Σελίδες

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Βίος και μαρτύριο Αγίου Δημητρίου

Εις την «θεοφύλακτον τῶν Θεσσαλονικέων μητρόπολιν», «ὑπερβαλλόντως ὑπερέχουσαν πλούτῳ τε καὶ ποικίλῳ καὶ ἀνθρώποις συνετοῖς καὶ χριστιανικωτάτοις», εγεννήθη και εμεγάλωσεν ο ωραιότερός της καρπός, «ὁ χαρίεις τὴν μορφήν, ψυχὴν δὲ χαριέστατος, ἡδὺς τὸ φθέγμα, τὸν τρόπον ἡδύτερος, γλυκὺς τὸν λόγον, τὸ ἦθος δὲ γλυκύτερος» Μεγαλομάρτυς του Χριστού Δημήτριος κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού Ερκουλίου (284-305 μ. Χ.) έχοντας ορίσει Καίσαρα Αχαΐας και Μακεδονίας τον Μαξιμιανό Γαλέριο. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Διοκλητιανός παρακινούμενος από τον Καίσαρα Γαλέριο, μέλος της «Τετραρχίας», εξαπέλυσε αληθινό πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Ο χριστιανισμός που είχε εξαπλωθεί από την Παλαιστίνην έως τον Πόντο και από την Μικρά Ασία έως την κυρίως Ελλάδα και την Ιταλίαν, έχει να επιδείξει τη εποχή αυτή αναρίθμητες θυσίες και μαρτυρικούς θανάτους σε πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Αντιόχεια, η Θεσσαλονίκη, αλλά και σε περιοχές όπως η Κρήτη και η Κύπρος, με αποτέλεσμα η εποχή αυτή να μείνει γνωστή στην ιστορία ως «εποχή μαρτύρων» του χριστιανισμού.
Με τον ερχομό του 4ου αι. ο χριστιανισμός είχε ήδη εδραιωθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης με πολυάριθμους χριστιανούς και Εκκλησίες οργανωμένες κατά τα πρότυπα της διδασκαλίας των Αγίων Αποστόλων
Εκλεκτό μέλος της των Θεσσαλονικέων Εκκλησίας ήτο και ο Άγιος Δημήτριος, ο οποίος προήρχετο από ευσεβείς γονείς, από τους πλέον επισήμους «ἄρχοντας τῶν Μακεδόνων», «πατέρας θαυμαστῷ τῷ γένει, πολύ δὲ τῇ ψυχῇ θαυμαστότερος». Είχε δε προικιστεί παρά του Δωρεοδότου παντός αγαθού με πλήθος σωματικών και πνευματικών χαρισμάτων. «Γένους σεμνότητος, οὐσίας ἀφθόνου, ἰσχύος σώματος, κάλλους ἰσότης, ἠθῶν εὐγένεια καὶ ἡ διὰ πάντων τούτων ἁρμονία καὶ σύμβασις». Στα χαρίσματα αυτά προσετέθη η μόρφωση και η παιδεία, «ἡ τῶν λόγων ἄσκησις ἐγγὺς συνέφυ».
Με την πνευματικήν του υπεροχή, την ωραία εμφάνιση, την ευσέβεια και την ηθική του γενναιότητα ο Δημήτριος έγινε πολύ γρήγορα γνωστός σε ολόκληρη την πόλη, «ἀντὶ ψυχῆς τῇ πόλει καθίσταται» και προεβλήθη ως ιδεώδες τελείου ανθρώπου. Καταγινόταν δε κυρίως εις το να μαθαίνει το καλό και να γυμνάζεται  στην πολεμική τέχνη, διότι αυτό συνδυάζει άριστα τη φρόνηση και την ανδρεία με τη στρατηγική πείρα.  Η φήμη του έφθασε και μέχρι τον βασιλιά Μαξιμιανό Γαλέριο, ο οποίος εκτιμώντας τις αρετές του τον προσέλαβε αρχικά ως μέλος της συγκλήτου της πόλεως και στη συνέχεια τον τίμησε με το αξίωμα του Δούκα, διορίζοντάς τον στρατηγό όλης της Θεσσαλίας.
Ως χριστιανός ο Δημήτριος δεν περιορίστηκε μόνον στη λατρεία του μόνου και αληθινού Θεού, αλλά προχώρησε με ζέση και ζήλο στο ιεραποστολικό του έργο φωτίζοντας και διδάσκοντας τόσο με τη φωτεινή παρουσία του, όσο και με τους «θείας εμπνεύσεως» ηρτυμένους κατηχητικούς λόγους του, σπείροντας τον λόγο του Ευαγγελίου στην αγαθή των Θεσσαλονικέων γη, για να προσφέρει μέχρι σήμερα η Θεσσαλονίκη ευχύμους τους καρπούς της πίστεως.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο «σοφός, παρθένος καὶ ὅσιος καί, ὡς εἰπεῖν πάγκαλός τε καὶ παναμώμητος καὶ φύσει καὶ σπουδῇ καὶ χάριτι λαμπρυνόμενος» Δημήτριος ανεδείχθη διδάσκαλος και απόστολος. Η μόρφωση και η παιδεία του με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος κατέστη «ὅπλον καὶ ἀμυντήριον ἐνυπόστατον» και οικοδομικό εργαλείο και γεωργική σκαπάνη και άροτρο και αλιευτική σαγήνη και ό,τι άλλο παρόμοιο, ώστε «οὐδεὶς εἶχεν ἀντιστῆναι τῇ τοῦ Δημητρίου σοφίᾳ καὶ τῷ Πνεύματι ὃ ἐλάλει». Καλλιεργώντας έτσι ο Δημήτριος τον αμπελώνα του Κυρίου της αγαπημένης του πόλεως, «καταγράφων τὰ ῥήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς» στις καρδιές των Θεσσαλονικέων ειδωλολατρών, περιέλαβε στη σαγήνη του κηρύγματός του, εκτός της Θεσσαλονίκης, την Αττική και την Αχαΐα, ώστε να καταστεί από τότε ακόμη «θαῦμα ἐν λόγοις θείοις Δημήτριος καὶ εὐωδία Χριστοῦ». Ο Μάρτυς συνήθιζε να διδάσκει εις την «χαλκευτικὴ στοά», σε υπόγειο του Ναού της Αειπαρθένου Θεομήτορος, που ονομαζόταν Καταφυγή, κοντά στο Δημόσιο Λουτρό.
Ήδη ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός Ερκούλιος ευρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη, για να συγκεντρώσει στρατό εναντίον των Ισαύρων, εκτιμώντας το λαμπρόν, περίδοξον και περίβλεπτον γένος του Δημητρίου, ως επίσης και τις αρετές που συγκέντρωνε, τον είχε ανακηρύξει ανθύπατον και αυθέντην όλης της Ελλάδος δίνοντάς του την ανάλογη στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι και τον υπατικό ωρατίωνα, τα οποία έφερε σαν διακριτικά της στρατιωτικής εξουσίας του, αλλά και σαν μυστικά σύμβολα της διδασκαλικής αξίας και προεδρίας, που μυστικά του εχάρισε ο αληθινός και Ουράνιος Βασιλεύς του, ο Χριστός.
Ο Μαξιμιανός, αφού υπέταξε τους Σκύθες και τους Σαυρομάτες, επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος θυσιάζοντας στα είδωλα από όσες πόλεις διέβαινε. Ήλθε και στη Θεσσαλονίκη και μερικοί από τους ειδωλολάτρες της πόλης, έχοντας στην καρδιά τους τον Πονηρό και επιθυμώντας να τιμηθούν από τον βασιλιά τού είπαν: «Μεγαλειώτατε, σε παρακαλούμεν να μας ακούσεις, διότι επιθυμούμε το συμφέρον της βασιλείας σου. Γνώρισε λοιπόν πως ο Δημήτριος, ο οποίος ετιμήθη με το βαθμό του ηγεμόνος της Θεσσαλίας, αρνήθηκε την παραδοσιακή θρησκεία και πιστεύει εις τον Χριστόν, εκείνον τον οποίον εσταύρωσαν οι Εβραίοι. Επιπλέον κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν. Και καθημερινώς ακούνε τους πλανεμένους λόγους του οι άνθρωποι, αφήνουν τη θρησκεία τους και γίνονται Χριστιανοί». 
Ο βασιλιάς, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, κατ’ αρχάς λυπήθηκε, διότι θα έχανε τέτοιο άνθρωπο, έπειτα όμως θέλοντας να διαπιστώσει και ο ίδιος την αλήθεια, διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Πήγαν οι άνθρωποι του βασιλιά  στην «Καταφυγήν» και βρήκαν τον Άγιο καθήμενον και διδάσκοντα τον λόγο του Θεού, οπότε τον άρπαξαν αμέσως και τον παρουσίασαν στον βασιλιά. Ο Άγιος δεν αντιστάθηκε καθόλου, αλλά με χαρά στάθηκε μπροστά του. Ο βασιλιάς λέγει προς τον Δημήτριον: «Τέτοια τιμή περίμενα να μου δώσεις; Έτσι ήλπιζα να με τιμάς και σε ανεβίβασα σε τέτοιο βαθμό; Εγώ σε ανέδειξα ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης και συ ούτε ένα μίλι δεν εξήλθες της πόλεως δια να με προϋπαντήσεις;». Ακούσας αυτά ο Άγιος απήντησε: «Βασιλιά μου, εγώ τιμώ την βασιλεία σου, τιμώ όμως περισσότερο από εσένα τον Θεό του ουρανού και της γης, ο οποίος είναι βασιλιάς όλου του κόσμου». «Και ποιος είναι ο Θεός σου και βασιλεύς;». Ο Άγιος απήντησε: «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ». Ο βασιλιάς του λέγει πάλι: «Λοιπόν αυτόν πιστεύεις εσύ και διά τούτο δεν καταδέχεσαι εμάς, ανάξιε της τιμής; Και τι καλό είδες από τον Χριστό σου και τον έχεις Θεό και Βασιλέα; Δεν είναι θεός ο Ζευς, ο Απόλλων και οι λοιποί, αλλά ο Χριστός σου; Δεν σε τίμησα εγώ και σε διόρισα ηγεμόνα της Θεσσαλίας; Αυτά αποδίδεις σε εμάς, αχάριστε άνθρωπε; Τέτοιος φαίνεσαι προς του μεγάλους θεούς και εμάς; Εγώ λοιπόν θα σου ανταποδώσω κατά την μολυσμένη γνώμη σου. Θα βασανισθείς και θα τιμωρηθείς με πολλά βάσανα, για να μάθεις ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ και τι μπορεί να κάνει ο Θεός σου για σένα». Ο Άγιος απεκρίθη: «Βασιλιά, τις τιμωρίες και τα βάσανα με τα οποία με απειλείς εγώ τα θεωρώ ως χαρά και αγαλλίαση, διότι αυτά θα μου χαρίσουν την βασιλεία των ουρανών και ατελείωτη τιμή». Ο βασιλιάς θύμωσε υπερβολικά εναντίον του Δημητρίου. Έπειτα όμως, θέλοντας να ταπεινώσει τη γνώμη του, πρόσταξε να τον φυλακίσουν, συλλογιζόμενος ότι, αν καταφρονηθεί και φυλακισθεί, θ’ αναγκασθεί να αλλάξει γνώμη. Πήραν οι στρατιώτες τον Άγιο και τον οδήγησαν σε τόπο ακάθαρτο, δηλαδή σε λουτρό παλαιό στα υπόγεια του οποίου εχύνοντο απόνερα. Εισερχόμενος ο Άγιος στον τόπο εκείνο είδε μπροστά του έναν μεγάλο σκορπιό, ο οποίος προσπαθούσε να τον κεντρίσει. Ο Άγιος εποίησε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε να πατάμε επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Αυτό είπε και πάτησε εκείνον τον σκορπιό και αμέσως εμφανίσθηκε Άγγελος Κυρίου επάνω αυτού κρατώντας στεφάνι χρυσό και είπε προς αυτόν: «Χαίρε Δημήτριε στρατιώτα του Χριστού, έχε θάρρος, ενδυναμού και νίκα τους εχθρούς σου». Και έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι του μάρτυρος. Ο Άγιος παρέμεινε στον βρωμερό εκείνο τόπο στερημένος από τη συναναστροφή ανθρώπων, παρηγορούμενος υπό του Θεού.
Ο παράνομος βασιλιάς έχαιρε να βλέπει στις θυσίες των ειδώλων αιματοχυσίες και φόνους ανθρώπων. Πρόσταξε τότε να εκτελέσουν τον αγώνα του πεντάθλου, διότι οι βασιλείς των Ελλήνων είχαν αυτή τη συνήθεια. Σε όποια πόλη πήγαιναν για πρώτη φορά έβαζαν τους ανθρώπους και έτρεχαν, πάλευαν, έριχναν τον λίθο, πηδούσαν και σκόπευαν με τα δόρατα συγκεκριμένους στόχους. Αυτά τα πέντε αγωνίσματα τα ονόμαζαν πένταθλον και όποιος νικούσε σε ένα από αυτά τον τιμούσαν οι βασιλείς και του πρόσφεραν δώρα. Ο βασιλιάς κάθισε σε τόπο υψηλό, για να βλέπει τα αγωνίσματα. Ένας από αυτούς που πάλευαν ήταν άνθρωπος του βασιλιά και ονομαζόταν Λυαίος και ήταν από την πόλη Ουάνδηλα της Σκυθίας. Ήταν ψηλός και δυνατός και ο βασιλιάς τον είχε μαζί του, για να του προξενεί τιμή και έπαινο. Επιπλέον δε ο βασιλιάς για τις νίκες του του χάριζε πλούσια δώρα.
Κάποιος νέος από τη Θεσσαλονίκη, ωραίος στην όψη, ο Άγιος Νέστορας, ο οποίος ήταν κρυφός χριστιανός και μαθητής του Αγίου Δημητρίου, βλέποντας τον Λυαίο να φονεύει τους ανθρώπους και ο βασιλιάς να ευχαριστείται για τις νίκες του, αλλά και θέλοντας να δει τη δύναμη του αληθινού Χριστού του Θεού, πήγε στο λουτρό που ήταν φυλακισμένος ο Άγιος Δημήτριος και του είπε: «Δούλε του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και αυθέντα μου, ο μιαρός βασιλιάς χαίρεται με τις πράξεις του Λυαίου. Η ψυχή μου επιθυμεί να παλέψει μαζί του, μόνον ευλόγησόν με και ενδυνάμωσόν με να υπάγω να τον νικήσω». Τότε ο Άγιος Δημήτριος εποίησε το σημείο του Σταυρού στο μέτωπο του Νέστορος και του είπε: «Ύπαγε και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις». Ανεχώρησε λοιπόν ο Νέστορας και πήγε στον τόπο όπου γινόταν ο αγώνας της πάλης και αμέσως φώναξε: «Ω Λυαίε, έλα να παλέψουμε οι δύο». Ο βασιλιάς, ο οποίος καθόταν σε ψηλότερο μέρος, μόλις είδε τον Νέστορα, νέο στην ηλικία, είκοσι περίπου ετών, μήνυσε σε αυτόν να πάει μπροστά του και του είπε: «Νεανία, δεν λυπήθηκες την ζωή σου, αλλά ήλθες να παλέψεις με τον Λυαίο; Δεν βλέπεις πόσους νίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Δεν λυπάσαι την ομορφιά και τα νιάτα σου; Μήπως αναγκάζεσαι από την πτωχεία να επιθυμείς τον θάνατό σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακείς με τον Λυαίο, για να μη θανατωθείς. Αν δε είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνο να μην απολέσεις τη ζωή σου». Ο Νέστορας απάντησε στον βασιλιά: «Εγώ πτωχός δεν είμαι, ούτε καταφρονώ τη ζωή μου, αλλά και πλούτο έχω και τ ζωή μου αγαπώ. Θέλω όμως να παλέψω με τον Λυαίο, για να λάβω τιμή. Διότι, αν και είμαι πλούσιος, τιμή όμως δεν έχω, επομένως τι θέλω τον άτιμον πλούτον; Αγαπώ λοιπόν να τιμηθώ και να φανώ καλύτερος από τον Λυαίο, δια τούτο αποφασίζω να κινδυνεύσω». Όταν ο βασιλιάς είδε ότι ο νέος δεν ακούει, τον άφησε. Ο Άγιος Νέστωρ αμέσως πλησίασε τον Λυαίο, έρριψε το επανωφόριό του και φώναξε: «Ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι». Αμέσως με το σπαθί του χτύπησε τον Λυαίο στο κέντρο της καρδιάς του, οπότε αυτός έπεσε νεκρός. Ο βασιλιάς ταράχθηκε. Κάλεσε τον Νέστορα και του είπε: «Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαίο; Αυτός φόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους από εσένα και εσύ πώς τον θανάτωσες;» Ο Άγιος Νέστορας απεκρίθη: «Εγώ, βασιλιά μου, δεν ενίκησα τον Λυαίο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού». Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και διέταξε έναν από τους άρχοντες, τον Μαρκιανό, να εκβάλει τον Νέστορα έξω από τη λεγόμενη Χρυσή Πύλη και να τον αποκεφαλίσει με το σπαθί του. Και έτσι ετελειώθη ο Άγιος Νέστωρ κατά τον λόγο του Αγίου Δημητρίου.
Ο βασιλιάς με λύπη ανεχώρησε για το παλάτι μονολογώντας: «Μα τη δύναμη των μεγάλων θεών, από μαγείες φονεύθηκε σήμερα ο φίλος μου ο Λυαίος». Μόλις έμαθε ότι ο Λυαίος φονεύθηκε με οδηγίες του Δημητρίου, πρόσταξε τους στρατιώτες να υπάγουν στο λουτρό και να φονεύσουν τον Άγιο Δημήτριο: «ὁ φιλῶν με, ἀπελθών, βαλέτω Δημήτριον». Επήγαν οι στρατιώτες και ελόγχευσαν τον Άγιο με τις λόγχες τους σε όλο του το σώμα. Ο πρώτος λογχισμός ήταν στη δεξιά του πλευρά, διότι μόλις τους είδε ο Άγιος ύψωσε μόνος του στην δεξιά του χείρα, για να τον λογχεύσουν. Με αυτό το μαρτύριο ετελειώθη ο Άγιος Δημήτριος. Ευλαβείς χριστιανοί ήλθαν κρυφά, για τον φόβο του βασιλιά, στο λουτρό εκείνο και ενταφίασαν το λείψανο στο μέρος εις το οποίο ετελειώθη.
Κάποιος άλλος μαθητής του Αγίου, ο Λούπος, ο οποίος βρισκόταν εκεί κατά την ώρα του μαρτυρίου, έβγαλε το δαχτυλίδι του Αγίου από το δεξί του δάχτυλο και πήρε το μανδήλιο του και το επανωφόριο του από τους ώμους του και τα έβαψε στο αίμα του Μεγαλομάρτυρος και με αυτά ενεργούσε θαύματα πολλά. Αρρώστους ιάτρευε και δαιμονισμένους εθεράπευε. Ο βασιλιάς, μόλις τα έμαθε αυτά, έστειλε στρατιώτες και αποκεφάλισαν τον Λούπο σε κάποιον τόπο ονομαζόμενο Τριβουάλιον.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ετελειώθη «ὁ αὐτόχθων ἡμῖν καὶ ἡμεδαπὸς Πολιοῦχος, τὸ μέγα τῆς οἰκουμένης θαῦμα, τὸ μέγα τῆς ἱερᾶς ἐκκλησίας ὡράΐσμα, ὁ πολὺς τὰ πάντα καὶ θαυματουργὸς καὶ Μυροβλήτης Δημήτριος». Ο Πανένδοξος και Καλλίνικος Μάρτυς υπήρξε «ἠγαπημένος τοῦ Χριστοῦ μαθητὴς ἢ παῖς ἢ φίλος ἄκρος καὶ οἰκειώτατος», ομοιάζοντας προς Αυτόν ως προς τα μαρτύρια τα οποία υπέστη, την απέραντη καρτερία του και ως προς την διδαχήν την οποίαν ανέλαβε«κατὰ χάριν τοῦ Δεσπότου μίμησιν». Ο μαρτυρικός του θάνατος ωνομάσθη «Χριστομίμητος σφαγή», διότι, ως αναφέρει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας απευθυνόμενος προς τον Άγιον: «Ἐμαρτύρησεν ἐκεῖνος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, ἐμαρτύρησας καὶ αὐτὸς τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐκείνῳ. Δεδεμένον ἔμαθες ἐδέθης αὐτός. Ἐδέξατο τῇ πλευρᾷ τὴν πληγὴν ὁ Δεσπότης καὶ σὺ τούτῳ τῷ μέρει τὰς πληγὰς ἐκείνας ἐδέξω. Ὑπὲρ ἀνθρώπων ἐκεῖνος εἵλετο τὴν τελευτὴν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἐτελεύτησας αὐτός. Ὦ Χριστοῦ μὲν ἑταῖρε, Χριστοῦ δὲ μιμητά». «Πᾶσα δὲ ἡ πόλις παρρησιαζόμεθα τὴν εὐσέβειαν, ἐπὶ τῷ μαρτυρίῳ τοῦ Μεγάλου Δημητρίου καυχώμενοι». Και αυτό διότι ο μέγας εν τοις αγίοις αυτού Θεός ημών θέλων να αντιδοξάσει τον δοξάσαντα Αυτόν Μάρτυρα οικονόμησε, ώστε να αναβλύσει η αγάπη του Αγίου χαρίζοντας την ίασιν εκ των σωματικών και ψυχικών ασθενειών δια του μύρου που άρχισε να εκρέει από το λογχισμένο πάναγνο σώμα του Αθλοφόρου.
Μπροστά λοιπόν σε μια τέτοια αγάπη και στις τόσες δωρεές του Μάρτυρα «τίς ἡμῖν ἰσχὺς πρὸς ἀνταπόδοσιν πολλαπλασιάζομεν αὐτῷ τὴν πανήγυριν»,ώστε το Μαρτύριο του Αγίου να μην σταματά τον θαυμασμό και μόνον των πιστών εγκωμιαστών του, αλλά και να ενεργεί μυστικώς στην καρδιά του κάθε χριστιανού, ούτως ώστε ο πιστός να μιμείται έργῳ πλέον τον Άγιον, διότι κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας «τιμὴ Μάρτυρος, μίμησις αὐτοῦ».
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου