Του αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Παναγιώτη Σκαλτσή
Για περισσότερα στο: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Στή λειτουργική οἰκογένεια τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ τύπου, ἐκτός ἀπό τίς Λειτουργίες τοῦ ἀποστόλου Μάρκου καί τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀνήκει καί ἡ ἔχουσα Καππαδοκικές ρίζες θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἡ Ἀντιοχειανή της προέλευση φαίνεται ἀπό τό ὅτι, σ’ ἀντίθεση μέ τήν Ἀλεξανδρινή παράδοση, τά δίπτυχα βρίσκονται μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων, ὅπως ἀκριβῶς συνηθίζεται καί στό βυζαντινό λειτουργικό τύπο. Ἐνῶ ἐπίσης στόν Ἀλεξανδρινό τύπο ὑπάρχει τό ἔθος δύο ἐπικλήσεων, μιᾶς πρό τῶν ἱδρυτικῶν λόγων (προεπίκλησης) καί μιᾶς μετά, στήν ἐν λόγῳ θεία Λειτουργία ἡ ἐπίκληση εἶναι μία καί λέγεται μετά τό «Λάβετε, φάγετε …» καί τό «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες …», ὅπως γίνεται στήν Ἀντιοχειανή Λατρεία καί τή βυζαντινή παράδοση. Ὁ μελισμός ὅμως τοποθετεῖται πρίν ἀπό τήν Κυριακή Προσευχή, ὅπως ἀκριβῶς συνηθίζεται στήν Ἀλεξανδρινή λειτουργική πράξη. Ἐπιβεβαιώνεται ἔτσι ἡ ἄποψη ὅτι ὁ πυρήνας τῆς Λειτουργίας αὐτῆς εἶναι συριακός, ὄχι ἄσχετος πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο τό Ναζιανζηνό, ἀλλά στήν πορεία «ἐσημειώθησαν εἰς ἀκτῖνα εὐρεῖαν ἐπεξεργασίαι μετά πολλῶν δανείων καί προσθηκῶν, οὕτω δέ προῆλθεν ἡ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ μεγάλου τούτου πατρός φερομένη Ἀλεξανδρινή Λειτουργία»[1].
Τό κείμενο τῆς φερόμενης ὡς Λειτουργίας τοῦ Καππαδόκη Πατέρα καί σπουδαίου θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τιμᾶται στίς 25 Ἰανουαρίου, ἔχει διασωθεῖ στόν παρισινό κώδικα 325, φφ. 60-120, τοῦ 14ου αἰ. Πρόκειται γιά αἰγυπτιακῆς προέλευσης χειρόγραφο, παλαιότερο ἀπ’ ὅτι δηλώνεται στό σχετικό κατάλογο, χρονολογούμενο τόν Ι-ΙΑ΄ αἰ. «Τό κείμενο εἶναι δίστηλο. Δεξιά εἶναι γραμμένο τό ἑλληνικό κείμενο και ἀριστερά ἡ ἀραβική μετάφραση, πού ἔστω κι ἄν δέν εἶναι πλήρης ἀποδεικνύεται χρήσιμη, γιατί βοηθᾶ στήν ἀποκατάσταση τοῦ κειμένου σέ ὁρισμένα σημεῖα, ὅπου τό ἑλληνικό πρωτότυπο παρουσιάζει φθορές ἤ ἀμφισβητούμενες γραφές»[2]. Στό περιθώριο δέ τῶν φύλλων (ὤα) ὑπάρχουν καί λέξεις γραμμένες στή λειτουργική γλώσσα τῶν Κοπτῶν, τή λεγόμενη βοχαϊρική. Στήν ἐπικεφαλίδα δέ τῆς Λειτουργίας, ὅπως καί στόν κολοφώνα, προσδιορίζεται καί τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς συγγραφέα τοῦ παλαιοῦ αὐτοῦ κειμένου, χωρίς αὐτό ἀσφαλῶς νά προδικάζει μέ βεβαιότητα τήν ταύτισή της.
Ἀπό τίς δυσκολίες τοῦ κειμένου εἶναι καί τό ὅτι ὡς Ἱερατικό δέν ἔχει ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τό διάκονο καί τό λαό. Ἐλλείπουν ἐπίσης οἱ τυπικές διατάξεις πού εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν ὀρθή τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Δέν δηλώνεται μάλιστα ὁ τρόπος ἔναρξης τῆς Λειτουργίας καί σέ ὁρισμένα σημεῖα μαρτυροῦνται διπλές εὐχές, καλούμενος ὁ λειτουργός νά ἐπιλέξει ποιά ἀπό τίς δύο θά ἀναγνώσει. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι εὔλογη ἡ παρατήρηση τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ Ἰωάννου Φουντούλη «ὅτι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ κειμένου μιᾶς Λειτουργίας ἤ ὁποιουδήποτε ἄλλου λατρευτικοῦ κειμένου, εἶναι παράλληλη μέ τό ἔργο τῆς ἀναπαλαιώσεως ἑνός ἀρχιτεκτονικοῦ μνημείου. Ἀπαιτεῖ χρόνο μακρό, κόπο πολύ, γνώση βαθειά, σύνεση, ἀλλά καί τόλμη καί προπαντός γνώση τῆς ἀγνοίας μας, ὑπευθυνότητα καί σοφία»[3].
Τό κείμενο τῆς φερόμενης ὡς Λειτουργίας τοῦ Καππαδόκη Πατέρα καί σπουδαίου θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τιμᾶται στίς 25 Ἰανουαρίου, ἔχει διασωθεῖ στόν παρισινό κώδικα 325, φφ. 60-120, τοῦ 14ου αἰ. Πρόκειται γιά αἰγυπτιακῆς προέλευσης χειρόγραφο, παλαιότερο ἀπ’ ὅτι δηλώνεται στό σχετικό κατάλογο, χρονολογούμενο τόν Ι-ΙΑ΄ αἰ. «Τό κείμενο εἶναι δίστηλο. Δεξιά εἶναι γραμμένο τό ἑλληνικό κείμενο και ἀριστερά ἡ ἀραβική μετάφραση, πού ἔστω κι ἄν δέν εἶναι πλήρης ἀποδεικνύεται χρήσιμη, γιατί βοηθᾶ στήν ἀποκατάσταση τοῦ κειμένου σέ ὁρισμένα σημεῖα, ὅπου τό ἑλληνικό πρωτότυπο παρουσιάζει φθορές ἤ ἀμφισβητούμενες γραφές»[2]. Στό περιθώριο δέ τῶν φύλλων (ὤα) ὑπάρχουν καί λέξεις γραμμένες στή λειτουργική γλώσσα τῶν Κοπτῶν, τή λεγόμενη βοχαϊρική. Στήν ἐπικεφαλίδα δέ τῆς Λειτουργίας, ὅπως καί στόν κολοφώνα, προσδιορίζεται καί τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς συγγραφέα τοῦ παλαιοῦ αὐτοῦ κειμένου, χωρίς αὐτό ἀσφαλῶς νά προδικάζει μέ βεβαιότητα τήν ταύτισή της.
Ἀπό τίς δυσκολίες τοῦ κειμένου εἶναι καί τό ὅτι ὡς Ἱερατικό δέν ἔχει ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τό διάκονο καί τό λαό. Ἐλλείπουν ἐπίσης οἱ τυπικές διατάξεις πού εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν ὀρθή τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Δέν δηλώνεται μάλιστα ὁ τρόπος ἔναρξης τῆς Λειτουργίας καί σέ ὁρισμένα σημεῖα μαρτυροῦνται διπλές εὐχές, καλούμενος ὁ λειτουργός νά ἐπιλέξει ποιά ἀπό τίς δύο θά ἀναγνώσει. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι εὔλογη ἡ παρατήρηση τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ Ἰωάννου Φουντούλη «ὅτι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ κειμένου μιᾶς Λειτουργίας ἤ ὁποιουδήποτε ἄλλου λατρευτικοῦ κειμένου, εἶναι παράλληλη μέ τό ἔργο τῆς ἀναπαλαιώσεως ἑνός ἀρχιτεκτονικοῦ μνημείου. Ἀπαιτεῖ χρόνο μακρό, κόπο πολύ, γνώση βαθειά, σύνεση, ἀλλά καί τόλμη καί προπαντός γνώση τῆς ἀγνοίας μας, ὑπευθυνότητα καί σοφία»[3].
Για περισσότερα στο: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου