Ο πανηγυρικός της ημέρας από τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής στην εκδήλωση για τον εορτασμό των Τριών Ιεραρχών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η καθιέρωση της 30ης Ιανουαρίου ως ημέρας αφιερωμένης στους Τρεις Ιεράρχες αποδίδεται στον σύμβουλο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου (1042-1055 μ.Χ.), μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα. Πιθανότατα η θέσπιση της γιορτής συνιστούσε την απάντηση από εκκλησιαστικής πλευράς στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για την ελληνική φιλοσοφία και τα αρχαιοελληνικά γράμματα που εκδηλώθηκε κατά τον ια΄ μ.Χ. αιώνα.
Όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που εκδηλωνόταν ένα τέτοιο ενδιαφέρον. Όπως είναι γνωστό, το κύριο χαρακτηριστικό του χώρου όπου αναπτύχθηκε ο ελληνικός πολιτισμός ήταν η ανοιχτότητά του. Από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν οι Έλληνες στην περιοχή ως τις αρχές του ιθ΄ μ.Χ. αιώνα, ο χώρος δεν είχε ενιαία κρατική υπόσταση, ούτε και σύνορα. Η απουσία συνόρων και η γεωγραφική διασπορά των ελληνικών φύλων σε όλα τα παράλια της ανατολικής Μεσογείου είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί ο χώρος ένα σταυροδρόμι πολιτισμών. Και οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ, από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν στον χώρο να δείχνουν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τους γύρω πολιτισμούς και να προσλαμβάνουν συνεχώς στοιχεία από αυτούς, να τα αφομοιώνουν και να τους δίνουν τελικά ένα νέο νόημα. Η πρακτική αυτή φτάνει στο απόγειό της στο πλαίσιο των βασιλείων που προέκυψαν από τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, με αποτέλεσμα ο ελληνισμός όχι μόνο να ριζώσει για τρεις περίπου αιώνες στις νέες περιοχές αλλά, μπολιασμένος με τα τοπικά πολιτισμικά στοιχεία, αιγυπτιακά, βαβυλωνιακά, κλπ, να παράξει, χωρίς να χάσει τίποτε από την ελληνικότητά του, έναν καινούργιο πολιτισμό που οι ιστορικοί τον χαρακτηρίζουν με τον όρο “ελληνιστικός”. Και ήταν τέτοια η ζωτική δύναμη αυτού του πολιτισμού, που, όταν η Ρώμη κατέκτησε τις περιοχές αυτές, δεν βρήκε καλύτερο συνεκτικό μεταξύ τους στοιχείο, ώστε να συγκροτήσει την απέραντη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από αυτόν ακριβώς τον ελληνικό πολιτισμό. Ήδη από τον β΄ π.Χ. αιώνα, η αριστοκρατία της Ρώμης προτιμάει στις κοινωνικές συναναστροφές τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Έτσι, δεν είναι τυχαίο το ότι όταν τον α΄ μ.Χ. αιώνα ο απόστολος Παύλος θα απευθυνθεί στους Ρωμαίους με την ομώνυμη επιστολή του, δεν θα γράψει λατινικά, αλλά ελληνικά.
Όμως ήδη προς τα τέλη του α΄ μ.Χ. αιώνα η ζωτική δύναμη του ελληνισμού φαίνεται να εξαντλείται και να εκφυλίζεται. Οι ποιητικές συνθέσεις του αυτοκράτορα Νέρωνα στα ελληνικά σηματοδοτούν τα όρια αυτού του εκφυλισμού της ελληνικής πολιτισμικής κληρονομιάς. Ακριβώς τρεις αιώνες αργότερα ο άγιος Ιερώνυμος θα μεταφράσει τη Βίβλο στα λατινικά. Αλλά δεν έμελλε αυτό να είναι το τέλος του ελληνισμού. Λίγο νωρίτερα η πολιτικὴ και στρατιωτική ιδιοφυΐα του Διοκλητιανού θα ανοίξει μια νέα προοπτική για την αυτοκρατορία, που ο Μέγας Κωνσταντίνος θα της δώσει οριστική μορφή, μεταθέτοντας το κέντρο της στην ελληνόφωνη Ανατολή.
Εκεί, στην Ανατολή, κυοφορείτο εδώ και τέσσερις αιώνες, μια άλλη συνάντηση που στο ξεκίνημά της ουδείς μπορούσε να φαναστεί ότι θα γεννήσει έναν εντελώς νέο πολιτισμό, αυτόν που συνήθως περιγράφεται με τον όρο “σύγχρονος δυτικός πολιτισμός”. Εκεί, στην Ανατολή, οι Ιουδαίοι, ένας πολιτικά και οικονομικά ασήμαντος λαός είχε από αιώνες αναπτύξει μια διδασκαλία που προϋπέθετε μια εντελώς διαφορετική θεώρηση του κόσμου από εκείνη που δεχόταν ο ελληνισμός. Σύμφωνα με την ιουδαϊκή θεώρηση του κόσμου, η οποία κληροδοτήθηκε στον χριστιανισμό, ο κόσμος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός θεού εντελώς ελεύθερου και ανεξάρτητου από αυτόν. Αντίθετα ο ελληνισμός, αν και δεν αμφισβητούσε την ύπαρξη του θεού, ουδέποτε τον θεώρησε ως προϋπόθεση του κόσμου. Ο θεός υπάρχει μέσα στον κόσμο· δεν είναι η προϋπόθεση, αλλά το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς εξετάζοντας τον κόσμο. Αν η Φιλοσοφία άρχισε με την προσπάθεια του Θαλή να εξηγήσει την προέλευση των όντων από το νερό, εκείνος ο οποίος θεμελίωσε την ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από ένα αρχικό αιώνιο και άχρονο στοιχείο, το οποίο συνεχώς μεταβάλλεται σε διάφορα στοιχεία, είναι ο δεύτερος της σχολής της Μιλήτου, ο Αναξίμανδρος. Έτσι, η προβληματική των αρχαίων Ελλήνων είχε από την αρχή προσανατολιστεί προς τη φύση, την ουσία που παραμένει σταθερή. Η προβληματική αυτή που προερχόταν από την ελληνική αντίληψη για τη φύση, επηρέασε τόσο έντονα την παραπέρα εννοιολογική εξέλιξη, ώστε το χρονικό γίγνεσθαι αντιμετωπιζόταν ως κάτι δευτερεύον, που καθαυτό δεν άξιζε να συγκεντρώσει το μεταφυσικό ενδιαφέρον. Όχι μόνον τον ατομικά καθορισμένο άνθρωπο αλλά και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, με τις τύχες, τις πράξεις και τα παθήματά του, η ελληνική επιστήμη το θεωρούσε τυπικά ένα επεισόδιο μόνον, ένα ιδιαίτερο παροδικό πλάσμα στην επαναλαμβανόμενη με τους ίδιους πάντοτε νόμους κοσμική διαδικασία[1]. Βασική ιδέα του Αναξιμάνδρου ήταν ότι τα διάφορα στοιχεία, νοούμενα ως θεοί, προσπαθούν αδιάλειπτα να επεκτείνουν την κυριαρχία τους, αλλά υπάρχει ένα είδος αναγκαιότητας, ένα είδος φυσικού νόμου που συνεχώς αποκαθιστά την ισορροπία. Η αντίληψη αυτή της “δικαιοσύνης” -της μη υπέρβασης καθορισμένων ορίων- ήταν μια από τις βαθύτερες ελληνικές πεποιθήσεις. Οι θεοί υπόκειντο στη δικαιοσύνη ακριβώς όπως και οι άνθρωποι, αλλά αυτή η ανώτατη εξουσία δεν ήταν καθεαυτήν προσωπική, δεν ήταν ένας ανώτατος θεός[2]. Αν, λοιπόν, για την ιουδαϊκή σκέψη οτιδήποτε υπάρχει είναι αποτέλεσμα της απόλυτης, ακόμη και αυθαίρετης, ελευθερίας του Θεού και των επεμβάσεών του μέσα στον χώρο και στον χρόνο, για την ελληνική νοοτροπία μια τέτοια ελευθερία που μπορεί να αυθαιρετεί απέναντι στον κόσμο και στην αρμονία του θεωρείται ύβρις. Έτσι, αν για τον Ιουδαίο το κέντρο βάρους πέφτει στο γινόμενο, στο ενεργούμενο, και γι’ αυτό βλέπει τα πάντα από τη σκοπιά της Ιστορίας, το ενδιαφέρον του Έλληνα εστιάζεται στο υπάρχον. Για τον Ιουδαίο που γίνεται χριστιανός το οντολογικό ερώτημα σχετικά με τον Χριστό είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο· μπορεί εύκολα να κατανοήσει τον Χριστό ως μια επέμβαση του Θεού στον κόσμο. Αντίθετα, για να κατανοήσει ο Έλληνας το ευαγγέλιο, πρέπει πρώτα να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στο σχετικό με το τι είναι ο Χριστός ερώτημα.
Η συνάντηση αυτή ιουδαϊκού και ελληνικού τρόπου σκέψης δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε ακίνδυνη για όσους στοχαστές επιχείρησαν να συμβιβάσουν τις δύο αντιτιθέμενες κοσμοθεωρίες. Το μέγεθος της δυσκολίας μαρτυρεί μια πληροφορία που σώζεται στο βιβλίο Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Σύμφωνα με τη σχετική αφήγηση, ο Παύλος διακόπτει για δύο χρόνια τα ιεραποστολικά του ταξίδια και παραμένει στην Έφεσο, όπου, εκτός από τη συναγωγή, επισκέπτεται καθημερινά[3]και τη στωική σχολή του Τυράννου (Πραξ. ιθ΄ 8-10) ακούγοντας και διδάσκοντας. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το ότι στα κείμενά του που σχετίζονται με την Έφεσο (Α΄ πρὸς Κορινθίους, Πρὸς Κολασσαεῖς και Πρὸς Ἐφεσίους), γίνεται η προσαρμογή του εβραϊκού όρου “χοχμά” (= σοφία) στην ελληνιστική αντίληψη περί λόγου και σοφίας που προλείανε το έδαφος για τον πρόλογο του τέταρτου Ευαγγελίου. Εκείνοι που αστόχησαν στην προσπάθεια συμβιβασμού δεν ήταν λίγοι, κάποιοι όμως πέτυχαν και σ’ αυτούς ανήκουν αναμφίβολα οι με τη Γιορτή των Τριών Ιεραρχών τιμώμενες προσωπικότητες, του Βασιλείου του Μεγάλου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Και ήταν ακριβώς αυτή τους η επιτυχία που άνοιξε τη δυνατότητα τόσο για την εμφάνιση ενός νέου παγκόσμιου πολιτισμού όσο και για την επιβίωση των πολιτισμικών παραδόσεων που τον γέννησαν.
Ασφαλώς η Ιστορία δεν γράφεται με “αν”. Κανείς, λοιπόν, δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα στο ερώτημα τι θα συνέβαινε αν το “φως του Απόλλωνα” δεν συναντιόταν με το “φως του Θαβώρ”. Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα ιστορικά δεδομένα, κανείς δεν μπορεί να υποθέσει ποια θα ήταν η εξέλιξη του ελληνικού πνεύματος αν δεν το προσλάμβανε ο χριστιανισμός, ούτε μπορεί να φανταστεί ποια θα ήταν η τύχη εκείνης της μικρής ιουδαϊκής αίρεσης αν δεν αξιοποιούσε τις δυνατότητες που της προσέφερε ο ελληνισμός. Το βέβαιο, από τα ιστορικά πάντοτε δεδομένα, είναι ότι η συνάντηση των δύο πολιτισμικών παραδόσεων στους αιώνες που προηγήθηκαν της γέννησης του Χριστού δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη γέννηση ενός πολιτισμού που καταύγασε την ανθρωπότητα ολόκληρη. Μια σύντομη, επομένως, ματιά στη διαδικασία αυτής της συνάντησης θα επιτρέψει ασφαλώς την εξαγωγή κάποιων χρήσιμων για τη σημερινή εποχή συμπερασμάτων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ελληνισμός διέθετε μια έντονη διεισδυτική ικανότητα σε όλα τα επίπεδα -πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό, πολιτισμικό και φιλοσοφικό- των κοινωνιών της Ανατολής. Και είναι φυσικό, ο ιουδαϊσμός να ένιωθε απειλημένος από την πολιτισμική αυτήν επίδραση του ελληνισμού, με αποτέλεσμα να αντιδράσει με μια εσωστρέφεια και καλλιέργεια ιδεών εθνικιστικής αποκλειστικότητας. Από την άλλη μεριά όμως ο ιουδαϊσμός διέθετε μια μονοθεϊστική πίστη και μια ηθική διδασκαλία που ασκούσε ιδιαίτερη έλξη στις μάζες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός των προσηλύτων. Έτσι, στα χρόνια του Ιησού ο ιουδαϊσμός βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα τραγικό δίλημμα· να ανοιχτεί στην οικουμένη σύμφωνα με τις δυνατότητες που του έδινε η πίστη του και οι Γραφές του ή να κλειστεί στον εαυτό του σε μια εναγώνια προσπάθεια αυτοπροστασίας. Από την αποφασιστική στροφή του ιουδαϊσμού προς τη δεύτερη επιλογή προέκυψε η δυνατότητα του χριστιανισμού.
Όμως τα πράγματα άλλαξαν και πάλι. Η περίοδος της εικονομαχίας (726 – 842 μ.Χ.) φάνηκε να θέτει σε δεύτερη μοίρα την ελληνική πολιτισμική κληρονομιά της Ανατολής και να την απειλεί με εξαφάνιση. Κάποιοι συνδέουν την εικονομαχική πολιτική με την επίδραση του Ισλάμ και κάποιοι χαρακτηρίζουν την επικράτηση των εικονοφίλων ως θρίαμβο του ελληνικού πνεύματος, αλλά τα πράγματα δεν φαίνεται να είναι τόσο απλά. Καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοφίλου, ο οποίος ανήλθε στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης το 829 μ.Χ., δύο χρόνια μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, και ως τον θάνατό του, το 842 μ.Χ., σημειώνονται παρατεταμένες εχθροπραξίες ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και στο Χαλιφάτο των Αββασιδών, στην ηγεσία του οποίου βρίσκονται ο χαλίφης αλ-Μααμούν (813 – 833 μ.Χ.) και ο διάδοχός του χαλίφης αλ-Μούτασιμ (833 – 842). Παρά τις πολεμικές αντιπαρθέσεις όμως, τα πράγματα εμφανίζονται εντελώς διαφορετικά σε πολιτισμικό επίπεδο, καθώς οι Άραβες επιδεικνύουν έναν ιδιαίτερο σεβασμό και μεγάλη εκτίμηση στα ελληνικά γράμματα. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο al-Mascūdī στο Kitāb al–tanbīh, «Τα δύο βασίλεια, της αρχαίας Ελλάδας και των Ρουμ, ήταν πλάι στην Περσία σε μεγαλείο και σε δόξα· εξάλλου οι κάτοικοί τους ήταν χαρισματικοί σε πολλούς κλάδους της φιλοσοφίας και των επιστημών αλλά και αξιοθαύμαστοι τεχνίτες»[4]. Έτσι, κατά τη διάρκεια του θ΄ μ.Χ. αιώνα ως τις αρχές του ι΄ οι Αββασίδες ηγέτες επιδεικνύουν έναν ιδιαίτερο ζήλο να ιδιοποιηθούν την κληρονομία του αρχαίου κόσμου. Από την άλλη πλευρά, διαπιστώνεται και από ρωμαϊκής πλευράς ένα ενδιαφέρον για πολιτισmική διείσδυση στην περιοχή των Αράβων. Ο ζήλος αυτός αποτυπώνεται στις προσπάθειες πολιτισμικών επαφών που καταγράφονται μεταξύ των ετών 829 και 907 μ.Χ. και στις οποίες φαίνεται να μετέχουν από ρωμαϊκής πλευράς εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων, όπως ο Ιωάννης ο Γραμματικός, ο Κωνσταντίνος Κύριλλος, ο Φώτιος και ο Λέων ο Χοιροσφάκτης, οι οποίοι ταξίδεψαν στην αυλή των Αββασιδών.
Η προσπάθεια των Αράβων να ιδιοποιηθούν την κληρονομιά του αρχαίου κόσμου κατά την περίοδο των Αββασιδών εκδηλώθηκε με συστηματική μετάφραση των αρχαίων ελληνικών κειμένων, τα οποία οι Άραβες κατόρθωσαν να συλλέξουν από τους Ρωμαίους, αλλά και με προσέλκυση επιφανών επιστημόνων, με πιο χαρακτηριστική και γνωστή ίσως την περίπτωση του Λέοντα του Μαθηματικού, ο οποίος υπήρξε και δάσκαλος του Φωτίου[5]. Σ΄αυτό το πλαίσιο, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συνέπειες της όλης αραβικής επιχείρησης ήταν να υπερτονίζονται οι διαφορές ανάμεσα στον πολιτισμό των Ρωμαίων και στην παιδεία των αρχαίων Ελλήνων. Ένας από τους πρώτους Άραβες λογίους που αναφέρεται στο συγκεκριμένο θέμα είναι ο αλ-Τζάχιζ, ο οποίος επιχειρεί να κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες (Γιουνάν) και στους Ρωμαίους (Ρουμ). Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «αφού οι Ρουμ δεν μπορούσαν να αλλάξουν τα ονόματα των περισσότερων φημισμένων Γιουνάν συγγραφέων, κατέληξαν να ισχυρίζονται ότι οι Γιουνάν είναι στην πραγματικότητα μια φυλή των Ρουμ… Το Κιτάμπ αλ-Μαντίκ και το Κιτάμπ αλ-Kάουαν ουά αλ-Φασάντ γράφτηκαν από τον Αριστοτέλη, που δεν ήταν Ρουμ, ούτε χριστιανός· η Αλμαγέστη γράφτηκε από τον Πτολεμαίο, που δεν ήταν ούτε Ρουμ, ούτε χριστιανός· τα Στοιχεία γράφτηκαν από τον Ευκλείδη που δεν ήταν ούτε Ρουμ, ούτε χριστιανός· Ιατρικά βιβλία γράφτηκα από τον Γαληνό, που επίσης δεν ήταν Ρουμ, ούτε χριστιανός· το ίδιο συμβαίνει με τα βιβλία του Δημόκριτου, του Ιπποκράτη, του Πλάτωνα και πολλών άλλων που δεν ήταν ούτε Ρουμ, ούτε χριστιανοί… Στην πραγματικότητα, οι χριστιανοί και οι Ρουμ δεν είχαν ούτε επιστήμη, ούτε ερμηνευτική φιλολογία, ούτε όραμα για κάτι τέτοιο, και τα ονόματά τους πρέπει να σβήσουν εντελώς από τα αρχεία των φιλοσόφων και των σοφών»[6]. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και πολλοί άλλοι Άραβες λόγιοι της εποχής, κάτι που ερμηνεύει την αντίδραση των αυτοκρατόρων, που εκδηλώθηκε με το ενδιαφέρον τους να συμπεριλαμβάνουν στις διπλωματικές αποστολές προς το χαλιφάτο όχι μόνον έμπειρους διπλωμάτες αλλά και νεαρούς επιστήμονες και φιλοσόφους, οι οποίοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρεσβευτές της σοφίας και της πολιτισμικής ανωτερότητας της αυτοκρατορίας.
Έτσι, η προσπάθεια των Αράβων να οικειοποιηθούν την ελληνική πολιτισμική κληρονομιά προκάλεσε τους επιστημονικούς κύκλους του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης κατά τη συγκεκριμένη περίοδο να στρέψουν και πάλι το ενδιαφέρον τους προς τα ελληνικά γράμματα, κάτι που αποτυπώνεται στα έργα του πνευματικού περιβάλλοντος του Φωτίου όπως του Νικήτα Βυζαντίου, του Αρέθα επισκόπου Καισαρείας και του Πατριάρχη Νικολάου Μυστικού. Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι, τόσο ο Νικήτας Βυζάντιος όσο και ο Αρέθας καταφέρονται με ιδιαίτερη δριμύτητα κατά του Ισλάμ, αλλά η κριτική που ασκούν δεν στηρίζεται σε φήμες ή αυθαίρετα συμπεράσματα αλλά σε συστηματική μελέτη της ισλαμικής διδασκαλίας. Είναι χαρακτηριστικό στην προκειμένη περίπτωση ότι ο Νικήτας Βυζάντιος παρουσιάζει για πρώτη φορά, ήδη τον θ΄ μ.Χ. αιώνα, στην ελληνική γλώσσα ανάλυση ολόκληρου του Κορανίου και αξιόπιστη μετάφραση πολλών τμημάτων του. Επομένως, παρά τους θεολογικούς διαξιφισμούς, που είναι αναμενόμενοι όταν οι εκπρόσωποι μιας θρησκευτικής πίστης προσπαθούν να αναιρέσουν τις βασικές διδασκαλίες μιας άλλης πίστης, είναι γεγονός ότι χριστιανοί και μουσουλμάνοι έζησαν αιώνες μαζί στην Ανατολή, με αναπόφευγκτη συνέπεια τις αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις, παρά τις διαφορές και τις μεγάλες αντιθέσεις, στον κοινωνικό και πολιτισμικό βίο τους[7]. Τη σημασία αυτής της συμβίωσης τονίζει ο πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός γράφοντας το 911/12 μ.Χ προς τον χαλίφη της Βαγδάτης αλ-Μουκταντίρ: «Δύο κυριότητες πάσης τῆς ἐκ τῆς γῆς κυριότητος, ἥ τε τῶν Σαρακηνῶν καὶ ἡ τῶν Ρωμαίων ὑπερέχουσι καὶ διαλάμπουσιν, ὥσπερ οἱ δύο μεγάλοι ἐν τῷ στερεώματι φωστῆρες. Καὶ δεῖ κατ’ αὐτὸ γὲ τοῦτο μόνον κοινωνικῶς ἔχειν καὶ ἀδελφικῶς. Καί μηδ’ ὅτι τοῖς βίοις καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι καὶ τῷ σεβάσματι κεχωρίσμεθα παντάπασιν ἀλλοτρίως διακεῖσθαι…»[8].
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι οι Βυζαντινοί λόγιοι του θ΄ μ.Χ. αιώνα είχαν πλήρη συναίσθηση του αδιεξόδου ενός θεολογικού διαλόγου ανάμεσα στη χριστιανική πίστη και στο Ισλάμ. Αναγνώριζαν όμως ότι με την καλλιέργεια των κοινών πολιτισμικών καταβολών Ρωμαίων και Αράβων, μπορούσε να βρεθεί ένας τρόπος ειρηνικής μεταξύ τους συνύπαρξης. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα από αυτή τη συνάντηση θα προκύψει έναν αιώνα αργότερα για την παρακμάζουσα πολιτικά Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μια σημαντικότατη περίοδος πνευματικής ακμής που θα αποτελέσει την τροφό του πνευματικού εκείνου δυναμικού που, μεταναστεύοντας στη Δύση μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που οδήγησαν στην ιταλική Αναγέννηση και τελικά στην έξοδο της δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας από τα σκοτάδια του μεσαίωνα και την έναρξη της εποχής του Διαφωτισμού. Μέσα σ’ αυτό το καινούργιο ιδεολογικοπολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο, η γιορτή των Τριών Ιεραρχών με τον συμβολισμό που εμπεριέχει καθίσταται και πάλι επίκαιρη, και το 1842 με απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών καθιερώνεται επισήμως ως Ημέρα των Γραμμάτων, για να επεκτθεί αργότερα ο εορτασμός της ημέρας σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.
Από την παραπάνω ιστορική, στο μεγαλύτερο μέρος της, επισκόπηση προκύπτουν κάποια πολύτιμα συμπεράσματα τόσο για τη σύγχρονη παιδεία και την επιστήμη όσο και για τον ελληνισμό.
Σε ό,τι αφορά στην επιστήμη· ο ενθουσιασμός και η αισιοδοξία που ενέπνευσε στην ανθρωπότητα ο Διαφωτισμός αντικατοπτρίζονται στην αλματώδη ανάπτυξη των επιστημών, ιδιαίτερα κατά τον ιθ΄ και τον κ΄ μ.Χ. αιώνα. Βάση της ανάπτυξης αυτής αποτέλεσε η πεποίθηση ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία ο άνθρωπος είναι σε θέση να μελετήσει, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει. Η πεποίθηση αυτή για την ύπαρξη μιας προσιτής στον ανθρώπινο νου αντικειμενικής πραγματικότητας γέννησε αυτό που αποκαλείται “Νεοτερικότητα” (Modernism) και επηρέασε ιδιαίτερα τις Θετικές Επιστήμες, τα Μαθηματικά και τη Φυσική[9]. Όμως αρκετά πριν ο κ΄ αιώνας εκπνεύσει, ο ενθουσιασμός της νεοτερικότητας για σαφήνεια και συνέπεια κλονίστηκε[10], και κάποιοι βιάστηκαν να μιλήσουν για μετάβαση στην εποχή της “Μετανεοτερικότητας” (Postmodernism), σε μια εποχή κατά την οποία κερδίζει συνεχώς έδαφος η βεβαιότητα πως η ελπίδα της νεοτερικότητας για αντικειμενικότητα δεν πραγματοποιήθηκε, ούτε θα πραγματοποιηθεί, ούτε μπορεί να πραγματοποιηθεί και, για πολλούς, δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί[11].
Σε ό,τι αφορά στον ελληνισμό, οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων σε γεωπολιτικό επίπεδο δείχνουν ότι αυτός αντιμετωπίζει ένα παρόμοιο με εκείνο του ιουδαϊσμού της εποχής του Χριστού δίλημμα· η οικονομική κρίση οδηγεί σημαντικό μέρος του πληθυσμού στον πειρασμό να κλειστεί στα στενά εθνικά του πλαίσια σε μια προσπάθεια αυτοσυντήρησης, η πείρα του όμως τον έχει διδάξει ότι μόνον όταν ο Ελληνισμός ανοίγεται στις οικουμενικές του διαστάσεις που του προσφέρει η σύνδεσή του με τον χριστιανισμό μεγαλουργεί.
Θεωρώντας από αυτήν την οπτική γωνία τα πράγματα, θα μπορούσε να ανακαλύψει κανείς στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών μια ιδιαίτερη επικαιρότητα, καθώς σήμερα ο κόσμος βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Από τη μια μεριά διαπιστώνει κανείς τάσεις ενωτικές που οδηγούν τους λαούς σε συνάντηση, αλλά από την άλλη οι εχθροί της συμφιλίωσης δεν παύουν να καλλιεργούν τάσεις απομονωτικές και διασπαστικές, χρησιμοποιώντας τον εθνοκεντρισμό και προβάλλοντας τις αντιθέσεις. Σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή η γιορτή των Τριών Ιεραρχών έρχεται να υπενθυμίσει ότι μόνο μέσα από τη δημιουργική συνάντησή τους οι διάφορες πολιτιστικές παραδόσεις έχουν ελπίδα επιβίωσης· διαφορετικά είναι καταδικασμένες να μαραζώσουν και να εξαφανιστούν. Σε μια εποχή υποβάθμισης και απαξίωσης του ανθρώπου, συνέπεια της παγκοσμιοποίησης που δομείται με βάση τη δύναμη και την επιβολή, αποτελεί ουσιαστική επιλογή το να στηρίζει κανείς τον άνθρωπο και την ελευθερία του και να καλλιεργεί τις σχέσεις κοινωνίας και ειρήνης, την ευαισθησία και την αλληλεγγύη. Αυτό όμως απαιτεί από τη μια απαλλαγή από τον τοπικισμό και τον επαρχιωτισμό, που δεν εκφράζει ούτε την ελληνική ούτε τη χριστιανική παράδοση, και από την άλλη συνεργασία με όλους εκείνους που εκφράζουν ευαισθησία απέναντι στον άνθρωπο, για να αντισταθεί στην επίθεση της επιβολής και της περιθωριοποίησής του. Μόνον υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις η γιορτή των Τριών Ιεραρχών θα πάψει να είναι άλλη μια βαρετή επέτειος μνήμης κάποιου ένδοξου παρελθόντος και θα αποκτήσει ουσιαστικό νόημα.
[1] W. Windelband – H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας (μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος) Μ.Ι.Ε.Τ. / Αθήνα 1980, τόμ. Α΄ σελ. 295.
[2] B. Russell, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας (μτφρ. Αιμ. Χουρμούζιου) Ι. Δ. Αρσενίδης & Σια/ Αθήνα, τόμ. Α΄ σελ. 72.
[3] Σύμφωνα με ένα αρχαίο χειρόγραφο (Bezae Cantabrigiensis του δ΄ μ.Χ. αιώνα), οι επισκέψεις διαρκούσαν 5 ώρες, από τις 11 το πρωί ως τις 4 το απόγευμα (ἀπὸ ὥρας πέμπτης ἕως δεκάτης).
[4] Νάντια Μαρία Ελ Σέιχ, Το Βυζάντιο όπως το είδαν οι Άραβες, Εναλλακτικές Εκδόσεις / Αντιπαραθέσεις 25 / Αθήνα 2013, σελ 107.
[5] Είναι γνωστό ότι ο χαλίφης Αλ – Μαμούν απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα Θεόφιλο ζητώντας του να επιτρέψει να έρθει ο Λέων στο Χαλιφάτο, υποσχόμενος 2.000 λίτρες χρυσού και αιώνια ειρήνη! Στην σχετική επιστολή, μάλιστα, καταλήγει με τα εξής : «Αν γίνει αυτό (δηλαδή η αποστολή του Λέοντα στη Βαγδάτη), όλο το γένος των Σαρακηνών θα υποκλιθεί μπροστά σου και πλούτου θα αξιωθείς τόσου, όσον δεν είδαν μάτια ανθρώπου!». Ο Θεόφιλος, όμως, αρνήθηκε.
[6] Νάντια Μαρία Ελ-Σεΐχ, Το Βυζάντιο όπως το είδαν οι Άραβες, Εναλλακτικές Εκδόσεις / Αντιπαραθέσεις 25 / Αθήνα 2013, σελ 109.
[7] Αγγελικής Γρ. Ζιάκα, Μεταξύ πολεμικής και διαλόγου, Εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 75.
[8] PG 111,28.
[9] Στις αρχές του κ΄ αιώνα ο Bertrand Russell και ο North Whitehead συνεργάζονται σ’ ένα πρόγραμμα συστηματοποίησης του συνόλου των Μαθηματικών και της Λογικής. Στόχος του προγράμματος ήταν η δημιουργία ενός εσωτερικά συνεπούς συστήματος προτάσεων, από τις οποίες το σύνολο της Λογικής και των Μαθηματικών μπορούσε να προκύψει συμπερασματικά, και το 1912 δημοσίευσαν το ογκώδες έργο Principia Mathematica, που θεωρήθηκε απόδειξη της επιτυχίας του προγράμματος.
[10] Το 1931 ο Kurt Göbel απέδειξε ότι σε κάθε λογικό / μαθηματικό σύστημα, ανεξάρτητα από το πόσο τέλεια σχεδιάστηκε, είναι πάντοτε δυνατό να διατυπωθεί μια πρόταση εντός του συστήματος που είναι τυπικά απροσδιόριστη μέσα στο σύστημα. Ανάλογες εξελίξεις, όπως, για παράδειγμα, η διατύπωση της “Αρχής της Αβεβαιότητας” από τον Heisenberg ακολούθησαν και στη Θεωρητική Φυσική. [Terence J. Keegan, Biblical Criticism and the Challenge of Postmodernism, στο Biblical Interpretation, A Journal of Contemporary Approaches III/1, March 1995, E.J. Brill / Leiden, σ. 1 – 14 (σ.2-3)].
[11] Η τελευταία αυτή θέση, ότι ο στόχος του μοντερνισμού για αντικειμενικότητα δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί, προκύπτει από την πεποίθηση ότι φαινομενικά αντικειμενικές ερμηνείες είναι στην πραγματικότητα προσπάθειες καταδυνάστευσης. Αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία, είτε αυτή είναι πολιτική είτε οικονομική είτε ακαδημαϊκή είτε και θρησκευτική ακόμη, προσπαθούν να δικαιώσουν την εξουσία τους προβάλλοντας “αντικειμενικές” αναλύσεις που στηρίζουν τον κατεστημένο κόσμο στον οποίο κυριαρχούν. Ο μεταμοντερνισμός αναγνωρίζει την ανάγκη να απελευθερωθεί ο ερευνητής από την καταπίεση της παραδοσιακής εξουσίας και να επιτραπεί να ακουστούν οι φωνές των καταπιεσμένων. Απαραίτητα στοιχεία, κατά συνέπεια, για τη μελέτη μιας πραγματικότητας είναι, σύμφωνα με τον μεταμοντερνισμό, η απροσδιοριστία και η υποκειμενικότητα.
Πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου