Σελίδες

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Αθανάσιος Στογιαννίδης, Θρησκεία και Επιστήμη στη Διδακτική Πράξη

Η εισήγηση του Λέκτορα του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο διεθνές συνέδριο: “Θεολογία και Σύγχρονη Φυσική: Ο άνθρωπος ανάμεσα στο μυστήριο του Θεού και το μυστήριο του Σύμπαντος”
κ. Πρόεδρε, αξιότιμες κυρίες και κύριοι,
είναι ιδιαίτερη τιμή και χαρά για μένα σήμερα να βρίσκομαι σ’ αυτό εδώ το βήμα για να εκφράσω ορισμένες σκέψεις μέσα από τα μάτια της επιστήμης της Παιδαγωγικής. Ευχαριστώ θερμά τους διοργανωτές του συνεδρίου και ιδιαιτέρως τον π. Βασίλειο Καλλιακμάνη για την πρόσκλησή του να συμμετάσχω.
Εμείς οι θεολόγοι, ξέρετε, συνηθίζουμε να επαναλαμβάνουμε αυτό που υποστηρίζει ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του «μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ». Δηλ. με πιο απλά λόγια: «είναι αρκετό λίγο προζύμι για να φουσκώσει όλο το ζυμάρι». Σας ερωτώ: -Ποια θεωρείτε ότι είναι η μικρά ζύμη αναφορικά με το συνέδριο αυτό, το οποίο σε λίγο θα ολοκληρώσει τις εργασίες του; Νομίζω ότι είναι η νέα γενιά, και κυρίως τα παιδιά που φοιτούν στο σχολείο, όπως επίσης και οι φοιτητές μας. Και επιτρέψτε μου, ίσως με κάπως καυστικό τρόπο, να υποστηρίξω, πως αν θέλουμε τέτοιου είδους διεπιστημονικές συναντήσεις να έχουν διάρκεια, δηλ. να έχουν μέλλον, θα πρέπει να αγγίξουμε τη μικρά ζύμη, τη νέα γενιά, τους νέους ανθρώπους· εάν δεν το επιτύχουμε αυτό, τότε η οποιαδήποτε συζήτηση, παραμένει μια προσπάθεια, αξιόλογη μεν,  καταδικασμένη δε στο παρελθόν. Αλλά όλοι εμείς που είμαστε συγκεντρωμένοι σήμερα εδώ, πιστεύω, ότι επιθυμούμε σφοδρώς, ο διάλογος που επιχειρείται στο συνέδριο τούτο να έχει μέλλον.
Ας πάμε λοιπόν στον χωροχρόνο, όπου πραγματώνεται η εκπαίδευση και η αγωγή των νέων ανθρώπων. Ας μεταφερθούμε δηλ. νοερώς στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, και το κυριότερο… ας αναλογιστούμε ο καθένας μας το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί για αυτόν τον ταλαιπωρημένο χωροχρόνο.

Μιλώντας σήμερα κανείς για την εκπαίδευση, έρχεται στο νου έννοιες όπως, διδακτική μεθοδολογία, μάθηση, αξιολόγηση, επιμόρφωση και άλλα συναφή. Καταβάλουμε μεγάλη προσπάθεια να μάθουμε τα παιδιά μας, πώς να μαθαίνουν, πώς να σκέφτονται, πώς να ανακαλύπτουν και να κατακτούν τη γνώση. Επιστρατεύουμε νέες, καινοτόμες μεθόδους διδασκαλίας, εισάγουμε τη χρήση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και Επικοινωνιών, γνωστών ευρύτερα ως ΤΠΕ. Κάνουμε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας, προκειμένου να εξασφαλίσουμε τη δημιουργία ενός κατάλληλου μαθησιακού περιβάλλοντος ή αυτού που αποκαλούμε, «προϋποθέσεις μαθητείας». Όλα αυτά είναι πολύ ωραία πράγματα.
Προσωπικά, όσο περισσότερο ενθουσιασμό επιδεικνύω κατά την ενασχόλησή μου με την επιστήμη της Διδακτικής, τόσο περισσότερο παραδόξως, ηχούν στ’ αυτιά μου τα λόγια το Σεφέρη: «Διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό ήταν γλυφό». Αισθάνομαι ότι κάτι έχουμε αφήσει στην άκρη. Κάτι μας διαφεύγει. Κάτι, όμως, που είναι ζωτικής σημασίας. Και αυτό το κάτι, δεν είναι παρά το «γιατί» της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τι εννοώ; Ασχολούμαστε με το πώς, δηλ. με τη μεθοδολογία, όπως επίσης και με τα περιεχόμενα, δηλ. με αυτά που ονομάζουμε «μορφωτικά αγαθά». Σκεφτήκαμε ποτέ, όμως, γιατί ένας μαθητής να θέλει να ακούσει τον δάσκαλο; Γιατί να θέλει να προσέξει τα λόγια του; Και όταν λέμε «να προσέξει», δεν εννοούμε φυσικά να εστιάσει την προσοχή του στον τρόπο επίλυσης μίας άσκησης μαθηματικών, προκειμένου να πετύχει στις πανελλήνιες εξετάσεις. Ούτε επίσης, εννοούμε στιγμιαίως να προκληθεί το ενδιαφέρον του, κάτι που εντάσσεται στην προσπάθεια του διδάσκοντος για βιωματική προπαρασκευή των μαθητών.
Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στη Γερμανία με την αυγή του 20ου αιώνα (Hans‐Jürgen Fraas, Bildung und Menschenbild in theologischer Perspektive, Göttingen 2000), υποστηρίχτηκε, με βάση την θεωρία της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Erik Erikson, ότι η αφετηρία κάθε μαθησιακής διαδικασίας είναι η σχέση εμπιστοσύνης απέναντι στο πρόσωπο του εκπαιδευτικού, και προπάντων, απέναντι στο σύστημα αξιών, το οποίο συνειδητά ή ασύνειδα υποστηρίζει ο εκάστοτε εκπαιδευτικός. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μελέτη αυτή, ο μαθητής εμπλέκεται ενεργά σε μια διαδικασία διδασκαλίας-μάθησης, επειδή θεωρεί ότι αξίζει να παρακολουθήσει τα όποια εκπαιδευτικά ερεθίσματα προσφέρει ο εκπαιδευτικός. Επίσης, οι μαθητές θεωρούν ότι αξίζουν όλα αυτά, επειδή εμπιστεύονται το πρόσωπο του εκπαιδευτικού. Με άλλα λόγια, πριν την διαμόρφωση περιβάλλοντος μαθητείας, υπάρχει κάτι άλλο, ή δεν υπάρχει αυτό το κάτι άλλο, και γι’ αυτό τον λόγο, μπορεί η τάξη είτε να γίνει φυτώριο ιδεών είτε να μετατραπεί σε αταξία. Ποιο είναι αυτό; Είναι η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του εκπαιδευτικού.
Εμείς, βέβαια, έχουμε το δικαίωμα να διερωτηθούμε πολύ εύλογα: Ποιος είναι ο εκπαιδευτικός εκείνος που χαρακτηρίζεται ως άξιος της εμπιστοσύνης των μαθητών; Ίσως η απάντηση να είναι απλή και εύκολη: Εκείνος που έχει κάτι να πει! Εκείνος που ξέρει να παρουσιάζει θέσεις, έστω και μέσω της κριτικής. Άλλωστε, οι μεγαλύτεροι δάσκαλοι, φιλόσοφοι, ακόμα και όσοι επεδίωκαν την αποδόμηση, έμειναν γνωστοί στην ιστορία για τις θέσεις τους και όχι για το ότι κατέρριψαν, ή τουλάχιστον προσπάθησαν να καταρρίψουν τις θέσεις των άλλων.
Και ερχόμαστε στο τελικό και καίριο ερώτημα: Τι ακριβώς σημαίνει το γεγονός, ότι δάσκαλος έχει κάτι να πει; Στο ερώτημα αυτό δίδει μια ενδιαφέρουσα απάντηση, ένας διάλογος ανάμεσα στη σύγχρονη Φυσική και στη Θεολογία. Εξηγούμαι ευθύς αμέσως.

Θεμελιώδης διάκριση στη φιλοσοφία του Descartes είναι αυτή που γίνεται ανάμεσα στη σκέψη και στην κτίση. Η σκέψη και γενικότερα ο στοχασμός είναι το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτει ο άνθρωπος για να κατακτήσει τη γνώση. Η σκέψη χαρακτηρίζεται από τον Descartes ως «rescogitans» (= νοούσα ουσία). Η νοούσα ουσία διαθέτει πολύπλοκη δομή και διέπεται από μία εκπληκτική δυναμική και πολυπλοκότητα, δηλ. μπορεί να μεταβάλλεται και να ποικίλει. Αντίθετα, ο κόσμος θεωρείται ως κάτι το στατικό και αδρανές, και αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο που μπορεί να κατανοηθεί λόγω της έκτασής του στον χώρο, δηλ. ως μετρήσιμη ποσότητα. Γι’ αυτό και ο κόσμος ονομάζεται «resextensa» (= εκτεινόμενη ουσία). Με βάση τη διάκριση αυτή, οι φυσικές επιστήμες από την εποχή του Descartes και εξής, εστίασαν το ενδιαφέρον τους στη διερεύνηση της φύσης, προσεγγίζοντάς την ως εκτεινόμενη ουσία.
Η συνέπεια τούτης της επιλογής φάνηκε με πολύ γλαφυρό τρόπο στη νευτώνεια μηχανική. Ο Νεύτωνας θεωρούσε ότι η φύση είναι μία παγκόσμια μηχανή, ή ένα καλοκουρδισμένο ρολόι που λειτουργεί με βάση κάποιους νόμους αμετάβλητους. Κατά τον Νεύτωνα, γνωρίζοντας με ακριβή τρόπο την αιτία ενός φυσικού γεγονότος, μπορούμε να εντοπίσουμε με ακρίβεια το αποτέλεσμα, όπως επίσης και το αντίστροφο. Η ντετερμινιστική θεώρηση του κόσμου δεν έμελε όμως να διαρκέσει ες αεί. Η θεωρία της σχετικότητας και η κβαντομηχανική ανέτρεψαν εξολοκλήρου το νομοτελειακό κατασκεύασμα του Νεύτωνα. Η φύση στο υποατομικό επίπεδο αποδείχθηκε εξαιρετικά δυναμική, μη στατική, απρόβλεπτη, γεμάτη εκπλήξεις, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που δεν επιτρέπουν πλέον στον παρατηρητή-επιστήμονα να εξάγει αμετάκλητα συμπεράσματα.
Επομένως, τι μπορούμε να ισχυριστούμε για τη σύγχρονη Φυσική; Μα φυσικά, οι εφαρμογές είναι άπειρες. Πολλές από αυτές τμήμα αναπόσπαστο και εξόχως αναγκαίο στη ζωή μας. Ο μαγνητικός τομογράφος, ο οπτικός δίσκος, το ασύρματο και ευρυζωνικό δίκτυο, η ασύρματη φόρτιση ηλεκτρονικών συσκευών δια της επαγωγής, η τηλεϊατρική, είναι ορισμένα απτά, συνηθισμένα πλέον παραδείγματα. Ωστόσο, μπορούμε άραγε να υποστηρίξουμε άφοβα ότι στην Φυσική 1+1 =2; Είναι τελικά ο κόσμος μας τόσο προβλέψιμος;
Θα κάνω μία σύντομη μνεία στα λόγια δύο συγχρόνων Ελλήνων επιστημόνων, του μαθηματικού και φυσικού Θανάση Φωκά και του μοριακού βιολόγου Φώτη Καφάτου. Ο πρώτος είχε αναφέρει ότι «η σπουδαιότητα μιας μαθηματικής ανακάλυψης κρίνεται όχι με γνώμονα τα προβλήματα που λύνει, αλλά και με τα καινούρια ερωτήματα που θέτει. Κι εφόσον κάθε ανακάλυψη δημιουργεί συνήθως περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντάει, στην ουσία το σκοτάδι μεγαλώνει. […] Κάθε φορά που πλησιάζεις την αλήθεια, κάθε φορά που ανακαλύπτεις μια πτυχή της, βλέπεις τα όριά της να μετατοπίζονται ακόμη πιο μακριά. Δηλαδή η αλήθεια είναι δυναμική και όχι στατική και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν θα τη φτάσουμε ποτέ». Ο δεύτερος με πιο προσωπικό στυλ υπογραμμίζει τα εξής: «Αισθάνομαι ότι ποτέ δεν θα κατανοήσω την πραγματικότητα πλήρως, διότι εξ ορισμού δεν μπορούμε να φτάσουμε ποτέ εκεί αλλά και γιατί δεν έχω όλες τις ικανότητες που θα ήθελα να έχω για να κατανοήσω την αλήθεια. […] Αν ο επιστήμονας δεν διακρίνεται από ταπεινότητα είναι ψεύτης».
Μάλλον, δεν είναι αστήρικτη η άποψη, ότι η επιστήμη της Φυσικής δεν μπορεί μέχρι στιγμής, να φέρει σε φως την απόλυτη αλήθεια των πραγμάτων, και τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η ίδια η φύση παρουσιάζει μια εξαιρετική πολυπλοκότητα. Τα φαινόμενα εν χρόνω εξελίσσονται μέσα στο πλαίσιο μίας αναπάντεχης αβεβαιότητας. Στη σύγχρονη φυσική, τουλάχιστον κατά τον Ilya Prigogine, δεν μπορούμε πλέον να μιλούμε μόνο για σταθερούς και απαρέγκλιτους νόμους, αλλά ταυτόχρονα για δυνατότητες και πιθανότητες. Οι πιθανότητες αυτές υπαγορεύονται από την ίδια την υπόσταση της ύλης που είναι υποταγμένη στο βέλος του χρόνου, δηλ. σε μία διαδικασία αναπάντεχης εξέλιξης μέσα στην πορεία του χρόνου. Και επειδή η πορεία αυτή δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα, οφείλουμε να κάνουμε λόγο για το τέλος της ντετερμινιστικής βεβαιότητας και για την απαρχή μιας νέας θεώρησης της πραγματικότητας, η οποία προσεγγίζεται μέσω των πιθανοτήτων. Αυτό τι σημαίνει; Μήπως συνεπάγεται, ότι η επιστήμη της Φυσικής δεν κινείται στο επίπεδο της οντολογίας των πραγμάτων αλλά μονάχα στην ερμηνεία τους; Οπωσδήποτε, όχι. Η επιστήμη της Φυσικής αναζητά την αλήθεια των πραγμάτων. Όμως, τούτη η αναζήτηση είναι υπόθεση εξαιρετικά δύσκολη και απρόσμενη, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ανοιχτό και αναπάντητο θέμα.
Ωστόσο, οι εφαρμογές της φυσικής είναι ορατές και άμεσα προσβάσιμες. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται και ότι η αλήθεια για την οντολογία της ύλης, η αλήθεια για το τι πραγματικά είναι η ύλη, έχει αποκαλυφθεί σε όλο της το μεγαλείο. Και πώς αντιμετωπίζει η σύγχρονη Φυσική το ζήτημα αυτό; Έχω την εντύπωση, ότι έχει στη διάθεσή της τρία σπουδαία εργαλεία: Το πείραμα, τα μαθηματικά και τη θεωρία. Ιδιαίτερα τα μαθηματικά και το θεωρητικό οικοδόμημα συνιστούν μια προσπάθεια ερμηνείας των υπό διερεύνηση φαινομένων. Ο αείμνηστος Νίκος Ματσούκας, με την ιδιότητα του καθηγητή Δογματικής και Φιλοσοφίας, είχε επισημάνει πολύ εύστοχα, ότι όσο πιο θεωρητικά και υψιπετή γίνονται τα μαθηματικά, τόσο πιο πολύ μεγεθύνεται το εύρος των εφαρμογών στην καθημερινότητά μας. Διότι, τα μαθηματικά ως ερμηνευτική γλώσσα της πραγματικότητας, ή καλύτερα, ως το ύψιστο αποτέλεσμα των διανοητικών δυνατοτήτων του ανθρώπου στην προσπάθειά του να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του, έχουν ακριβώς αυτόν τον ρόλο: να διευρύνουν το επίπεδο της ερμηνείας του κόσμου. Τα μαθηματικά είναι ένα βήμα πριν τις εφαρμογές. Μάλλον είναι ένα βήμα πριν από αυτήν καθ’ εαυτήν την πραγματικότητα, διότι επιδιώκει να την αλλάξει, να την βελτιώσει ή, ορθότερα, να την βελτιστοποιήσει. Είναι μια θεωρητική και ορθολογικώς αποδεκτή ερμηνεία του κόσμου. Νέες θεωρήσεις μας οδηγούν σε νέες εφαρμογές. Τα μαθηματικά είναι ένα άριστο παιχνίδι δοκιμασίας, θα έλεγα με τη θεολογική γλώσσα, ένα είδος πνευματικής άσκησης, για τις δυνατότητες που μπορεί θεωρητικά να μας παρέχει ο κόσμος που μας περιβάλλει.
Τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται ως βάση για τη διατύπωση θεωριών στο χώρο της σύγχρονης Φυσικής. Θεωριών που προσπαθούν να συνταιριάξουν τον χώρο της κβαντομηχανικής με αυτόν της βαρύτητας. Επιπροσθέτως, τα μαθηματικά και οι θεωρητικές προσεγγίσεις είναι αναγκαίες, διότι πέρα από το πείραμα, πέρα και έξω από την μέτρηση, είναι απαραίτητη η ερμηνεία όλων αυτών. Εκτός από τη μέτρηση, εκτός από τον υπολογισμό, χρειάζεται να συλλάβεις με το νου ορισμένα πράγματα, τα οποία και οφείλεις να θεμελιώσεις μέσω των μαθηματικών. Με πιο απλά λόγια, η σύγχρονη Φυσική μας διδάσκει όλους εμάς που ασχολούμαστε με τον χώρο της εκπαίδευσης, ότι η πράξη, η εφαρμογή, δεν μπορεί να είναι επιτυχής χωρίς τη θεωρία. Μία πετυχημένη θεωρία οδηγεί σε αποτελεσματικές τεχνολογικές εφαρμογές, αλλά και το αντίστροφο: οι αποτελεσματικές τεχνολογικές εφαρμογές οφείλεται σε μια πετυχημένη θεωρία. Πιστεύω, ότι ουδέποτε, θα ισχυριζόταν ένας σύγχρονος Φυσικός του εργαστηρίου ότι δεν έχει ανάγκη τη θεωρία. Ή, το αντίστροφο: Ουδέποτε θα ισχυριζόταν, ότι τα εργαστηριακά του αποτελέσματα δεν τον οδηγούν στη σύνθεση μιας θεωρίας. Ας κρατήσουμε στο νου μας τον δεσμό αυτόν μεταξύ θεωρίας και πράξης και ας μεταβούμε τώρα στο χώρο της θεολογίας, προκειμένου να διαπιστώσουμε ένα γόνιμο σημείο συνάντησης:
Καθοδηγητή στο θέμα αυτό έχουμε τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Αυτός αναφέρεται στο γεγονός ότι στο λογικό του ανθρώπου διακρίνουμε δύο διαστάσεις, οι οποίος και παραπέμπουν σε δύο διαφορετικούς τρόπους σκέπτεσθαι. Ο πρώτος ονομάζεται νους, και ο δεύτερος λόγος. Ο νους είναι η ικανότητα του ανθρώπου για θεωρία: «ὥσπερ γὰρ ὀφθαλμὸς ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς». Ο νους είναι το μάτι της ψυχής, είναι το όργανο με το οποίο ο άνθρωπος συνθέτει μία θεωρία, μία ερμηνεία για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Η θεωρία αυτή απαντά στο ερώτημα που θέτει ο ίδιος ο άνθρωπος, σχετικά με το «ὡς ἔχει τὰ ὄντα». Είναι δηλ. μία θεωρία που συνδέεται με τη γνώση των όντων, των πραγμάτων, όπως επίσης και με τη νοηματοδότησή τους· κατά συνέπεια είναι μία βιοθεωρία και μία κοσμοθεωρία.   Ο νους λοιπόν ασχολείται με τη σύλληψη μιας καθολικής θεωρίας για τη ζωή. Όταν λέμε καθολική θεωρία εννοούμε δύο πράγματα: είτε ένα συνολικό νόημα για τη ζωή, είτε μία επιστημονική εικόνα του κόσμου ως ενός αδιαιρέτου συνόλου των επιμέρους φυσικών νόμων που τον διέπουν. Δηλ. ο νους κινείται και στο επίπεδο της πνευματικότητας και στο επίπεδο της επιστήμης. Οι προσπάθειες αυτές του νου δεν υπόκεινται στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη θέση και στην αντίθεση, διότι είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο ο νους προσπαθεί να εντοπίσει το αδιαίρετο, την καθολικότητα – ή αλλιώς – τη συνέχεια του κόσμου.
Ας εστιάσουμε την προσοχή μας στο έργο του λόγου. Ο λόγος «ἄγει εὶς τὸ ἐμφανές» δηλ. φανερώνει τις εμπειρίες του νου. Εάν ο νους δημιουργεί μία καθολική θεωρία για τον κόσμο, τότε ο λόγος είναι εκείνος που διατυπώνει και εξωτερικεύει τη θεωρία αυτή. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει ότι «Ἀμιγής γὰρ τῶν ἀντικειμένων ἡ γνῶσις καὶ παντάπασιν ἀσυνύπαρκτος». Στο σημείο αυτό ας προσέξουμε ιδιαίτερα τη λέξη «ἀσυνύπαρκτος». Πρόκειται για ένα επίθετο που σημαίνει ότι κάτι δεν μπορεί να συνυπάρχει μαζί με κάτι άλλο συγχρόνως. Ο λόγος του ανθρώπου, ως μία υποενότητα του λογικού του,  δεν έχει τη δυνατότητα να συνθέσει μία θεωρία για τη ζωή και τον κόσμο γενικότερα. Δεν γεννά βιοθεωρίες ούτε και και καθολικές ερμηνείες στο χώρο της επιστήμης. Ο λόγος έχει ως έργο να γνωρίσει τα αντικείμενα του κόσμου μέσω των λογικών προτάσεων, δηλ. μέσω των προτάσεων των οποίων η ισχύς επαληθεύεται από την ορατή πραγματικότητα, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποδεχθεί την συνύπαρξη μίας αντίθεσης. Ο λόγος πορεύεται πάντοτε μεταξύ θέσης και αντίθεσης. Η αντίθεση δεν μπορεί ουδέποτε να ταυτίζεται με τη θέση και αντίστροφα. Ο λόγος περιορίζεται πάντοτε στο συγκεκριμένο. Αντίθετα, ο νους μπορεί να εποπτεύει καθολικότερες εικόνες και να υπερβαίνει τις αντιθέσεις. Η ανθρωπολογία, για την οποίαν κάνει λόγο η θεολογία του Ιωάννου του Δαμασκηνού, αντιμετωπίζει τον λόγο όχι ως μία αυτόνομη και πανίσχυρη δύναμη που μπορεί να εργάζεται «αντικειμενικά» σαν να επρόκειτο για τα γρανάζια μιας καλοκουρδισμένης μηχανής. Ο λόγος βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τη θεωρία που παρέχει ο νους. Ένας λόγος που δεν έχει θεωρία είναι εξάπαντος α-νόητος, στερείται πνευματικότητας, δηλ. μιας συγκεκριμένης άποψης για το νόημα της ζωής και του κόσμου.
Για ποιο λόγο όμως ανάφερα όλα αυτά; Ξέρετε, στον χώρο της Σχολικής Παιδαγωγικής, όταν εφαρμόζουμε προσεγγίσεις διεπιστημονικού τύπου, χρησιμοποιούμε ορισμένες φορές τις λεγόμενες μακρό-έννοιες. Ειδικότερα, η συνάντηση για την οποίαν θα κάνω λόγο ονομάζεται διεπιστημονική προσέγγιση διεπιστημονικών μακρο-εννοιών και μακρο-γενικεύσεων. Τι είναι όλο αυτό το πράγμα; Προσπαθούμε στο πλαίσιο της διδακτικής διαδικασίας να ανακαλύψουμε και να συμπεριλάβουμε σε μία ολότητα έννοιες που είναι, αφενός μεν, ως προς την ορολογία του κοινές σε διαφορετικές επιστήμες, αφετέρου δε, έχουν σε κάθε περίπτωση μία ιδιαίτερη νοηματοδότηση. Γι’ αυτό γίνεται και λόγος όχι απλώς για έννοιες αλλά για μακρο-έννοιες, δηλ. έννοιες με μεγάλη εμβέλεια που καλύπτουν πολλά γνωστικά αντικείμενα. Τα συμπεράσματα από την αλληλοσυσχέτιση των μακρο-εννοιών οδηγούν στις λεγόμενες μακρο-γενικεύσεις, δηλ. συμπεράσματα που αφορούν στο σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης και γενικότερα της πραγματικότητας που μας περιβάλλει.
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, δεν θα ήταν ριψοκίνδυνο να υποστηρίξουμε, ότι στην θεολογική ανθρωπολογία του Ιωάννου του Δαμασκηνού, παρατηρούμε κάτι αντίστοιχο, τηρούμενων των αναλογιών, με αυτό που συνηθίζεται στη σύγχρονη Φυσική. Τι δηλαδή; Ότι υφίσταται μία λειτουργική συνάφεια ανάμεσα σε δύο πράγματα: σ’ αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «καθολική ερμηνεία» και σ’ αυτό που αναφέρεται σ’ ένα είδος εξωστρέφειας του ανθρώπου προς τον κόσμο, δηλ. στην προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει λεπτομερώς το επιμέρους. Το πρώτο εκφράζει μία θέαση των πραγμάτων, ενώ το δεύτερο την αξιοποίηση του θεωρητικού πλαισίου με σκοπό την επίλυση πρακτικών ζητημάτων της ζωής μας. Στη σύγχρονη Φυσική, είδαμε ότι οι καθολικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις που οικοδομούνται πάνω στα μαθηματικά συνδέονται με τις εφαρμογές στο χώρο της τεχνολογίας. Απ’ την άλλη πλευρά, είδαμε ότι στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο νους συνδέεται με το λόγο. Μία μακρογενίκευση, χωρίς να υπεραπλουστεύει βέβαια τα πράγματα, θα μπορούσε να είναι το γεγονός, ότι κάτι το θεωρητικό και το καθολικό, συνυφαίνεται λειτουργικά με το κάτι το πρακτικό και το επιμέρους. Η θεωρία δένει αρμονικά, ή τουλάχιστον προσπαθεί να δέσει, με την πράξη.
Στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πραγματικότητας ο δεσμός θεωρίας και πράξης συνιστά αδήριτη ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Ενδεχομένως, ορισμένοι από εμάς, κατά τα μαθητικά μας χρόνια να ήρθαμε ενίοτε αντιμέτωποι με μία μορφή εκπαιδευτικού δυϊσμού. Επρόκειτο για μία διαχωριστική γραμμή μεταξύ των θεωρητικών και των θετικών επιστημών, την οποία καλλιεργούσε το εκπαιδευτικό σύστημα της πατρίδας μας. Κατά τη διδασκαλία των θετικών μαθημάτων προέκυπταν από την πλευρά μας ερωτήσεις που – κατά έναν περίεργο τρόπο – αφορούσαν σε θέματα φιλοσοφίας ή και φιλολογίας. Όταν όμως διατυπώναμε τα ερωτήματα αυτά σε καθηγητές της φυσικής ή της βιολογίας λαμβάναμε όχι σπάνια τη μονολιθική απάντηση, πως τα θέματα αυτά δεν είναι άμεσα μετρήσιμα και προσβάσιμα, αλλά ιδιαιτέρως πολύπλοκα. Συνεπώς αυτά κινούνται εκτός του επιστημονικού τους αντικειμένου και επομένως θα ήταν ορθότερο να τα συζητήσουμε με έναν φιλόλογο ή με έναν θεολόγο. Ανάλογη ήταν και η στάση των φιλολόγων και ορισμένων θεολόγων. Ορισμένες φορές, η διδασκαλία του Ομήρου, της Γλώσσας, των Κειμένων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, της Ηθικής κλπ. εκτυλίσσονταν με τέτοιον τρόπο, ώστε σχημάτιζε κανείς την εντύπωση, πως όλα αυτά τα ωραία πράγματα που αναφέρονταν, συμβαίνουν σε έναν άλλο κόσμο, πολύ πιο ανθρώπινο και πολύ πιο διαφορετικό από αυτόν που μας περιγράφουν οι φυσικές επιστήμες στο σχολείο. Τελικά φτάσαμε να αποφοιτήσουμε από το Λύκειο αποκομίζοντας την εσφαλμένη – αν όχι σχιζοφρενική –  εντύπωση, ότι υπάρχουν οι άνθρωποι των θετικών επιστημών και οι άνθρωποι των θεωρητικών· αντίστοιχα, ότι υφίσταται θετική-πρακτική σκέψη, και θεωρητική-ανθρωπιστική σκέψη. Και ότι αυτό συνεπάγεται, ότι στις θετικές επιστήμες τα μεγέθη είναι άμεσα μετρήσιμα και υπολογίσιμα, ενώ στις θεωρητικές τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα και αδύνατον να περιγραφούν με μαθηματικό τρόπο.
Σήμερα, οι μαθητές συχνά, όχι όμως πάντα, βιώνουν μια δίχως προηγούμενο μονομέρεια. Αντιμετωπίζουν τον υδροκεφαλισμό της πράξης και μια χωρίς λόγο απαξίωση της θεωρίας. Τα Μαθηματικά και η Φυσική στο Λύκειο έχουν μεγάλη βαρύτητα, τόση όση χρειάζεται για να εξασφαλίσουν στους υποψηφίους μια θέση στο πανεπιστήμιο. Παρόμοια «αξία», «εμπορική» έχουν τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά. Ξέρετε, είναι πολύ αστείο αυτό. Είναι σαν να προσπαθεί ένας άντρας να ερωτευθεί μία γυναίκα λόγω της εντυπωσιακής ή προκλητικής ενδυμασίας της. Δεν είναι καιρούς για τέτοιους…έρωτες…αγοραίους! Θα συμφωνήσετε, φαντάζομαι, όλοι…
Τι λείπει επομένως από την εκπαιδευτική πράξη; Ας θυμηθούμε λιγάκι τον Max Planck, ο οποίος εξέφρασε την άποψη πως «ο άνθρωπος δεν επιθυμεί μόνο γνώση και ισχύ, αλλά θέλει να έχει επίσης και ένα γνώμονα για τις ενέργειές του, ένα μέτρο για το σημαντικό και το ασήμαντο· θέλει μια κοσμοθεωρία, που θα του εξασφαλίζει το ύψιστο αγαθό πάνω στη γη, την εσωτερική γαλήνη της ψυχής». Λείπει τελικά η μέριμνα για την ευτυχία του μαθητή. Εξάπαντος, απουσιάζει η αρμονική συνύπαρξη θεωρίας και πράξης, της καθολικότητας και των επιμέρους, μιας συνολικής θεώρησης των πραγμάτων και της ζωής και ενός πάθους για μελέτη και έρευνα· λείπει η συνύφανση μύθου και λόγου, πνευματικότητας και χρηστικότητας. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να είναι γίγαντας ως προς τις τεχνολογικές του εφαρμογές και λιλιπούτειος ως προς την πνευματική του υπόσταση. Η πράξη οφείλει να συνυπάρχει με τη θεωρία. Αλλιώς, δεν έχει νόημα. Δηλ. δεν μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ευτυχία.
Ο Prigogine πιστεύει ότι «οι θεράποντες των ανθρωπιστικών επιστημών δεν αισθάνονται την ομορφιά των μαθηματικών». H άποψη του σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται ορθή· εντούτοις, εκφράζει τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή θα μπορούσε να μας πει, ότι υπάρχουν, ίσως, στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θεράποντες των φυσικών επιστημών που, ενδεχομένως, δεν αντιλαμβάνονται καθόλου την έννοια της ομορφιάς.
Κλείνοντας, επιστρέφω στο αρχικό μου ερώτημα: Πότε ο εκπαιδευτικός μπορεί να θεωρείται ως πρόσωπο εμπιστοσύνης από τους μαθητές; Ήδη απαντήσαμε εν μέρει, ότι ένα τέτοιο πρόσωπο είναι εκείνο που έχει να πει κάτι, δηλ. έχει να παρουσιάσει στους μαθητές μία θέαση των πραγμάτων. Ακόμα και μέσα από το μάθημα της Πληροφορικής. Αν μας λείπει κάτι, τελικά, από την σχολική εκπαίδευση σήμερα, είναι το όραμα να μετατραπεί το σχολείο σε πνευματικό εργαστήριο παιδείας. Και στο σημείο αυτό, αξίζει να σας μεταφέρω την πνευματική παρακαταθήκη που έλαβα από τον δάσκαλό μου, καθηγητή Ιωάννη Κογκούλη, οποίος πάντοτε νουθετεί εμάς τους νεότερους οραματιζόμενος ένα «παιδαγωγούν σχολείο», όπως το ονομάζει. Πρόκειται για ένα σχολείο που προσφέρει παιδεία και όχι μόνο εκπαίδευση, συνδυάζοντας δημιουργικά την πράξη και τη θεωρία, τον λόγο και τον μύθο, την τεχνολογία και την ανάγκη για νοηματοδότησή της.
Και ο εκπαιδευτικός; Πώς εντάσσεται σ’ ένα τέτοιο σχολείο; – Μα για ποιον εκπαιδευτικό μου μιλάτε; Θα διερωτηθεί κανείς. – Για τον εκπαιδευτικό του οποίου ο μισθός μειώθηκε αισθητά και δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικογένειάς του; Για τον εκπαιδευτικό που αγωνιά για το επαγγελματικό του μέλλον; Μιλάω για τον εκπαιδευτικό εκείνο, που εις πείσμα κάθε αντιξοότητας έχει αποφασίσει συνειδητά στη ζωή του να ονομάζεται δάσκαλος και να εργάζεται ως παιδαγωγός. Ξέρω…είναι δύσκολο! Ίσως λιγάκι ρομαντικό! Αλλά, πιστέψτε με: είναι το μόνο πράγμα, αυτή τη στιγμή, για το οποίο αξίζει να θυσιαστεί κανείς για τα παιδιά του, για τους μαθητές του, για τους φοιτητές του! Απ’ όποιο μετερίζι και αν διακονεί!
Σας ευχαριστώ πολύ!

Πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου