α) Κατά την περίοδο του Τριωδίου που διανύουμε η Εκκλησία εισάγει κλιμακωτά τους χριστιανούς στο πνευματικό κλίμα της μεγάλης τεσσαρακοστής και της προετοιμασίας για το σταυροαναστάσιμο Πάσχα. Έτσι προβάλλονται εντονότερα η χριστιανική άσκηση, η προσευχή, η υψοποιός ταπείνωση, η μετάνοια, η νήψη και το κατά Θεόν πένθος. Την περασμένη Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου η Εκκλησία φανέρωσε τον τρόπο της ειλικρινούς προσευχής, καθώς και τον κίνδυνο του φαρισαϊσμού, του κοινωνικού κομπασμού και της υποκρισίας. Σήμερα, δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, μυσταγωγεί στον αυθεντικό τρόπο της μετάνοιας και αποκαλύπτει το εύρος της θεϊκής αγάπης με την παραβολή του Ασώτου Υιού (Λουκ. 15, 11-32).
β) Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ερμηνεύοντας τη διδακτικότατη αυτή παραβολή τονίζει την αγαθότητα του Θεού Πατέρα, ο οποίος ως ανενδεής δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του, μοίρασε άφθονα όλα τα κτιστά αγαθά, καθώς και τα ουράνια χαρίσματα στους ανθρώπους, αλλά εκείνοι τα σπατάλησαν. Και δεν αφήνει περιθώρια η αγία Εκκλησία για παρανοήσεις και υπεκφυγές σχετικά με το πρόσωπο του Θεού: «Ο Θεός είναι αγάπη. Όποιος δεν αγαπάει δεν γνώρισε το Θεό» (βλ. Α' Ιωάν.4,8). Είναι γνωστό ότι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί συνήθιζαν να πλησιάζουν και να ακούνε τον Ιησού, γευόμενοι τη θεϊκή αγάπη. Αυτό φαίνεται λ.χ. στην περίπτωση του αρχιτελώνη Ζακχαίου, της πόρνης και αλλού.
γ) Όμως οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς διαμαρτύρονταν γι’ αυτό, λέγοντας ότι ο Χριστός δέχεται αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους. Τότε εκείνος βρήκε ευκαιρία να απαντήσει στις κατηγορίες με τις παραβολές του απολωλότος προβάτου, της χαμένης δραχμής και του Ασώτου Υιού. Στην τελευταία παραβολή φανερώνεται το μεγαλείο της θεϊκής αγάπης. Αποκαλύπτεται το άπειρον έλεος του Θεού και η δύναμη της μετάνοιας που γεννά την ελπίδα.
δ) Στο υπόμνημα του Συναξαρίου της Κυριακής γράφονται τα εξής: «Την παραβολήν του Ασώτου οι θείοι Πατέρες διέταξαν να αναγινώσκεται ύστερα από εκείνη του Τελώνου και Φαρισαίου δι’ αιτίαν τοιαύτην. Επειδή πολλοί όντες εκ νεωτέρας ηλικίας, εκδεδομένοι εις ασωτίας, εις μέθας τε και ασελγείας και πίπτοντες εις βυθόν κακών, εις απόγνωσιν έρχονται, η οποία κατά τους Πατέρας είναι γέννημα της αλαζονείας και από αυτήν την αιτίαν δεν θέλουν παντελώς να δοθούν εις επιμέλειαν αρετής, τάχα στοχαζόμενοι πως δι’ αυτούς δεν είναι έλεος».
ε) «Δια τούτο οι Άγιοι Πατέρες, φιλανθρωπίαν και σπλάχνα πατρικά δείχνοντες και προς τους τοιούτους, και θέλοντες να τους τραβήξουν από την απόγνωσιν, την τοιαύτην παραβολήν, ως είπομεν, μετά την πρώτην ενέταξαν εδώ, βουλόμενοι να ανασπάσουν πρόρριζον το πάθος της απογνώσεως, δείχνοντες διά του Ασώτου πως είναι ανοικτά εις τους αμαρτωλούς όλους τα φιλάνθρωπα και υπεράγαθα σπλάχνα του Θεού, και ότι δεν είναι καμία αμαρτία, οπού να ημπορή να νικήση την άπειρον του Θεού φιλανθρωπίαν».
στ) Το παραπάνω υπόμνημα του Συναξαρίου επικεντρώνει το ενδιαφέρον των ακροατών με την ιδιότυπη γλώσσα της τουρκοκρατίας σε δύο κυρίως σημεία: 1) Στον κίνδυνο της απόγνωσης (η λέξη απαντά τρεις φορές) τον οποίο διατρέχουν όσοι κυρίως σε νεαρή ηλικία παραδίδονται στα ενστικτώδη πάθη. 2) Στην ευσπλαχνία, τη φιλανθρωπία και το αμέτρητο έλεος του Παναγάθου Θεού. Η απόγνωση για τη σωτηρία αποτελεί μόνιμο πειρασμό κάθε ανθρώπου. Αυτή όμως μπορεί να λειτουργήσει προς δύο κατευθύνσεις, την αρνητική και τη θετική. Στην πρώτη περίπτωση ο άνθρωπος χάνεται εγκλωβισμένος στο βάρος των ανομιών του. Στη δεύτερη περίπτωση συνειδητοποιεί το μέγεθος της αστοχίας και τα τραύματα της αμαρτίας, οπότε προσφεύγει με ελπίδα στον ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, τον Σωτήρα Χριστό.
ζ) Η απόγνωση, η απελπισία, το άγχος και η ανασφάλεια, που όχι σπάνια οδηγούν σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις και προκαλούν πανικό σε πρόσωπα και κοινωνίες, οφείλονται εν πολλοίς στη διατάραξη των σχέσεων του ανθρώπου με το Θεό και το συνάνθρωπο. Κυρίως όμως οφείλονται στην εσωτερική διάσπαση του ανθρώπου, την απώλεια της ανθρωπιάς και την αλλοτρίωσή του. Η μετάνοια ως αποδοχή και συμφιλίωση με τον πληγωμένο εαυτό και ως αποκατάσταση της κοινωνίας με τον Θεό και το συνάνθρωπο μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά και θεραπευτικά απομακρύνοντας την άβυσσο της απόγνωσης.
β) Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ερμηνεύοντας τη διδακτικότατη αυτή παραβολή τονίζει την αγαθότητα του Θεού Πατέρα, ο οποίος ως ανενδεής δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του, μοίρασε άφθονα όλα τα κτιστά αγαθά, καθώς και τα ουράνια χαρίσματα στους ανθρώπους, αλλά εκείνοι τα σπατάλησαν. Και δεν αφήνει περιθώρια η αγία Εκκλησία για παρανοήσεις και υπεκφυγές σχετικά με το πρόσωπο του Θεού: «Ο Θεός είναι αγάπη. Όποιος δεν αγαπάει δεν γνώρισε το Θεό» (βλ. Α' Ιωάν.4,8). Είναι γνωστό ότι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί συνήθιζαν να πλησιάζουν και να ακούνε τον Ιησού, γευόμενοι τη θεϊκή αγάπη. Αυτό φαίνεται λ.χ. στην περίπτωση του αρχιτελώνη Ζακχαίου, της πόρνης και αλλού.
γ) Όμως οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς διαμαρτύρονταν γι’ αυτό, λέγοντας ότι ο Χριστός δέχεται αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους. Τότε εκείνος βρήκε ευκαιρία να απαντήσει στις κατηγορίες με τις παραβολές του απολωλότος προβάτου, της χαμένης δραχμής και του Ασώτου Υιού. Στην τελευταία παραβολή φανερώνεται το μεγαλείο της θεϊκής αγάπης. Αποκαλύπτεται το άπειρον έλεος του Θεού και η δύναμη της μετάνοιας που γεννά την ελπίδα.
δ) Στο υπόμνημα του Συναξαρίου της Κυριακής γράφονται τα εξής: «Την παραβολήν του Ασώτου οι θείοι Πατέρες διέταξαν να αναγινώσκεται ύστερα από εκείνη του Τελώνου και Φαρισαίου δι’ αιτίαν τοιαύτην. Επειδή πολλοί όντες εκ νεωτέρας ηλικίας, εκδεδομένοι εις ασωτίας, εις μέθας τε και ασελγείας και πίπτοντες εις βυθόν κακών, εις απόγνωσιν έρχονται, η οποία κατά τους Πατέρας είναι γέννημα της αλαζονείας και από αυτήν την αιτίαν δεν θέλουν παντελώς να δοθούν εις επιμέλειαν αρετής, τάχα στοχαζόμενοι πως δι’ αυτούς δεν είναι έλεος».
ε) «Δια τούτο οι Άγιοι Πατέρες, φιλανθρωπίαν και σπλάχνα πατρικά δείχνοντες και προς τους τοιούτους, και θέλοντες να τους τραβήξουν από την απόγνωσιν, την τοιαύτην παραβολήν, ως είπομεν, μετά την πρώτην ενέταξαν εδώ, βουλόμενοι να ανασπάσουν πρόρριζον το πάθος της απογνώσεως, δείχνοντες διά του Ασώτου πως είναι ανοικτά εις τους αμαρτωλούς όλους τα φιλάνθρωπα και υπεράγαθα σπλάχνα του Θεού, και ότι δεν είναι καμία αμαρτία, οπού να ημπορή να νικήση την άπειρον του Θεού φιλανθρωπίαν».
στ) Το παραπάνω υπόμνημα του Συναξαρίου επικεντρώνει το ενδιαφέρον των ακροατών με την ιδιότυπη γλώσσα της τουρκοκρατίας σε δύο κυρίως σημεία: 1) Στον κίνδυνο της απόγνωσης (η λέξη απαντά τρεις φορές) τον οποίο διατρέχουν όσοι κυρίως σε νεαρή ηλικία παραδίδονται στα ενστικτώδη πάθη. 2) Στην ευσπλαχνία, τη φιλανθρωπία και το αμέτρητο έλεος του Παναγάθου Θεού. Η απόγνωση για τη σωτηρία αποτελεί μόνιμο πειρασμό κάθε ανθρώπου. Αυτή όμως μπορεί να λειτουργήσει προς δύο κατευθύνσεις, την αρνητική και τη θετική. Στην πρώτη περίπτωση ο άνθρωπος χάνεται εγκλωβισμένος στο βάρος των ανομιών του. Στη δεύτερη περίπτωση συνειδητοποιεί το μέγεθος της αστοχίας και τα τραύματα της αμαρτίας, οπότε προσφεύγει με ελπίδα στον ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, τον Σωτήρα Χριστό.
ζ) Η απόγνωση, η απελπισία, το άγχος και η ανασφάλεια, που όχι σπάνια οδηγούν σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις και προκαλούν πανικό σε πρόσωπα και κοινωνίες, οφείλονται εν πολλοίς στη διατάραξη των σχέσεων του ανθρώπου με το Θεό και το συνάνθρωπο. Κυρίως όμως οφείλονται στην εσωτερική διάσπαση του ανθρώπου, την απώλεια της ανθρωπιάς και την αλλοτρίωσή του. Η μετάνοια ως αποδοχή και συμφιλίωση με τον πληγωμένο εαυτό και ως αποκατάσταση της κοινωνίας με τον Θεό και το συνάνθρωπο μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά και θεραπευτικά απομακρύνοντας την άβυσσο της απόγνωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου