Σελίδες

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Παρουσίαση του βιβλίου "Νίκος Μαυράκης, Ο Δάσκαλος της Πόλης"

Την Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013 στην Έδρα της Ένωσης Ομογενών εκ Κωνσταντινουπόλεως Βορείου Ελλάδας θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου του πατρός Γενναδίου (Νικολάου Μαυράκη) τ. Διευθυντή της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής με τίτλο "Νίκος Μαυράκης, Ο Δάσκαλος της Πόλης".
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηέί στο πλαίσιο της "Εορτής των Γραμμάτων" που διοργανώνει κάθε χρόνο η Ένωση  την ημέρα των Τριών Ιεραρχών.
 

 

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Ημερίδα με θέμα "Η περιβαλλοντική ευαισθησία στο κήρυγμα των Τριών Ιεραρχών"

Την Δευτέρα 28 Ιανουαρίου, 10:30π.μ., θα πραγματοποιηθεί ημερίδα στη Μητρόπολη Λαγκαδά, παρουσία του Μητροπολίτη, με θέμα "Η περιβαλλοντική ευαισθησία στο κήρυγμα των Τριών Ιεραρχών", με αφορμή βέβαια την γιορτή για τους Τρεις Αγίους των Γραμμάτων.
Η εκδήλωση θα υλοποιηθεί σε συνεργασία με το Γραφείο Περιβαλλοντικής Αγωγής της Δ/νσης Δ/θμιας Εκπαίδευσης Δ. Θες/νίκης.

Το πρόγραμμα της εκδήλωσης:

10:30 – Προσέλευση

10:45 – Χαιρετισμός και υποδοχή από εκπρόσωπο του Φορέα Διαχείρισης και από εκπρόσωπο της Ιεράς Μητροπόλεως

11:00 – Χαιρετισμός της Προέδρου του Φορέα Διαχείρισης, κ. Μπόμπορη Δήμητρας

11:15 – Ομιλία και χαιρετισμός Σεβασμιότατου

11:30 – «Η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση στο κήρυγμα των Τριών Ιεραρχών», ομιλία της Δέσποινας Μιχελάκη, Θεολόγος, Υπεύθυνη του Γραφείου Περιβαλλοντικής Αγωγής της Δ/νσης Δευτ/θμιας Εκπαίδευσης Δ. Θες/νίκης

11:45 – Παρουσίαση των δράσεων του Γραφείου Περιβαλλοντικής Αγωγής και των δράσεων του Φορέα Διαχείρισης

12:00 – Επίλογος, συζήτηση

π. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Το μέτρο, η διάκριση και οι Τρεις Ιεράρχες

α) Οι άνθρωποι του Πνεύματος αναζητούν, σε κάθε εποχή, το μέτρο. Όμως, το μέτρο δεν έχει σχέση με τη μετριότητα, αλλά με την άριστη ποιότητα. Χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική, τη μουσική, τη φιλοσοφία, την τέχνη, αλλά και άλλες επιστήμες. Στην παρούσα συνάφεια ενδιαφέρει περισσότερο η φιλοσοφική και θεολογική διάσταση του θέματος, που μπορεί να επηρεάσει την πολιτική σκέψη και ευρύτερα την κοινωνία.
β) Ο Αριστοτέλης ορίζει την αρετή ως μεσότητα. Εννοεί τη μεσότητα, όχι με τη μαθηματική έννοια του όρου -δηλαδή, το μισό του 100 είναι το 50- αλλά την πρακτική φιλοσοφία. Μεσότητα είναι η ισορροπία, που βρίσκεται ανάμεσα στις ακρότητες της υπερβολής και της έλλειψης. Λ.χ. η αλαζονεία και η μικροπρέπεια -ως ακρότητες- είναι κακίες, ενώ η μετριοφροσύνη είναι μεσότητα, δηλαδή αρετή. Ανάμεσα στο θράσος και τη δειλία βρίσκεται το θάρρος και η ανδρεία. Ανάμεσα στην παρόρμηση και την αδράνεια βρίσκεται η σύνεση.
γ) Η μεσότητα υιοθετείται από την αγιοπατερική παράδοση της Εκκλησίας ως αρετή και τελειότητα. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Ανάμεσα στις κακίες βρίσκεται η αρετή, όπως το τριαντάφυλλο μεταξύ στυγερών και οξύτατων αγκαθιών.. Ενώ αλλού τονίζει: «Μεσότητα όταν είπω, αλήθειαν λέγω». Ο Μ. Βασίλειος επίσης, ακολουθώντας την αριστοτελική σκέψη διδάσκει: «Η μεσότης και συμμετρία είναι αρετή, οι υπερβολές και ελλείψεις καταντούν αμετρία και αίσχος». Ενώ ο ιερός Χρυσόστομος, που θεωρούταν «ακραίος», υπολόγιζε πάντοτε χωρίς «ίδιον όφελος» και απέβλεπε στη σωτηρία ακόμη και των διωκτών του, διακρινόμενος από υπερβολή αγάπης και έλλειψη εκδικητικότητας!
δ) Συναφής όρος στη θεολογία και θεμελιώδης ποιμαντική αρχή είναι η «θεαυγεστάτη διάκρισις», η οποία ως διαυγής οφθαλμός της ψυχής συνδυάζει άριστα προσωπική και κοινωνική ευθύνη. Το ότι χάθηκε το μέτρο σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνεται εύκολα από τις ετήσιες εκθέσεις Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, όπου περιγράφονται τα δεινά της ανθρωπότητας. Και μπορεί στη χώρα μας να βιώνουμε έντονα την κρίση, αλλού όμως τα παιδιά πεθαίνουν από έλλειψη πόσιμου νερού, εμβολίων και γάλακτος!
ε) Είναι επίσης εμφανέστατο, ότι το μέτρο χάθηκε και σε εθνικό επίπεδο. Με τις ακρότητες που παρατηρούνται στο δημόσιο βίο και την εύκολη αναπαραγωγή τους από τα λεγόμενα Μέσα Ενημέρωσης, είναι δύσκολο να επικρατήσει η νηφαλιότητα, η κοινή λογική και το μέτρο. Αμετρία και ακρότητες παντού. Ακόμη και στον εκκλησιαστικό χώρο. Κι αυτό συμβαίνει, διότι ο ακραίος λόγος διεγείρει το θυμικό του ανθρώπου και θέλει να εντυπωσιάσει. Προκαλεί πρόσκαιρο ενδιαφέρον και δημιουργεί οπαδούς. Δεν έχει ουσία και δεν λειτουργεί παιδευτικά, αλλά ωφελιμιστικά και καταχρηστικά.
στ) Όταν το 1842 η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών όριζε την τριακοστή Ιανουαρίου ως εορτή των γραμμάτων και της παιδείας, ήθελε προφανώς να αποτρέψει τις ακρότητες των νεότερων χρόνων. Διότι, στη συνέχεια και κάτω από δυσχερείς ιστορικές συγκυρίες, ο ελληνικός λαός βίωνε έναν ιδιότυπο πολιτιστικό διχασμό και αιωρούταν ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και τη βυζαντινή Ελλάδα.
ζ) Κι επειδή -κατά κανόνα- η άρχουσα τάξη, αλλά και μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης θέλησαν, αν όχι να διαγράψουν, αλλά να υποβαθμίσουν τη βαθιά ριζωμένη στο λαό μας χριστιανική παράδοση από την παιδεία και να θεωρήσουν τους Νεοέλληνες ως κατευθείαν απόγονους των αρχαίων Ελλήνων, οδηγηθήκαμε σε πολλά από τα σημερινά αδιέξοδα. Άραγε, σε ποια σχολεία μαθήτευσαν όσοι επαγγέλλονται σήμερα τον νεοπαγανισμό, το δωδεκαθεϊσμό και την τυφλή βία; Σε ποια σχολεία διδάχτηκαν ιστορία, όσοι πρεσβεύουν το νεο-μηδενισμό και απαξιώνουν τη χριστιανική παράδοση, που είναι συνυφασμένη με τη ζωή του λαού μας; Μήπως, τελικά, χρειάζεται να αναστοχασθούμε το μήνυμα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, για να βρούμε το μέτρο;
 

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Παύλου: ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

1. Το μεταναστευτικό πρόβλημα
Το θέμα της παρούσης εισηγήσεως αφορά το μεταναστευτικό πρόβλημα. Θέλω λοιπόν να δηλώσω από την αρχή ότι το Μεταναστευτικό Πρόβλημα δεν αφορά την Εκκλησία. Το μεταναστευτικό πρόβλημα αφορά την Πολιτεία και η επίλυσή του είναι δική της ευθύνη, πολλώ μάλλον γιατί είναι εκείνη κυρίως υπεύθυνη για την δημιουργία του και τον εκτροχιασμό του.
Εγώ σαν πολίτης αυτής της χώρας έχω την απαίτηση η Πολιτεία να είναι σοβαρή και υπεύθυνη. Να αντιμετωπίζει τα προβλήματα έγκαιρα, να τα προλαμβάνει και προ παντός να μην εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Να μην χρησιμοποιεί τους ανθρώπους σήμερα και μάλιστα για λόγους ευτελείς, για να τους πετάξει αύριο, όταν δεν τους χρειάζεται, σε κάποιες χωματερές ανθρώπων. Σαν πολίτη με ενδιαφέρουν οι ευθύνες της Πολιτείας για την δημιουργία, εξέλιξη και σημερινή κατάσταση του Μεταναστευτικού Προβλήματος. Θέλω να ξέρω αν χρησιμοποίησε σε κάποια στιγμή τους μετανάστες σαν εκλογική πελατεία και σήμερα τους κυνηγάει. Θέλω να ξέρω αν πήρε χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα τους και τα χρησιμοποίησε αλλού. Δεν ξέρω, αλλά θέλω να ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει.
2.Ο μετανάστης
Είπα στην αρχή ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι ευθύνη της Πολιτείας να το αντιμετωπίσει. Όμως πίσω από την ταμπέλα “μεταναστευτικό πρόβλημα” κρύβονται άνθρωποι. Και αν το πρόβλημα είναι ευθύνη της Πολιτείας να το αντιμετωπίσει, ο μετανάστης σαν πρόσωπο νοιώθω ότι είναι και δικό μου θέμα. Είναι θέμα της Εκκλησίας, γιατί η Εκκλησία είναι κοινωνία προσώπων, είναι θέμα δικό μου σαν ποιμένος μιας Εκκλησίας που τονίζει την μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου, είναι θέμα δικό μου ως προσώπου, αφού το πρόσωπο είναι γεγονός σχέσης, από την οποία σχέση δεν αποκλείονται οι μετανάστες.
Για τους λόγους αυτούς, έχω λόγο για τον άνθρωπο-μετανάστη, οφείλω να έχω λόγο, αφού για μένα σαν ποιμένα, ο μετανάστης μπορεί να αποκαλυφθεί ως ο ελάχιστος αδελφός του Χριστού, ως ο ξένος τον οποίο πρέπει να φροντίσω και η στάση μου απέναντι του θα κρίνει την ποιότητα της σχέσης μου με τον Χριστό. Ο μετανάστης είναι πρόκληση για την γνησιότητα της ιερατικής, χριστιανικής, και ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας μου και τούτο γιατί εγώ πέρα από κάθε άλλον γνωρίζω ότι το μέτρο της ανθρώπινης αξίας είναι η Ενανθρώπιση του Θεού. Γιατί περισσότερο από κάθε άλλον οφείλω να θυμάμαι ότι αυτός ο μετανάστης μπορεί να είναι ένας από αυτούς που θα έλθει από ανατολών και δυσμών και θα ανακληθεί στην Βασιλεία του Θεού και εγώ ως υιός της Βασιλείας να μείνω απ έξω. Ο λόγος και η πράξη του Χριστού δεν αφήνουν περιθώρια για την όποια διαπραγμάτευση αυτής της αλήθειας. Δεν μπορούμε να διαπραγματευθούμε αυτήν την αλήθεια στο όνομα κανενός εθνικισμού, η οποιουδήποτε άλλου “-ισμού”.
Ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος είναι κατ” εικόνα Θεού δημιουργημένος. Δεν είναι ένα ωραίο ζώο για το οποίο διεκδικούμε λίγο περισσότερο σανό, αλλά ένα πρόσωπο που έχει κληθεί να υπερβεί την θνητότητα του και να γίνει μέτοχος της Θείας ζωής. Το όραμα της Εκκλησίας είναι “μία ποίμνη, Εις ποιμήν”. Και σε αυτή την ποίμνη χωράνε όλοι ακόμη και οι μετανάστες. Είναι μια κοινωνία όπου όλοι αλληλοπεριχωρούνται εν αγάπη, όπου ο άλλος είναι η χαρά μου και όχι η κόλασή του.

Η ομιλία του Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά

 
Σεβασμιώτατοι, Κυρίες και Κύριοι,
Θα σας αναγνώσω μέρος της Προτάσεως που έκαμα πριν από ένα χρόνο περίπου στην περασμένη ΔΙΣ, σχετικά με το θέμα μας, όπου παρουσίασα ότι, τα τελευταία χρόνια διεξάγεται ένας σοβαρός διάλογος στην ελληνική κοινωνία περί του χαρακτήρος του μαθήματος των θρησκευτικών στα Σχολεία της Χώρας. Ο διάλογος προέκυψε ως απάντηση αφ’ ενός στο αίτημα για δημιουργική ανανέωση του μαθήματος και αφ’ ετέρου στις προτάσεις ή απειλές βάσει συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας νομικών και πολιτικών κύκλων περί καταργήσεως του μαθήματος.
Από το 2002 στο πλαίσιο προστασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, διαμορφώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας νέο καθεστώς για την χορήγηση απαλλαγής από το ΜτΘ σε ετεροδόξους και αλλοθρήσκους με απλή δήλωση του κηδεμόνα ή του ενήλικου μαθητή «ότι δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει».
Το 2008 τρεις Εγκύκλιοι του Υπουργείου Παιδείας και μια ερμηνευτική διευκρίνηση του τότε Υπουργού, προσπάθησαν να εναρμονισθούν με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ανεξάρτητων Αρχών της Χώρας μας, που ήθελαν η απαλλαγή από το μάθημα να γίνεται με απλή διατύπωση του αιτήματος από τον ενδιαφερόμενο χωρίς άλλη εξήγηση.
Προξένησαν αλληλοσυγκρουόμενες και κάποτε έντονες ανακοινώσεις της ΟΛΜΕ, του Συνηγόρου του Πολίτη, της ΠΕΘ, των Θεολογικών Σχολών κ.α.
Με αφορμή αυτό το θόρυβο, άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται και να προτείνονται κάποιες «μορφές» του ΜτΘ που, όπως ήταν αναμενόμενο, πυροδότησαν άλλες αντιπαραθέσεις και δημιούργησαν πολώσεις τόσο στην Εκπαιδευτική Κοινότητα όσο και σε Θεολογικούς κύκλους.

Η θρησκεία στη δημόσια σφαίρα: Η συμβολή της κοινωνιολογικής έρευνας

 
 
Η ομιλία της αναπλ. καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Νίκης Παπαγεωργίου στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά
1.Εισαγωγή: Προσδιορισμός των όρων
Η ανάλυση της θέσης που έχει η θρησκεία στη μοντέρνα νεωτερική κοινωνία συνδέεται στενά με τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης, αλλά και τη θεωρία (ή τις θεωρίες) που την ερμηνεύουν. Η εκκοσμίκευση είναι μια πολυδιάστατη διαδικασία που ανάγεται στις ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης του μοντέρνου κράτους και την αποδέσμευση της πολιτικής εξουσίας από τη θρησκευτική νομιμοποίηση. Ως έννοια εμφανίζεται με ποικίλες σημασίες ανάλογα με την οπτική γωνία των ερευνητών που την αναλύουν: θεολόγων, φιλοσόφων, νομικών και κοινωνιολόγων. Παρά τις ποικίλες θεωρήσεις αλλά και αναθεωρήσεις που τη συνοδεύουν, το παράδειγμα της εκκοσμίκευσης παραμένει το κύριο θεωρητικό πλαίσιο μέσω του οποίου οι κοινωνικές επιστήμες προσεγίζουν τη σχέση θρησκείας και νεωτερικότητας.
Από κοινωνιολογική άποψη, οι περισσότεροι επιστήμονες συνοψίζουν τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης σε τρεις διαστάσεις ή τρεις διαφορετικές (άνισες και μη ενιαίες) θέσεις: ως διαφοροποίηση της κοσμικής σφαίρας από τους θρησκευτικούς θεσμούς, ως παρακμή των θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών και ως περιθωριοποίηση της θρησκείας σε μια ιδιωτικοποιημένη σφαίρα. Αυτές οι τρεις θέσεις [ή διαστάσεις] μπορεί να λειτουργούν συμπληρωματικά αλλά και ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Θεωρείται ως ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει κυρίως τον ευρωπαϊκό χώρο και αφορά την Εκκλησία ως θεσμό. Γι αυτό εμφανίζεται με διαφορετικό τρόπο στην Ευρώπη απ’ ότι, για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Ειδικότερα, η λειτουργική διαφοροποίηση και η χειραφέτηση της κοσμικής σφαίρας από τους θρησκευτικούς θεσμούς συνιστά τον βασικό πυρήνα της εκκοσμίκευσης και αποτελεί σημείο αναφοράς και συμφωνίας όλων των μελετητών του φαινομένου. Η λειτουργική διαφοροποίηση σημαίνει την «κατάτμηση» της σύγχρονης κοινωνίας σε μια σειρά από ημι-ανεξάρτητα συστήματα, δηλαδή οικονομικό, πολιτικό, νομικό, εκπαιδευτικό κ.ο.κ., κάθε ένα από τα οποία έχει τη δική του λογική και τους δικούς του κανόνες λειτουργίας. Αυτό σημαίνει πώς τομείς της κοινωνίας που ιστορικά βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας αρχίζουν σταδιακά να αναδύονται σε ξεχωριστές και αυτόνομες σφαίρες και να απομακρύνονται από την επιρροή των θρησκευτικών θεσμών. Στο πλαίσιο αυτής της λειτουργικής διαφοροποίησης, ιδιαίτερη σημασία έχει η διάκριση πολιτικής και θρησκευτικής σφαίρας και η αποδέσμευση της πολιτικής εξουσίας από τη θρησκευτική νομιμοποίηση και νοηματοδότηση που κυριαρχούσε στην παραδοσιακή κοινωνία. Το εθνικό κράτος που δημιουργείται αντλεί τη νομιμοποίησή του από «εγκόσμιες» κατασκευές, όπως το έθνος ή ο λαός, και χειραφετείται από υπερβατικές ή θείες δυνάμεις. Οι παράγοντες αυτοί έπαιξαν το ρόλο τους στη σταδιακή αποδυνάμωση του νομιμοποιητικού ρόλου της θρησκείας στη δημόσια σφαίρα, στη μείωση της κοινωνικής της εμβέλειας και στη μετακίνησή της στην ιδιωτική σφαίρα.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Το δεύτερο τεύχος του Σύνθεσις

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΑΡΘΡΑ

Οι εσχατολογικές αναφορές της Β” προς Θεσσαλονικείς επιστολής και των επιστολών του Ιωάννη για τον «Υιό της Ανομίας» και τον «Αντίχριστο». Διακειμενική προσέγγιση.
Charalampos Atmatzidis σ. 1-33.
 
Η δράση του Μητροπολίτη Γεννάδιου Αλεξιάδη κατά τον πρώτο χρόνο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τον οθωμανικό ζυγό (1912-1913).
Dionysios Valais σ. 34-75.
 
Η Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης και ο Ιερός Αυγουστίνος.
Georgios Martzelos σ. 76-94.
 
Η «πρόσληψη» της Κοινωνιολογίας από τη Θεολογία: θεσμικές και πρακτικές όψεις.
Niki Papageorgiou σ. 95-110.
 
Θεολογία και κοινωνική πρακτική. Μία αναστοχαστική θεώρηση.
Ioannis Petrou σ. 111-146.
 
Η Οικουμενική θεολογία στη Θεσσαλονίκη με ιδιαίτερη αναφορά στο έργο του Καθηγητή Νίκου Ματσούκα.
Stylianos Tsompanidis σ. 147-164.
 
ΒΙΒΛΙΑ-ΜΕΛΕΤΕΣ
 
Νέα βιβλία Μελών ΔΕΠ Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.
Moschos Goutzioudis σ. 165-167.
 
ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Συνέδρια και Ημερίδες με συμμετοχή του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.
Anna Koltsiou-Nikita σ. 168-171.
 
ΧΡΟΝΙΚΑ
 
Η 67η Γενική Συνέλευση της STUDIORUM NOVI TESTAMENTI SOCIETAS (SNTS).
Charalampos Atmatzidis σ. 172-177.
 
Θεολογική Ημερίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.
Charalampos Atmatzidis σ. 178-179.

Πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Σημαντικές αποφάσεις του Δ.Σ. του ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ "ΚΑΙΡΟΣ"

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
 
Σύμφωνα με το πρόγραμμα λειτουργίας του, το ΔΣ του Συλλόγου μας συνεδρίασε στην έδρα του –στην Αθήνα- στις 4 Ιανουαρίου 2013 και έλαβε ομόφωνα σημαντικές αποφάσεις, που αφορούν στην δραστηριότητα και λειτουργία του Συλλόγου, το προσεχές διάστημα. Συγκεκριμένα αποφάσισε : 1) την ίδρυση δύο παραρτημάτων του έπειτα από υποβληθείσες σχετικές αιτήσεις συναδέλφων της περιφέρειας· ένα με έδρα την Πάτρα και ένα με έδρα την Κοζάνη(ως Δυτικής Μακεδονίας), 2) την λειτουργία ηλεκτρονικού περιοδικού με τίτλο «Παιδεία και Θρησκεία», για την προετοιμασία του οποίου εργάζεται ήδη ειδική ομάδα εργασίας, 3) την ανακοίνωση των θέσεών του επί του νέου ΠΣ για το μάθημα των Θρησκευτικών, αφού περατώθηκε η συλλογή στοιχείων από την πιλοτική εφαρμογή του, 4) την προετοιμασία για την διοργάνωση κεντρικής εκδήλωσης την προσεχή άνοιξη, 5) μετά τις επιτυχείς επαφές του ΔΣ με τους κοσμήτορες των Θεολογικών σχολών και το Υπουργείο Παιδείας, την συνέχιση των επαφών με επισκέψεις στον Αρχιεπίσκοπο, την ΟΛΜΕ –ΔΟΕ και τομείς παιδείας πολιτικών κομμάτων, 6) την σύνταξη κειμένου καταδίκης του ρατσισμού, εθνοφυλετισμού και ναζισμού και την διακίνησή του στις σχολικές μονάδες της χώρας για την συλλογή υπογραφών 7) διευθέτηση διαφόρων ζητημάτων που αφορούν στην καλύτερη εσωτερική λειτουργία του συλλόγου (αρχείο μελών, οικονομικά, έκδοση βεβαιώσεων συμμετοχής σε σεμινάριο, επιστολές προς υπηρεσιακούς φορείς της εκπαίδευσης, έκδοση εξαμηνιαίου ενημερωτικού δελτίου για τα μέλη του Συλλόγου). Το ΔΣ ελπίζοντας στην ηθική και υλική συνδρομή των μελών του και στην νέα χρονιά για πιο δυνατή παρουσία στα εκπαιδευτικά και θεολογικά πράγματα, εύχεται σε όλους υγεία, δύναμη και αγωνιστικό φρόνημα για την επιτυχή αντιμετώπιση όλων των δυσκολιών και των προβλημάτων που σχετίζονται με την θέση μας στην εκπαίδευση και τον ευρύτερο ρόλο μας στα κοινωνικά δρώμενα της χώρας μας.
Από το ΔΣ
 

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Χρυσόστομου Α. Σταμούλη: Εκκλησία και Αριστερά

Οι σχέσεις της Εκκλησίας με την Αριστερά στην Ελλάδα έρχονται από μια σκοτεινή μήτρα. Στηρίζονται σε αδιάψευστες ιστορικές πράξεις, σε ανομίες και αστοχίες, που έχουν χαράξει ανεπανόρθωτα το κοινό σώμα, αλλά και σε ένα πλήθος προκαταλήψεων και παρεξηγήσεων –αποτέλεσμα απουσίας διάθεσης ανοικτού διαλόγου–, που μεγιστοποιεί το χάσμα που επέβαλε η αγριότητα της Ιστορίας. Κάποιες ενδιαφέρουσες και σημαντικές προσπάθειες του νεότερου παρελθόντος κινήθηκαν καθαρά σε θεωρητικό επίπεδο και άφησαν τους λογαριασμούς με την εναρκτήρια διάθεση ανοικτούς. Μαζί, όμως, και μια παρακαταθήκη για συνέχεια.
Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, στο πλαίσιο μιας ανειλημμένης ευθύνης απομάκρυνσης από οποιαδήποτε στανική και ως εκ τούτου «ειδωλολατρική» εσωστρέφεια, αποφάσισε, σε συνέχεια άλλων δραστηριοτήτων του, ομόφωνα, τη διοργάνωση επιστημονικού Συνεδρίου με γενικό τίτλο Εκκλησία και Αριστερά. Πράξη που αποδεικνύει τη διαλογική φύση του Πανεπιστημίου γενικότερα, αλλά και της θεολογίας ειδικότερα. Μια πράξη παρεμβατική, η οποία στηρίζεται στην βαθιά πεποίθηση, πως από τον διάλογο κανείς δεν κινδυνεύει. Τουναντίον, η αδυναμία διαλόγου, η άρνηση της συνάντησης, είναι εκείνη η διαβρωτική πραγματικότητα, που ισχυροποιεί τη δαιμονοποίηση και ανακηρύσσει τον δογματισμό σε κυρίαρχο παράγοντα της ενορχηστρωμένης καθημερινότητας. Στον αντίποδα, η γνώση που προκύπτει από την άμεση συνάντηση με τα πρόσωπα και τα πράγματα αποτελεί τον οντολογικό πυρήνα που επιτρέπει την ανοικοδόμηση κοινού οίκου. Επιτρέπει, με άλλα λόγια, την αξιοποίηση των διαφορετικών υλικών, προκειμένου να πραγματωθεί μια φυσιολογία ελεύθερη, λειτουργική και ρεαλιστική. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο απέναντι, ο ξένος, ο διαφορετικός, ο οποιοσδήποτε άλλος, δεν αποτελεί απειλή, αλλά τόπο συνάντησης, τόπο διάνοιξης του κλειστού εαυτού στον πληθυντικό αριθμό. Μια πραγματικότητα, που επιτρέπει τη διάλυση της ιδιώτευσης, αλλά και της μοναξιάς των τσαλακωμένων του κόσμου, με το χτίσιμο του μυστηρίου της αξιοπρέπειας και της κοινωνίας.

Βέβαια, μια τέτοια προσπάθεια δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρεί δεδομένη τη φωνή της πανεπιστημιακής θεολογίας, η οποία κρατά το αυτονόητο δικαίωμα και την ευθύνη της κριτικής διάθεσης με την οποία αντιμετωπίζει τα δεδομένα του διαλόγου. Η πρόσκληση του Τμήματος Θεολογίας προς τη θεσμική Εκκλησία, δηλαδή την Ιεραρχία, αλλά και τη θεσμική, δηλαδή την κοινοβουλευτική, Αριστερά, δεν έχει ουδεμία σχέση με «λήψεις του ζητούμενου». Πολύ περισσότερο, δεν προδικάζει προαποφασισμένες συγκλίσεις ή αποκλίσεις. Σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν προσυμφωνημένα υπονοούμενα. Μοναδικό προσύμφωνο η διάθεση ουσιαστικής γνωριμίας και η ψηλάφηση συγκεκριμένων πρακτικών θεμάτων, όπως η Βασιλεία του Θεού και η λαϊκή εξουσία, τα θρησκευτικά σύμβολα και η θρησκευτικότητα στο δημόσιο χώρο, η εκκλησιαστική περιουσία και η μισθοδοσία του κλήρου, τα κοινωνικά προβλήματα και το μεταναστευτικό ζήτημα, τα οποία κομματιάζουν την ενότητα του τρόπου μας. Δοκιμή, με άλλα λόγια, αντοχής των υλικών, που συνιστούν το νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Και είναι σαφές πως η Ορθοδοξία «δεν είναι απλώς κάποιες χρηστομάθειες ή μια απλή θρησκευτική πίστη, ιδιωτικής υπόθεσης» (Ν. Ματσούκας), αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του πολιτισμού, συνεπώς της κοινωνικής πράξης — χωρίς βέβαια να εξαντλείται σε αυτόν, καθώς ο χαρακτήρας της ήταν και παραμένει, σε πείσμα πολλών, οικουμενικός.

Η συζήτηση, στον δημόσιο χώρο, πραγματικοτήτων με δημόσιο χαρακτήρα, καθώς εντός αυτού αναπτύσσονται, με αυτόν διαλέγονται, από αυτόν επηρεάζονται και αυτόν συνδιαμορφώνουν, δεν αποτελεί πολυτέλεια, πολύ περισσότερο δεν αποτελεί ύποπτη υπερβολή, απερισκεψία, αλλά βαθιά αναγκαιότητα η οποία κυρίως και πάνω από όλα συνδέεται με την ιστορική στιγμή. Τόσο η Εκκλησία, όσο και η Αριστερά, αποτελούν σημεία αναφοράς μεγάλων τμημάτων του ελληνικού λαού, από τα οποία απαιτείται τολμηρή και ξεκάθαρη κατάθεση θέσεων. Βέβαια, μια τέτοια προσπάθεια προϋποθέτει κατάφαση στην αλλαγή ενός κόσμου που αλλάζει και μας αλλάζει, τη στιγμή που όσο εμείς αλλάζουμε τον αλλάζουμε. Ένα πέρασμα, δηλαδή, από την ανεύθυνη παρακολούθηση-ενοχοποίηση της ζωής των άλλων, στην έμπονη ζωή με τον άλλο, ζωή για τον άλλο, ζωή στον άλλο. Μια αναχώρηση από την εργαλειακή-συστημική κατανόηση του ανθρώπου και μια αυτοπαράδοση στο θαύμα του κοινού, όχι κατ’ ανάγκην ταυτόσημου, βηματισμού.

Σκοπός του Συνεδρίου δεν είναι να πείσει η Εκκλησία την Αριστερά για τη θεότητα του Χριστού. Ούτε, βέβαια, η Αριστερά την Εκκλησία για το αντίθετο. Μπορεί, όμως, αυτή η συνάντηση να αξιοποιήσει τις συνέπειες ενός πολιτισμού της σάρκωσης, ο οποίος συγκροτείται στη βάση της κένωσης του εαυτού και στην πρόσληψη του εντελώς διαφορετικού. Στο άδειασμα, δηλαδή, των ιστορικών ατομικών ή συλλογικών βεβαιοτήτων, προκειμένου να μείνει χώρος για τη συνάντηση με το ελάχιστο. Και είναι σαφές, πως τούτο το Συνέδριο δεν αναζητά το ανέφικτο, αλλά το εφικτό. Εξάπαντος δεν θέλει να σώσει τον κόσμο και πολύ περισσότερο δεν θέλει, καταπώς γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης, να τον σώσει την ερχόμενη Τρίτη. Θέλει, απλά και μόνο, να δώσει μια ευκαιρία στην έκπληξη. Σαν εκείνη που ένιωσαν εκπρόσωποι της Αριστεράς, όταν σε ερώτησή τους για τη διάθεση της θεολογίας να υποστηρίξει την ανέγερση τζαμιού στον τόπο μας, τους είπαμε ότι στη Θεολογική Σχολή, εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, λειτουργεί χώρος προσευχής των μουσουλμάνων. Έτσι, ίσως να έχουμε μια δυνατότητα να δούμε αυτό που «χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα» των ανομιών της Ιστορίας, «να ξετυλιχθεί και να καρπίση» (Ν. Καζαντζάκης).


Ο Χρυσόστομος Α. Σταμούλης διδάσκει στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, του οποίου είναι και πρόεδρος.

Πρωτοπρ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Ο κάτισχνος και ειρηνικός ιεράρχης κι ένας σύγχρονος ποιητής

α) Όταν ο Θεολόγος Γρηγόριος έφθανε, ως κουρασμένος και κάτισχνος ιεράρχης, το 379, στην Κωνσταντινούπολη, οι αντίπαλοι των ορθοδόξων, τους οποίους υποστήριζε η αυτοκρατορική αυλή και ο στρατός, δεν του έδωσαν σημασία και δεν ανησύχησαν
Προϊόντος του χρόνου, τα πράγματα ανατράπηκαν. Με κέντρο τον ναΐσκο της Αγίας Αναστασίας ο Άγιος Γρηγόριος εκφώνησε θαυμάσιους λόγους, απαύγασμα καθαρής καρδιάς και φωτισμένου νου, παίρνοντας με το μέρος του πλήθη λαού, πολλούς σπουδαίους θεολόγους ακόμη και κυνικούς φιλόσοφους.
β) Κι ενώ η Β’ Οικουμενική Σύνοδος πανηγυρικά τον ανακήρυξε αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και του ανέθεσε την προεδρία, μόλις ετέθησαν ζητήματα κανονικότητας -τα γνωστά διαδικαστικά που εγείρονται συχνά ασκόπως και σήμερα όταν δεν θέλουμε άμεσα αποτελέσματα- εκείνος παραιτήθηκε. Αποχαιρετώντας το ποίμνιο που διακόνησε, ο Άγιος Γρηγόριος ζητά ως αμοιβή την άδεια να αποχωρήσει και να επιδοθεί στην ησυχαστική ζωή στην πατρίδα του! Χαιρετά τους χορούς των μοναχών, την αρμονία των ψαλτών, τις χήρες και τα ορφανά, αλλά και τα «μάτια των πτωχών» που έβλεπαν ικετευτικά προς τον Θεό και προς αυτόν τους ακροατές των λόγων του, τους κρυφούς και φανερούς στενογράφους καθώς και τα ανάκτορα και τους αυλικούς.
γ) Η παραίτηση αυτή, καρπός ένθεης σοφίας, εσωτερικής αρμονίας και πραότητας, μόνο ως πράξη που εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον και την ειρήνευση της Εκκλησίας και της κοινωνίας μπορεί να εκληφθεί. Ειρηνικός και πράος, ο Γρηγόριος σε άλλη περίπτωση έγραφε: «Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα… Ειρήνη φίλη, το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα».
δ) Ο Άγιος Γρηγόριος διακρίθηκε ως μέγιστος θεολόγος, άριστος συγγραφέας, σοφός ασκητής αλλά και εξαίρετος ποιητής. Μεταξύ άλλων συνέταξε ποιήματα θεολογικά, δογματικά και ηθικά. Σε κάποιους στίχους γράφει για εκείνον που κερδίζει παράνομα:
«Ότ’ εκ πονηρού πράγματος κέρδος λάβης,/ Του δυστυχείν νόμιζε αρραβών’ έχειν».
Δηλαδή: Όταν κερδίζεις από σκοτεινή υπόθεση, πίστεψε ότι αρραβωνιάστηκες τη δυστυχία!
ε) Η γλώσσα της ποίησης του Γρηγορίου είναι υψηλή και κινείται από την ομηρική εκδοχή μέχρι την καθαρεύουσα της εποχής του. Έτσι αποδεικνύει ότι οι χριστιανοί μπορούν να γράφουν ποιήματα αντάξια ή και καλύτερα από τους εθνικούς. Παράλληλα, ο άγιος αποκρούει πρακτικά τη νομοθεσία του Ιουλιανού, που απαγόρευε στους χριστιανούς να ασχολούνται και να διδάσκουν κλασική φιλολογία.
στ) Όταν μελετά κάποιος στίχους του Γρηγορίου, βλέπει καθαρά την εμπειρική γνώση της θεολογίας, το βάθος των νοημάτων, την άριστη περιγραφή της ανθρώπινης ζωής, αλλά και την τάση για παραίτηση από αξιώματα, πράγμα δυσεύρετο στην εκκλησιαστική και πολιτική ζωή του τόπου μας. Παράλληλα, έρχονται στο μυαλό του τα λόγια ενός σύγχρονου συγγραφέα, ποιητή και μουσικολόγου, του Mario de Andrande από τη Βραζιλία, που περιγράφει με ανάλογο τρόπο την κοινωνική πραγματικότητα.
ζ) Γράφει ο Andrande:
«Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά,/ νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δεν θα καταλήξει κανείς πουθενά./ Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει…/ Δεν θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί./
Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους./ Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους./
Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα./ Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο... μετά βίας για την επικεφαλίδα»!

Πηγή: http://www.makthes.gr/news/opinions/98993/

Tο ζήτημα της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον οικουμενικό διάλογο υπό το φως των πανορθόδοξων αποφάσεων

Εισήγηση του καθηγητή Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου στο οικουμενικό συμπόσιο «ο οικουμενικός διάλογος στον 21ο αιώνα. Πραγματικότητες-προκλήσεις-προοπτικές»

Όταν μου ζητήθηκε να συμμετάσχω στη Διημερίδα αυτή προς τιμήν του αγαπητού συναδέλφου κ. Βασιλειάδη με μια εισήγηση, δήλωσα, όπως φαίνεται και από το Πρόγραμμα, το θέμα: «Η θεολογία του ‘σπερματικού λόγου’ και η σημασία της για τους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους». Κι’ αυτό γιατί η θεολογία του σπερματικού λόγου, όπως αναπτύχθηκε από το φιλόσοφο και μάρτυρα Ιουστίνο, εις τρόπον ώστε να αποτελέσει το υπόβαθρο της κλασσικής θέσης του ότι «όσα παρά πάσι καλώς είρηται, ημών των Χριστιανών εστι», δεν αξιοποιήθηκε μέχρι τώρα στους διαχριστιανικούς και κυρίως στους διαθρησκειακούς διαλόγους. Πιστεύω βαθύτατα ότι η εφαρμογή της θεολογίας και της θέσης αυτής του Ιουστίνου στους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους συμβάλλει αποφασιστικά στην υπέρβαση τόσο της ομολογιακής ή θρησκειακής αποκλειστικότητας (Exklusivismus) όσο και της ομολογιακής ή θρησκειακής περιεκτικότητας (Inklusivismus), προβάλλοντας ταυτόχρονα τη σωτηριώδη πληρότητα και ακεραιότητα του αποκεκαλυμμένου λόγου του Θεού εν Χριστώ.
Ωστόσο, επειδή οι φονταμενταλιστικές αντιδράσεις ορισμένων θρησκευτικών κύκλων κατά της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ιδίως της Εκκλησίας της Ελλάδος στον οικουμενικό διάλογο αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια, θεώρησα καλό δραττόμενος αυτής της ευκαιρίας να γίνω πιο πρακτικός και, πιστεύω, πιο εποικοδομητικός, αναφερόμενος στο «Ζήτημα της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον Οικουμενικό Διάλογο υπό το φως των Πανορθοδόξων αποφάσεων».
***
Ήδη από τα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αι. γίναμε μάρτυρες μιας αυξανόμενης ανησυχίας που διακατέχει ορισμένους χριστιανούς της Εκκλησίας μας, κληρικούς και λαϊκούς, για τη συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ειδικότερα της Εκκλησίας της Ελλάδος, στους θεολογικούς διαλόγους με τις άλλες χριστιανικές Ομολογίες, καθώς και στην Οικουμενική Κίνηση. Τα πιστά αυτά μέλη της Εκκλησίας μας, που διακρίνονται για την κατά πάντα επαινετή ευαισθησία τους σε θέματα πίστεως, πιστεύουν δυστυχώς εσφαλμένα, λόγω ανεπαρκούς ή και ανεύθυνης πληροφόρησης που έχουν για τα θέματα αυτά, ότι με τη συμμετοχή της Εκκλησίας μας στους θεολογικούς αυτούς διαλόγους και στην Οικουμενική Κίνηση προδίδουμε την Ορθόδοξη Πίστη, θυσιάζοντάς την στο βωμό ανθρώπινων σκοπιμοτήτων για την επίτευξη δήθεν μιας επίπλαστης χριστιανικής ενότητας, ξένης προς την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και Παράδοση. Αποτέλεσμα της εσφαλμένης αυτής αντιλήψεως είναι η εμφάνιση αντιδράσεων μέσα στον ελλαδικό χώρο υπό μορφή «Ομολογίας πίστεως», σαν να κινδυνεύει η Ορθόδοξη Πίστη μας από κάποιες αιρέσεις που ελλοχεύουν μέσα στους κόλπους της ίδιας της Εκκλησίας!
***
Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να πληροφορηθεί υπεύθυνα ο λαός του Θεού ότι όχι μόνο κανένας λόγος ανησυχίας δεν συντρέχει από τη συμμετοχή της Εκκλησίας μας στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους ή και στους πολυμερείς που πραγματοποιούνται μέσα στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και της Οικουμενικής Κίνησης γενικότερα, αλλά τουναντίον η συμμετοχή μας αυτή, όπως άλλωστε και των λοιπών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, επιβάλλεται, προκειμένου η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της, ανταποκρινόμενη στη θεανθρώπινη φύση της και την αποστολή της στον κόσμο, να δίνει συνεχώς και αδιαλείπτως μια δυναμική μαρτυρία του θεολογικού, λειτουργικού και του εν γένει πνευματικού της πλούτου μεταξύ των ετεροδόξων χριστιανών, με σκοπό την αποκατάσταση της ενότητάς τους με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Εξ άλλου πρέπει να γίνει σαφές και κατανοητό ότι η συμμετοχή της Εκκλησίας μας στους θεολογικούς αυτούς διαλόγους δεν αποτελεί μεμονωμένη δική της επιλογή, ανεξάρτητη ή και διαφορετική από τις υπόλοιπες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά συνιστά οφειλετική ανταπόκριση σε πανορθόδοξες αποφάσεις που έχουν ληφθεί ομόφωνα σχετικά με το θέμα αυτό από όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες τόσο κατά την Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1976) όσο κυρίως κατά την Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1986), με τις οποίες εκφράστηκε η καθολική συνείδηση και στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας όσον αφορά τις σχέσεις της με τις λοιπές χριστιανικές Ομολογίες και την Οικουμενική Κίνηση.
Ήδη η Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1976), θέτοντας ως στόχο της να προαγάγει τις διαχριστιανικές σχέσεις και την Οικουμενική Κίνηση με σκοπό την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας, αποφάσισε ομόφωνα:
α) όσοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι με τους ετεροδόξους είχαν ήδη αρχίσει μέχρι τη στιγμή εκείνη, όπως οι διάλογοι με την Αγγλικανική, την Παλαιοκαθολική και τις Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες, να συνεχισθούν και να ενταθούν, ενώ όσοι δεν είχαν ακόμη αρχίσει, όπως ο διάλογος με τη Ρωμαιοκαθολική και τη Λουθηρανική Εκκλησία, να υπάρξει η σχετική δραστηριοποίηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ώστε να αρχίσουν και να προχωρήσουν,
και β) να συνεχισθεί και να ενταθεί η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση και η συνεργασία της σε όλες τις εκδηλώσεις της. Ειδικότερα μάλιστα όσον αφορά τη στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών αποφασίστηκε να επιδιωχθεί, ώστε η οργανική συμμετοχή της Εκκλησίας μας σ’ αυτό να καταστεί περισσότερο ενεργός, υπό την προϋπόθεση πάντοτε της τηρήσεως εκ μέρους της των εκκλησιολογικών της αρχών.
Πολύ πιο αναλυτικά και εμπεριστατωμένα για τη συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους και την Οικουμενική Κίνηση αποφάνθηκε και πάλι ομόφωνα η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1986). Όπως τονίζεται για τους διμερείς θεολογικούς διαλόγους στην ομόφωνη απόφασή της, «Η Ορθόδοξος Εκκλησία ανέκαθεν ήτο εύνους και θετικώς διατεθειμένη προς πάντα διάλογον τόσον διά θεολογικούς όσον και διά ποιμαντικούς λόγους. Κατά τα τελευταία έτη η Ορθόδοξος Εκκλησία εχώρησε πράγματι εις θεολογικόν διάλογον μετά πλείστων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, εν τη πεποιθήσει ότι δια του διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν των πνευματικών αυτής θησαυρών προς τους εκτός αυτής, με αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως ούσα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, έχει πλήρη συνείδησιν της ευθύνης αυτής διά την ενότητα του χριστιανικού κόσμου… Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκφράζουν κατά τρόπον αυθεντικόν την συνείδησιν ταύτην της Ορθοδοξίας.
Βεβαίως η Ορθόδοξος Εκκλησία, διαλεγομένη μετά των λοιπών Χριστιανών, δεν παραγνωρίζει τας δυσκολίας του τοιούτου εγχειρήματος, κατανοεί όμως ταύτας εν τη πορεία προς την κοινήν παράδοσιν της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας και επί τη ελπίδι ότι το Άγιον Πνεύμα, όπερ όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας, θα αναπληρώση τα ελλείποντα. Εν τη εννοία ταύτη η Ορθόδοξος Εκκλησία εις τους θεολογικούς διαλόγους δεν στηρίζεται μόνον εις τας ανθρωπίνας δυνάμεις των διεξαγόντων τους Διαλόγους, αλλ’ απεκδέχεται και την επιστασίαν του Αγίου Πνεύματος εν τη χάριτι του Κυρίου, ευχηθέντος «ίνα πάντες έν ώσιν» (Ιω. 17, 21).
Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι, κηρυχθέντες υπό Πανορθοδόξων Διασκέψεων, εκφράζουν την ομόθυμον απόφασιν πασών των κατά τόπους αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, αι οποίαι έχουν ύψιστον χρέος να συμμετέχουν ενεργώς και συνεχώς εις την διεξαγωγήν αυτών, ίνα μη παρακωλύηται η ομόφωνος μαρτυρία της Ορθοδοξίας προς δόξαν του εν Τριάδι Θεού…
Είναι ευνόητον ότι κατά την διεξαγωγήν των Θεολογικών Διαλόγων κοινός πάντων σκοπός είναι η τελική αποκατάστασις της εν τη ορθή πίστει και τη αγάπη ενότητος».
Αναφερόμενη επίσης στις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με την Οικουμενική Κίνηση, επισημαίνει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Η Ορθόδοξος Εκκλησία εν τη βαθεία πεποιθήσει και εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία ότι αποτελεί τον φορέα και δίδει την μαρτυρίαν της πίστεως και της παραδόσεως της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ακραδάντως πιστεύει ότι κατέχει κεντρικήν θέσιν εις την υπόθεσιν της προωθήσεως της ενότητος των Χριστιανών εντός του συγχρόνου κόσμου.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει την αποστολήν και υποχρέωσιν ίνα μεταδώση πάσαν την εν τη Αγία Τριάδι και τη Ιερά Παραδόσει αλήθειαν, ήτις και προσδίδει τη Εκκλησία τον καθολικόν αυτής χαρακτήρα. Η ευθύνη της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως και η οικουμενική αυτής αποστολή διά την ενότητα της Εκκλησίας εξεφράσθησαν υπό των Οικουμενικών Συνόδων….
Η Ορθόδοξος Εκλησία, αδιαλείπτως προσευχομένη ‘υπέρ της των πάντων ενώσεως’, μετέσχε της Οικουμενικής Κινήσεως από της πρώτης εμφανίσεως αυτής και συνετέλεσεν εις την διάπλασιν και περαιτέρω εξέλιξιν αυτής. Άλλωστε η Ορθόδοξος Εκκλησία λόγω του οικουμενικού πνεύματος, το οποίον την διακρίνει, κατά την διάρκειαν της ιστορίας, αείποτε ηγωνίσθη προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος. Διό και η ορθόδοξος συμμετοχή εις την Οικουμενικήν Κίνησιν ουδόλως τυγχάνει ξένη προς την φύσιν και την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλ’ αποτελεί συνεπή έκφρασιν της αποστολικής πίστεως εντός νέων ιστορικών συνθηκών και προς αντιμετώπισιν νέων υπαρξιακών αιτημάτων.
Υπό το ανωτέρω πνεύμα άπασαι αι κατά τόπους Αγιώταται Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ενεργώς εις διάφορα εθνικά, περιφερειακά και διεθνή όργανα της Οικουμενικής Κινήσεως, ως και εις διαφόρους διμερείς και πολυμερείς διαλόγους… Η πολυδιάστατος αύτη οικουμενική δραστηριότης πηγάζει εκ του αισθήματος υπευθυνότητος και εκ της πεποιθήσεως ότι η συνύπαρξις, η αμοιβαία κατανόησις, η συνεργασία και αι κοιναί προσπάθειαι προς μίαν χριστιανικήν ενότητα τυγχάνουν ουσιώδεις: ‘ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω Ευαγγελίω του Χριστού’ (Α΄ Κορ. 9, 12)».
Ειδικότερα ως προς το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) που αποτελεί ένα από τα κυριότερα όργανα της Οικουμενικής Κινήσεως, αφού τονίζεται κατ’ αρχήν ο ιδρυτικός ρόλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας για τη σύσταση του εν λόγω Συμβουλίου, αναφέρονται επί λέξει τα εξής:
«… Ως έχει ήδη δηλωθή πανορθοδόξως (Δ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις, 1968) η Ορθόδοξος Εκκλησία αποτελεί πλήρες και ισότιμον μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, και δι’ όλων των εις την διάθεσιν αυτής μέσων συμβάλλει εις την προαγωγήν και ευόδωσιν του όλου έργου του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, παρά ταύτα, πιστή εις την εκκλησιολογίαν αυτής, εις την ταυτότητα της εσωτερικής αυτής δομής, και εις την διδασκαλίαν της αδιαιρέτου Εκκλησίας, συμμετέχουσα εν τω οργανισμώ του Π.Σ.Ε., ουδόλως παραδέχεται την ιδέαν της ‘ισότητος των Ομολογιών’ και ουδόλως δύναται να δεχθή την ενότητα της Εκκλησίας ώς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Εν τω πνεύματι τούτω, η ενότης, η οποία αναζητείται εν τω Π.Σ.Ε. δεν δύναται να είναι προϊόν μόνον θεολογικών συμφωνιών. Ο Θεός καλεί πάντα χριστιανόν εις την εν τω μυστηρίω και τη παραδόσει βιουμένην εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ενότητα της πίστεως…
Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει συνείδησιν του γεγονότος, ότι η Οικουμενική Κίνησις λαμβάνει νέας μορφάς, προκειμένου ίνα ανταποκριθή εις τας νέας συνθήκας και αντιμετωπίση τας νέας προκλήσεις του συγχρόνου κόσμου. Εις την πορείαν ταύτην είναι απαραίτητος η δημιουργική συμβολή και μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί τη βάσει της αποστολικής παραδόσεως και πίστεώς της».
Κατόπιν τούτων η οιαδήποτε εν ονόματι της Ορθοδοξίας αρνητική στάση ή αντίδραση εκ μέρους ορισμένων ευσεβών Χριστιανών έναντι της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ειδικότερα της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Οικουμενική Κίνηση, στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους, καθώς και στους πολυμερείς στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, είναι αντίθετη με την πανορθοδόξως και ομοφώνως εκφρασθείσα συνείδηση και βούληση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και συνιστά αθέτηση των εν Αγίω Πνεύματι ειλημμένων ομοφώνων αποφάσεων της Εκκλησίας σε πανορθόδοξο επίπεδο.
Το συνήθως προβαλλόμενο επιχείρημα ορισμένων κατά της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση και στους θεολογικούς αυτούς διαλόγους είναι ότι κατά τις οικουμενικές επαφές των Ορθοδόξων κληρικών ή λαϊκών αντιπροσώπων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών με τους ετεροδόξους γίνεται συμπροσευχή με αιρετικούς, πράγμα που αντιβαίνει στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και τους Ιερούς Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στις γνωματεύσεις των τριών Καθηγητών, Βλ. Φειδά, Κ. Σκουτέρη και Γρ. Λαρεντζάκη, που εξέδωσε σε ειδικό τεύχος το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών με τον τίτλο «Η συμπροσευχή με τους ετεροδόξους κατά την ορθόδοξη θεολογική παράδοση», όπου δίδονται επαρκείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις σε ερωτήματα που σχετίζονται με τον προβληματισμό αυτό. Άλλωστε η συμπροσευχή προϋποθέτει κοινό λατρευτικό τυπικό, το οποίο από πλευράς ορθοδόξου δεν γίνεται αποδεκτό ως κοινό λατρευτικό πλαίσιο κατά την τέλεση της προσευχής με τους ετεροδόξους. Με την έννοια αυτή η προσευχή των Ορθοδόξων αντιπροσώπων στα πλαίσια των διαφόρων οικουμενικών επαφών για την αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ των Χριστιανών δεν συνιστά συμπροσευχή. Άλλωστε η προσευχή πρέπει να χαρακτηρίζει συνεχώς και αδιαλείπτως κάθε Χριστιανό, όπου κι’ αν βρίσκεται, πολλώ δε μάλλον όταν μετέχει ως εκπρόσωπος μιας τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας σε συναντήσεις, με σκοπό την επίτευξη ενός θεάρεστου σκοπού, όπως η ενότητα μεταξύ των Χριστιανών.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει όλοι οι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, να έχουν πλήρη εμπιστοσύνη στην Εκκλησία, που διεξάγει τους θεολογικούς διαλόγους είτε τους διμερείς είτε τους πολυμερείς στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, έχουσα ως βάση την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και Παράδοση, και να μη παρασύρονται από τις ακρότητες ορισμένων ατόμων που, θέτοντας τον εαυτό τους πάνω από την πανορθόδοξη συνείδηση που εκφράστηκε με πανορθόδοξες αποφάσεις, θεωρούν την Ορθοδοξία δικό τους αποκλειστικό προνόμιο, καλλιεργώντας έναντι της συμμετοχής της Εκκλησίας μας στους θεολογικούς διαλόγους και την Οικουμενική Κίνηση το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, πράγμα που δεν συνάδει όχι μόνο με το ορθόδοξο, αλλά ούτε καν με το χριστιανικό γενικά ήθος.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι η Ορθοδοξία ως ιδιότητα της Εκκλησίας δεν είναι υπόθεση μεμονωμένων ατόμων ούτε βρίσκεται έξω και πάνω από την Εκκλησία ως ρυθμιστικός κανόνας της ζωής και της σκέψης της, αλλά ταυτίζεται με την Εκκλησία, αποτελώντας συστατικό του είναι της, και γι’ αυτό βιώνεται μόνο εν κοινωνία με την Εκκλησία, πράγμα που σημαίνει εν προκειμένω πλήρη αποδοχή των πανορθοδόξως ειλημένων αποφάσεων εκ μέρους των Ορθοδόξων πιστών. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος αταξίας και σχισμάτων μέσα στην Εκκλησία, τα οποία τραυματίζουν θανάσιμα την ενότητά της, πράγμα που αποτελεί βαρύτατο αμάρτημα και βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος.
Εξ άλλου οι συμμετέχοντες εξ ονόματος των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στους θεολογικούς διαλόγους και την Οικουμενική Κίνηση, είτε κληρικοί είτε λαϊκοί, δεν ενεργούν ως μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά κατ’ εντολήν των Εκκλησιών τους. Γι’ αυτό άλλωστε και ενημερώνουν τις Συνόδους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών που εκπροσωπούν για την πορεία των θεολογικών διαλόγων ή για τις περαιτέρω προοπτικές τους, υποβάλλοντας στις Συνόδους των Εκκλησιών τους προς έγκριση τα Κοινά Κείμενα που συντάσσονται και γίνονται αποδεκτά από τις Μικτές Θεολογικές Επιτροπές στα πλαίσια των διαλόγων, και αφήνοντας σ’ αυτές ως τις μόνες αρμόδιες την ευθύνη να αποφασίσουν για τη συνέχιση ή τη διακοπή του διαλόγου. Χωρίς τη συνοδική έγκριση ή απόφαση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών κανένα θεολογικό κείμενο και καμιά απόφαση των συμμετεχόντων εξ ονόματος των Εκκλησιών αυτών στους θεολογικούς διαλόγους δεν έχει εκκλησιαστικό κύρος.
***
Ύστερα από όσα ανεφέρθησαν γίνεται κατανοητό ότι η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ειδικότερα της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Οικουμενική Κίνηση μέσα από τους διμερείς και πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους δεν σημαίνει προδοσία της Ορθοδοξίας, όπως κακόβουλα και παραπλανητικά ισχυρίζονται ορισμένα άτομα, επιδιώκοντας να παρασύρουν προς ίδιον όφελος τον ευσεβή λαό του Θεού. τουναντίον, η συμμετοχή αυτή αποτελεί κατ’ ανάγκην ένα σύγχρονο μέσο ιεραποστολικής μαρτυρίας της Ορθοδοξίας μεταξύ των ετεροδόξων, με σκοπό την αποκατάσταση της ενότητας των Χριστιανών, για την οποία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αδιαφορεί η Ορθόδοξη Εκκλησία. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε εν προκειμένω ο μεγάλος Ρώσσος θεολόγος μακαριστός πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Θεωρώ τη συμμετοχή αυτή όχι μόνο ως επιτρεπόμενη και δυνατή για τους Ορθοδόξους, αλλά και ως άμεσο καθήκον που απορρέει από τη ίδια την ουσία της ορθοδόξου συνειδήσεως και την υποχρέωση που ανήκει στην αληθινή Εκκλησία να καταθέτει αδιάκοπα τη μαρτυρία της παντού, στις «συναγωγές και τις αρχές και τις εξουσίες». «Πώς δε πιστεύσωσιν ου ουκ ήκουσαν; Πώς δε ακούσωσιν χωρίς κηρύσσοντος;». (Ρωμ. 10, 14). Αυτή η αποστολική ρήση έχει τη θέση της κυρίως εδώ. Βλέπω την ορθόδοξη συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση υπό το πρίσμα της ιεραποστολικής δράσεως. Η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται ειδικά σε συμμετοχή ακριβώς στην οικουμενική ανταλλαγή ιδεών, επειδή αναγνωρίζει τον εαυτόν της ως τον φύλακα της αποστολικής πίστεως και της Παραδόσεως στην καθολικότητα και την πληρότητα τους, και ότι είναι, μ’ αυτή την έννοια, η αληθινή Εκκλησία, επειδή έχει συνείδηση ότι κατέχει το θησαυρό της θείας χάριτος, χάρη στη συνέχεια της ιεροσύνης και της αποστολικής διαδοχής, και επειδή, τέλος, διεκδικεί μια ξεχωριστή θέση μέσα στη διηρημένη χριστιανοσύνη».
Μετά την ξεκάθαρη αυτή θέση του πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκυ που εναρμονίζεται πλήρως με τις ομόφωνες αποφάσεις των δύο προαναφερθεισών Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων σχετικά με τη συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στους θεολογικούς διαλόγους και εν γένει στην Οικουμενική Κίνηση, κανείς δεν θα πρέπει να έχει επιφυλάξεις ή να αμφιβάλλει για την αναγκαιότητα αυτής της συμμετοχής, στην οποία καθηκόντως ανταποκρίνεται και η Εκκλησία της Ελλάδος.
 

Βίος και έργο του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη


Του λέκτορα του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Μόσχου Γκουτζιούδη
 
Θα ήθελα να ξεκινήσω την αναφορά μου στο πρόσωπο και το έργο του σεβαστού μου δασκάλου με μια σύντομη ιστορία από τα φοιτητικά μου χρόνια. Ένα πρωινό στις 28 Απριλίου του 1998 ο καθηγητής Βασιλειάδης είχε μεταπτυχιακό μάθημα. Έξω από το γραφείο του περίμεναν αρκετοί μεταπτυχιακοί φοιτητές. Τέσσερις της Κ.Δ., δύο της λειτουργικής και τρεις της οικουμενικής κίνησης. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ένας Ρουμάνος ιερέας, μία καθηγήτρια αγγλικών, ένας ομογενής μουσικός και ένας Φιλανδός φοιτητής που είχε έρθει στη Σχολής μας με το πρόγραμμα Erasmus. Συνηθίζαμε να κάνουμε μάθημα όλοι μαζί ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ο καθηγητής εκείνη την ημέρα καθόταν στο γραφείο του γράφοντας, όπως πάντα κάτι στον υπολογιστή, ενώ ένα μικρό ραδιοφωνάκι με μια αυτοσχέδια κεραία χαμηλόπαιζε. Κάποιος από εμάς παρουσίαζε μια εργασία. Το αντικείμενο της ήταν καινοδιαθηκικό. Ο Βασιλειάδης σχολίαζε συνεχώς, ενώ μόλις έδινε το λόγο στον ομιλητή δυνάμωνε την ένταση του ραδιοφώνου για να ακούσει ότι νεότερο υπήρχε από τη λεπτό προς λεπτό εκλογή του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Έκανε μάθημα προσπαθώντας να συνδυάσει τρία διαφορετικά αντικείμενα, έστελνε μηνύματα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σχετικά με μελλοντικά συνέδρια του εξωτερικού, στα οποία θα συμμετείχε, και άκουγε ραδιόφωνο έχοντας κυριολεκτικά κολλήσει την παλιά εκείνη συσκευή στο αυτί του. Το τηλέφωνο δε του γραφείου χτυπούσε διαρκώς. Τίποτα δεν τον ενοχλούσε, τίποτα δεν τον έκανε να διακόψει κάτι απ’ όλα αυτά ώστε να αφοσιωθεί σε μία μόνο δραστηριότητα. Συνέχιζε να τα κάνει όλα με αμείωτο ενδιαφέρον. Αγωνιούσε να μάθει ποιος θα αναλάμβανε την ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, έπρεπε να καθορίσει τον επόμενο ομιλητή στο μάθημα, έκανε κράτηση σε μια πτήση για Γενεύη, αλλά ταυτόχρονα έψαχνε στα ντουλάπια της βιβλιοθήκης του να μας μοιράσει κάποια ανάτυπα από μια παλιά μελέτη του. Είμαι σίγουρος ότι η παραπάνω εικόνα του καθηγητή Βασιλειάδη σας είναι οικεία. Ποιος λοιπόν είναι ο Πέτρος Βασιλειάδης; Ένας ικανότατος ερευνητής, ένας ακούραστος συγγραφέας, ένας χαρισματικός καθηγητής, ένας πολυταξιδεμένος επιστήμονας, ένας διαφορετικός δάσκαλος, ένας απολύτως συνειδητοποιημένος πιστός, ένας αξιαγάπητος άνθρωπος.
 
Ο καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 6 Αυγούστου του 1945. Στη Νεάπολη όπου βρισκόταν το πατρικό του σπίτι κατοικεί μέχρι σήμερα. Στη Θεσσαλονίκη ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από μικρός εντάχθηκε στην ενοριακή και κατηχητική ζωή του Αγίου Γεωργίου. Στη νεανική εκείνη παρέα θα γνωριστεί με τον κατά τρία χρόνια νεότερο καθηγητή Ιωάννη Πέτρου. Η φιλία τους μετρά σήμερα 56 ολόκληρα χρόνια. Καρπός αυτής της δυνατής φιλίας είναι η διοργάνωση αυτού του συμποσίου από τον καθηγητή κ. Πέτρου. Στην ίδια εκείνη παρέα ανήκαν και οι Νεαπολίτες καθηγητές Γεώργιος Μαρτζέλος και Αθανάσιος Βλέτσης. Ο Πέτρος Βασιλειάδης σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας το 1967. Ο Βασιλειάδης διακρίνονταν πάντα για την ικανότητά του να ασχολείται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Έτσι το χρονικό διάστημα 1970-1972 έκανε σπουδές στο Τμήμα Μαθηματικών του ίδιου Πανεπιστημίου. Η επιστήμη της Θεολογίας όμως, τον είχε κερδίσει για πάντα και έτσι στη συνέχεια έκανε για δύο χρόνια μεταπτυχιακές σπουδές στη βιβλική θεολογία στο King’s College του Λονδίνου (1972-1974). Αφού ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Αγγλία επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1974 παντρεύεται με την κ. Μαρίνα Ασλάνογλου-Βασιλειάδη, η οποία εργαζόταν μέχρι πέρυσι στο Τμήμα μας ως ΕΤΕΠ στον τομέα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Χριστιανικής Γραμματείας, Αρχαιολογίας και Τέχνης και μαζί θα αποκτήσουν τρεις κόρες την Αναστασία, την Κατερίνα και τη Βασιλεία. Η Αναστασία και ο σύζυγός της σπούδασαν θεολογία, διορίστηκαν ως θεολόγοι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και απέκτησαν δύο γιους, οι οποίοι μονοπωλούν τα τελευταία δύο χρόνια το ενδιαφέρον και το χρόνο του καθηγητή Βασιλειάδη. Ο Βασιλειάδης εργάστηκε μέχρι το 1977 ως βοηθός καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και υπέβαλλε την ίδια χρονιά τη διδακτορική του διατριβή με θέμα: Η περί της Πηγής των Λογίων Θεωρία. Κριτική Θεώρησις των Σύγχρονων Φιλολογικών και Θεολογικών Προβλημάτων της Πηγής των Λογίων. Η εργασία αυτή τον καθιέρωσε στο διεθνή επιστημονικό χώρο της ερμηνείας της Καινής Διαθήκης και ο καθηγητής Βασιλειάδης δεν σταμάτησε ποτέ να γυρνά στην πρώτη του έρευνα ξανά και ξανά. Την ίδια χρονιά εξελέγη βοηθός καθηγητής της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και το 1982 λέκτορας. Το 1983 εξελέγη επίκουρος καθηγητής, αφού εκπόνησε τη μελέτη Σταυρός και Σωτηρία. Το Σωτηριολογικό Υπόβαθρο της Παύλειας Διδασκαλίας του Σταυρού. Το 1985 εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής. Καθώς ασχολούνταν και πάλι με τον Παύλο, δημοσίευσε το έργο του Χάρις-Κοινωνία-Διακονία. Ο Κοινωνικός Χαρακτήρας του Παύλειου Προγράμματος της Λογείας. Με αυτό ο Βασιλειάδης ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο τη μελέτη της Κ.Δ. με τη συνδρομή νέων ερμηνευτικών προσεγγίσεων προκειμένου να διαφανεί όχι μόνο ο θεολογικός αλλά και ο κοινωνικός χαρακτήρας της παύλειας ιεραποστολής. Τέλος, το 1989 εξελέγη τακτικός καθηγητής. Ο κ. Βασιλειάδης δίδαξε στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ Καινή Διαθήκη και από το 1998 Διαθρησκειακό Διάλογο, ενώ παλαιότερα είχε διδάξει επί σειρά ετών Λειτουργική και Οικουμενική Θεολογία. Για τη διαρκή βελτίωση και προβολή του Τμήματος Θεολογίας, όπως και για τη συνεργασία του με άλλη διεθνή ακαδημαϊκά ιδρύματα ο τιμώμενος σήμερα καθηγητής δούλευε πάντα με απίστευτο πάθος.
 
 
Περισσότερα στο: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

«Βίβλος και Οικουμένη» Η αντιφώνηση του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη στο oικουμενικό συμπόσιο που διοργανώθηκε προς τιμήν του

 
Με την παρουσία του Παναγιωτάτου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, του Σεβασμιωτάτου Προύσσης και αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Ελπιδοφόρου, του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ καθηγητή κ. Μιχαήλ Τρίτου, του προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ καθηγητή κ. Χρυσόστομου Σταμούλη, καθηγητών από Θεολογικές Σχολές του εξωτερικού, ομοτίμων και εν ενεργεία καθηγητών των δύο Τμημάτων της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών, ιερέων και μοναχών, μαθητών του τιμώμενου καθηγητή αλλά και φίλων της οικογένειας Βασιλειάδη ολοκληρώθηκε η πρώτη ημέρα του οικουμενικού συμποσίου προς τιμήν του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη.
Ακολουθεί η αντιφώνηση του καθηγητή με τίτλο «Βίβλος και Οικουμένη».
Αν και θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να υπογραμμιστεί ότι ο «λόγος του Θεού» δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη Βίβλο, εντούτοις η σχέση αυτών των δύο, όπως επίσης και η σχέση μεταξύ του «λόγου του Θεού» και της Εκκλησίας, ήρθε στο προσκήνιο του ακαδημαϊκού διαλόγου εξ αιτίας του διλήμματος «Αγία Γραφή ή Παράδοση», που τέθηκε κατά την περίοδο της Μεταρρυθμίσεως και της Αντι-μεταρρυθμίσεως. Το καίριο ερώτημα σχετικά με το ανωτέρω δίλημμα κατά και μετά την εποχή της Μεταρρυθμίσεως ήταν, και ως ένα βαθμό συνεχίζει να είναι: «που ακριβώς μπορεί να εντοπιστεί ο λόγος του Θεού;», ή για θέσουμε διαφορετικά το ερώτημα: «Στην Βίβλο ή στην Εκκλησία διακηρύσσεται αυθεντικότερα ο λόγος του Θεού;», και για να αναλύσουμε τις σωτηριολογικές συνέπειες του ανωτέρω διλήμματος: «πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί κανείς να σωθεί;». Εδώ οι απαντήσεις σε διαχριστιανικό επίπεδο διαφέρουν ριζικά. «Εντός της Εκκλησίας (δια των μυστηρίων)», είναι η απάντηση των παραδοσιακών εκκλησιών. «Όταν κανείς τηρεί τον λόγο του Θεού (όπως αυτός διασώζεται στη Βίβλο, και τον οποίο το κάθε μεμονωμένο άτομο οφείλει να οικειοποιείται αυτόνομα και ανεξάρτητα», υποστηρίζουν οι περισσότερες ομολογίες που προέρχονται από την Μεταρρύθμιση.
 
Η Βίβλος με άλλα λόγια απετέλεσε κομβικό σημείο τόσο κατά τον οικουμενικό διάλογο, στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αι., όσο και στη μακραίωνη ιστορία της Εκκλησίας, αλλά και στην πρόσφατη εξέλιξη του βιβλικού κλάδου σπουδών της καθόλου θεολογικής επιστήμης. Αξίζει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε πως στον αποκλειστικό χώρο της σύγχρονης βιβλικής επιστήμης ήταν που επιχειρήθηκε μετά αιώνες σκληρής αντιπαλότητας η επανασύνδεση της χριστιανικής θεολογίας με την ευρύτερη κοινωνία, και πιο συγκεκριμένα με τα ιδεώδη της νεωτερικότητας. Για τη νεωτερικότητα (δηλαδή τις θεμελιώδεις αρχές του Δι­α­φω­τι­σμού) το «βι­βλι­κό» ε­θε­ω­ρεί­το, αλ­λά και συ­νε­χί­ζει μέ­χρι και σή­με­ρα να θε­ω­ρεί­ται, συν­δε­ό­με­νο με κεί­με­να, με γε­γο­νό­τα, με άλλα λόγια με την χειροπιαστή και μετρήσιμη ι­στο­ρί­α. Σε αν­τί­θε­ση με τη δογ­μα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α, που εκλαμβάνονταν ως καρ­πός θε­ω­ρη­τι­κής (φι­λο­σο­φι­κής και σε ορισμένες περιπτώσεις μεταφυσικής) ως ε­πί το πλεί­στον ε­να­τέ­νι­σης, και ως εκ τούτου παράγων διαιρέσεως. H Βίβλος αντίθετα αποτελούσε κοινή κληρονομιά όλων των χριστιανών. Έτσι στο χώρο της επιστήμης για δυο ολόκληρους αιώνες οι βιβλικοί ερευνητές και οι χριστιανοί ερμηνευτές ήταν οι πρώτοι που προώθησαν στην πράξη τον οικουμενικό διάλογο. Το ίδιο συνέβη και στο πεδίο των μεταφράσεων της Αγίας Γραφής. Θεωρήθηκαν μάλιστα η πραγματική γέφυρα τόσο μεταξύ των διηρημένων χριστιανών, όσο και μεταξύ εκκλησίας και νεωτερικής επιστήμης. Αρχικός τους στόχος, άλλωστε ήταν η ι­στο­ρι­κή κα­τά βά­ση τε­κμη­ρί­ω­ση της χρι­στι­α­νι­κής πί­στε­ως, γι’ αυτό και ακολουθούσαν κοινά αποδεκτή μεταξύ των επιστημόνων μεθοδολογία, αποδεχόμενοι στην ουσία τις επιστημολογικές αρχές της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, κύ­ριο ε­πι­στη­μο­νι­κό ερ­γα­λεί­ο της ο­ποί­ας ως γνωστό αποτελούσε η ι­στο­ρι­κή κρι­τι­κή.

Πρωτοπρ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Διάλογοι του Αββά Αντωνίου

α) Όταν η θεία χάρη επισκεφθεί τους χριστιανούς, τους «καθαίρει, τους λαμπρύνει και φωτός ποιεί μετόχους». Το ιλαρό φως του Χριστού φωτίζει τον νου, ώστε να βλέπουν καθαρά και να διακρίνουν με διαύγεια τα πράγματα. Ο Αββάς Αντώνιος και θεοδίδακτος ασκητής φωτίστηκε από το θείο φως, προικίστηκε με διάκριση, και παρά το ότι ήταν κατά κόσμον αγράμματος, διαλεγόταν επιτυχώς με όσους τον επισκέπτονταν.
β) Διασώζονται εξαιρετικοί διάλογοι του Αγίου Αντωνίου με μοναχούς, αιρετικούς, φιλοσόφους, έλληνες σοφούς, κυνηγούς, αλλά και απλούς ανθρώπους. Τον αναγνώστη εντυπωσιάζει η απλότητα, οξυδέρκεια και ευστοχία των διαλόγων αυτών. Σκοπός του Αγίου δεν ήταν να εξουθενώσει τους συνομιλητές του, αλλά να τους οδηγήσει, ώστε να ανακαλύψουν οι ίδιοι την αλήθεια. Στους διαλόγους που ακολουθούν, φανερώνεται η λαγαρή του σκέψη, απόρροια της ενδιάθετης πίστης.
γ) Όπως αναφέρει ο Άγιος Αθανάσιος, κάποιοι φιλόσοφοι νόμισαν ότι θα μπορούσαν να ειρωνευτούν τον Άγιο επειδή δεν γνώριζε γράμματα. Ο Αντώνιος τους ερωτά μέσω διερμηνέα, αφού δεν γνώριζε ελληνικά αλλά κοπτικά: -Τι προηγείται, ο νους ή τα γράμματα; Ποιο είναι το αίτιο, ο νους των γραμμάτων ή τα γράμματα του νου; Όταν εκείνοι απάντησαν ότι ο νους είναι πρώτος αλλά και εφευρέτης των γραμμάτων, εκείνος τους είπε. -Σε εκείνον που ο νους υγιαίνει, «τούτω ουκ αναγκαία τα γράμματα». Η απάντηση εξέπληξε τους φιλοσόφους, που έφυγαν θαυμάζοντας τη σύνεση ενός απλού ανθρώπου.
δ) Αργότερα, επισκέφθηκαν τον Αββά Αντώνιο κάποιοι που θεωρούνταν από τους Έλληνες σοφοί. Αυτοί απαιτούσαν να συζητήσουν για τη χριστιανική πίστη. Επιχειρούσαν να διατυπώσουν ειρωνικούς συλλογισμούς για τον Σταυρό του Χριστού. Αφού σιώπησε για λίγο ο Άγιος και «οικτήρας την άγνοιά των», είπε: -Τι είναι καλύτερο, να ομολογεί κάποιος τον σταυρό, ή να αποδίδει μοιχείες και διαφθορές παιδιών στους λεγόμενους θεούς σας; Ο Σταυρός που πιστεύουμε εμείς είναι τεκμήριο ανδρείας και γνώρισμα καταφρόνησης του θανάτου, ενώ τα δικά σας είναι πάθη αισχρότητας.
ε) Και συνέχισε: -Τι είναι καλύτερο, να υπομένει κάποιος εκούσια σταυρό και να μη φοβάται τον επερχόμενο θάνατο, ή να διηγείται μύθους περί πλανών του Όσιρη και της Ίσιδας, των μηχανορραφιών του Τυφώνος, της φυγής του Κρόνου, της βρώσεως τέκνων και πατροκτονιών; Και κατέληξε: -Πώς όμως, ενώ χλευάζετε το σταυρό, δεν θαυμάζετε και την ανάσταση; Διότι αυτοί που μίλησαν για το σταυρό, έγραψαν και για την ανάσταση!
στ) Στη συνέχεια, εξαίροντας την ανωτερότητα της χριστιανικής πίστεως και την απήχησή της στο λαό, παρά τους διωγμούς, ο Μέγας Αντώνιος ανάγκασε τους συνομιλητές του να παραδεχθούν την αδυναμία των σοφιστειών τους. Δίδαξε και άλλα, ώστε θαύμαζαν οι φιλόσοφοι και άρχισαν να αναχωρούν «κατασπαζόμενοι αυτόν», ομολογώντας ότι ωφελήθηκαν από αυτόν! Εξάλλου, ήταν πάντοτε «χαρίεις και πολιτικός» (κοινωνικός), κανείς δεν τον φθονούσε και όλοι χαίρονταν την παρουσία του.
ζ) Αξιομνημόνευτος και ο διάλογος που διασώζεται στο «Γεροντικόν»: Κάποιος κυνηγός, όταν είδε τον Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς, σκανδαλίστηκε. Θέλοντας εκείνος να τον διδάξει, λέγει: -«Βάλε μια σαΐτα στο τόξο σου και τέντωσέ το». Εκείνος το έκαμε. Του λέγει: -«Τέντωσέ το πιο πολύ». Το τέντωσε. Και πάλι του λέγει: -«Ακόμη πιο πολύ». Τότε, του απαντά ο κυνηγός: -«Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάσει το τόξο». Και ο γέροντας τον διδάσκει νηφάλια: -«Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν κάποιες φορές να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς!». Ο κυνηγός ωφελήθηκε πολύ. Όμως, για να διαλέγεται κάποιος όπως ο Όσιος Αντώνιος, χρειάζεται σταθερή πίστη, πνευματικό βάθος, διάκριση και θείος φωτισμός.
 

Κυριακούλα Παπαδημητρίου, Πριν τη θεωρία – Προδρομική Πατερική Ερμηνευτική, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2012



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Η πρόταση του βιβλίου 9
1. Το αίτημα μιας σύγχρονης Ερμηνευτικής της Καινής Διαθήκης στον ορθόδοξο χώρο 15
2. Η λειτουργική και επιτελεστική ερμηνευτική μέθοδος κατά τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Πρόληψη της σύγχρονης ερμηνευτικής από την πατερική 43
3. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά σε κείμενα της Καινής Διαθήκης. Όψεις μιας ασκητικής ερμηνευτικής 71
4. Η Επί του Όρους Ομιλία κατά τον άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο. Η συντακτική και ερμηνευτική του μέθοδος 91
5. Η ερμηνεία των ΙΔ” Επιστολών του απ. Παύλου από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Η μείζων ερμηνευτική του αρχή 113
6. Ο χαιρετισμός της ειρήνης στις προς Κορινθίους Επιστολές. Συγκριτολογική και πολιτισμική ανάλυση του καινοδιαθηκικού χαιρετισμού 135

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. Ένα παράδειγμα χωρίς θεωρία 163
2. Ερμηνεία των Ελλήνων πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων στο 21° κεφ. του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου.
Μεταφραστική μεταγραφή 167

ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ 251

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αγία Γραφή 255
Εκδόσεις Κειμένων 255
Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς και Πατέρες 257
Βοηθητική Βιβλιογραφία 262

ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ
Ευρετήριο χωρίων Αγίας Γραφής 277
Ευρετήριο συγγραφέων 281
Ευρετήριο όρων 285

Πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Γραπτές δοκιμασίες αξιολόγησης των μαθητών στο Γυμνάσιο και Γενικό Λύκειο

Σχετικά με τις γραπτές δοκιμασίες αξιολόγησης των μαθητών του Γενικού Λυκείου κατά τη διάρκεια των τετραμήνων ισχύουν τα εξής:
-Οι γραπτές εξετάσεις είναι οι ολιγόλεπτες γραπτές δοκιμασίες διάρκειας 5 έως 15 λεπτών, οι οποίες αποτελούν εναλλακτικό τρόπο εξέτασης των μαθητών στο μάθημα της ημέρας και συμπληρώνουν την αξιολόγηση μέσω προφορικών διαδικασιών. Γίνονται χωρίς προειδοποίηση των μαθητών με τη μορφή σύντομων, ποικίλων και κατάλληλων ερωτήσεων, οι οποίες διατυπώνονται από τον διδάσκοντα με βάση τα σχετικά παραδείγματα που περιέχονται στα σχολικά βιβλία και σύμφωνα με τις Οδηγίες του Π.Ι.
- Ο αριθμός των ολιγόλεπτων γραπτών δοκιμασιών αφήνεται στην κρίση του διδάσκοντος. Κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους πραγματοποιείται μία (1) μόνο ωριαία γραπτή δοκιμασία, στο Α΄ Τετράμηνο, η οποία καλύπτει περιορισμένης έκτασης ενότητα και γίνεται ύστερα από βραχείας διάρκειας προειδοποίηση των μαθητών. Δεν πρέπει να διεξάγονται περισσότερες από μια (1) ωριαία γραπτή δοκιμασία κατά τη διάρκεια του ημερησίου διδακτικού προγράμματος και οπωσδήποτε όχι περισσότερες από τρεις (3) κατά τη διάρκεια του εβδομαδιαίου διδακτικού προγράμματος για το ίδιο τμήμα.
- Αν υπάρχει αντικειμενικό πρόβλημα η ωριαία γραπτή δοκιμασία μπορεί να πραγματοποιηθεί στο Β΄ Τετράμηνο. (άρ. 7 του Π.Δ. 60/2006 (ΦΕΚ A΄ 65)


ΓΥΜΝΑΣΙΟ
Σχετικά με τη διαδικασία γραπτής αξιολόγησης των μαθητών κατά τη διάρκεια των τριμήνων στο Γυμνάσιο,ισχύουν τα εξής:
- Ολιγόλεπτες γραπτές δοκιμασίες (τεστ) διάρκειας 10-15 λεπτών.
-Ωριαίες υποχρεωτικές γραπτές δοκιμασίες, οι οποίεςØ γίνονται, χωρίς προειδοποίηση ανά μία κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων τριμήνων και καλύπτουν την ύλη ευρύτερης διδακτικής ενότητας υπό τον όρο ότι προηγήθηκε κατά το προηγούμενο μάθημα σχετική ανακεφαλαίωση.
-Οι γραπτές ωριαίες δοκιμασίες γίνονται με την ευθύνη του διδάσκοντα, σε συνάρτηση με τον προγραμματισμό της διδακτέας ύλης. Σχετικό πρόγραμμα κατατίθεται στο Διευθυντή του Σχολείου, ο οποίος σε συνεννόηση με οικείους διδάσκοντες συντονίζει τη διεξαγωγή των δοκιμασιών αυτών έτσι ώστε να αποφεύγεται η διενέργεια ωριαίων δοκιμασιών σε περισσότερα του ενός μαθήματα την ίδια μέρα. (Π.Δ. 409/1994). 


Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Σχόλια και επισημάνσεις

Κάθε φορά που ερχόμαστε να συζητήσουμε το συγκεκριμένο θέμα, τον τρόπο με τον οποίον μπορούν να σχετιστούν, ή τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται η Ορθόδοξη θεολογία με τον οικουμενικό διάλογο, βρισκόμαστε ενώπιον μιας σκληρής πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από συγχύσεις, διαπληκτισμούς και φιλονικίες. Και τούτο διότι τα ίδια τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μοιάζει να μη συμφωνούν μεταξύ τους σε οράματα, αντιλήψεις και πρακτικές.
Τα συμπτώματα μιας τέτοιας εικόνας είναι πολλά. Δύο βασικές τάσεις – ρεύματα που συνήθως διαμορφώνονται και επειδή φωνασκούν καταφέρνουν πάντα να ακούγονται, καλύπτουν τον χώρο των άκρων, δημιουργώντας ανάμεσά τους κενό αγεφύρωτο και χάσμα μέγα. Από τη μια μεριά οι κατεξοχήν υπέρμαχοι μιας απροϋπόθετης και συνεπώς αβασάνιστης αποδοχής οποιουδήποτε διαλόγου, όλα βαίνουν καλώς, και από την άλλη οι αρνητές κάθε μορφής επικοινωνίας, οι ταγμένοι πολέμιοι της οικουμενικότητας, αυτοί για τους οποίους ο οικουμενικός διάλογος, όπως λειτουργείται από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, έχει πεθάνει. Ο,τιδήποτε αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτά τα δύο ρεύματα, φαίνεται να συνθλίβεται ή να περιθωριοποιείται. Η εποχή ζητά γρήγορες και μάλιστα μονολεκτικές απαντήσεις, ενός ναι ή ενός όχι. Τυποποιημένες συνταγές επιτυχίας, που δικαιώνουν την αυταρέσκειά μας, τον εγωκεντρισμό μας, την άγνοιά μας.
Στο σημείο αυτό έρχεται η φωνή του ποιητή, αμείλικτη, να θέσει μείζον ερώτημα και να καταθέσει απάντηση δοκιμασμένη, βασανισμένη, θεμελιωμένη στην πείρα της εκκλησιαστικής ζωής. Σημειώνει σχετικά ο θιασώτης του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο της Θεσσαλονίκης Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης: «Αποτελεί τάχα αδυναμία, η άμεση προσφυγή στο έλεος του Κυρίου; Έτσι μπορεί να φαίνεται, επειδή είναι μια αλήθεια πάγκοινη. Δεν πλησιάζεται μ’ ένα απλό ναι, αλλά με τον αγώνα ολόκληρης της ζωής. Αγώνας προς συμφωνία του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο καταλαβαίνει ο καθείς. Συγχύσεις, αιρέσεις, διαπληκτισμοί, φιλονικίες, συζητήσεις δια μέσου των αιώνων της ιστορίας, υπογραμμίζουν το αναπόφευκτο του αγώνος».
Από το κείμενο θα μπορούσε να σημειώσει κανείς πολλά. Θα μπορούσε να σταματήσει και να συζητήσει, να προβληματιστεί για ώρες ατέλειωτες, ίσως για μέρες και για μήνες. Θα επιμείνω σε δύο μόνον σημεία τα οποία συνδέονται μεταξύ τους λειτουργικά, και τα οποία φανερώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να λειτουργήσει ο διάλογος, πρώτα ο εσωτερικός της Ορθοδοξίας και στη συνέχεια ο Οικουμενικός. Ένας διάλογος, καθαρό αίτημα της πρώτης Εκκλησίας, «ίνα οι πάντες εν ώσιν», αλλά και «αμετάκλητη απόφαση των ανά την οικουμένη Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών» του σήμερα.
Πρώτον, η αναφορά στην άμεση προσφυγή, στο έλεος του Κυρίου. Θα μπορούσε κάποιος με μεγάλη άνεση και ευκολία να μιλήσει για θρησκευτικό ευσεβισμό, για θρησκευτικό λαϊκισμό. Τι δουλειά έχει, θα έλεγε, η οποιαδήποτε ευσέβεια με έναν επιστημονικό διάλογο για τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες του κόσμου; Η απάντηση είναι απλή. Πέρα από το γεγονός ότι στην Ορθόδοξη θεολογία δεν νοείται διάσπαση, παρά μόνον διάκριση επιστημονικής και χαρισματικής θεολογίας – ας μη λησμονούμε ότι η θεολογία ως επιστήμη αποτελεί την περιγραφή του χαρίσματος και των οποιονδήποτε αποτελεσμάτων του - η καταφυγή στο έλεος του Κυρίου φανερώνει το ξεπέρασμα της αιτίας της πτώσεως, που συνίσταται κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας στην απώλεια της έκπληξης απέναντι στον Θεό. Μια τέτοια απώλεια της έκπληξης οδηγεί αμέσως στην απώλεια της πίστης. Και τούτο, διότι η πίστη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η δυνατότητα του ανθρώπου να εκπλήττεται πάντα απέναντι στον Θεό. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος σημειώνει, «πίστην λέγομεν…εκείνην ήτις είναι έκπληξις εις Θεόν». Με άλλα και απλούστερα λόγια η απώλεια της έκπληξης, που φανερώνει την απώλεια της πίστης, επιτρέπει ή επιβάλλει την παρουσία της αντικειμενοποίησης. Την έκπληξη αντικαθιστά η αντικειμενική ασφάλεια, την κίνηση, στοιχείο ζωής και κοινωνίας, η στάση και ο θάνατος. Ή για να θυμηθούμε, τον δεύτερο πολιούχο της πόλης μας, της Θεσσαλονίκης, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «το ανενέργητον και ανύπαρκτον».
Συνεπώς, το πρόβλημα της Ορθοδοξίας, δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι η συμμετοχή της ή όχι στον Οικουμενικό διάλογο, αλλά ο τρόπος και οι προϋποθέσεις ενός τέτοιου διαλόγου. Σε καμία περίπτωση «δεν πρέπει να περιμαζέψομε τα τέσσερα ποδάρια και το κεφάλι της χελώνας μέσα στο (ορθόδοξο) καβούκι μην τύχει και νοθέψουμε τη γνησιότητά μας».
Δεύτερον, ο αγώνας ολόκληρης της ζωής, το αναπόφευκτον του αγώνος. Είναι ξεκάθαρο ότι το άφεμά μας στην έκπληξη, δεν δηλώνει σε καμία περίπτωση την κατάργηση των γεγυμνασμένων αισθητηρίων, αλλά τα προϋποθέτει, ως το μόνον τρόπο, το μόνο δρόμο για να γνωρίσουμε τον «τόπο» μας, ως τόπο ορθόδοξο και συνεπώς οικουμενικό. Αγώνας, γύμνασμα, τράνωμα, συνιστούν λέξεις κλειδιά μιας πορείας ασκητικής και ως εκ τούτου ευχαριστιακής. Ο λόγος δηλαδή γίνεται ή η πρόταση είναι για μια στάση ασκητικής εκπλήξεως της Ορθόδοξης θεολογίας και Εκκλησίας απέναντι στο άλλο, στον άλλο, στους άλλους.
Αν θα πρέπει τώρα να γίνω σαφέστερος, αναφερόμενος στο σύγχρονο διάλογο για την ένωση των Εκκλησιών, θα πρέπει να υπογραμμίσω, ότι το τριαδικό πρότυπο αποτελεί σημαντικό οδηγό προσέγγισης. Εντός αυτού του πλαισίου η υπαρξιακή ανάγκη καταδεικνύει, και τούτο πρέπει να τονισθεί ευθύς εξαρχής, την αναγκαιότητα λόγου για ένωση της Εκκλησίας. Όπως στην Αγία Τριάδα δεν συζητούμε για ένωση Θεών, αλλά για ένωση της θεότητας, έτσι και στην Εκκλησία ο λόγος οφείλει να είναι αντίστοιχα εικονικός και τυπολογικός. Συνεπώς, η αναζήτηση θα έχει ως στόχο της την ανεύρεση της κοινής βάσης πάνω στην οποία θα στηριχθεί αυτή η ενότητα. Και αυτή η βάση δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον Χριστό. Στον Χριστό, δηλαδή στην Εκκλησία, πραγματοποιείται η ένωση των πάντων, τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ίδιο. Τούτη είναι, θα λέγαμε, μια ευχαριστιακή ένωση, ακόλουθο μιας ευχαριστιακής εκκλησιολογίας. Ο Χριστός γίνεται ο σύνδεσμος της ενότητας των διασπασμένων και διαιρεμένων μελών της Εκκλησίας.
Συνεπώς, η ένωση είναι μυστηριακή, πραγματική και όχι απλά αγαπητική. Όπως άλλωστε και η σχέση του Πατέρα με τον Υιό δεν είναι απλά αγαπητική. Ο Υιός υπάρχει «φυσικώς εν τω πατρί» και εξάπαντος όχι κατά «την εκ του αγαπάσθαι και αγαπάν επινοηθείσαν σχέσιν παρά των δι’ εναντίας».Εκείνο που προέχει είναι το κοινό της φύσεως. Μέσα σε αυτήν την φυσικότητα, που δεν εμπερικλείει καμία αναγκαιότητα, στο πρότυπο κάποιων αντιοχειανών παρεκκλίσεων, η αγάπη των προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι έκφραση – καρπός αυτής της φυσικότητας. Μια αγάπη ξεκομμένη από τη φύση της θα μπορούσε να είναι ευδαιμονιστική, σχετική ή ακόμη – ακόμη και δαιμονική. Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι η αγάπη από μόνη της δεν φαίνεται πως μπορεί να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε ένωση. Δεν είναι τυχαία άλλωστε, η σειρά με την οποία ο απόστολος Παύλος τοποθετεί τα αγαθά, δηλαδή πίστη, ελπίδα και αγάπη. Αυτή τη σειρά ερμηνεύοντας ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, σημειώνει ότι η αγάπη είναι το «τέλος», είναι το «ακρότατον» των αγαθών και το αίτιο παντός αγαθού. Συνεπώς, η αγάπη ως «συμπληρωματικόν» της πίστης και της ελπίδας προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την πίστη και την ελπίδα. Βέβαια, εδώ ο λόγος γίνεται για την αγάπη θεωρούμενη ως «το έσχατον ορεκτόν» και όχι για οποιαδήποτε εξωτερική ή απλά συναισθηματική αγάπη. Για το λόγο αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει με ένταση να υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση για την τόσο πολυσηζητημένη intercommunio δεν είναι η συναισθηματική αγάπη, αλλά κυρίως η πίστη, η κοινή πίστη των μελών της Εκκλησίας. Η αγάπη θα πρέπει να συνοδεύει αυτήν την πίστη, θα πρέπει να συμπορεύεται με αυτήν την πίστη. Έτσι, όταν η πίστη θα γίνει υιική και η αγάπη θα είναι ολική. Τούτη η προβληματική εξάπαντος δεν θέτει προβλήματα προτεραιοτήτων. Οφείλει όμως, να δείξει τις αρχές, τις θεολογικές αρχές πάνω στις οποίες μπορεί να στηριχθεί μια καλοπροαίρετη συζήτηση των Χριστιανών του κόσμου. Για το λόγο αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα υποστηρίξει ούτε μια λουθηρανική θεώρηση της αγάπης δια μόνης της πίστεως, ούτε βέβαια, μια αυγουστινιανική κατανόησή της, ως συμπλήρωμα της πίστεως.
Η σχέση πίστεως και αγάπης είναι λειτουργική. Η πραγματικότητα της μιας προϋποθέτει την πραγματικότητα της άλλης. Και βέβαια, ο λόγος γίνεται για την κατά Θεόν πίστη και αγάπη που ποιεί την κατ’ άνθρωπον αγάπη.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος μας παρουσιάζει το θέμα ως ένα ταξίδι, ένα ταξίδι ζωής. Γράφει σχετικά: «Η μετάνοια εστι το πλοίον, ο φόβος Δε ο κυβερνήτης αυτού, η αγάπη ο λιμήν ο θεϊκός…Και ότε φθάσομεν την αγάπην, εφθάσαμεν εις τον Θεόν. Και η οδός ημών ετελειώθη και διέβημεν προς την νήσον, την εκείθεν του κόσμου ούσαν× όπου ο Πατήρ, ο Υϊός και το Άγιον Πνεύμα× αυτού η δόξα και το κράτος× και ημάς αξίους ποιήσοι της δόξης αυτού και της αγάπης της δια του φόβου αυτού».
Και εδώ η αγάπη είναι το τέλος, όπως άλλωστε και σε ολόκληρη την αγιογραφικοπατερική παράδοση της Ανατολής. Τούτο εκφράζει με όμορφο τρόπο ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, που σημειώνει: «Αρχή ζωής και τέλος× αρχή μεν πίστις, τέλος Δε αγάπη. Τα δύο, εν ενότητι γενόμενα, Θεός εστιν». Καμία απομόνωση, καμία διαίρεση του ενός από τα δύο, απλά και μόνο μια λειτουργική διάκριση. Άλλωστε, κατά Κύριλλο, η αγάπη και η ορθή συμπόρευσή της με τον όρο της πίστεως αποδεικνύεται με την τήρηση των ευαγγελικών διγμάτων και τη φυλακή των θείων εντολών.
Αυτός είναι και ο λόγος που στην Ορθόδοξη Εκκλησία η πίστη, δηλαδή η άσκηση της σποράς, η άσκηση των χαρισμάτων που εκφράζουν τη δυναμική του προσώπου, και όχι το όργωμα αποτελούν το πλάισιο προετοιμασίας της Θείας Ευχαριστίας. Η Εκκλησιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ευχαριστιακή επειδή είναι ασκητική, και είναι ασκητική επειδή είναι ευχαριστιακή. Οποιαδήποτε απομόνωση ή υπερτονισμός οδηγεί σε παγανισμούς, ειδωλολατρείες και φαντασιώσεις. Η Ευχαριστία προϋποθέται την άσκηση της καθημερινής μετάνοιας, το ταξίδι με το πλοίο της μετανοίας, κατά Ισαάκ Σύρο, και η άσκηση αποτελεί το εισοδικόν της Ευχαριστίας. Καμία αυτονόμηση, κανένας αυτοσκοπός. ’Αλλωστε στην ορθόδοξη Εκκλησία η θεολογία είναι ασκητική, δηλαδή εμπειρική, βιωματική, καθώς διατρέχει όλη την ύπαρξη των προσευχομένων, σε όλες τις εκφάνσεις της χρονικής πραγματικότητας. Κατά Φιλόθεο Κόκκινο η θεολογία μας ασκείται «παρά πάντα τον βίον», και με αυτή την έννοια είναι ασκητική. Η άσκηση της πίστης οδηγεί στην κάθαρση και αναδεικνύει την αγάπη, ή το ύψος της αγάπης των ανθρώπων× και ταυτόχρονα, το ύψος της αγάπης φανερώνει το μέγεθος της πίστης και οδηγεί στη μυστηριακή ενότητα, έτσι ώστε ο θεολόγος να θεολογεί και να θεοπρακτεί σύμφωνα με το ύψος της αγάπης του, στο Θεό και τους συνανθρώπους.
Συνεπώς, η εφαρμογή του Τριαδικού σχήματος στο χώρο του διαλόγου των Χριστιανικών Εκκλησιών της Οικουμένης φαίνεται να είναι δυνατή μόνο μέσα από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, το μυστηριακό πλαίσιο. Η Εκκλησία, ως χώρος φανέρωσης των ενεργειών της Τριάδος, ενεργεί με τη σειρά της, την κατά πίστιν απλή, αμερή και αδιαίρετη σχέση των προσώπων. Ποιεί το γεγονός της καθολικότητας και της ενότητας, δηλαδή πραγματοποιεί τη συνύπαρξη – συμβίωση των μελών «κατά την μίαν απλήν τε και αδιαίρετον της πίστεως χάριν και δύναμιν‘. Και τούτο, ως τύπος της θεότητας που συνέχει, συνάγει, ενδιασφίγγει, γίνεται αρχή και τέλος των όντων. Ακόμη η εκκλησία μιμούμενη την θεότητα που καταργεί τις «ιδικές σχέσεις» και γίνεται αιτία της «ολότητος», αναγεννά και αναδημιουργεί δια του Πνεύματος τα διαιρεμένα και διαφορετικά πρόσωπα της Οικουμένης. Με τον τρόπο αυτό καταργείται ουσιαστικά οποιοσδήποτε φυλετισμός – ρατσισμός και fundamentalismus και ποιείται η ενότητα της γνώμης που οδηγεί στην απλότητα και ταυτότητα της κοινωνίας. Καρδιά της Εκκλησίας είναι οπωσδήποτε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στο σώμα του Χριστού συντελείται η ενότητα των πάντων, η «κατά σώμα νοουμένη ένωσις», την οποία αποκερδαίνουν όσοι έχουν γίνει μέτοχοι της αγίας σάρκας του Χριστού. Έτσι, οι μετέχοντες γίνονται σύσσωμοι τόσο μεταξύ τους όσο και με τον Χριστό. Άλλωστε, ο Χριστός είναι ο σύνδεσμος της ενότητας, καθώς υπάρχει «ένα ταυτώ» Θεός και άνθρωπος. Οι ενούμενοι με τον Χριστό πιστοί διατηρούν άτμητη και αδιαίρετη της φύση τους. Ο Χριστός γίνεται η αιτία του κοινού της φύσης τους, εφόσον στο σώμα του, δηλαδή στην Εκκλησία, συνάγονται τα μεμερισμένα. Έτσι η Εκκλησία πορεύεται το δρόμο της τέλειας αγάπης, αυτής της αγάπης που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ευχαριστιακή, εφόσον η φύση της Εκκλησίας είναι πρωτίστως ευχαριστιακή. Οφείλουμε, βέβαια, να σημειώσουμε ότι και τούτη η ευχαριστιακή αγάπη, τούτη η εκκλησιαστική αγάπη, μοιάζει αποτέλεσμα μιας βιωματικής ασκητικής που αρνείται τα τρία αρχαία κακά, την άγνοια, τη φιλαυτία και την τυραννίδα. Κακά που οφείλει να αποφύγει ο διάλογος, αν θέλει να ονομάζεται ασκητικός, για να γίνει κάποτε ευχαριστιακός, παραμένοντας όντως ασκητικός.
Τέλος, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι στη βάση μιας ασκητικής – ευχαριστιακής εκκλησιολογίας πρέπει να βρίσκεται η μετάνοια.
Η μετάνοια όχι ως ηθικιστικό γεγονός, αλλά ως τρόπος υπάρξεως που οδηγεί τον άνθρωπο προς «ένα και λόγον και τρόπον».
Ο αείμνηστος πατριάρχης Αλεξανδρείας Παρθένιος, ένας από τους βασικούς πρωτεργάτες του διαλόγου της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους μη – Χαλκηδονίους, σε έναν πρόλογό του, αναφερόμενος ακριβώς σε αυτό το θέμα, στο θέμα της μετάνοιας, έγραφε: «Είναι αμαρτία γιατί τα ‘ανθρώπινα’ μας οδήγησαν στο χωρισμό και τη διαίρεση, και ύστερα από δέκα και πέντε αιώνες, εξομολογηθήκαμε και το ομολογήσαμε, δόξα τω Θεώ», και τελείωνε: «Η διαίρεση είναι πάντα αμαρτία και κόλαση, η ενότητα είναι παράδεισος και αλήθεια». Και όντως, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η εξομολόγηση και η μετάνοια αποτελεί τρόπο, ή με καλύτερα λόγια, τον μόνο τρόπο για επίλυση του σύγχρονου Οικουμενικού προβλήματος.
Η «αυτοκριτική και η εξομολόγηση» σημειώνει σύγχρονος Ορθόδοξος θεολόγος, «είναι τα κριτικά – κρίσιμα βήματα με τα οποία ξαναγυρίζουμε στα θεμέλια της Χριστιανικής ακεραιότητας, τον αληθινό καθαρισμό της Χριστιανικής συνείδησης από τις ανεξομολόγητες αμαρτίες του παρελθόντος. Το θάψιμο των αμαρτιών μέσα στον εαυτό μας σημαίνει σε τελευταία ανάλυση το θάψιμο του ίδιου του εαυτού μας».
Είναι αλήθεια ότι οι προκλήσεις των καιρών μας είναι πολύπλευρες και δυναμικές για την Χριστιανική Εκκλησία. Και είναι ακόμη αλήθεια ότι ο πόνος του Ορθοδόξου γίνεται αβάσταχτος, όταν αδυνατεί να κοινωνήσει από το ίδιο ποτήριο με «αδελφούς» που συμπαραβρίσκονται στη λειτουργία του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Ή όπως πολύ εύστοχα σημειώνει το κείμενο για την Αναβάθμιση της συμμετοχής των Ορθοδόξων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το τελικό κείμενο της ειδικής επιτροπής, «στην κοινή προσευχή είναι που βιώνεται εντονότερα ο πόνος της χριστιανικής διαίρεσης».
Η έκρηξη της ενότητας, που θα επιτρέψει στους πιστούς τη δοξολογία και την ανύμνηση του ονόματος της Αγίας Τριάδος «εν ενί στόματι και μία καρδία» είναι πρωτίστως ενότητα πίστεως: «Την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος αιτησάμενοι».
Τούτη η ενότητα θα πραγματοποιηθεί όταν οι διαιρεμένοι της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού θα μπορέσουν να ομολογήσουν μαζί, εν πλήρει πίστει και αγάπη, ότι «Πιστεύω (-ομεν) Κύριε και ομολογώ (-ούμεν), ότι συ ει αληθώς Χριστός…έτι πιστεύω (-ομεν), ότι τούτο αυτό εστι το άχραντον σώμα σου και τούτο εστί το τίμιον αίμα σου…αξίωσόν με (μας) ακατακρίτως μετασχείν των αχράντων σου μυστηρίων, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».
(2003)
 

Επιστημονικό Συνέδριο ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

 
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013
10:00-12:00 Χαιρετισµοί:
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυµος
Εκπρόσωποι πολιτικών και κρατικών οργανισµών
Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. Άνθιµος
Εκπρόσωποι άλλων Ορθοδόξων διοικήσεων της Ελλάδας
Περιφεριάρχης Κεντρικής Μακεδονίας κ. Απόστολος Τζιτζικώστας
Πρυτανικές Αρχές Α.Π.Θ.
Πρόεδρος του Τµήµατος Θεολογίας Α.Π.Θ. κ. Χρυσόστοµος Σταµούλης
12:00-12:20 Διάλειµµα/Καφές-Τσάι
 
ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Η «Βασιλεία του Θεού» και η Λαϊκή Εξουσία. Ιστορικές επισηµάνσεις από τις παράλληλες πορείες Εκκλησίας και Αριστεράς στον 20ό και τον 21ο αιώνα.
Συντονισµός: Μαρία Αντωνιάδου (Δηµοσιογράφος, Γ. Γραµµατέας Ε.Σ.Η.Ε.Α.)
12:20-12:40 Μιλτιάδης Κωνσταντίνου (Καθηγητής Α.Π.Θ.) & Ευστάθιος Χ. Λιανός Λιάντης (υ.δρ. Α.Π.Θ)
12:40-13:00 Παναγιώτης Αρ. Υφαντής (Επ. Καθηγητής Α.Π.Θ.)
13:00-13:20 Χρήστος Λάσκος (Δρ. Φιλοσοφίας – Μέλος Π.Γ. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.)
13:20-13:50 Συζήτηση
14:00-16:30 Γεύµα
 
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Θρησκευτικά Σύµβολα και Θρησκευτικότητα στον δηµόσιο χώρο
Συντονισµός: Παντελής Σαββίδης (Δηµοσιογράφος)
17:00-17:20 Νίκη Παπαγεωργίου (Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ.)
17:20-17:40 Μητροπολίτης Δηµητριάδος κ.κ. Ιγνάτιος
17:40-18:00 Γιάννης Παπαθεοδώρου (Επ. Καθηγητής Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων)
18:00-18:20 Ιφιγένεια Καµτσίδου (Επ. Καθηγήτρια Α.Π.Θ.)
18:20-18:50 Συζήτηση
18:50-19:10 Διάλειµµα/Καφές-Τσάι
 
ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Θέµατα εκκλησιαστικής περιουσίας και µισθοδοσίας του κλήρου
Συντονισµός: Στέλιος Κούλογλου (Δηµοσιογράφος)
19:10-19:30 Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστοµος (Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.)
19:30-19:50 Τάσος Κουράκης (Αν. Καθηγητής Α.Π.Θ. – Βουλευτής ΣΥ.ΡΙΖ.Α.)
19:50-20:10 π. Βασίλειος Καλλιακµάνης (Καθηγητής Α.Π.Θ.)
20:10-20:30 Κώστας Παπαγεωργίου (Λέκτορας Α.Π.Θ.)
20:30-21:00 Συζήτηση
21:15 Δείπνο
 
Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013
ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Εκκλησία και Αριστερά εν µέσω κρίσης: Δράσεις έναντι των κοινωνικών προβληµάτων
Συντονισµός: Κλέαρχος Τσαουσίδης (Δηµοσιογράφος)
10:00-10:20 Κώστας Σταµάτης (Καθηγητής Α.Π.Θ.)
10:20-10:40 Μητροπολίτης Νεαπόλεως κ.κ. Βαρνάβας
10:40-11:00 Χρήστος Τσιρώνης (Λέκτορας Α.Π.Θ.)
11:00-11:30 Συζήτηση
11:30-12:00 Διάλειµµα/Καφές-Τσάι
 
ΠΕΜΠΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Εκκλησία και Αριστερά έναντι του µεταναστευτικού ζητήµατος
Συντονισµός: Νίκος Παπαχρήστου (Δηµοσιογράφος)
12:00-12:20 Παύλος Χαραµής (Πρόεδρος ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ.)
12:20-12:40 Μητροπολίτης Σιατίστης κ.κ. Παύλος
12:40-13:00 Στυλιανός Τσοµπανίδης (Επ. Καθηγητής Α.Π.Θ.)
13:00-13:30 Συζήτηση
13:45-16:30 Γεύµα
 
ΕΚΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Ο σύγχρονος λόγος της Εκκλησίας και της Αριστεράς. Από τη συγκρουσιακή στη συνεργατική ρητορική
Συντονισµός: Βασίλης Κεχαγιάς (Δηµοσιογράφος)
17:00-17:20 Μητροπολίτης Γόρτυνος κ.κ. Ιερεµίας (Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.)
17:20-17:40 Νικόλας Σεβαστάκης (Αν. Καθηγητής Α.Π.Θ.)
17:40-18:00 Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου κ.κ. Ανδρέας (Καθηγητής Α.Π.Θ.)
18:00-18:20 Ανδρέας Καρίτζης (Δρ. Φιλοσοφίας – Μέλος Κ.Ε. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.)
18:20-18:50 Συζήτηση
18:50-19:10 Διάλειµµα/Καφές-Τσάι
 
ΕΒΔΟΜΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Η Θρησκευτική Εκπαίδευση στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο
Συντονισµός: Σταύρος Τζίµας (Δηµοσιογράφος)
19:10-19:30 Κωστής Παπαϊωάννου (Πρόεδρος Ε.Ε.Δ.Α.)
19:30-19:50 Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ.κ. Άνθιµος
19:50-20:10 Τριαντάφυλλος Μηταφίδης (Εκπαιδευτικός – Επικεφ. της δηµ. Παρ. “Θεσ/νίκη Ανοιχτή Πόλη”)
20:10-20:30 Νικόλαος Μαγγιώρος (Επ. Καθηγητής Α.Π.Θ.)
20:30-21:00 Συζήτηση