Σελίδες

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ«Προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων»
Ή
ΣΥΖΕΥΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΟΠΩΣ ΔΙΑΦΑΙΝΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Γρηγόριος ο Παλαµάς 825 (2008), σσ.
765-779)

Βάλια Παπαναστασοπούλου, Θεολόγος-Αρχαιολόγος, ΜΑ, Υπ. Διδάκτωρ Α.Π.Θ.
Βασιλική Β. Παππά, Θεολόγος, ΜΑ

Θεσσαλονίκη 2007


Στην παρούσα μελέτη θα ασχοληθούμε με μια ομιλία του Μ. Βασιλείου, μία από τις εξέχουσες μορφές των Τριών Ιεραρχών[1]. Η ομιλία αυτή φέρει τον τίτλο «Προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων»[2] (PG 31, 563-590) και έχει παραινετικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα. Η μετά χείρας μελέτη επιχειρεί να παρουσιάσει αφενός μεν τις παιδαγωγικές ιδέες[3] του Μ. Βασιλείου, αφετέρου δε να καταδείξει τη σύζευξη της Ελληνικής και Χριστιανικής παιδείας που πραγματοποίησε ο μεγάλος ιεράρχης. Η ομιλία Πρός νέους είναι ένα από τα πιο γνωστά κείμενα του Μ. Βασιλείου, το οποίο σώθηκε σε εκατοντάδες χειρόγραφα και υπήρξε αγαπημένο ανάγνωσμα, τόσο στη Δύση κατά την εποχή της Αναγέννησης, όσο και στην Ελλάδα κατά την Τουρκοκρατία[4]. Ο Μ. Βασίλειος ανήκει στους κορυφαίους παιδαγωγούς του αρχαίου ελληνικού και χριστιανικού κόσμου, του οποίου οι συμβουλές προς τους χριστιανούς νέους έμειναν αθάνατες. Κατείχε όλες σχεδόν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής εκείνης, ώστε εύλογα κάθε επιστήμη δικαιούται να τον διεκδικεί ως δικό της[5].
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ταλαντούχος και γόνιμος συγγραφέας με αγάπη και θαυμασμό προς τα ελληνικά γράμματα που ο αναγνώστης τη διακρίνει μελετώντας τα παιδαγωγικά του έργα[6]. Τα έργα του έχουν εκδοθεί στην PG (τόμοι 29-32) και στη Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ) της Αποστολικής Διακονίας. Διακρίνονται σε Επιστολές, Ηθικά, Ασκητικά, Αντιαιρετικά Θεολογικά, Ερμηνευτικοοικοδομητικά, Ομιλίες οικοδομητικού, ερμηνευτικού, εγκωμιαστικού, παιδαγωγικού και Θεολογικού περιεχομένου και Λειτουργικά[7]. Από τις ερμηνευτικές του ομιλίες ιδιαίτερη σημασία έχουν οι εννέα εις την Εξαήμερον, στις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει το θαυμασμό και την αγάπη του απέναντι στη φύση[8]. Από τις ηθικές του ομιλίες σημαντικές είναι οι δύο «περί νηστείας», όπου ο σοφός ιεράρχης τονίζει την πνευματική της αξία. Αξιόλογη είναι η κοινωνική του ομιλία «περί πλεονεξίας»[9]. Οι 360 περίπου επιστολές του[10] αποτελούν το σπουδαιότερο τμήμα της συγγραφικής του δραστηριότητας. Σε αυτές διακρίνονται τα μεγάλα πνευματικά και ψυχικά του χαρίσματα, καθώς επίσης το ποιμαντικό του ενδιαφέρον και η προσπάθειά του να στηρίζει τους πιστούς[11]. Ενδιαφέρουσες είναι οι παρηγορητικές επιστολές που παρηγορεί πρόσωπα για το θάνατο οικείων.
Πολλοί μελετητές έχουν χαρακτηρίσει την ομιλία αυτή την οποία και θα αναλύσουμε εδώ πραγματεία ή διάλεξη, η οποία γράφτηκε από το Μ. Βασίλειο υπό τη μορφή επιστολής για να σταλεί προς τους νεαρούς ανιψιούς του, οι οποίοι εκείνη την εποχή σπούδαζαν σε εθνικές φιλοσοφικές σχολές[12]. Βέβαια, έχει διατυπωθεί και η άποψη πως η επιστολή αυτή δεν είναι δυνατόν να απευθύνεται μόνο στους συγγενείς του, αλλά μπορεί να απευθύνεται στο σύνολο των Χριστιανών νέων που εντρυφούν στη μελέτη των κλασικών και των χριστιανικών γραμμάτων. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός πως η επιστολή διαπραγματεύεται ένα τόσο σοβαρό και σημαντικό θέμα, δηλαδή αυτό της αξίας της θύραθεν παιδείας και της σχέσης της με τη χριστιανική παιδεία, που αφορούσε το σύνολο της χριστιανικής σπουδάζουσας νεολαίας[13]. Πολύ πιθανόν το έργο να συντάχθηκε πολύ νωρίς, ίσως το 363 ή 364 με αφορμή την έκδοση του διατάγματος του Ιουλιανού κατά των χριστιανών διδασκάλων[14]. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός είχε απαγορεύσει με διάταγμα την υπό χριστιανών διδασκάλων παράδοση της φιλολογίας, της ρητορικής και της φιλοσοφίας (codex Theodos. 12, 35. Iουλιανού, Επιστολή 61). Οι χριστιανοί αντέδρασαν ποικιλοτρόπως. Οι Απολινάριοι συνέταξαν έπη, δράματα και διαλόγους με θέματα βιβλικά και μέτρα κλασσικά, ο δε Γρηγόριος ο Θεολόγος συνέθεσε ποιήματα με όμοια μέτρα. Ο Βασίλειος αναγνώρισε την ανάγκη να μεταβαίνουν οι χριστιανοί νέοι στους εθνικούς διδασκάλους, αποσκοπούσε να ενισχύσει τη στροφή τους στις κλασικές σπουδές αλλά καθιστώντας τους όμως προσεκτικούς[15].
Ο Μ. Βασίλειος ιδιαίτερα θεωρούσε τα κλασικά μαθήματα αναγκαία για την προπαρασκευή των θεολογικών σπουδών[16]. Η επιστολή διαιρείται σε 10 κεφάλαια[17] και μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: α) το μεθοδολογικό, το οποίο αποτελείται από τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια και β) το ουσιαστικό το οποίο περιλαμβάνει τα επόμενα πέντε κεφάλαια. Το τελευταίο κεφάλαιο, το δέκατο αποτελεί μία ανακεφαλαίωση όλων όσων προηγήθηκαν και ουσιαστικά πρόκειται για τον επίλογο της μελέτης του Βασιλείου. Ήδη από το προοίμιο της επιστολής αντιλαμβανόμαστε ότι ο Μ. Βασίλειος διεισδύει στη βαθιά σημασία της κλασικής παιδείας και δεν ασχολείται με αυτή με έναν τρόπο επιφανειακό. Ο Βασίλειος αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε στη συγγραφή της επιστολής, οι οποίοι σχετίζονται τόσο με το συγγενικό ενδιαφέρον του, όσο και με την εμπειρία του, η οποία είναι αποτέλεσμα της μεγάλης του ηλικίας[18]και των γεγονότων που έζησε στην πολυτάραχη ζωή του. Ο σκοπός του διαφαίνεται ήδη από το προοίμιο και δεν είναι άλλος από το να διδάξει τους νέους. Χρησιμοποιεί τους στίχους του Ησιόδου, του μεγάλου ποιητή του διδακτικού έπους[19], ο οποίος έκανε την τριπλή διάκριση μεταξύ της αυτογνωσίας, της υπακοής στις ορθές υποδείξεις των άλλων και στην αχρηστία εκείνων που δεν αποτελούν μέλη ούτε της πρώτης ούτε της δεύτερης ομάδας. Ο Μ. Βασίλειος κάνει χρήση των στίχων του Ησιόδου, καθώς έχει την πεποίθηση πως αυτοί μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα είδος οδηγού για τους χριστιανούς νέους του καιρού του χωρίς να διακρίνει κάποιο στοιχείο επικινδυνότητας για τη διδασκαλία του Κυρίου[20]. Επιπλέον, δικαιολογεί αυτή την επιλογή του λέγοντας πως ο ίδιος δε βρήκε τίποτα πιο ωφέλιμο από τα έργα των αρχαίων πνευματικών ανθρώπων. Αυτό που θα πρέπει να απασχολήσει τον μελετητή των αρχαίων κειμένων δεν είναι το αν θα πρέπει να προβεί σε μελέτη τους, αλλά με ποιον τρόπο θα αξιολογηθούν οι αρχαίες πηγές[21]. Ο Μ. Βασίλειος προκειμένου να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι θα πρέπει να προσεγγίζουν τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων χρησιμοποιεί μία πολύ όμορφη εικόνα. Δηλαδή, οι νέοι παρομοιάζονται με ένα πλοίο, το οποίο δε θα πρέπει να παραδίδει το πηδάλιο του νου τους χωρίς καμία επιφύλαξη. Αυτό σημαίνει πως η χριστιανική νεολαία θα πρέπει να αποδέχεται τη μελέτη των προχριστιανικών κειμένων, αλλά με παράλληλη επίγνωση και διάκριση αυτού που διαβάζουν. Ο πατέρας της Εκκλησίας μιλάει σαν δάσκαλος και μάλιστα αυτό ενισχύεται από τη χρήση του ρήματος διδάσκω όταν λέει: «Τίνα ουν εστι ταυτα και όπως διακρίνουμεν, τούτο δη και διδάξω ένθεν ελών». Ο Μ. Βασίλειος έρχεται να πείσει τους μαθητές του με τη διδασκαλία, την οποία οι ακροατές του είναι σε θέση είτε να απορρίψουν είτε να αποδεχτούν. Και για να ενισχύσει τα λεγόμενά του χρησιμοποιεί αυτούσια παραδείγματα μέσα από τα αρχαία κείμενα («ένθεν ελών») και όχι από τον εκκλησιαστικό χώρο[22]. Η έξωθεν σοφία, έχει βέβαια και πλάνες και μύθους, αλλά από αυτές οι μαθητές θα εκτιμήσουν, σύμφωνα με τους νόμους της αντίθεσης, το ύψος και το μεγαλείο των χριστιανικών αληθειών. Ωστόσο, όμως, από τους ποιητές, τους ρήτορες, τους φιλοσόφους και τους άλλους συγγραφείς καλό θα είναι να μελετούν οι νέοι τα έργα εκείνα στα οποία επιδοκιμάζεται η αρετή και καταδικάζεται η πονηρία και να περιφρονούν όσα αναφέρονται σε φαύλες πράξεις ανδρών ή θεών[23]∙ «ου πάντα εξής παραδεκτέον ημίν, αλλ’ όσα χρήσιμα»[24].
Ο Μ. Βασίλειος προκειμένου να κατανοήσει κάποιος τον αρχαιοελληνικό κόσμο και τα γραπτά του αποκυήματα, όπως την ποίηση, την ιστορία, τη ρητορική και τη φιλοσοφία προβαίνει σε έναν διαχωρισμό[25]. Ένα διαχωρισμό ανάμεσα στους δύο βίους: τον ανθρώπινο και τον έτερο. Από τη μια ως ανθρώπινο βίο χαρακτηρίζει την παρούσα ζωή του ανθρώπου μέχρι το φυσικό του θάνατο και την εγκατάλειψη των εγκόσμιων ενώ από την άλλη πλευρά με τον όρο «έτερος βίος» εννοεί με σαφήνεια τη μεταθάνατον ζωή, την αιώνια ζωή, η οποία έπεται του φυσικού θανάτου. Η διάκριση αυτή στα μάτια ενός χριστιανού φαντάζει απόλυτα ορθολογική καθώς η αιώνια ζωή αποτελεί το στόχο κάθε χριστιανού αφού η παρούσα ζωή αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο για την επόμενη, δηλ. την αιώνια[26]. Με γνώμονα όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές πως η επίγεια ζωή και τα συνακόλουθα αγαθά της δεν έχουν καμία αξία για τον Χριστιανό, γιατί απλούστατα όλα έχουν πρόσκαιρο χαρακτήρα[27]. Παρά ταύτα, ο Μ. Βασίλειος δεν απαξιώνει τα αγαθά, τα οποία υπάρχουν σε αυτόν το βίο και βοηθούν για τον «έτερον βίον». Για τη μέλλουσα ζωή διδάσκει η Γραφή και η χριστιανική θεολογία, αλλά οι νέοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα διδασκόμενα. Επομένως αυτοί θα επιδοθούν κυρίως στη μελέτη της κλασσικής φιλολογίας, λαμβάνοντας ό, τι είναι καλό, όπως πράττουν οι μέλισσες από τα ρόδα, εκλέγοντας δηλαδή κείμενα αποσκοπούντα στην ηθική διαπαιδαγώγηση. Έτσι κρίνει ο συγγραφέας ότι και η ελληνική γραμματεία προσφέρει μαρτυρία υπέρ του αγαθού[28]. Εντούτοις, πιστεύει πως μία σύγκριση ανάμεσα στα αγαθά τα επίγεια και αυτά της αιώνιας ζωής δίνει σαφώς το προβάδισμα στα δεύτερα χρησιμοποιώντας το γνωστό παράδειγμα της διαφοράς του σώματος και της ψυχής. Από αυτό το παράδειγμα συνάγεται το συμπέρασμα πως ο Μ. Βασίλειος γνώριζε πολύ καλά την πλατωνική διδασκαλία για το σώμα[29], αφού εκτιμούσε πολύ τον Πλάτωνα[30]. Σε αυτό φυσικά συνέβαλαν οι σπουδές του στην Αθήνα.
Στη συνέχεια του προλόγου του ο ιερός Πατέρας θεολογεί περισσότερο δίδοντας ολοκληρωτικό το προβάδισμα στους «ιερούς λόγους» μέσω των οποίων οι άνθρωποι οδηγούνται στην αιώνια ζωή. Για να φτάσουν όμως οι νέοι στο σημείο να κατανοήσουν την εξ Αποκαλύψεως αλήθεια και τους ιερούς λόγους, κρίνεται απαραίτητη η εκγύμναση με τους «έτερους λόγους», οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής κλασικής γραμματείας. Ο χαρακτήρας αυτών των κειμένων θα είναι προγυμναστικός, για να μπορέσουν οι χριστιανοί νέοι ακολούθως να αποδεχτούν τους θείους λόγους και φυσικά θα πρέπει να είναι κείμενα που βρίσκονται πολύ κοντά στο πνεύμα των χριστιανικών λόγων.
Προκειμένου να ενισχύσει την παραπάνω άποψή του ο ιερός Πατέρας χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα. Το πρώτο προέρχεται από το στρατιωτικό χώρο, όπου αναφέρεται στους στρατιώτες, οι οποίοι προγυμνάζονται με σκιές και καθρέπτες ή χορούς και χειρονομίες για να καταστούν έτοιμοι για μία πραγματική μάχη. Το ίδιο θα πρέπει να κάνουν και οι νεαροί Χριστιανοί, οι οποίοι θα πρέπει να προγυμναστούν και να αποκτήσουν εμπειρία με τα κλασικά κείμενα πριν εντρυφήσουν στα ιερά κείμενα, των οποίων η μελέτη και κατανόηση οδηγούν στην αιώνια ζωή και σωτηρία. Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από έναν άλλο επαγγελματικό χώρο, εκείνο των βαφέων, οι οποίοι δίνουν το τελικό χρώμα στο ύφασμα μόνο όταν το έχουν προπαρασκευάσει με τις απαραίτητες διαδικασίες.
Συνεπώς, ο Μ. Βασίλειος στο Προοίμιο της Επιστολής του αποδέχεται τον προπαρασκευαστικό ρόλο της θύραθεν κλασικής παιδείας, με σκοπό αυτή να βοηθήσει στην είσοδο των νεαρών Χριστιανών στα «ιερά και απόρρητα παιδεύματα», δηλαδή τα μυστήρια της χριστιανικής πίστης[31].
Στη συνέχεια ο ιερός πατέρας προχωράει στο ζήτημα του τρόπου προσέγγισης των κλασικών κειμένων. Διατυπώνει τη θέση πως αν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των αρχαιοελληνικών κειμένων και των αληθειών της πίστης, τότε θα μπορεί να υπάρξει κάποια ωφέλεια από τη γνώση των πρώτων. Αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, όταν κάποιος δε θεωρεί χρήσιμη τη σύγκριση των ιερών και των κλασικών κειμένων, τότε αυτή η αντιπαράθεση θα ήταν χρήσιμη, αφού θα βοηθούσε στην αναγνώριση και τη λήψη του καλύτερου («βελτίονος»). Ο άγιος ιεράρχης χρησιμοποιεί ένα ωραίο παράδειγμα για να ενισχύσει αυτή την άποψή του. Όπως ένα καρποφόρο δέντρο έχει ως σκοπό του να παράγει καρπούς στην κατάλληλη εποχή και στολίζεται από τα φύλλα του που βρίσκονται στα κλαδιά, με παρόμοιο τρόπο και η ψυχή, σαν άλλο καρποφόρο δέντρο έχει ως προορισμό της («καρπός») την αλήθεια, ενώ στολίζεται με τη βοήθεια της θύραθεν σοφίας, όπως τα φύλλα του δέντρου. Η θύραθεν σοφία αποτελεί τον τρόπο, το μέσον με το οποίο διατυπώνεται αυτή η αλήθεια[32].
Ο Μ. Βασίλειος χρησιμοποιεί μια εικόνα η οποία είναι ήδη γνωστή από τον Όμηρο[33] και τον Αριστοτέλη[34]. Αυτό αποδεικνύει πόσο πολύ οι χριστιανοί εκτιμούσαν την εποχή εκείνη τη θύραθεν σοφία, ώστε να τη θεωρούν στολίδι της αλήθειας. Ο Τατάκης αναφέρει πως αυτός είναι ο λόγος που το έργο αυτό του Μ. Βασιλείου έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην εποχή της Αναγέννησης[35]. Η αντίθεση που υπήρχε μεταξύ Χριστιανών και Εθνικών δεν εστιάζονταν στο σημείο της αξίας των κλασικών κειμένων αλλά στο σημείο της μη αποδοχής από τους Χριστιανούς της θύραθεν σοφίας ως προϊόν θείας αποκαλύψεως, αφού αυτοί βίωναν τη Θεία Αποκάλυψη στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η εν Χριστώ ζωή αποτελεί τον τελικό σκοπό της ανθρώπινης ζωής και η ελληνική παιδεία μπορεί να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση σαν μέσο, αλλά όχι σαν αυτοσκοπός[36]. Στην προσπάθειά του να γίνει πιο σαφής, ο Μ. Βασίλειος χρησιμοποιεί ως παράδειγμα βιβλικές προσωπικότητες, το Μωυσή και το Δανιήλ[37], οι οποίοι, ενώ είχαν λάβει ο μεν πρώτος αιγυπτιακή, ο δε δεύτερος βαβυλωνιακή αγωγή, εντούτοις κατάφεραν να αγγίξουν τους ιερούς λόγους και μάλιστα ο πρώτος να φτάσει στη θεωρία του Όντος. Συνεπώς, η ανθρώπινη σοφία μπορεί να αποτελέσει μεγάλη βοήθεια ανεξάρτητα από που προέρχεται ως προς την προσέγγιση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Η άποψη αυτή συνδέεται σαφώς με τη διδασκαλία του Ιουστίνου περί «σπερματικού λόγου», ο οποίος βοηθούσε τους ανθρώπους κάθε φυλής, εθνικότητας και φύλου να φωτιστούν[38].
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως ο Μ. Βασίλειος δε βλέπει κάποιον κίνδυνο που να προέρχεται από τη θύραθεν σοφία και ειδικότερα από τα κείμενα της κλασικής ελληνικής γραμματείας, καθώς «ουκ άχρηστον ψυχαίς μαθήματα τα έξωθεν». Επιπλέον, με την άποψη αυτή προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της εθνικής και της χριστιανικής παιδείας και να πείσει τους νέους χριστιανούς να μελετούν τους κλασικούς συγγραφείς[39]. Το πρόβλημα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο μετέχει κανείς στα «έξωθεν μαθήματα». Γι’ αυτό και αναφέρεται στους κινδύνους που μπορούν να ελλοχεύουν στα έργα των ποιητών, των πεζογράφων και των ρητόρων. Θεωρεί πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος μπορεί να προέλθει από τα κείμενα των ποιητών, καθώς πρόκειται για έργα που διαθέτουν μεγάλη ποικιλία στη θεματολογία και τη σύνθεσή τους. Είναι γνωστό πως τα διάφορα ποιητικά είδη χρησιμοποιούν μία γλωσσική πλοκή που μπορεί να εμπεριέχει και «φαύλους λόγους». Αυτούς τους τελευταίους, οι νέοι θα πρέπει να αποφεύγουν, γιατί μπορεί να γίνει συνήθεια η χρήση των κακών λόγων και ο νέος να προχωρήσει στα χειρότερα «δια της των λόγων ηδονής». Θα πρέπει να αποφεύγονται οι ποιητές, οι οποίοι λοιδορούν ή σκώπτουν ή εμπαίζουν τον έρωτα ή μιμούνται τους μεθυσμένους ή γράφουν άσεμνα άσματα. Επίσης, θα πρέπει να τους αφήνουν αδιάφορους τα σημεία εκείνα που περιγράφουν τις αδυναμίες των θεών και κυρίως του Δία, όπως και αυτές που αναφέρονται σε ζώα που αν κάποιος τις έλεγε θα κοκκίνιζε. Γι’ αυτό το λόγο ο Μ. Βασίλειος προτείνει ως τον πιο κατάλληλο τρόπο αντιμετώπισης των ποιητικών έργων το παράδειγμα του Οδυσσέα, ο οποίος αντιμετώπισε τις Σειρήνες[40]. Ο Μ. Βασίλειος τα ίδια γράφει και για τους πεζογράφους και ιδιαίτερα όσα γράφονται από αυτούς για να ψυχαγωγήσουν τους αναγνώστες τους. Πιο ξεκάθαρη όμως θα λέγαμε είναι η θέση του για τους ρήτορες και τη ρητορική τέχνη, καθώς γράφει «και ρητόρων δε την περί το ψεύδεσθαι τέχνην ου μιμησόμεθα». Στην περίπτωση των Χριστιανών το ψέμα δεν έχει καμία απολύτως θέση, αφού η στάση που κράτησε ο Ιησούς Χριστός, είναι πάντοτε να ακολουθούμε το δρόμο της αλήθειας. Με αυτή τη θεώρηση συνδέεται στενά η οδηγία προς τους Χριστιανούς να αποφεύγουν τις δικαστικές διαμάχες, η οποία λαμβάνει το χαρακτήρα νομοθετικής διάταξης. Γι’ αυτό το λόγο τα ρητορικά κείμενα ενέχουν τον κίνδυνο του ψεύδους, καθώς οι ρήτορες έχουν την ικανότητα να διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Αυτό το οποίο μπορεί να αποκομίσει ένας νέος Χριστιανός από τη μελέτη αυτών των κειμένων είναι κατά το Μ. Βασίλειο ζήτημα επιλογής. Τονίζει αυτή τη θέση του με δύο πολύ γνωστά παραδείγματα. από την αρχαιότητα. Το πρώτο είναι αυτό της μέλισσας, η οποία πετάει από το ένα άνθος στο άλλο συλλέγοντας μόνο όσα είναι ωφέλιμα. Το δεύτερο παράδειγμα είναι εκείνο της τριανταφυλλιάς, της οποίας τα αγκάθια αποφεύγουμε μετά προσοχής προκειμένου να δρέψουμε τα άνθη[41]. Ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας κλείνει την παράθεση των παραπάνω παραδειγμάτων με την παρατήρηση ότι ο κάθε αναγνώστης πρέπει να προσαρμόζει τα διδάγματα των κλασικών κειμένων στις πραγματικές αξίες της ζωής και σύμφωνα με την εν Χριστώ σωτηρία του. Χαρακτηριστικά χρησιμοποιεί τη δωρική παροιμία: «ευθυγραμμίζοντας την πέτρα προς το αλφάδι». Η πέτρα δεν είναι άλλη από τη θύραθεν σοφία που λειτουργεί ως το αναγκαίο οικοδομικό υλικό έχοντας όμως πάντοτε ως αλφάδι το λόγο του Ευαγγελίου.
Ο πνευματικός πατέρας όμως δίδει πολύ μεγάλη βαρύτητα επίσης στην έννοια της αρετής και στην παιδαγωγική της αξία. Η αρετή έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο ύμνων από τους κλασικούς συγγραφείς, όπως τους ποιητές, τους φιλοσόφους και τους πεζογράφους. Μάλιστα πρόκειται για μία έννοια που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τον Πλάτωνα, κάτι που φυσικά ο Μ. Βασίλειος γνώριζε πολύ καλά[42]. Βέβαια, επισημαίνει τους κινδύνους που ενυπάρχουν στα κείμενα των κλασικών συγγραφέων και εφιστά την προσοχή στους νέους κατά τη μελέτη τους. Σε αυτό το σημείο έρχεται να συμφωνήσει με τον Ησίοδο[43] και όλους εκείνους τους συγγραφείς που προτρέπουν τους νέους προς την αρετή.
Όσον αφορά το ζήτημα της αρετής, σε πολύ μεγάλη εκτίμηση έχει τον Όμηρο καθώς τον θεωρεί ως τον μεγαλύτερο εκπρόσωπο της αρχαίας Ελλάδας που ύμνησε την αρετή. Θεωρεί όλη την ομηρική ποίηση ως έπαινο της αρετής και ως πρότυπο της ομηρικής αρετής τον Οδυσσέα[44]. Η πεποίθησή του αυτή στηρίζεται σε δύο περιστατικά από τη ζωή του Οδυσσέα, όπως αυτά περιγράφονται από τον Όμηρο. Το πρώτο είναι η στιγμή κατά την οποία ο ομηρικός ήρωας παρουσιάζεται γυμνός μετά από το ναυάγιό του ενώπιον της Ναυσικάς και της συνοδείας της. Αυτή η συνάντηση δεν προκάλεσε ντροπή στον Οδυσσέα, αλλά αντιθέτως ενέπνευσε το σεβασμό της νεαρής πριγκίπισσας, γιατί ήταν ντυμένος με την αρετή αντί ιματίου. Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται στην επιθυμία των Φαιάκων να εγκαταλείψουν κάθε τρυφηλή ενασχόληση και να ασχοληθούν με τον Οδυσσέα, προκειμένου να τον μιμηθούν και να γίνουν όπως αυτός. Ο Βασίλειος με τη χρήση αυτών των δύο παραδειγμάτων θέλει να δείξει πως η θύραθεν λογοτεχνία μπορεί να αποβεί ωφέλιμη για τις νεανικές ψυχές, αρκεί να προσεγγισθεί με τον πλέον σωστό τρόπο. Τονίζει την απαραίτητη ανάγκη της συμμετοχής των νέων στα καλά της κλασικής παιδείας. Σαν καλός παιδαγωγός δεν επιβάλλει την άποψή του σχετικά με τον τρόπο ανάγνωσης των κλασικών συγγραφέων. Αντιθέτως, εκφράζοντας την άποψή του αφήνει τους νέους μαθητές να αποφασίσουν οι ίδιοι.
Η αγάπη του ιερού Πατέρα προς τα κλασικά κείμενα διαφαίνεται για μία ακόμη φορά και στην επιλογή του να διαλέξει το παράδειγμα του Ηρακλή, ο οποίος βρέθηκε μπροστά στην Αρετή και την Κακία και κλήθηκε να διαλέξει ποια θα ακολουθήσει στη ζωή του. Ο Βασίλειος αναφέρεται στη γνωστή διήγηση του ιστορικού Ξενοφώντα[45], αλλά προτιμάει μία πιο σύντομη διήγηση με περιεκτικότερο περιεχόμενο. Με αυτό το παράδειγμα εμμένει στο ζήτημα της αρετής και στο πως αυτό παρουσιάζεται στα κείμενα της θύραθεν παιδείας. Πιστεύει πως τα υλικά αγαθά, τα οποία προσπαθούμε να αποκτήσουμε πολλές φορές με οποιοδήποτε κόστος, ουσιαστικά δεν είναι κτήμα κανενός, γιατί είναι πράγματα που μετακινούνται με εξαιρετική ευκολία από τον έναν στον άλλον, όπως ακριβώς και τα ζάρια. Μόνο η αρετή παραμένει σε αυτόν που την απέκτησε καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του ακόμη και όταν πεθαίνει. Αυτή η ομηρική θεώρηση της αρετής έρχεται να ενισχυθεί με την αναφορά σε αποσπάσματα από τα έργα και άλλων αρχαίων, όπως του Σόλωνα[46], του Θέογνι[47] και του Πρόδικου του Κείου[48].
Ο Μ. Βασίλειος παραδέχεται πως σχεδόν όλοι οι συγγραφείς που είναι γνωστοί για τη σοφία τους, στα συγγράμματά τους πλέκουν το εγκώμιο στην αρετή. Υποδεικνύει στους νέους πως αυτός που εφαρμόζει έμπρακτα εκείνο που οι άλλοι το θεωρούν απλώς φιλοφοφία, είναι και ο φρόνιμος. Όσοι όμως παραμένουν στη σφαίρα της θεωρίας μοιάζουν με τις πλανώμενες σκιές[49]. Στη συνέχεια, θέτει ένα πολύ σημαντικό θέμα επηρεασμένος από τον Πλάτωνα[50]. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα του ζωγράφου και κατά πόσο μπορεί να αποδώσει τέλεια το «κάλλος» ενός ανθρώπου, ώστε αυτός ο άνθρωπος να είναι στην πραγματικότητα, όπως τον απεικόνισε ο ζωγράφος. Κατά συνέπεια υπάρχει το ερώτημα αν υπάρχει ταυτοποίηση ανάμεσα στο πρωτότυπο και την εικόνα και στο ζήτημα της αρετής. Αν συμβάινει κάτι ανάλογο, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Ο έπαινος της αρετής με λαμπρούς λόγους από ανθρώπους, οι οποίοι στον προσωπικό τους βίο δεν ακολουθούν αυτό το δρόμο είναι υποκρισία, κατά τον Μ. Βασίλειο. Όπως ακριβώς πράττουν και οι ηθοποιοί, οι οποίοι πάνω στη σκηνή μπορούν να υποδυθούν τους βασιλιάδες, ενώ στην πραγματικότητα οι ίδιοι είναι δούλοι. Αυτό το γεγονός στην εποχή του Μ. Βασιλείου θεωρείτο σκανδαλώδες[51]. Αντίστοιχα είναι δραματικό γεγονός, όταν ένας άνθρωπος άλλα λέει και άλλα πράττει ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με τον εαυτό του, αλλά κυρίως με την χριστιανική διδασκαλία, καθώς ο Χριστός καταδίκασε μία τέτοια στάση[52].
Ο Μ. Βασίλειος όμως, δε βασίζεται μόνο σε λόγια, αλλά προσεγγίζει το θέμα της αρετής κάνοντας αναφορά σε γνωστά πρόσωπα της αρχαιότητας, τα οποία διακρίθηκαν για την αρετή τους και θα μπορούσαν να αποτελέσουν ωφέλιμο παράδειγμα για τους νεαρούς χριστιανούς. Αυτά τα πρόσωπα είναι ο Περικλής, ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς, Σωκράτης, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Κλεινίας. Η επιλογή των παραπάνω προσώπων δεν είναι τυχαία, καθώς κρίνει πως μπορούν να οδηγήσουν σε χριστιανικές συμπεριφορές αποτελώντας παραδείγματα μίμησης. Ιδιαίτερα, ο Σωκράτης με την καρτερικότητά του, όταν κάποιος τον κτύπησε, θυμίζει το χριστιανικό να γυρίζεις και την άλλη πλευρά, όταν κάποιος σε κτυπά. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα παραδείγματα του Περικλή και του Ευκλείδη[53]. Ο Βασίλειος συμπεραίνει πως ο χριστιανός νέος, ο οποίος διαπαιδαγωγείται θα πρέπει να μελετήσει αρχικά με παραδείγματα από τη θύραθέν παιδεία, ούτως ώστε στη συνέχεια να μην υπάρχει χώρος αμφισβήτησης των χριστιανικών παραδειγμάτων, καθώς δεν θα τα κρίνει ακατόρθωτα. Ο Μ. Βασίλειος συνεχίζει τη χρήση γενικότερων παραδειγμάτων, καθώς θέλει να βοηθήσει τους χριστιανούς νέους. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των τροφών, από τις οποίες πετάμε τις βλαβερές για την υγεία μας. Αναφέρεται σε παραδείγματα από διάφορα επαγγέλματα, του πλοιάρχου, του τοξότη, αλλά και από το χώρο του αθλητισμού και της μουσικής. Στη συνέχεια, ο Μ. Βασίλειος αναρωτιέται «Τι ουν ποιούμεν;», δηλ. τι κάνουμε τώρα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι σαφής, καθώς όλοι οι χριστιανοί συμπεριλαμβανομένων και των νέων θα πρέπει να φροντίζουν πάνω από όλα για την ψυχή τους και να μην υποδουλώνονται στο σώμα. Με τη βοήθεια της φιλοσοφίας θα απελευθερώσουμε την ψυχή μας από τα πάθη, ενώ με αυτή τη διαδικασία απελευθερώνεται και το ίδιο το σώμα από αυτά. Γι’ αυτό το λόγο όλες οι σωματικές ανάγκες θα πρέπει να ρυθμίζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην οδηγούνται στο να παραμελείται η ψυχή. Ο Βασίλειος προχωρεί ακόμη πιο πέρα με την ανάλυση της αρνητικής συμμετοχής των πέντε αισθήσεων στην κάθαρση της ψυχής.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο ιερός Πατέρας συμπυκνώνει όσα ανέφερε προηγουμένως. Αναφέρει πως όλα τα παραπάνω που αναφέρθηκαν, τα σχετικά με τα κλασικά κείμενα μπορούν οι νέοι να τα αντλήσουν πολύ καλύτερα από τα χριστιανικά κείμενα. Τα παραθέματα της θύραθεν σοφίας είναι ωφέλιμα, αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από μία σκιαγραφία της αρετής. Αυτό σημαίνει πως δε θα πρέπει να αποκλείονται από την οικοδόμηση των χριστιανών. Και επιχειρηματολογεί υπέρ αυτής του της άποψης αναφερόμενος στην ιστορία του Βίαντα από την Πριήνη, ο οποίος ζήτησε από το γιο του να αποκτήσει την αρετή. Αν μία τέτοια στάση είναι λογική για εκείνους που δεν πίστευαν στην αιώνια ζωή, τότε για τους νέους χριστιανούς θα πρέπει να αποτελεί ασφαλώς σκοπό.


ABSTRACT


Η μετά χείρας μελέτη μέσα από την ανάλυση της πραγματείας «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» (PG 31, 563-590) επιχειρεί να παρουσιάσει αφενός τις παιδαγωγικές ιδέες του Μ. Βασιλείου, αφετέρου να καταδείξει τη σύζευξη της Ελληνικής και Χριστιανικής παιδείας που πραγματοποίησε ο μεγάλος ιεράρχης. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι δίσταζαν να εκφραστούν με ενθουσιασμό για τις κλασικές σπουδές ή και να συστήσουν τη μελέτη των αρχαίων κειμένων εξαιτίας του αρνητικού κλίματος που είχε επικρατήσει. Οι ουσιώδεις διαφορές που χώριζαν τον αρχαίο κόσμο από το Χριστιανισμό, οι διωγμοί των χριστιανών, η φθοροποιός επίδραση της αποσυντεθειμένης ειδωλολατρικής κοινωνίας και άλλα, είχαν δημιουργήσει σε πολλούς μια αντίθεση προς καθετί μη χριστιανικό, συμπεριλαμβανομένης και της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας. Η πραγματεία «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» είναι ένα από τα πιο γνωστά κείμενα του Μ.Βασιλείου, το οποίο σώθηκε σε εκατοντάδες χειρόγραφα και υπήρξε αγαπημένο ανάγνωσμα τόσο στη Δύση κατά την εποχή της Αναγέννησης όσο και στην Ελλάδα κατά την Τουρκοκρατία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Α. Γιαννικόπουλου, Ο ρόλος του Μ. Βασιλείου στη συμφιλίωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1991
Θ. Ν. Ζήση, Ο Μέγας Βασίλειος και η Θύραθεν παιδεία, Αθήνα 1980
π. P.Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, Αθήνα 2001
Α. Μαυρίδη, Θεολογικές και Παιδαγωγικές Απόψεις στη Διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου. Μια θεωρητική ανάλυση, Θεσσαλονίκη (εκδ. Κυριακίδη) 2005
Σ. Γ. Παπαδόπούλου, Πατρολογία, τόμος Β΄, έκδοση Β΄, Αθήνα 1999
Β. Ν. Τατάκη, Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη, Κέντρο Μικρασιατικών Μελετών, Αθήνα 1979²
Ν. Ε. Τζιράκη, Μέγας Βασίλειος και Ελληνισμός. Κατά την πραγματεία του Μ. Βασιλείου «Προς τους νέους», Αθήνα 2004
Π. Κ. Χρήστου, Ο Μέγας Βασίλειος. Βίος και Πολιτεία, Συγγράμματα, Θεολογική Σκέψις, Θεσσαλονίκη (εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών) 1978, σ. 188.
Π.Κ. Χρήστου, λήμμα Βασίλειος ο Μέγας, στην εγκυκλοπαίδεια ΘΗΕ, τόμ. 3, σσ. 681-696.
Β. Φειδά, λήμμα Βασίλειος ο Μέγας στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τόμ. 11, Αθήνα (2006) 117-120.
Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμ. Α΄, Αθήνα 2002



[1] Ο Μ. Βασίλειος γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια η οποία διακρινόταν για την ευγενική της καταγωγή και την αγιότητά της. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του, Βασίλειο ο οποίος ήταν ρήτορας και διδάσκαλος ενώ για την χριστιανική ανατροφή του φρόντισαν η μητέρα του Εμμέλεια και η γιαγιά του, η ευλαβέστατη Μακρίνα. Φοίτησε στις φιλοσοφικές σχολές της Καισάρειας, του Βυζαντίου, όπου γνώρισε τον περίφημο ρητοδιδάσκαλο Λιβάνιο κατά τα έτη 349-352. Στη συνέχεια σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών φιλολογία, ρητορική (πανηγυρική και δικανική) και φιλοσοφία (ηθική, φυσική και μεταφυσική). Όταν αποπεράτωσε τις σπουδές του, ο Βασίλειος εξάσκησε το επάγγελμα του ρήτορα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Καισάρεια. Στη συνέχεια μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της πατρικής του περιουσίας στου φτωχούς και ταξίδεψε στις χώρες της Ανατολής (Συρία, Μεσοποταμία, Αίγυπτο) για να γνωρίσει το μοναχισμό και να αφοσιωθεί σε αυτόν, επειδή ήταν θαυμαστής του. Μόνασε για πέντε χρόνια σε έρημο τόπο κοντά στη Νεοκαισάρεια. Ύστερα από πρόσκλησή του, τον επισκέπτεται ο Γρηγόριος και συντάσσουν μαζί τη Φιλοκαλία, μία συλλογή από τα έργα του Ωριγένη, μοναχικούς κανόνες, καθώς και τα «Ασκητικά» του. Επιστρέφοντας, από τη μοναχική ζωή χειροτονείται διάκονος και μετά από μικρό χρονικό διάστημα πρεσβύτερος. Ορόσημο στην εκκλησιαστική του σταδιοδρομία είναι η χειροτονία του σε επίσκοπο Καισάρειας το έτος 370. Βλ. Παν. Κ. Χρήστου, Ο Μέγας Βασίλειος, Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 25 και 47 Σ. Γ. Παπαδόπούλου, Πατρολογία, τόμος Β΄, έκδοση Β΄, Αθήνα 1999, σ. 389.
[2] Η πρώτη έντυπη έκδοση του λόγου έγινε σε λατινική μετάφραση στο Mainz της Γερμανίας το 1459 και μέχρι το 1500 σημείωσε 20 εκδόσεις. Στα Ελληνικά η πρώτη έκδοση έγινε το 1532 στην πόλη Basel (Βασιλεία). Βλ. Α. Μαυρίδη, Θεολογικές και Παιδαγωγικές Απόψεις στη Διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου. Μια θεωρητική ανάλυση, Θεσσαλονίκη (εκδ. Κυριακίδη) 2005, σ. 29.
[3] Περισσότερα για τις παιδαγωγικές, ανθρωπολογικές, κοινωνικές, ποιμαντικές και θεολογικές απόψεις του Μ. Βασιλείου βλ. Α. Μαυρίδη, ό.π..
[4] Βλ. Π. Κ. Χρήστου, Ο Μέγας Βασίλειος. Βίος και Πολιτεία, Συγγράμματα, Θεολογική Σκέψις, , Θεσσαλονίκη (εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών) 1978, σ. 188.
[5] Βλ. Α. Μαυρίδη, ό.π., σ. 11.
[6] Βλ. Θ. Ν. Ζήση, Ο Μέγας Βασίλειος και η Θύραθεν παιδεία, Αθήνα 1980, σ. 58.
[7] Βλ. Β. Φειδά, λήμμα Βασίλειος ο Μέγας στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τόμ. 11, Αθήνα (2006) σ. 119. Επίσης βλ. Σ. Γ. Παπαδόπούλου, Πατρολογία, τόμος Β΄, έκδοση Β΄, Αθήνα 1999, σσ. 394-402.
[8] Θωμά Ν. Ζήση, ό.π., σσ. 55-56.
[9] Ο.π. σ. 57.
[10] Ο.π. σ. 58.
[11] Βλ. Σ. Γ. Παπαδόπούλου, Πατρολογία, τόμος Β΄, έκδοση Β΄, Αθήνα 1999, σ. 394.
[12] π. P.Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, Αθήνα 2001, σ. 47.
[13] ΕΠΕ, τόμος 7ος, Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 21.
[14] Βλ. Π. Κ. Χρήστου, Ο Μέγας Βασίλειος. Βίος και Πολιτεία, Συγγράμματα, Θεολογική Σκέψις, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 188. Σ. Γ. Παπαδόπούλου, ό.π., σ. 397.
[15] Βλ. Π.Κ. Χρήστου, λήμμα Βασίλειος ο Μέγας, στην εγκυκλοπαίδεια ΘΗΕ, τόμ. 3, σσ. 681-696.
[16] Βλ. Β. Φειδά, ό.π., σ. 120.
[17] Βλ. Β. Φειδά, ό.π., σ. 119.
[18] Δεν είναι ορθό ότι αυτή η πραγματεία συνετάγη προς το τέλος του βίου του, εκ του λόγου ότι επικαλείται την προχωρημένη του ηλικία. Ο Βασίλειος δεν έφτασε ποτέ σε γεροντική ηλικία. Ενώπιον δε δεκαπενταετών σπουδαστών μπορούσε και τριακονταετής ων να επικαλεστεί μακρά πείρα και ηλικία. Βλ. Π.Κ. Χρήστου, λήμμα Βασίλειος ο Μέγας, ό.π., 681-696.
[19] Έργα και Ημέραι, στίχοι 293-297.
[20] Βλ. Θ. Ν. Ζήση, ό.π., σ. 64.
[21] Βλ. Ν. Ε. Τζιράκη, Μέγας Βασίλειος και Ελληνισμός. Κατά την πραγματεία του Μ. Βασιλείου «Προς τους νέους», Αθήνα 2004, σ. 57.
[22] Βλ. Ν. Ε. Τζιράκη, ό.π. σ. 58.
[23] Βλ. Α. Μαυρίδη, ό.π., σ. 89.
[24] Προς τους νέους 2, PG 31, 252.
[25] ΕΠΕ 7, 320-322- ΒΕΠ 54, 200- MG 31, 568. Επίσης βλ. Β. Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμ. Α΄, Αθήνα 2002, σ. 75.
[26] Βλ. Ν. Ε. Τζιράκη, ό.π. σ. 58.
[27] ΕΠΕ 7,318-ΒΕΠ 54,199, MG 31,565. Β. Δ. Χαρώνη, όπ., σ. 34. Αυτά συμφωνούν και με το νόημα της Κ.Δ. όπως αναφέρεται και στην προς Εβραίους επιστολή: «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (13,14), όπου τονίζεται το πρόσκαιρον της παρούσας ζωής και συνεπώς η μειωμένη αξία της σε σχέση με τη μέλλουσα και αιώνια ζωή.
[28] Βλ. Π.Κ. Χρήστου, λήμμα Βασίλειος ο Μέγας, ΘΗΕ, τόμ. 3, σσ.681-696.
[29] Βλ. Ν. Ε. Τζιράκη, όπ., σ. 60, με υποσημείωση 7.
[30] Βλ. Β. Δ. Χαρώνη, όπ., σ. 18.
[31] Βλ. Ν. Ε. Τζιράκη, ό.π., σ. 64.
[32]Βλ. Νικ. Εμμ. Τζιράκη ό, π. σ. 67.
[33] Ιλιάδα, Υ 382 και Χ 315.
[34] Περί φυτών 199a 25.
[35] Βλ. Β. Ν. Τατάκη, Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη, Αθήνα (εκδ. Κέντρο Μικρασιατικών Μελετών) 1979², σ. 92.
[36] Βλ. Ν. Ε. Τζιράκη, ό.π., σ. 68.
[37] Πρβλ. Προς τους νέους 2, PG 31, 245.
[38] Βλ. Ν. Ε. Τζιράκη, ό.π., σ. 70.
[39] Βλ. Α. Γιαννικόπουλου, Ο ρόλος του Μ. Βασιλείου στη συμφιλίωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού, Αθήνα (εκδ. Γρηγόρη) 1991, σ. 43.
[40] Βλ. Ν. Ε. Τζιράκη, ό.π., σσ. 71-72.
[41] Πρβλ. Προς τους νέους 3, PG 31, 569 CD.
[42] Βλ. Ν. Ε. Τζιράκη, ό.π., σ. 78.
[43] Έργα και Ημέραι, στ. 286-292.
[44] Βλ. Α. Μαυρίδη, ό.π., σ. 90.
[45] Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα Α, 1,21-34.
[46] Σόλωνος, Ελεγεία απόσπασμα 4, Πλουτάρχου, Σόλων 3. Ηθικά 78c, 92c,472d.
[47] Θέογνις, Ελεγεία 157-158.
[48] Πλάτωνος, Φαίδρος 267b.
[49] Στο σημείο αυτό ο Μ. Βασίλειος χρησιμοποιεί παραλλάσσοντας ελαφρώς το στίχο της Οδύσσειας: «οίος πέπνυται· τοι δέ σκιαί αίσσουσι». Επίσης, Πλάτωνος, Πολιτεία Γ 386d και Μένων 100aστην περίπτωση του μάντη Τειρεσία, όπου αναφέρεται: «ότι οίος πέπνυται των εν ‘Άιδου, τοί δέ σκιαί αίσσουσι».
[50] Πολιτεία Ε 472d.
[51] Βλ. Ν. Ε. Τζιράκη, ό.π., σ. 94.
[52] Μτ. 23, 27-28.
[53] Νικ. Εμμ. Τζιράκη, Μέγας Βασίλειος και Ελληνισμός. Κατά την πραγματεία του Μ. Βασιλείου «Προς τους νέους», Αθήνα 2004, σσ. 100-101.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου