Πρωτ.
Βασίλειος Καλλιακμάνης
Καθηγητής
Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.
Ἡ ἀναφορά στή ζωή καί τό ἔργο ἀνθρώπων
τοῦ πνεύματος πού διακόνησαν ἀθόρυβα τήν Ἐκκλησία, τή θεολογία καί τήν
κοινωνία καθίσταται δύσκολη. Ἀφενός ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς ὑπερβολῆς καί ἀφετέρου
τῆς ἔλλειψης. Τό ἦθος ὅμως τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ διδασκάλου Ἰωάννη Φουντούλη
(1927-2007) δέν ἀφήνει περιθώρια γιά ἀκρότητες. Ἐμπνέει καί μετά τό θάνατό
του τήν ἀριστοτελική μεσότητα καί τό μέτρο. Ἀναρωτιέμαι, τί θά σκέπτεται ἡ ἁγία
του ψυχή βλέποντάς μας νά ὁμιλοῦμε τόσοι ἄνθρωποι γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο
του ἐπί δύο ὁλόκληρες ἡμέρες; Πάντως, ἐάν εἴχαμε τή δυνατότητα νά τόν ρωτήσουμε,
εἶμαι βέβαιος, ὅτι θά μᾶς γλυκομάλωνε καί θά μᾶς ἀποθάρρυνε. Ὅμως, θέλω νά πιστεύω
ὅτι ἡ ἁπλή του καρδιά, πού πήγαζε ἀπό
μιά αὐθεντική προσωπικότητα καί ἔκρυβε τήν παραδοσιακή του αρχοντιά, θά
συγχωρέσει τίς ὑπερβολές μας. Ὅσοι τόν γνώρισαν, συνεργάσθηκαν ἤ μαθήτευσαν
κοντά του θά ἐνθυμοῦνται τόν ταπεινό ἄνθρωπο, τόν πολύτιμο συνεργάτη,
τό σοφό διδάσκαλο.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προσέβλεψε στό
πρόσωπό του καί τοῦ ἀπένειμε τό ὀφφίκιο τοῦ Ἄρχοντος Χαρτουλαρίου, ἐνῶ ἀπό τό
1989 καί γιά μιά δεκαπενταετία τοῦ ἐμπιστεύθηκε τή Διεύθυνση τοῦ Πατριαρχικοῦ
Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν στή Θεσσαλονίκη, τό ὁποῖο διακόνησε μέ συνέπεια,
ἐνῶ τό 1994 ἀνέλαβε τήν εὐθύνη γιά τήν ἐπανέκδοση τοῦ περιοδικοῦ «Ὀρθοδοξία».
Τότε μέ κάλεσε κοντά του ὡς «συνεργάτη παρ΄ αὐτῶ», ὅπως ἔγραφε τό Πατριαρχικό
Γράμμα, γιά νά ἐπιμεληθοῦμε τήν ἔκδοση τῆς «Ὀρθοδοξίας». Παρά τούς κόπους,
ἰδιαίτερα κατά τόν πρῶτο καιρό καί μέχρι νά κυκλοφορήσουν τά πρῶτα τεύχη τοῦ
περιοδικοῦ, ἡ συνεργασία αὐτή ἀποτέλεσε γιά μένα πηγή ἔμπνευσης σέ πολλά ἐπίπεδα.
Ὁ μακαριστός Ἰωάννης Φουντούλης ἀγαποῦσε
τούς βυζαντινούς ναούς τῆς Θεσσαλονίκης καί ἰδιαίτερα τό καθολικό τῆς
Ἱερᾶς Μονῆς Βλατάδων. Ἐκεί ἐκκλησιαζόταν συχνά, ἐπιλέγοντας τό στασίδι
πλάι στό δεξιό χορό, ἐνῶ κατά τή διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν κανοναρχοῦσε
χαμηλωφώνως καί ἰσοκρατοῦσε μετέχοντας «ἐν πνεύματι καί ἀληθεία» (Ἰωάν.
4,23) στή θεία λατρεία. Ἦταν ἐνεργό μέλος
τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος καί ὑπῆρξε ἡ ψυχή τῶν ὀκτώ Λειτουργικῶν Συμποσίων πού ὀργανώθηκαν
ἀπό αὐτή, ἐνῶ χαιρόταν ὅταν ἔβλεπε νά ἐκδίδονται τά πρακτικά μέ τίς εἰσηγήσεις
τῶν Συμποσίων αὐτῶν. Ἀνάλογα συνέδρια ὀργάνωνε σέ συνεργασία μέ τήν Ἱερά
Μητρόπολη Δράμας στό Μοναστήρι τῆς Εἰκοσιφοίνισσας.
Ἐνδεικτικά τοῦ λειτουργικοῦ ἤθους
καί τῆς «συντετριμένης καρδίας» του στό ἀπόγειο τῆς διεθνοῦς ἀναγνώρισης τοῦ ἔργου
του εἶναι ὅσα εἶπε μεταξύ ἄλλων στήν τιμητική γι’
αὐτόν βραδιά στό Βελιγράδι στις 7 Μαΐου 2003. Παραθέτουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό
τήν ὁμιλία του πού ἀποτελεῖ μάθημα ταπείνωσης: «Εὐλογητός ὁ Θεός, “ὁ ἐγείρων ἀπό γῆς πτωχόν
καί ἀπό κοπρίας ἀνυψῶν πένητα, τοῦ καθίσαι αὐτόν μετά ἀρχόντων, μετά ἀρχόντων
λαοῦ αὐτοῦ”» (Ψαλμ.
112,7-8). Καί λίγο πιό κάτω «Ἐγώ δέ εἰμί γῆ καί σποδός (Γέν. 18,27). Ἐπ΄ ἀληθείας καί μέ ὅλην τήν αἴσθησιν τοῦ βάρους τῶν
λέξεων μετά τοῦ προπάτορος ἐπαναλαμβάνω· “γῆ
καί σποδός”...». Καί
συνεχίζει: «Κατά τά κρατοῦντα ἀκαδημαϊκά ἤθη, ὁ ἀπολαμβάνων μιᾶς ἀκαδημαϊκῆς
ὑψίστης τιμῆς... ἀναπτύσσει δι’
ὀλίγων θέμα, τῆς εἰδικότητός του βεβαίως, κατά τό δυνατόν δέ ἐνδιαφέρον
τήν ἐκλεκτήν ὁμήγυριν. Μακράν ἀπό ἐμέ νά διδάξω θεοδιδάκτους ἀδελφούς καί
πατέρας ἤ ἔστω νά εἴπω κοινότυπα πράγματα, ὁμιλῶν ὡς πρός ἀγνοοῦντας ἤ ἔστω ἀτελῶς
γνωρίζοντας. Ἐσκέφθην ὅτι, τί ἄλλο τιμᾶτε εἰς ἐμέ, εἰ μή τόν ἀκαδημαϊκόν
διδάσκαλον, πού κατά τό ἔλεος καί κατ’
ἀνοχήν Θεοῦ καί παρά τήν Κυριακήν ἀπαγόρευσιν (“μηδέ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς
γάρ ὑμῶν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός”, Ματθ. 23,10), ἀντεποιήθη τοῦ ἔργου
τῆς διδασκαλίας ἐπί μακρά ἔτη, μίαν ὁλόκληρον ζωήν. Ηὐδόκησε δέ ὁ χορηγός τῆς
ζωῆς αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν μου νά φθάσουν τό βιολογικόν ὅριον τοῦ Ψαλμωδοῦ, (“αἱ
ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη”, Ψαλμ. 89,10) καί “ἐν
δυναστείαις”, (κατά τό δυνατόν καί κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ), νά ὑπερβαίνουν
τό ὅριον ἐκεῖνο... Μή ἔχων δέ λόγον δι’
οὐδέν ἄλλον πεδίον καί «θέμα μόνον τῆς ζωῆς μου», τῆς μελέτης μου, τῶν ἐρευνῶν,
τῆς οἱασδήποτε ποιότητος συγγραφῆς καί τῆς καθ’ οἱονδήποτε τρόπον προσφερομένης ἀκαδημαϊκῆς
ἤ ἄλλης «τάχα καί» διδασκαλίας μου... ἐπιλέξας τόν κλάδον τῆς ἐπιστήμης τῆς
λατρείας...ἐνόμισα χρήσιμον ...νά καταστήσω κοινωνούς, οἱονεί ἐν δημοσίᾳ ἐξομολογήσει»
(Ὀρθοδοξία, τεῦχ. Δ΄, 2003, σ. 910-911).
Πῶς νά ἐξηγηθοῦν οἱ λόγοι αὐτοί; Ἀποτελοῦν ἐκφράσεις μετριοφροσύνης;
Ἀπολογισμό μιᾶς μακρᾶς καί γόνιμης διδασκαλίας; Ἀποχαιρετισμό πρός τήν ἀκαδημαϊκή
κοινότητα; Ἔκφραση πρόδηλης ἀμηχανίας ἑνός μεγάλου διδασκάλου πού δέν ἐπεδίωξε
νά φαίνεται ὡς τέτοιος; Ἔκφραση ἀμηχανίας μπροστά στή συνειδητοποίηση τῆς
προσφορᾶς του καί τῆς δικαιολογημένης τιμῆς πρός τό πρόσωπό του; Ἴσως ὅλα
αὐτά καί ἴσως τίποτε ἀπό αὐτά. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι οἱ παραπάνω λόγοι, πού πολύ ἀπέχουν
ἀπό τά ἀκαδημαϊκά στερεότυπα τῆς ἀτομικῆς κομπορρημοσύνης, μαρτυροῦν τή
βιωματική σχέση τοῦ ἀνδρός μέ τά βιβλικά καί λειτουργικά κείμενα.
Ἀσχολήθηκε ἐπί σειρά ἐτῶν μέ τό
λειτουργικό ἔργο τοῦ Συμεών Θεσσαλονίκης, ἐνῶ τά τελευταῖα χρόνια μετέφραζε
κείμενά του στήν δημοτική. Ἡ γλῶσσα τῶν μεταφράσεων αὐτῶν εἶναι ἐμπνευσμένη·
ζυμωμένη μέ τό λατρευτικό λόγο καί πόρρω ἀπέχει ἀπό τίς τυποποιημένες μεταφράσεις
πατερικῶν κειμένων πού κυκλοφοροῦν εὐρέως. Χαρακτηριστικό τοῦ διδακτικοῦ καί
τοῦ συγγραφικοῦ του ταλάντου εἶναι ὅτι διαλεγόταν πάντοτε ζωντανά καί χωρίς
ἐπιτήδευση μέ τούς μαθητές, τούς ἱερεῖς καί τούς συναδέλφους του. Ἐνσωμάτωνε
τίς ἐρωτήσεις τους στά κείμενά του καί μέ σαφή, λιτό καί διακριτικό τρόπο
περιέγραφε τό ἐρευνητικό πλαίσιο ἀφήνοντας τόν συνομιλητή ἤ τόν ἀναγνώστη
νά ἐκμαιεύσει τήν ἀπάντηση. Ὁρισμένοι τόν κατηγοροῦν γι’ αὐτό. Θεωροῦν ὅτι εἶχε
πιλάτειες θέσεις ἤ δέν ἦταν πολύ συγκεκριμένος. Αὐτό ὅμως ἦταν πού ἔκανε τή
διαφορά. Ἀκολουθοῦσε τή διδακτική τῶν εὐαγγελικῶν παραβολῶν καί τήν παιδαγωγία
τῶν χριστιανικῶν συμβόλων. Νομίζω, ὅτι ὁ
Φουντούλης μέ τον τρόπο του ἔλεγε: «Ὁ
ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω».
Ἐνῶ ἦταν ὄντως σοφός καί βαθύς γνώστης τῶν
λειτουργικῶν θεμάτων, θεωροῦσε τόν ἑαυτό του πάντοτε μαθητή τῆς Ἐκκλησίας
καί ἄκουγε μέ προσοχή ὅσα εἶχαν νά τοῦ ποῦν καί οἱ πιό ἁπλοί ἱερεῖς, τούς
ὁποίους τιμοῦσε ἰδιαίτερα. Μέ τό διδακτικό καί συγγραφικό του μόχθο κατάφερε
νά καλύψει τά ἐνδιαφέροντα τόσο τῶν ἀπαιτητικῶν καί συστηματικῶν μελετητῶν,
θεολόγων, ἀρχαιολόγων, μουσικολόγων, φιλολόγων, βυζαντινολόγων, ἱστορικῶν,
νομικῶν, θρησκειολόγων κ.ἄ., ὅσο καί τοῦ εὐρύτερου κοινοῦ, τοῦ κλήρου καί
τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Εἶχε βιωματική σχέση καί ἐντρυφοῦσε
καθημερινά στό Ἱερόν Ψαλτήριον, τό ὁποῖο θεωροῦσε βιβλίο παναθρώπινης ἀξίας
καί οἰκουμενικῆς ἐμβέλειας. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραφε: «Τό Ἱερόν Ψαλτήριον
εἶναι τό ἀφθίτου ἀξίας ὑμνολογικόν κείμενον, τό ὁποῖον συνδέει παλαιόν καί
νέον Ἰσραήλ καί ὅλους διά τῶν αἰώνων τούς χριστιανούς τῆς Οἰκουμένης, οἱ ὁποῖοι
διά τῶν θεοπνεύστων αὐτοῦ ψαλμῶν ὕμνησαν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἀνέπεμψαν τάς
πρός αὐτόν εὐχαριστίας των, ἀνέφεραν τούς πόνους καί τάς θλίψεις των,
ἐζήτησαν τό ἔλεος καί τήν βοήθειάν του, ἐξωμολογήθησαν τάς ἁμαρτίας των καί
ἐναπέθεσαν εἰς αὐτόν τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας των. Χειραγωγούμενοι δέ ἀπό
τήν τυπολογικήν καί ἀναγωγικήν ἑρμηνείαν τῶν ἁγίων πατέρων εἶδον εἰς τούς
ψαλμούς προφητευομένην τήν ἔλευσιν τοῦ Σωτῆρος, τήν διδασκαλίαν του καί τά
θαύματά του, τά πάθη καί τήν ἀνάστασίν του, τήν δόξαν καί τήν δι’ αὐτοῦ λύτρωσιν τοῦ γένους τῶν
ἀνθρώπων καί τήν συντριβήν τῶν ἀντιθέων δυνάμεων» (Τό Ἱερόν Ψαλτήριον μετά
τροπαρίων καί εὐχῶν, ἤτοι τύπος κελλιωτικῆς Ἀγρυπνίας, ἔκδ.Ἱερᾶς Μονῆς
Παντοκράτορος, Ἅγιον Ὄρος 2004, σ. ιδ΄).
Ὁ Ἰωάννης Φουντούλης σεβόταν τήν
παράδοση, ἀλλά φρόντιζε νά ἐπισημαίνει καί τίς στρεβλώσεις στά λειτουργικά
πράγματα, πού ἐπισώρρευσε ὁ χρόνος καί ἡ ἄγνοια. Παράλληλα μέ εὔστοχο τρόπο
ἐπισήμαινε τούς κινδύνους ἀπό τήν ἐκκοσμίκευση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς.
Δίδασκε χαρακτηριστικά: «Μεταπολεμικῶς ἡ τεχνολογική ἐξέλιξη καί ἡ οἰκονομική
εὐμάρεια ἐπέτρεψε τό κτίσιμο νέων ναῶν, τή γενίκευση τῆς χρήσεως τοῦ
ἠλεκτρικοῦ ρεύματος γιά τό φωτισμό καί τή θέρμανση τοῦ ναοῦ, τήν ἐγκατάσταση
μεγαφώνων, τήν κατασκευή καθισμάτων…Ὅλα αὐτά καλά ὅταν καλῶς γίνονται. … Ἄν
ὅμως γίνεται ἀλόγιστη χρήση, καταστρέφουν ὄχι μόνο τήν αἰσθητική του χώρου,
ἀλλά καί ἐκκοσμικεύουν τό ναό, μεταβάλλοντάς τον σέ αἴθουσα θεάτρου μέ
ἄπλετο καί διασπαστικό φωτισμό, μέ ἔντονο ἐνοχλητικό ἦχο, μέ φόρτο καθισμάτων
καί φόρτο καλῆς καί κακῆς τέχνης ἐπίπλων καί σκευῶν…». Τόνιζε ἀκόμη ὅτι στόν
ἱερό χῶρο τῆς ἐκκλησίας, ὅπου διδάσκεται ἡ ταπείνωση, ἡ φιλοπτωχεία, ἡ λιτή
ζωή, ἡ ἱεροπρεπής σεμνότητητα καί τό μέτρο δέν μπορεῖ νά κυριαρχεῖ ἡ χλιδή
(χρυσός φόντος) κυρίως στίς τοιχογραφίες, ὁ «ἐκπερσισμός» τῶν ἀμφίων καί ἐν
τέλει ἡ διά τῶν ἐξωτερικών μεγαφώνων διαπόμπευση τῶν ἱερῶν μυστηρίων.
Ἀναφερόμενος ὁ καθηγητής Ἰωάννης
Φουντούλης σέ ὅλα αὐτά δέν ἐξωράϊζε τό παρελθόν, οὔτε μεμψιμοιροῦσε γιά τό
παρόν, ἀλλά ὀρθοτομοῦσε τήν ἀλήθεια. Πέραν τούτων ὅμως, ἀναγνώριζε τή
σύγχρονη ἀναγέννηση στά λειτουργικά πράγματα ἐπισημαίνοντας τό ἔντονο
ἐνδιαφέρον τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ γιά τή λατρεία πού ἐκφράζεται μέ τίς ἐκδόσεις,
τά συνέδρια, τίς ἐκπομπές καί τήν συχνή μετοχή μεγάλου μέρους τοῦ ἐκκλησιάματος
στή θεία κοινωνία˙ πράγμα σπανιότατο σέ παλαιότερες ἐποχές. Ἐνῶ ἐπέκρινε
τήν παράχρηση τῶν πραγμάτων, ἔβλεπε μέ αἰσιοδοξία τό μέλλον τῆς ὀρθόδοξης
χριστιανικῆς λατρείας. Καί ἀναρωτιόταν γιά ὅλα αὐτά: «Προοίμιον ἀνοίξεως;
Φύτρωμα τοῦ σπόρου;». Καί εὐχόταν: «Ὁ Θεός νά δώσει».
Τό μέγεθος τοῦ ἔργου τοῦ μακαριστοῦ
καθηγητῆ δέν μπορεῖ εὔκολα νά ἀποτιμηθεῖ. Εἶναι ὅμως σίγουρο ὅτι ὅσοι θά
ἀσχολοῦνται στό μέλλον μέ τή λειτουργική, τήν ὁμιλητική,
τήν ἁγιολογία καί τίς « ἱερές τέχνες» εἶναι ἀδύνατο νά μήν ἀναφέρονται στήν
μεγάλη προσφορά τοῦ λειτουργιολόγου τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννη Φουντούλη.
*Ὁμιλία στό Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο πρός τιμήν τοῦ
καθηγητῆ Ἰωάννη Φουντούλη, Θεσσαλονίκη 20. 2. 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου