα για την συμβολή της Θεολογίας σε τούτη την ιστορία, αλλά και την απόλυτη εσωστρέφεια του οικείου σώματος που μετά μανίας αρνείται εδώ και χρόνια τούτη τη συμβολή. Αρνείται με άλλα λόγια ακόμη και τη συζήτηση με όλους εκείνους –και πλέον είναι πολλοί-, που πιστεύουν πως η εποχή του ομολογιακού και κατηχητικού χαρακτήρα του μαθήματος παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Έχω την αίσθηση, πως στην αρχή της πορείας επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα βρίσκεται η μνημειώδης πλέον εισήγηση του Νίκου Ματσούκα, με τίτλο Θεολογική θεώρηση των σκοπών του θρησκευτικού μαθήματος, στο Α΄ Συνέδριο Θεολόγων Βορείου Ελλάδος, στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1981[1]. Μια εισήγηση σταθμός που έθεσε τις βάσεις για μια νέα θέαση των σκοπών του θρησκευτικού μαθήματος, ενώ ταυτόχρονα άνοιξε και το διάλογο τόσο για τη θέση των ανθρωπιστικών μαθημάτων στην ελληνική εκπαίδευση, όσο και για το χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής εκπαίδευσης στο σύνολό της.
Κατά Ματσούκα, η εξέταση του θέματος σχετίζεται με προβλήματα φιλοσοφίας της Παιδείας. Ωστόσο, μια τέτοια θεώρηση δεν είναι νοητό να γίνεται ανεξάρτητα από τα δεδομένα της πολιτιστικής παραδόσεως και της ζωής του Νεοελληνισμού (σίγουρα ο Ματσούκας βρίσκεται εδώ στην καρδιά της Άνοιξης του ελληνορθόδοξου πολιτισμού του οποίου υπήρξε συν-εισηγητής και θιασώτης)[2]. Και τα δεδομένα τούτης της πολιτιστικής παραδόσεως και της ζωής του Νεοελληνισμού, επιβάλλουν την αποδοχή δύο βασικών προϋποθέσεων. Σύμφωνα με την πρώτη, «το μάθημα των θρησκευτικών δεν πρέπει κατ’ αρχήν με κανέναν τρόπο να διαχωρίζεται ριζικά από τα άλλα μαθήματα» και σύμφωνα με τη δεύτερη, «ο πανανθρώπινος και διαχρονικός χαρακτήρας του μαθήματος δεν παραβλέπει το συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον και την εκκλησιαστική ζωή, ενώ συνάμα εντάσσεται στους γενικούς σκοπούς της Παιδείας»[3]. Μιας Παιδείας που ο λειτουργικός της χαρακτήρας προϋποθέτει και συνεπώς επιβάλλει την ένταξη των νέων «σ’ ένα ιστορικά καθορισμένο περιβάλλον, όπου από τη μια μεριά υπάρχει ο φυσικός χώρος με όλη την τεχνική και οικονομική υποδομή και από την άλλη ο πνευματικός χώρος στην κοινωνική διάσταση»[4]. Μια τέτοια θεώρηση της Παιδείας επέτρεψε στον Ματσούκα να υποστηρίξει με έμφαση πως το μάθημα των θρησκευτικών, απαλλαγμένο από ακραίους ιδεολογικούς διαποτισμούς και ενταγμένο στα πλαίσια ενός ανοιχτού σχολείου, πρέπει να αποδεσμευτεί από οποιεσδήποτε ηθικιστικές, κατηχητικές και ομολογιακές εξαρτήσεις και να καταστεί μάθημα πολιτισμού με περιεχόμενο απόλυτα γνωσιολογικό, εντός του οποίου πρωτεύουσα θέση θα έχουν η Βίβλος, τα πατερικά κείμενα, τα λειτουργικά κείμενα, όλα τα μνημεία της τέχνης και η εκκλησιαστική ιστορία, που αποκαλύπτουν το πρόσωπο του Χριστού, που δεν μπορεί, κατά Ματσούκα, παρά να αποτελεί το κέντρο του θρησκευτικού μαθήματος[5]. Φυσικά, όπως τονίζει ο δογματολόγος της Θεσσαλονίκης, σε μια τέτοια συνάφεια απαραίτητη είναι και η προσφορά θρησκειολογικών γνώσεων, η οποία λευτερωμένη από οποιαδήποτε απολογητική διάθεση θα στοχεύει στη διεύρυνση των επιστημονικών οριζόντων του μαθητή και στη λειτουργική ανάδειξη της διαφορετικότητας[6].
Τον Ματσούκα ακολούθησαν με περισσότερη ή λιγότερη συνέπεια και τις θέσεις του προέκτειναν με δημιουργικό τρόπο στην πορεία πολλοί. Ανάμεσά τους οι Ιωάννης Πέτρου[7], Χρήστος Γιανναράς[8], Σταύρος Γιαγκάζογλου[9], Παντελής Καλαϊτζίδης[10], αλλά και άλλοι[11], που πλούτισαν με τη συμβολή τους τον επιστημονικό διάλογο για το μάθημα των θρησκευτικών, τον οποίο καλούμαστε σήμερα, κάτω από την πιεστική επιταγή των τετελεσμένων της στιγμής να συνεχίσουμε και να διαχειριστούμε, προκειμένου να βγούμε από το κληρονομημένο αδιέξοδο. Και το λέγω τούτο, διότι ακόμη και σήμερα υπάρχει μια ισχυρή τάση, ίσως η ισχυρότερη, εντός των κόλπων της Θεολογίας και της Εκκλησίας, που συνεχίζει με ένταση, που αγγίζει τα όρια του ιδεολογικού φανατισμού, να υποστηρίζει, πως οποιαδήποτε απομάκρυνση από τον ομολογιακό και κατηχητικό χαρακτήρα του μαθήματος συνιστά εκκλησιολογική εκτροπή, με εμφανή τα σημάδια του θρησκειολογικού συγκρητισμού και σχετικισμού. Δεν χωρά καμία αμφιβολία πως τέτοιες απόψεις αποκαλύπτουν σύγχυση κριτηρίων και απαρχών, που οδηγεί σε απόλυτη αδυναμία θέασης των πραγματικών και οπωσδήποτε διαφορετικών επί του θέματος σκοπών της Εκκλησίας και του Σχολείου, εντός μιας σύγχρονης πολυπολιτισμικής και πλουραλιστικής κοινωνίας. Πράξη που αν μη τι άλλο οδηγεί, εάν και εφόσον κυριαρχήσει, στη μετατροπή του θρησκευτικού μαθήματος από υποχρεωτικό σε προαιρετικό.
Β΄
Ας έλθουμε, όμως, τώρα στον αιφνιδιασμό για τον οποίο ήδη έχω μιλήσει και ο οποίος διαζωγραφεί και την εικόνα που τούτη τη στιγμή έχει δημιουργηθεί. Τη νέα κατάσταση διαμορφώνουν δίχως άλλο οι τρεις εγκύκλιοι του Καλοκαιριού του 2008, που εξέδωσε το Υπουργείο Παιδείας (91109/Γ2/10-07-2008), (109744/Γ1/26-08-2008) και οπωσδήποτε η προηγηθείσα, αλλά πολύτροπα ερμηνευμένη Σύσταση (1720/2005) του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Σύμφωνα με την πρώτη εγκύκλιο (91109/Γ2/10-07-2008), «για την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών απαιτείται υπεύθυνη δήλωση του κηδεμόνα του μαθητή αν είναι ανήλικος ή του ίδιου αν είναι ενήλικος, στην οποία θα αναφέρεται η επιθυμία απαλλαγής χωρίς να δηλώνεται ο λόγος της συγκεκριμένης επιλογής». Σύμφωνα με τη δεύτερη (104071/Γ2/04-08-2008), «η ανωτέρω εγκύκλιος (εν. η εγκύκλιος 91109/Γ2/10-07-2008) μας εναρμονίζει με τις αποφάσεις του ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ανεξάρτητων αρχών της χώρας μας», ενώ τέλος με την τρίτη (109744/Γ1/26-08-2008), επισημαίνεται πως η αίτηση απαλλαγής για «λόγους συνειδήσεως» αφορά μόνο τους «μη ορθοδόξους» μαθητές. Προστίθεται, μάλιστα, η σημείωση, πως οι απαλλασσόμενοι μαθητές θα απασχολούνται κατά την ώρα των θρησκευτικών με τη διδασκαλία άλλου μαθήματος, προκειμένου να μην περιφέρονται άσκοπα στους χώρους του σχολείου.
Γ΄
Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν από τούτες τις εγκυκλίους υπήρξαν πολλές και πολύπλευρες. Θεολόγοι, πολιτικοί, πανεπιστήμιο, Εκκλησία, εξέφρασαν θέσεις και απόψεις, που άνοιξαν ξανά τον διάλογο και έθεσαν το θέμα επί τάπητος. Στην προκειμένη περίπτωση θα περιοριστώ στην παρουσίαση των θέσεων του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ., στο οποίο έχω την τιμή να υπηρετώ, και το οποίο παρενέβη στο θέμα με δύο του κείμενα-αποφάσεις, ένα του Διοικητικού του Συμβουλίου (04-09-08), στο οποίο ως Διευθυντής του Τομέα Δογματικής Θεολογίας συμμετέχω, και ένα της Γενικής του Συνελεύσεως (09-10-2008). Στ’ αλήθεια, βέβαια, το δεύτερο κείμενο αποτελεί βελτιωμένη έκδοση του πρώτου κειμένου, καθώς η Γενική Συνέλευση του Τμήματος υιοθέτησε στο σύνολό της την προβληματική, αλλά και τις προτάσεις της απόφασης-πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Τμήματος[12].
Σύμφωνα, λοιπόν, με το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ., οι βασικοί λόγοι για τους οποίους το θέμα ήλθε και πάλι στο προσκήνιο είναι «οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία, η διαμόρφωση μιας κατάστασης πολιτιστικού πλουραλισμού στην κοινωνία και το μαθητικό πληθυσμό, οι μεταναστεύσεις, η ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα προσωπικά δεδομένα». Ως εκ τούτου τούτη η στιγμή δεν μπορεί παρά να είναι «η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιηθούν ορισμένες παρεμβάσεις που μακροπρόθεσμα θα αντιμετωπίσουν τα σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών προβλήματα». Άλλωστε, όπως τονίζεται στην απόφαση του Τμήματος, με το θέμα αυτό έχει ασχοληθεί και το Συμβούλιο της Ευρώπης, με τη Σύστασή του 1720/2005, την οποία απηύθυνε προς τις χώρες-μέλη του, και η οποία –σε αντίθεση με τα όσα το Υπουργείο επαγγέλλεται- μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την επιλογή των απαραίτητων ρυθμίσεων.
Με δεδομένη, λοιπόν, μια τέτοια πραγματικότητα το «Διοικητικό Συμβούλιο του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ με την ευκαιρία της έναρξης του σχολικού έτους στην πρώτη του φετινή συνεδρία κατέληξε μετά από διεξοδική συζήτηση στο συμπέρασμα, ότι στο φλέγον αυτό ζήτημα θα πρέπει να ισχύσουν οι εξής αρχές:
1.Όλοι οι μαθητές του Σχολείου πρέπει να παρακολουθούν ένα μάθημα που σχετίζεται με τη θρησκεία.
2.Το μάθημα θα πρέπει καταρχήν να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές και να μην έχει ομολογιακό χαρακτήρα αλλά πολιτιστικό και να αποσκοπεί στην παροχή γνώσεων. Το μάθημα βέβαια των θρησκευτικών, σύμφωνα και με τη σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι, ούτως ώστε να μη τίθενται ζητήματα συνείδησης.
3.Το μάθημα των θρησκευτικών συνταγματικά ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, η οποία εκφράζεται μέσω των υπεύθυνων εκπαιδευτικών φορέων του και ρυθμίζεται με βάση εκπαιδευτικά κριτήρια. Στην υπόθεση μπορούν να έχουν λόγο οι θρησκευτικές κοινότητες μόνο στο βαθμό που προσβάλλονται οι θρησκευτικές τους αντιλήψεις.
4.Το ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 16 παρ. 2 προβλέπει την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία όμως πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τα σύγχρονα πολιτιστικά και κοινωνικά δεδομένα».
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η διαμορφωθείσα κατάσταση το Τμήμα Θεολογίας κατέθεσε σε πρώτη φάση δύο προτάσεις.
«Σύμφωνα με την πρώτη πρόταση θα μπορούσε να υπάρχει ένα κοινό μάθημα πολιτιστικού και γνωσιακού χαρακτήρα, το οποίο θα είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, σύμφωνα με την προαναφερθείσα δεύτερη αρχή. Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, μπορεί να βελτιωθεί το υπάρχον μάθημα, παίρνοντας έναν περισσότερο οικουμενικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, με στόχο να το παρακολουθούν καταρχήν οι Χριστιανοί. Ταυτόχρονα πρέπει να προστεθεί ως εναλλακτική δυνατότητα, για όσους δεν θα ήθελαν να το παρακολουθούν για λόγους συνείδησης, ένα δεύτερο μάθημα διαθρησκειακό ή γνωριμίας με τις θρησκείες του κόσμου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα σε όλους τους μαθητές να επιλέγουν να παρακολουθήσουν όποιο από τα δύο θα ήθελαν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν το λόγο της επιλογής τους. Έτσι, δεν θα είναι απαραίτητο να ζητήσουν εξαίρεση για λόγους συνείδησης, αφού θα έχουν τη δυνατότητα επιλογής».
Στην προοπτική υλοποίησης κάποιας από τις παραπάνω προτάσεις «πρέπει», σύμφωνα πάντα με το Τμήμα Θεολογίας, «να μετεκπαιδευτούν οι υπηρετούντες θεολόγοι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφού κατά τεκμήριο είναι οι μόνοι ειδικοί για να διδάξουν οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία ή τις θρησκείες». Τούτη η μετεκπαίδευση μπορεί να γίνει από τα Θεολογικά Τμήματα της χώρας, τα οποία «διαθέτουν», τόσο με το υπάρχον πρόγραμμα σπουδών τους, αλλά πολύ περισσότερο θα διαθέτουν με ένα αναβαθμισμένο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών -κατεύθυνση στην οποία ήδη εργάζεται το Τμήμα θεολογίας-, «την απαραίτητη υποδομή για να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή, αφού στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνονται θρησκειολογικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά, πολιτιστικά και παιδαγωγικά μαθήματα».
Είναι σαφές πως με μια τέτοια πρωτοβουλία και πρόταση το Τμήμα Θεολογίας δεν λύνει οριστικά το πρόβλημα[13], πράγμα που το ίδιο γνωρίζει καλά, αλλά ανοίγει την πόρτα για έναν δημιουργικό και έντιμο διάλογο, για μια άσκηση αυτοσυνειδησίας[14], που θα βγάλει την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και την Εκκλησία από το αδιέξοδο στο οποίο τις οδήγησε η οποιαδήποτε ιδιώτευσή τους και άρνηση συνάντησης με το διαφορετικό, το άλλο, που χτυπά με επιμονή την πόρτα της νεοελληνικής κοινωνίας και εκπαίδευσης, που συνεχίζει να ταλανίζεται μεταξύ της Σκύλας του επιφανειακού εκσυγχρονισμού και της Χάρυβδης του στείρας παραδοσιαρχίας.
Δ΄
Και μια διευκρίνιση-προσθήκη. Έχω την αίσθηση πως η πολιτιστική κατανόηση του μαθήματος και η σύνδεση του με τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό δεν θα το καταστήσει, με άλλα λόγια δεν θα το υποβαθμίσει σε ένα συστατικό στοιχείο της ελληνικότητας, που θα το απομακρύνει συνακόλουθα από τη θέση του στον πολιτισμό της σάρκωσης που υπερβαίνει κάθε εθνικό και κρατικό περιορισμό και αποκαλύπτει την οικουμενικότητα του Χριστού, συνεπώς και του μαθήματος των Θρησκευτικών που στο κέντρο του έχει την Ορθόδοξη παράδοση. Δεν πρέπει να εξαντλήσει το μάθημα το περιεχόμενό του στα όρια ενός κάποιου συγκεκριμένου πολιτισμού. Θα πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί η αμαρτία του αυτοεγκλωβισμού. Αμαρτία αντίστοιχη με αυτή του άσαρκου διεθνισμού[15].

[1] Βλ. σχετικά, Ν.Α. Ματσούκα, Θεολογική θεώρηση των σκοπών του θρησκευτικού μαθήματος, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων και άλλα μελετήματα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 104-124.
[2] Για τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό στη σκέψη του Νίκου Ματσούκα, βλ. Χ.Α. Σταμούλη, Κάλλος το άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 107.
[3] Ν.Α. Ματσούκα, Θεολογική θεώρηση των σκοπών του θρησκευτικού μαθήματος, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων και άλλα μελετήματα, σ. Ν.Α. Ματσούκα, Θεολογική θεώρηση των σκοπών του θρησκευτικού μαθήματος, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων και άλλα μελετήματα, Ν.Α. Ματσούκα, Θεολογική θεώρηση των σκοπών του θρησκευτικού μαθήματος, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων και άλλα μελετήματα, σ. 103.
[4] Ν.Α. Ματσούκα, Θεολογική θεώρηση των σκοπών του θρησκευτικού μαθήματος, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων και άλλα μελετήματα, σ. 103-104.
[5] Βλ. σχετικά, Ν.Α. Ματσούκα, Θεολογική θεώρηση των σκοπών του θρησκευτικού μαθήματος, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων και άλλα μελετήματα, σ. 112-122.
[6] Βλ. σχετικά, Ν.Α. Ματσούκα, Θεολογική θεώρηση των σκοπών του θρησκευτικού μαθήματος, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων και άλλα μελετήματα, σ. 120.
[7] Βλ. ενδεικτικά, Ι. Πέτρου, Το μάθημα των θρησκευτικών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, Καθ’ οδόν 17 (Δεκέμβριος 2001), σ. 29-37.
[8] Βλ. ενδεικτικά, Χ. Γιανναρά, Δικαιώματα ατόμων και κοινωνία πολιτών, Ιχνηλασία νοήματος. Πολιτική, Κοινωνία, Παιδεία στην Ελλάδα σήμερα, εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 1998, σ. 53-56.
[9] Βλ. ενδεικτικά, Σ. Γιαγκάζογλου, Το μάθημα των θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση. Φυσιογνωμία, σκοποί, περιεχόμενο, νέα βιβλία, διαθεματική προσέγγιση, ευρωπαϊκή προοπτική, θεολογία της ετερότητας, Τα θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο. Απέναντι στις προκλήσεις των καιρών, Πρακτικά επιστημονικής ημερίδας, εκδ. Ι.Μ. Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Νεάπολη Θεσσαλονίκης 2007, σ. 34-108.
[10] Βλ. ενδεικτικά, Π. Καλαϊτζίδη, «Τα θρησκευτικά ως πολιτιστικό μάθημα», Σύναξη 74 (2000), σ. 69-83.
[11] Βλ. ενδεικτικά, Στ. Ζουμπουλάκη, “Τα Θρησκευτικά ως βιβλικό μάθημα”, Ο Θεός στην Πόλη. Δοκίμια για την θρησκεία και την πολιτική, Εστία, Αθήνα, 2002, σ. 107-123∙ Χ. Βασιλόπουλου, Η θέση του μαθήματος των θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση, ΚΑΙΡΟΣ. Αφιέρωμα στον ομότιμο καθηγητή Δαμιανό Δόϊκο, ΕΕΤΘΘΣΑΠΘ 4 (1994), σ. 553-567.

[12] Την γενικότερη προβληματική του Τμήματος Θεολογίας υιοθέτησε σχεδόν στο σύνολό της και για πρώτη ίσως φορά η Γενική Συνέλευση της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., με ομόφωνη απόφασή της, τον Νοέμβριο του 2008. Και λέγω σχεδόν στο σύνολό της, διότι ενώ υιοθετήθηκε η βασική πρόταση, δεν έγινε αποδεκτή μια δεύτερη εναλλακτική πρόταση, που σχετίζεται με τη δυνατότητα της υποχρεωτικής επιλογής ανάμεσα σε δύο μαθήματα θρησκευτικών, και η οποία θα αποτελούσε σύμφωνα με το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ., μια κάποια λύση στην περίπτωση που δεν θα μπορούσε να «προχωρήσει» η πρώτη πρόταση για τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του ενός μαθήματος των θρησκευτικών. Η απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως της Θεολογικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (70/2008/08-09-2008) κινήθηκε σε άλλη κατεύθυνση και επέμεινε κυρίως και κατεξοχήν στο νομικό κομμάτι του θέματος, επιλέγοντας να μην εισέλθει επί του παρόντος σε αναλυτική συζήτηση για το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά του μαθήματος, το οποίο γι’ αυτήν όπως και για τη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε υποχρεωτικό.
[13] Για παράδειγμα, είναι σαφής και οπωσδήποτε γνωστή η αδυναμία εγκλωβισμού του μαθήματος εντός των ορίων που αποκλειστικά περιγράφουν τα προτεινόμενα ονόματα που θα χαρακτηρίσουν το μάθημα (π.χ. πολιτιστικό, γνωστικό, γνωσιολογικό, κλπ.). Εντούτοις, με κάποιον τρόπο, κάποιοι, κάπου, κάποτε, θα πρέπει να προσπαθήσουν να δείξουν δια των λέξεων, δια των ονομάτων, παντού και πάντα σχετικών, την αλλαγή που επιβάλλει ο καιρός, εδώ και τώρα, την υπέρβαση δηλαδή της ομολογιακότητας, όπως αυτή ασκείται κυρίως και κατεξοχήν σε επίπεδο διδασκαλίας. Είναι σαφές πως εάν υπάρξει συμφωνία στην ουσία των πραγμάτων η συζήτηση για τα ονόματα δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ρήξη και ριζική διαφωνία∙ και μάρτυς μου ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο πρώτος ανάμεσα σε μια χορεία αγίων, που σημειώνει τα εξής αποκαλυπτικά: «ουδέν γαρ περί των ονομάτων ζυγομαχήσομεν, έως αν προς την αυτήν έννοιαν αι συλλαβαί φέρωσι», Λόγος 39,11, PG 36, 345C. Πρβλ. Χ.Α. Σταμούλη, Έρως και θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009, σ. 232εξ.
[14] Κάποτε θα πρέπει να κατανοηθεί από την Εκκλησία, πως η εκ μέρους της εγκατάλειψη της κατήχησης δεν μπορεί να αναπληρωθεί –και δεν πρέπει- από το μάθημα των θρησκευτικών στην εκπαίδευση (Για το θέμα βλ., Χ.Α. Σταμούλη, Ανασκαφή. Σχόλιο για την κατήχηση στην ορθόδοξη Εκκλησία, Άσκηση αυτοσυνειδησίας, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2004, σ. 79-95). Όπως, άλλωστε, πρέπει να γίνει συνείδηση εκ μέρους των υπευθύνων της πολιτείας για το μάθημα των θρησκευτικών, πως σκοπός του μαθήματος είναι η παροχή γνώσεων και δια αυτών η ευαισθητοποίηση του μαθητή απέναντι στις πολύτροπες προκλήσεις της εποχής και εξάπαντος όχι η κατήχηση.
[15] Για το θέμα του πολιτισμού της σάρκωσης, βλ. Χ.Α. Σταμούλη, Έρως και θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009.
(Εισήγηση στην Επιστημονική Ημερίδα με τίτλο, Το μάθημα των Θρησκευτικών σε Ελλάδα και Ευρώπη: Διαπιστώσεις-Προοπτικές, που διοργάνωσε η Ι.Μ.Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, στη Νεάπολη στις 12-2-2009)

Πηγή: http://antidosis.wordpress.com/2012/11/05/%cf%87%cf%81%cf%85%cf%83%cf%8c%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bc%ce%bf%cf%82-%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b1%ce%bc%ce%bf%cf%8d%ce%bb%ce%b7%cf%82-%cf%84%ce%bf-%ce%bc%ce%ac%ce%b8%ce%b7%ce%bc%ce%b1-%cf%84%cf%89/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου