Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Στο κέντρο του κλασικού ελληνισμού, την Αθήνα, καθώς και σε άλλες πόλεις της Μεσογείου και ιδιαίτερα στην περιοχή της Ιωνίας αναπτύχθηκαν οι επιστήμες, οι τέχνες, τα γράμματα και η φιλοσοφία. Παράλληλα, οι έλληνες φιλόσοφοι με τη διαίσθηση και την ενόραση αναζητούσαν τον Θεό πέρα από τις λαϊκότροπες ειδωλολατρικές συνήθειες. Όταν ο Απόστολος Παύλος έφθασε στην Αθήνα, βρήκε «κατείδωλον την πόλιν» (Πράξ. 17, 16).
β) Χρησιμοποιώντας ποιμαντικά την εικόνα αυτή, επαίνεσε τους Αθηναίους ως «ευλαβεστάτους από κάθε άποψη». Ταυτόχρονα, ο Απόστολος Παύλος, παίρνοντας αφορμή από την επιγραφή «στον άγνωστο Θεό» (βλ. Πράξ. 17, 23) που υπήρχε σε κάποιο βωμό, άρχισε να διαλέγεται με τους έλληνες φιλοσόφους. Στο ακροατήριο παραβρισκόταν και ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης που πίστεψε στον Χριστό, η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 3 Οκτωβρίου και η Αθήνα ως πολιούχο της.
γ) Στο όνομα του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου διασώζονται πολλά συγγράμματα, στα οποία μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει τη ελληνική φιλοσοφική παιδεία του συγγραφέα, αλλά και την υπέρβασή της από τα «θεοπαράδοτα λόγια». Και αυτά δεν είναι άλλα από όσα ο Απόστολος Παύλος δίδαξε και οι πρώτοι χριστιανοί της Αθήνας βίωναν στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής κοινότητας. Η πνευματική αυτή εμπειρία φαίνεται ότι παραμένει ζωντανή για αιώνες, καταγράφεται αργότερα από κάποιον άγνωστο συγγραφέα και παραδίδεται στο όνομα του πρώτου χριστιανού της Αθήνας, του Αγίου Διονυσίου.
δ) Μπορεί στα Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα να απαντά νεοπλατωνική και φιλοσοφική ορολογία, αλλά στην ουσία πρόκειται για περιγραφές εμπειρικών πνευματικών καταστάσεων και ανάκρασης του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Θεός είναι άγνωστος, αλλά γίνεται γνωστός διά των ενεργειών του. Είναι φως και γνόφος, το «πρώτον κινούν ακίνητον» που ταυτόχρονα κινείται.
ε) Η «αντιθετική» αυτή ορολογία έχει συμβολικό χαρακτήρα. Κι αυτό φαίνεται στα ιερά κείμενα, τις ιερές ακολουθίες και τις λειτουργικές τέχνες της Εκκλησίας. Στα Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα αναφέρεται ότι οι ιερές ωδές των λογίων και τα αναγνώσματα της Θείας λειτουργίας παραδίδουν τη διδασκαλία για αποκάθαρση της φθοροποιού κακίας. Συγχρόνως η ειρηνική και ενοποιητική μετάδοση του καθαγιασμένου άρτου και οίνου οδηγεί σε ομοτροπία και μνήμη του αρχισυμβόλου που είναι ο Μυστικός Δείπνος.
στ) Τα περί Θεού ονόματα και η διδασκαλία των Αρεοπαγιτικών Συγγραμμάτων, που ενσωματώνονται στη λατρεία της Εκκλησίας, δεν αποβλέπουν στη λογική γνώση της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Και οι θείες ενέργειες δεν ανήκουν, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, στην καταφατική θεολογία, διότι και αυτές δεν είναι εύκολα προσιτές. Τα θεία ονόματα προετοιμάζουν πνευματικά τους χριστιανούς για την κοινωνία με τον Θεό, η οποία υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη νόηση και γνώση. Ο Άγιος Διονύσιος, στηριζόμενος στους λόγους της Αγίας Γραφής, διαστέλλει τα ελευσίνια μυστήρια από τα μυστήρια της Εκκλησίας, το βάπτισμα, τη σύναξη και το μύρο.
ζ) Επιπλέον, μυστήριο θεωρεί την «έξοδο» του Θεού στον κόσμο διά συμβόλων, αλλά και την ανταπόκριση του ανθρώπου στη θεία επίσκεψη. «Ο Θεός, δι’ υπερβολήν ερωτικής αγαθότητος έξω εαυτού γίνεται», γράφει. Και ο άνθρωπος ανάγεται στομ Θεό κυρίως διά των μυστηρίων και της προσευχής. Με προσευχή αρχίζει ο ιερός συγγραφέας τα κείμενά του: «Τριάς υπερούσιε και υπέρθεε και υπεράγαθε της Χριστιανών έφορε θεοσοφίας, ίθυνον ημάς επί την των μυστικών Λογίων υπεράγνωστον και υπερφυά και ακροτάτην κορυφήν, ένθα τα απλά και απόλυτα και άτρεπτα της θεολογίας μυστήρια». Εάν κάθε χριστιανός γινόταν «όλος προσευχή», «όλος φως» και στρεφόταν προς την «υπέρφωτον θεότητα», τότε θα φωτιζόταν και η κοινωνία της σύγχυσης, της ανομίας, της βαρβαρότητας και της παρακμής.
Πηγή: http://www.makthes.gr/news/opinions/110470/
β) Χρησιμοποιώντας ποιμαντικά την εικόνα αυτή, επαίνεσε τους Αθηναίους ως «ευλαβεστάτους από κάθε άποψη». Ταυτόχρονα, ο Απόστολος Παύλος, παίρνοντας αφορμή από την επιγραφή «στον άγνωστο Θεό» (βλ. Πράξ. 17, 23) που υπήρχε σε κάποιο βωμό, άρχισε να διαλέγεται με τους έλληνες φιλοσόφους. Στο ακροατήριο παραβρισκόταν και ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης που πίστεψε στον Χριστό, η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 3 Οκτωβρίου και η Αθήνα ως πολιούχο της.
γ) Στο όνομα του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου διασώζονται πολλά συγγράμματα, στα οποία μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει τη ελληνική φιλοσοφική παιδεία του συγγραφέα, αλλά και την υπέρβασή της από τα «θεοπαράδοτα λόγια». Και αυτά δεν είναι άλλα από όσα ο Απόστολος Παύλος δίδαξε και οι πρώτοι χριστιανοί της Αθήνας βίωναν στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής κοινότητας. Η πνευματική αυτή εμπειρία φαίνεται ότι παραμένει ζωντανή για αιώνες, καταγράφεται αργότερα από κάποιον άγνωστο συγγραφέα και παραδίδεται στο όνομα του πρώτου χριστιανού της Αθήνας, του Αγίου Διονυσίου.
δ) Μπορεί στα Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα να απαντά νεοπλατωνική και φιλοσοφική ορολογία, αλλά στην ουσία πρόκειται για περιγραφές εμπειρικών πνευματικών καταστάσεων και ανάκρασης του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Θεός είναι άγνωστος, αλλά γίνεται γνωστός διά των ενεργειών του. Είναι φως και γνόφος, το «πρώτον κινούν ακίνητον» που ταυτόχρονα κινείται.
ε) Η «αντιθετική» αυτή ορολογία έχει συμβολικό χαρακτήρα. Κι αυτό φαίνεται στα ιερά κείμενα, τις ιερές ακολουθίες και τις λειτουργικές τέχνες της Εκκλησίας. Στα Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα αναφέρεται ότι οι ιερές ωδές των λογίων και τα αναγνώσματα της Θείας λειτουργίας παραδίδουν τη διδασκαλία για αποκάθαρση της φθοροποιού κακίας. Συγχρόνως η ειρηνική και ενοποιητική μετάδοση του καθαγιασμένου άρτου και οίνου οδηγεί σε ομοτροπία και μνήμη του αρχισυμβόλου που είναι ο Μυστικός Δείπνος.
στ) Τα περί Θεού ονόματα και η διδασκαλία των Αρεοπαγιτικών Συγγραμμάτων, που ενσωματώνονται στη λατρεία της Εκκλησίας, δεν αποβλέπουν στη λογική γνώση της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Και οι θείες ενέργειες δεν ανήκουν, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, στην καταφατική θεολογία, διότι και αυτές δεν είναι εύκολα προσιτές. Τα θεία ονόματα προετοιμάζουν πνευματικά τους χριστιανούς για την κοινωνία με τον Θεό, η οποία υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη νόηση και γνώση. Ο Άγιος Διονύσιος, στηριζόμενος στους λόγους της Αγίας Γραφής, διαστέλλει τα ελευσίνια μυστήρια από τα μυστήρια της Εκκλησίας, το βάπτισμα, τη σύναξη και το μύρο.
ζ) Επιπλέον, μυστήριο θεωρεί την «έξοδο» του Θεού στον κόσμο διά συμβόλων, αλλά και την ανταπόκριση του ανθρώπου στη θεία επίσκεψη. «Ο Θεός, δι’ υπερβολήν ερωτικής αγαθότητος έξω εαυτού γίνεται», γράφει. Και ο άνθρωπος ανάγεται στομ Θεό κυρίως διά των μυστηρίων και της προσευχής. Με προσευχή αρχίζει ο ιερός συγγραφέας τα κείμενά του: «Τριάς υπερούσιε και υπέρθεε και υπεράγαθε της Χριστιανών έφορε θεοσοφίας, ίθυνον ημάς επί την των μυστικών Λογίων υπεράγνωστον και υπερφυά και ακροτάτην κορυφήν, ένθα τα απλά και απόλυτα και άτρεπτα της θεολογίας μυστήρια». Εάν κάθε χριστιανός γινόταν «όλος προσευχή», «όλος φως» και στρεφόταν προς την «υπέρφωτον θεότητα», τότε θα φωτιζόταν και η κοινωνία της σύγχυσης, της ανομίας, της βαρβαρότητας και της παρακμής.
Πηγή: http://www.makthes.gr/news/opinions/110470/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου