«Θεού Γράμματα, Σπουδάσματα
Μια πρόταση για την διδασκαλία των Θρησκευτικών»
του κ. Τριαντάφυλλου Σιούλη, Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων
Πεποίθησή μας είναι πως κάθε κρίση, εν προκειμένω η πνευματική, θα πρέπει να αποτελεί ευκαιρία ανατροφοδότησης και ανασύνταξης με σκοπό την υπέρβασή της. Τελευταία το Υπουργείο Παιδείας προχωρά στην εκπόνηση νέων προγραμμάτων σπουδών για την υποχρεωτική εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει αλλαγές στο περιεχόμενο και το χαρακτήρα των μαθημάτων. Σε πρόσφατο Συνέδριο θεολόγων που έγινε στην Ηγουμενίτσα (23-11-2010) είχαμε μιλήσει για το θέμα αυτό προτείνοντας: «…όσον αφορά στο περιεχόμενο του μαθήματος και την απάντηση που πρέπει να δώσουμε. Τι κομίζει αυτή η χώρα ως πρόταση ζωής διαχρονικά που να ερμηνεύει τον πολιτισμό της να απαντά σε θέματα ουσιώδη του κοινωνικού, πολιτικού, προσωπικού γίγνεσθαι; Ποιο μοντέλο παιδείας είναι κατάλληλο με ποιον προσανατολισμό και με ποιο περιεχόμενο στα προγράμματα σπουδών προς την κατεύθυνση αυτή; Φρονώ πως το μάθημα των θρησκευτικών, ως προς το περιεχόμενο πρέπει να ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω. Δεν πρέπει να απομακρύνεται από γεγονότα και καταστάσεις που έχουν χρωματίσει αυτόν τον τόπο, τον έχουν χαράξει, τον έχουν χαρακτηρίσει διαχρονικά, του έχουν δώσει λύσεις και διεξόδους. Τελικά ένα σύγχρονο μάθημα θρησκευτικών δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να υποβαθμίζει ή να απαξιώνει την Παράδοση του με την οποία πορεύτηκε, επιτυχώς πανθομολογουμένως, ανά τους αιώνες. Διαφορετικά είναι σαν να κόβουμε το κλαδί του δένδρου πάνω στο οποίο καθόμαστε. Πιστεύω λοιπόν πως πρέπει να παραμείνει ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών.... Και για να μη παίζουμε με τις λέξεις, εννοώ χαρακτήρας χρωματισμένος με την κουλτούρα αυτού του τόπου όπως προανέφερα που να μη κινδυνεύει να διολισθήσει στην ρηχή, αποστεωμένη και επιφανειακή παρουσίαση ενός Ορθόδοξου χριστιανικού πολιτισμού αλλά να διατηρεί τον θεολογικό – παιδαγωγικό και ηθοπλαστικό του ρόλο, που να δίνει στήριγμα, όραμα, ελπίδα και απαντήσεις σε υπαρξιακά θέματα. Στην Ελλάδα ζούμε δεν ζούμε στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία ή την Αμερική. Παράλληλα όμως δεν μπορεί ένα μάθημα θρησκευτικών σήμερα να μην πληροφορεί τους μαθητές επαρκώς και για το θρησκευτικό φαινόμενο σε παγκόσμιο επίπεδο, δίνοντας τις αναγκαίες προεκτάσεις, ώστε να μπορούν να ερμηνεύουν συμπεριφορές, πράγματα και καταστάσεις, πολιτικές, κοινωνικές κ.λπ.».
Στηριγμένοι στο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου με τον ομώνυμο τίτλο (Στέλιου Ράμφου, Θεού Γράμματα, Σπουδάσματα, Μια πρόταση για την διδασκαλία των Θρησκευτικών, Εκδόσεις Ακρίτας, Α΄ Ανατύπωση, Αθήνα 1999) συμφωνούμε πως «…η πρόταση καθ’ εαυτήν αποτελεί μια προβολή ελληνορθόδοξης αυτεπιγνώσεως, που επιχειρεί δυναμικά να αποτινάξη το επίχρισμα της τόσο συχνά ξενόφερτης επιστημοσύνης και εκλογικεύσεως, η οποία έχει αποξενώσει το μάθημα των Θρησκευτικών από το ουσιαστικό του αντικείμενο, την βιωματική δηλαδή προσέγγιση από τον μαθητή της αγιότητος και ανθρωπιάς, για να το μεταβάλη σε στείρο και ανιαρό αναμάσημα ιδεολογικοποιημένων αληθειών της πίστεως» και παρουσιάζοντας αποσπάσματα του βιβλίου καλούμε για έναν γόνιμο προβληματισμό. «Η σχολική διδασκαλία της ορθοδόξου πίστεως ξεκινά από την αρχή ότι αποκάλυψις είναι η αγιότης και δευτερευόντως μόνο η παράδοση και η Γραφή. Άγιος δεν είναι κάποιο άτομο με δυνατότητες υπερκόσμιες, είναι ο άνθρωπος που μετενόησε, που εξεπλήρωσε τον σκοπό για τον οποίο οι χριστιανοί αγωνιζόμαστε και υπάρχει στην συνείδηση της Εκκλησίας ως παράδειγμα της εν Χριστώ ζωής. Η διδασκαλία τούτη απευθύνεται κατά συνέπεια κυρίως στο αίσθημα, σκοπεύει δε το καθόλου ανθρώπινο, είναι δηλαδή όσο το δυνατόν λιγώτερο βιβλιακή και όσο γίνεται περισσότερο άτυπη. ‘Άτυπη’ δεν σημαίνει απλώς λυτρωμένη από δουλειές σαν της βαθμολογίας ή των εξετάσεων, αλλά στενά συνδεδεμένη με τα ήθη της λαϊκής ευσέβειας. Τα ήθη και τα έθιμα γίνονται πρόξενος εκκοσμικεύσεως, όταν η πίστις, αντί να αναφέρεται σε αλήθεια υπερβατική, τίθεται στην υπηρεσία τους και όχι όταν εκφράζουν, καθώς στην περίπτωση του ελληνισμού, την αρχέγονη εκείνη συνυφή Εκκλησίας και κοινότητος, οπότε καθρεφτίζουν την λαϊκή ψυχή και την καθαρίζουν με τον αγιασμό της κοινής πίστεως. Εν αντιθέσει με τις κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου η θρησκεία είναι υπόθεση ατομικού πιστεύω, η δε κοινωνία βασίζεται σε υλικά συμφέροντα και οικονομικούς νόμους, στην Ελλάδα, που η Εκκλησία ρίζωσε στην κοινότητα, η λαϊκή ψυχή εμπεδώνει με τα ήθη και τα έθιμα τον κανόνα μιας κοινωνικής ζωής διαφορετικής, μια συνοχή η οποία αναπαύεται στην ανιδιοτέλεια. Έτσι το μάθημα των Θρησκευτικών ξεπερνά την δεοντολογία της μεταδόσεως δογματικών αληθειών και αναδεικνύεται παράγων αντιστάσεως του εθνικού οργανισμού στον προϊόντα μαρασμό, ο οποίος κατά βάθος οφείλεται σε χωρισμό της κοινωνίας μας από την Εκκλησία …».
«Υπό το φως της αγιότητος, το μάθημα των Θρησκευτικών αποβάλλει τον χαρακτήρα ιστορικής αφηγήσεως του βίου των παθών και της αναστάσεως του Ιησού, που εξαντλείται σε γνωριμία περιστατικών και συναγωγή καλλιεργητικών υποκρισίας ηθοπλαστικών διδαχών, και κατ’ αυτό τον τρόπο εισάγει εκ των ένδον το παιδί στη ζωή της Εκκλησίας ως κοινωνίας πνεύματος, στην τετελεσμένη και αεί προοδεύουσα προοπτική της εσωτερικής μεταμορφώσεως. Όσο αναπτύσσεται το θρησκευτικό βίωμα, τόσο αναγνωρίζει το μυστήριο του Θεού και αποκρούει την εκλογίκευσή του, με αποτέλεσμα η απορρέουσα διδακτική και τα συναφή εγχειρίδια να μην αναφέρωνται στην τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά στην εν Χριστώ ζωή».
«… η επαφή του παιδιού με την θρησκεία χρονολογείται από την πιο τρυφερή ηλικία, ενώ στις δύο πρώτες τάξεις αναπτύσσεται με όλες εκείνες τις ουσιαστικές αφορμές, που προσφέρει ο κύκλος των εκκλησιαστικών εορτών και η γνήσια μεταφυσική ανησυχία των μικρών μαθητών.
Στην Τρίτη Δημοτικού η διδασκαλία δεν παρακολουθεί ωρισμένο εγχειρίδιο, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, διότι προσαρμοζόμενη στον ψυχισμό του παιδιού, ο οποίος αναπτύσσεται σύμφωνα με ανθρώπινα πρότυπα και όχι με ιδέες, αποκτά έντονη προσωπική διάσταση. Συγκεκριμένα ο δάσκαλος αφηγείται βίους αγίων, συνδυάζοντας την τάξη του εορτοδρομίου με τα ονόματα των μαθητών του (για τους μη έχοντες επώνυμο άγιο καταφεύγει δημιουργικά στην χάρη των Αγίων Πάντων και των μυριάδων ανωνύμων μαρτύρων), επιμένει δε στην πνευματική ακτινοβολία και τα θαύματα των ανθρώπων του Θεού, για να διακρίνη μεταξύ γενεθλίων και φυσικής γεννήσεως και αναγεννήσεως του βαπτίσματος και να συνδέση μέσω του επώνυμου αγίου, το όνομα με τον σκοπό της ζωής εκείνου που το φέρει. Το μάθημα ωστόσο δεν εξαντλείται εις το πνευματικό περιεχόμενο των εορτών. επεκτείνεται στα διάφορα ήθη και έθιμα, των οποίων την τήρηση ο δάσκαλος προτείνει στην τάξη, αφού πριν εξηγήσει την σημασία τους. Με τους ύμνους, τα τραγούδια ή εάν το καλή η περίσταση, τα κάλαντα που μαθαίνουν, τα γλυκά και φαγώσιμα που ετοιμάζουν, τις σχετικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούν, τα παιδιά μπαίνουν σύσσωμα στην Εκκλησία και την ζουν όχι μόνο σαν τύπο λατρείας ευχαριστιακής, αλλά και ως κοινωνία πνεύματος στον δικό τους χώρο.
Στην Τετάρτη Δημοτικού, όπου επίσης δεν χρησιμοποιούμε βιβλίο, θέμα της διδασκαλίας είναι ο βίος του Χριστού, εν συνδυασμώ πάντοτε με την λειτουργική εκκλησιολογική του διαρρύθμιση και τις εθιμικές του εμβιώσεις. Ο βίος του Θεανθρώπου ακολουθεί στην σχολική κλίμακα τους βίους των αγίων, αντί να προηγείται, όπως θα ήθελε η τυπική λογική, όχι διότι τα παιδιά τον γνωρίζουν μέσες – άκρες από την προσχολική περίοδο και τα δύο πρώτα χρόνια του Δημοτικού, ούτε γιατί στην ηλικία τούτη γίνεται πιο κατανοητός, αλλά επειδή μόνο μετά τη συνάντηση της αγιότητος και την επίσκεψη του ιδίου ονόματος, ο μαθητής θα προβάλη στην ιστορία του Ιησού την ιστορία και το φως της ψυχής του. Χωρίς την λαμπρότητα των αγίων και την πνευματική ευωδία που αναδίδει το όνομά τους, τα σπουδαία και παράδοξα γεγονότα των ευαγγελίων, όσο ενδιαφέρον και αν προκαλούν, όσο κι αν ερεθίζουν το πνεύμα ενός παιδιού, δεν εισχωρούν στον εσωτερικό κόσμο, επειδή δεν σφραγίζουν την μοίρα του.
Από την Πέμπτη Δημοτικού, η διδασκαλία των Θρησκευτικών συνδυάζεται με βιβλίο. Πρόκειται για κατανυκτικούς βίους αγίων στο πρωτότυπο, που διανθίζονται με σχετικά στοιχεία Ιεράς Γεωγραφίας, γραμμένα στο πνεύμα και το ύφος αναλόγων περιγραφών του Φωτίου Κόντογλου, συνυφαίνονται δε με αντίστοιχα κείμενα του Εορτοδρομίου και Κυριακοδρομίου. Σημειώνω πως το εν λόγω βιβλίο δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να λειτουργή σαν διδακτικό εγχειρίδιο, εφ’ όσον προορισμός του είναι να γίνη εντρύφημα, πηγή ύδατος ζωής και όχι αντικείμενο εκμαθήσεως.
Στην Έκτη Δημοτικού, ο κόσμος των αγίων της Ορθοδοξίας συνδέεται άμεσα με τον Νεώτερο ελληνισμό και την ιστορία του μέσω των νεομαρτύρων, εις τρόπον ώστε το παιδί να αισθανθή, πέραν του πνευματικού δεσμού, και τον δεσμό αίματος που το ενώνει μαζί τους. Το βιβλίο αρχίζει εν προκειμένω με το Θρηνητικό συναξάρι του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (Φ. Κόντογλου) και αφού περάσει το θυσιαστήριο της Τουρκοκρατίας και της Επαναστάσεως, φτάνει μέχρι σήμερα. Περιλαμβάνονται χαρακτηριστικά συναξάρια από το Νέον Μαρτυρολόγιον του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. η θαυμάσια πάνυ και ψυχωφελής διήγηση, που παραθέτει ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος εις την εισαγωγή της συλλογής δημοτικών ασμάτων, τα οποία εξέδωσε το 1852. ο Φτωχός Άγιος του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. αποσπάσματα από την βιογραφία του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, γραμμένη από το Φάνη Μιχαλόπουλο. αποσπάσματα από τον Παπουλάκο του Κωστή Μπαστιά, από το συναξάρι Αρσενίου του Καππαδόκου, πόνημα του αγιορείτη μοναχού Παϊσίου, από το Σημείον Μέγα του Φώτη Κόντογλου. κείμενα για τη ζωή και το μαρτύριο Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Χρυσοστόμου, Επισκόπου Σμύρνης, καθώς επίσης συναξάρια νεομαρτύρων της Κύπρου. Η εθνική και η εκκλησιαστική μας ιστορία εδώ συμπορεύονται.
Στο Γυμνάσιο η διδασκαλία των Θρησκευτικών μεταβάλλει περιεχόμενο, προσαρμοζόμενη στην, λόγω ηλικίας, σχετικά αυτόνομη ανάπτυξη της διανοητικής λειτουργίας του παιδιού. Ο μαθητής έρχεται πλέον απ’ ευθείας σε επαφή με την Αγία Γραφή και διδάσκεται χριστιανική ιστορία.
Έτσι στην Πρώτη Γυμνασίου γνωρίζει τον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης, μέσω μιας καλής επιλογής κειμένων από τους Εβδομήκοντα, με εντός παρενθέσεως νεοελληνικές ερμηνευτικές αποδόσεις δυσκόλων σημείων ή λέξεων, ενώ στην Δευτέρα, μελετά έναν ευαγγελιστή από το πρωτότυπο κατά προτίμηση τον Λουκά, σε μια προοπτική πνευματικής εμβαθύνσεως. Τα στοιχεία της Ιεράς Ιστορίας, που προσέλαβε στις δύο πρώτες γυμνασιακές τάξεις, θα τα συμπληρώσει στην Τρίτη, διδασκόμενος την ευαγγελική προπαρασκευή και την εκκλησιαστική ιστορία. Και στην μεν ευαγγελική προπαρασκευή παρακολουθεί από τα κείμενα των αρχαίων φιλοσόφων και τα δόγματα των προχριστιανικών θρησκειών, την μακρά προετοιμασία της ανθρωπότητος, να δεχθή τον Χριστό και Σωτήρα, στην δε εκκλησιαστική ιστορία, όπου εξετάζεται και ο μωαμεθανισμός σαν χριστιανική αίρεσις, μελετά την πορεία της Εκκλησίας από την Πεντηκοστή μέχρι σήμερα. Και στα δύο μέρη του βιβλίου η έκθεση δεν έχει χαρακτήρα απρόσωπο και αντικειμενικό, αλλά χρονογραφικό, ώστε να νομιμοποιείται τόσο η ζωντανή έκφραση, όσο και ο στοχαστικός χειρισμός, χωρίς να βιάζεται ή και να προδίδεται η ιστορική αλήθεια. Ο απόφοιτος λοιπόν του Γυμνασίου, εάν μεν εγκαταλείψη τα θρανία, θα έχη βαθειές εντυπώσεις θρησκευτικές και ασφαλείς γνώσεις, εάν πάλι συνεχίση τις σπουδές, θα είναι παρασκευασμένος για κατακτήσεις υψηλότερες.
Στο Λύκειο η διδασκαλία τείνει σε περαιτέρω καλλιέργεια της θρησκευτικής συνειδήσεως, και τούτο όχι με σωρευτική μετάδοση θεολογικών αξιωμάτων, αλλά με εισαγωγή του μαθητού δημιουργικά (οδηγητική κατεύθυνση εν τοιαύτη περιπτώσει είναι το θρησκευτικό σύμβολο να τίθεται ως πηγή νοήματος και να μην αγκυλώνεται ως περιεχόμενο) στην αλήθεια της Εκκλησίας, της κοινωνίας δηλαδή του πνεύματος. Έτσι ο μαθητής της Πρώτης Λυκείου καλείται να περάση με δυναμική ερμηνεία, κατά το πρότυπο του Νικολάου Καβάσιλα, από τον τύπο της Θείας Ευχαριστίας και των μυστηρίων που διδάσκεται, στην αγιαστική σημασία τους για την ζωή μας, ζωή κοινοτικής αλληλεγγύης, εδραιωμένη στην ευθύνη ενός εκάστου έναντι πάντων και όχι στα ατομικά διακιώματα, εκ παραλλήλου δε προς τα μυστήρια και συναφώς πάντα προς αυτά, να πλησιάση τη βυζαντινή υμνογραφία και τέχνη εν γένει, συνάπτοντάς την με τα μεγάλα εκκλησιαστικά «γεγονότα» της Γεννήσεως, του Ευαγγελισμού, του Πάσχα, της Πεντηκοστής, καθώς επίσης και με την καθάρσια αγωνιστική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τα μυστήρια όμως της Εκκλησίας δεν φέρνουν καθ’ εαυτά την ποθητή ολοκλήρωση, εάν ο πιστός δεν προσφέρει αδιάκοπα την θέλησή του – ως συντριβή και αγάπη και μετάνοια – να δεχθή και διασώση μέσα του την χάρη τους.
Αυτό το πνεύμα της χριστιανικής βιοτής, θα γνωρίση ο μαθητής της Δευτέρας Λυκείου από τα κείμενα των αναχωρητών της ερήμου και των ησυχαστών (κατά βάσιν του Γεροντικού και της Φιλοκαλίας), που ανθολογούνται στο βιβλίο του, με την αρχαία πάντα γλωσσική τους μορφή, υπό την έννοια στάθμης της υπάρξεως και όχι ιδεολογικής τοποθετήσεως, οπότε ενθαρρύνεται η δι’ αυτογνωσίας και αυθυπερβάσεως καταξίωσή του, αποκλείεται δε ο «φιλοσοφικός» του χρωματισμός.
Τέλος, κατά οργανική συνέπεια και προέκταση της διδασκαλίας των δύο προηγουμένων ετών, ο μαθητής της Τρίτης Λυκείου έρχεται σε κοινωνία με το μήνυμα της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο της δυνάμεως και της αρνήσεως των πνευματικών αξιών, της απορρίψεως του Θεού, της θρησκείας και της παραδόσεως. Η διδασκαλία αποβλέπει σε στοχαστικό διάλογο, βασίζεται δε σε ανθολόγιο αντιπροσωπευτικών κειμένων ορθοδόξου σκέψεως, ελληνικής και μη, κριτήριο επιλογής των οποίων δεν είναι η θεωρητική επεξεργασία θεμάτων της πίστεως, είναι κατά πρώτο λόγο η μαρτυρική κατάθεση των συγγραφέων περί της σωστικής της αλήθειας. Τέτοιες μαρτυρίες θα βρη κανείς από ελληνικής πλευράς, με αφετηρία το έτος 1754, όπου εμφανίζεται στο Άγιον Όρος το ανανεωτικό κίνημα των Κολλυβάδων, συνεχίζεται δε με ποικίλες μορφές μέχρι σήμερα, σε λόγους του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και του Παπουλάκου, σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη, κείμενα του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, του Κοσμά Φλαμιάτου, του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, του Κωστή Μπαστιά, του Κόντογλου, του Λαούρδα και στην προσφορά άλλων νεώτερων ή παλαιοτέρων, ενώ από μη ελληνικής πλευράς, θα βρη μεταξύ άλλων στο έργο του Ντοστογιέφσκη (Μύθος του Μεγάλου Ιεροεξεταστού, Το όνειρο ενός γελοίου, Ο υπόγειος), στις επιστολές του Γκόγκολ, σε σελίδες του Μπερντιάεφ (τα περί γνώσεως και πίστεως, λόγου χάριν, στο Αλήθεια και Αποκάλυψις), στα έργα του Αλεξάνδρου Σμέμαν Για να ζήσει ο κόσμος και Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενύτσιν».
«Είναι προφανές, και τα προηγούμενα δεν αφήνουν, νομίζω, την παραμικρή αμφιβολία, ότι άξων της διδασκαλίας των Θρησκευτικών παύει να υπάρχη το εγχειρίδιο, αντ’ αυτού δε αναδεικνύεται ο θεολόγος. Τα βιβλία γίνονται οδηγοί εργασίας, στοχασμού και διαλόγου, διδακτικές αφορμές και όχι υλικό προς αποστήθιση ή εκμάθηση. Η αλλαγή αυτή του άξονος διδασκαλίας, υποχρεώνει τον καθηγητή να περάση από το παθητικό και νυσταλέο αναμάσημα των κεφαλαίων του παλαιού βοηθήματος, στην δημιουργική παράδοση, προκαλεί δε ηυξημένη παιδευτική ευθύνη, που συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση της θετικής ασκήσεως του λειτουργήματός του. Διότι δεν πρόκειται απλώς περί αυτενέργειας κατά την διεξαγωγή του μαθήματος, πρόκειται, για κάτι πολύ πιο λεπτό και πιο κρίσιμο: τα σημερινά παιδιά, στα οποία καλείται να μεταλαμπαδεύση το εκκλησιαστικό πνεύμα, δεν έχουν γεωργημένη, έστω στην ατμόσφαιρα της γειτονιά, κοινοτική συνείδηση των προηγούμενων γενεών. είναι τυπικά προϊόντα των διαμερισμάτων, ασθενικοί και απομονωμένοι βλαστοί διαλυμένων ή υπό διάλυσιν οικογενειών, θρεμμένοι εξ απαλών ονύχων με την ψυχοφθόρα ιδεολογία των ατομικών συμφερόντων και δικαιωμάτων, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι για να καρποφορήση η διδασκαλία του, πρέπει να μεταπλάθη αδιάκοπα την τάξη σε μικρή κοινωνία πνεύματος, προσφέροντας ο ίδιος πρώτα τον εαυτό του».
Υποστηρίζεται και από πολλούς σήμερα μια κοινωνιολογική προσέγγιση του μαθήματος των Θρησκευτικών ή γνωσιολογική. Ο συγγραφέας απαντά ως εξής:
«Το αξιοσημείωτο στον μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό (που σημειωτέον διαθέτει τον αέρα της ηθικής και πνευματικής υπεροχής απέναντι σε ένα παρελθόν γεμάτο αδυναμίες) είναι ότι μετακινεί τον άξονα του μαθήματος και τον μεταθέτει από τον χώρο της πίστεως στον χώρο του λόγου. Η εσχατολογία μιας λυτρώσεως κοινωνικής γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο περιεχόμενο της θρησκευτικής πίστεως, το δε μάθημα αντί να προβάλη τις δικές του καθολικής δυνάμεως αξίες, εις τις οποίες οφείλει την σημασία του, προβάλλει ωρισμένη κοινωνιολογική διδασκαλία κατοχυρομένη θρησκευτικά από το δράμα ενός Θεού που σταυρώθηκε για να σώση τον κόσμο και που ζητεί από εμάς να αρθούμε στο ηθικό μεγαλείο του με πράξεις δικαιοσύνης. Έτσι από αυτοδυναμία περνούμε σε εξάρτηση, χωρίς προηγουμένως να διευκρινισθή εάν ευθύνεται η πίστις για την έκπτωση ή η απιστία και χωρίς να έχη γίνει συνείδηση ότι στην πρώτη περίπτωση το μάθημα έπρεπε να καταργηθή ως κατ’ ουσίαν απαράδεκτο και ανεπίδεκτο άρα βελτιώσεως, ενώ στη δεύτερη έπρεπε ακριβώς να εξαρθή το στοιχείο της πίστεως και όχι να εξοστρακισθή εν ονόματι του ανθρωπίνου λόγου. …. Γιατί από την στιγμή που ο άξων του μαθήματος παύει να είναι οργανικός για να καταντήσει δάνειος, η πίστις καταρρέει μετατρεπόμενη σε – αγοραία ή φιλοσοφημένη αδιάφορο – κοσμοαντίληψη, περιεχόμενο της οποίας γίνεται πολύ εύκολα η έννοια της κοινωνικής διακαιοσύνης, της λυτρώσεως δια μεταβολής των υλικών όρων της υπάρξεως και θεραπείας του συμπτωματικού ιστορικού κακού, όχι δι’ εσωτερικής αναμορφώσεως του ανθρώπου και θεραπείας του ριζικού μεταφυσικού κακού, που προκαλεί τις οδύνες του κόσμου. … Εντοπίζοντας το κακό στις εξωτερικές συνθήκες βλέπω απλώς το σύμπτωμα και όχι την αρρώστεια, παύει να με αφορά ο συγκεκριμένος άνθρωπος και μεταθέτω την περιορισμένη πλέον ευθύνη μου σε απρόσωπους οργανισμούς, που την αναλαμβάνουν με μισθολογικές κρατήσεις. … Αντίθετα με την ιδεολογική πεποίθηση, που ωθεί το παιδί να ρίξη το βάρος της ευθύνης του στις πλάτες άλλων, αφού διαλύει το μάθημα σε κοινωνιολογικής υφής προτάσεις, η πίστις ως ψυχική παράδοση άνευ όρων και ανιδιοτέλεια, καλεί τον μαθητή να βαδίση ένα δρόμο ο οποίος θα του επιτρέψη να αναπτυχθή αρμονικά, χωρίς να ακυρώση τον της γνώσεως. Το θρησκευτικό συναίσθημα, και μόνο αυτό, οδηγεί στο αίτημα της αυθυπερβάσεως και της αρνήσεως του εγωκεντρισμού από τον οποίο υποφέρει ο σύγχρονος βίος, περαιτέρω δε σε αυθεντική πνευματική ωρίμανση. Γιατί ωρίμανση πνευματική δεν είναι η βιβλιακή γνώση ούτε η πολιτικολογία, είναι η αίσθηση ευθύνης έναντι εμού και πάντων των ανθρώπων. Η … δέουσα θεραπευτική αγωγή, με γνώμονα πάντοτε το αγαθό της παιδείας … είναι το μάθημα να αρθή στο ύψος του, να ενσαρκώση δηλαδή στο σχολείο ως λόγος και ως τρόπος το πνεύμα της κοινοτικής αλληλεγγύης και της ανιδιοτέλειας. Όχι να προσαρμοσθή … στη γενικευμένη αποθρησκευτικοποίηση των βιομηχανικών χωρών της Δύσεως, αναλύοντας τα διάφορα κοινωνικά αιτήματα, αλλά να προσφέρη στο ελληνόπουλο το όραμα του άλλου κόσμου, ενός κόσμου αντίθετου και ανώτερου από τον κόσμο του συμφέροντος και του εγωισμού στον οποίο ζούμε. Έτσι όχι μόνο δεν θα χρειασθή να καταφύγη στην δεοντολογία και την μεθοδολογία των άλλων μαθημάτων, που εξηγούν και αναλύουν χωρίς να νοηματοδοτούν, και φυσικά δεν θα ξεπέση μεταβάλλοντας τη θρησκευτική πίστη σε ιδεολογική άποψη ενός ατόμου το οποίο δεν αναγνωρίζει πλέον τον εαυτό του στον χώρο της κοινότητος, αλλά αντιθέτως θα φανερώση και θα εκφράση δημιουργικά την αλήθεια της πίστεως σε μια κοινωνία η οποία πνευστιά υπό το διαλυτικό βάρος του μηχανικού ορθολογισμού της».
Στηριγμένοι στο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου με τον ομώνυμο τίτλο (Στέλιου Ράμφου, Θεού Γράμματα, Σπουδάσματα, Μια πρόταση για την διδασκαλία των Θρησκευτικών, Εκδόσεις Ακρίτας, Α΄ Ανατύπωση, Αθήνα 1999) συμφωνούμε πως «…η πρόταση καθ’ εαυτήν αποτελεί μια προβολή ελληνορθόδοξης αυτεπιγνώσεως, που επιχειρεί δυναμικά να αποτινάξη το επίχρισμα της τόσο συχνά ξενόφερτης επιστημοσύνης και εκλογικεύσεως, η οποία έχει αποξενώσει το μάθημα των Θρησκευτικών από το ουσιαστικό του αντικείμενο, την βιωματική δηλαδή προσέγγιση από τον μαθητή της αγιότητος και ανθρωπιάς, για να το μεταβάλη σε στείρο και ανιαρό αναμάσημα ιδεολογικοποιημένων αληθειών της πίστεως» και παρουσιάζοντας αποσπάσματα του βιβλίου καλούμε για έναν γόνιμο προβληματισμό. «Η σχολική διδασκαλία της ορθοδόξου πίστεως ξεκινά από την αρχή ότι αποκάλυψις είναι η αγιότης και δευτερευόντως μόνο η παράδοση και η Γραφή. Άγιος δεν είναι κάποιο άτομο με δυνατότητες υπερκόσμιες, είναι ο άνθρωπος που μετενόησε, που εξεπλήρωσε τον σκοπό για τον οποίο οι χριστιανοί αγωνιζόμαστε και υπάρχει στην συνείδηση της Εκκλησίας ως παράδειγμα της εν Χριστώ ζωής. Η διδασκαλία τούτη απευθύνεται κατά συνέπεια κυρίως στο αίσθημα, σκοπεύει δε το καθόλου ανθρώπινο, είναι δηλαδή όσο το δυνατόν λιγώτερο βιβλιακή και όσο γίνεται περισσότερο άτυπη. ‘Άτυπη’ δεν σημαίνει απλώς λυτρωμένη από δουλειές σαν της βαθμολογίας ή των εξετάσεων, αλλά στενά συνδεδεμένη με τα ήθη της λαϊκής ευσέβειας. Τα ήθη και τα έθιμα γίνονται πρόξενος εκκοσμικεύσεως, όταν η πίστις, αντί να αναφέρεται σε αλήθεια υπερβατική, τίθεται στην υπηρεσία τους και όχι όταν εκφράζουν, καθώς στην περίπτωση του ελληνισμού, την αρχέγονη εκείνη συνυφή Εκκλησίας και κοινότητος, οπότε καθρεφτίζουν την λαϊκή ψυχή και την καθαρίζουν με τον αγιασμό της κοινής πίστεως. Εν αντιθέσει με τις κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου η θρησκεία είναι υπόθεση ατομικού πιστεύω, η δε κοινωνία βασίζεται σε υλικά συμφέροντα και οικονομικούς νόμους, στην Ελλάδα, που η Εκκλησία ρίζωσε στην κοινότητα, η λαϊκή ψυχή εμπεδώνει με τα ήθη και τα έθιμα τον κανόνα μιας κοινωνικής ζωής διαφορετικής, μια συνοχή η οποία αναπαύεται στην ανιδιοτέλεια. Έτσι το μάθημα των Θρησκευτικών ξεπερνά την δεοντολογία της μεταδόσεως δογματικών αληθειών και αναδεικνύεται παράγων αντιστάσεως του εθνικού οργανισμού στον προϊόντα μαρασμό, ο οποίος κατά βάθος οφείλεται σε χωρισμό της κοινωνίας μας από την Εκκλησία …».
«Υπό το φως της αγιότητος, το μάθημα των Θρησκευτικών αποβάλλει τον χαρακτήρα ιστορικής αφηγήσεως του βίου των παθών και της αναστάσεως του Ιησού, που εξαντλείται σε γνωριμία περιστατικών και συναγωγή καλλιεργητικών υποκρισίας ηθοπλαστικών διδαχών, και κατ’ αυτό τον τρόπο εισάγει εκ των ένδον το παιδί στη ζωή της Εκκλησίας ως κοινωνίας πνεύματος, στην τετελεσμένη και αεί προοδεύουσα προοπτική της εσωτερικής μεταμορφώσεως. Όσο αναπτύσσεται το θρησκευτικό βίωμα, τόσο αναγνωρίζει το μυστήριο του Θεού και αποκρούει την εκλογίκευσή του, με αποτέλεσμα η απορρέουσα διδακτική και τα συναφή εγχειρίδια να μην αναφέρωνται στην τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά στην εν Χριστώ ζωή».
«… η επαφή του παιδιού με την θρησκεία χρονολογείται από την πιο τρυφερή ηλικία, ενώ στις δύο πρώτες τάξεις αναπτύσσεται με όλες εκείνες τις ουσιαστικές αφορμές, που προσφέρει ο κύκλος των εκκλησιαστικών εορτών και η γνήσια μεταφυσική ανησυχία των μικρών μαθητών.
Στην Τρίτη Δημοτικού η διδασκαλία δεν παρακολουθεί ωρισμένο εγχειρίδιο, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, διότι προσαρμοζόμενη στον ψυχισμό του παιδιού, ο οποίος αναπτύσσεται σύμφωνα με ανθρώπινα πρότυπα και όχι με ιδέες, αποκτά έντονη προσωπική διάσταση. Συγκεκριμένα ο δάσκαλος αφηγείται βίους αγίων, συνδυάζοντας την τάξη του εορτοδρομίου με τα ονόματα των μαθητών του (για τους μη έχοντες επώνυμο άγιο καταφεύγει δημιουργικά στην χάρη των Αγίων Πάντων και των μυριάδων ανωνύμων μαρτύρων), επιμένει δε στην πνευματική ακτινοβολία και τα θαύματα των ανθρώπων του Θεού, για να διακρίνη μεταξύ γενεθλίων και φυσικής γεννήσεως και αναγεννήσεως του βαπτίσματος και να συνδέση μέσω του επώνυμου αγίου, το όνομα με τον σκοπό της ζωής εκείνου που το φέρει. Το μάθημα ωστόσο δεν εξαντλείται εις το πνευματικό περιεχόμενο των εορτών. επεκτείνεται στα διάφορα ήθη και έθιμα, των οποίων την τήρηση ο δάσκαλος προτείνει στην τάξη, αφού πριν εξηγήσει την σημασία τους. Με τους ύμνους, τα τραγούδια ή εάν το καλή η περίσταση, τα κάλαντα που μαθαίνουν, τα γλυκά και φαγώσιμα που ετοιμάζουν, τις σχετικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούν, τα παιδιά μπαίνουν σύσσωμα στην Εκκλησία και την ζουν όχι μόνο σαν τύπο λατρείας ευχαριστιακής, αλλά και ως κοινωνία πνεύματος στον δικό τους χώρο.
Στην Τετάρτη Δημοτικού, όπου επίσης δεν χρησιμοποιούμε βιβλίο, θέμα της διδασκαλίας είναι ο βίος του Χριστού, εν συνδυασμώ πάντοτε με την λειτουργική εκκλησιολογική του διαρρύθμιση και τις εθιμικές του εμβιώσεις. Ο βίος του Θεανθρώπου ακολουθεί στην σχολική κλίμακα τους βίους των αγίων, αντί να προηγείται, όπως θα ήθελε η τυπική λογική, όχι διότι τα παιδιά τον γνωρίζουν μέσες – άκρες από την προσχολική περίοδο και τα δύο πρώτα χρόνια του Δημοτικού, ούτε γιατί στην ηλικία τούτη γίνεται πιο κατανοητός, αλλά επειδή μόνο μετά τη συνάντηση της αγιότητος και την επίσκεψη του ιδίου ονόματος, ο μαθητής θα προβάλη στην ιστορία του Ιησού την ιστορία και το φως της ψυχής του. Χωρίς την λαμπρότητα των αγίων και την πνευματική ευωδία που αναδίδει το όνομά τους, τα σπουδαία και παράδοξα γεγονότα των ευαγγελίων, όσο ενδιαφέρον και αν προκαλούν, όσο κι αν ερεθίζουν το πνεύμα ενός παιδιού, δεν εισχωρούν στον εσωτερικό κόσμο, επειδή δεν σφραγίζουν την μοίρα του.
Από την Πέμπτη Δημοτικού, η διδασκαλία των Θρησκευτικών συνδυάζεται με βιβλίο. Πρόκειται για κατανυκτικούς βίους αγίων στο πρωτότυπο, που διανθίζονται με σχετικά στοιχεία Ιεράς Γεωγραφίας, γραμμένα στο πνεύμα και το ύφος αναλόγων περιγραφών του Φωτίου Κόντογλου, συνυφαίνονται δε με αντίστοιχα κείμενα του Εορτοδρομίου και Κυριακοδρομίου. Σημειώνω πως το εν λόγω βιβλίο δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να λειτουργή σαν διδακτικό εγχειρίδιο, εφ’ όσον προορισμός του είναι να γίνη εντρύφημα, πηγή ύδατος ζωής και όχι αντικείμενο εκμαθήσεως.
Στην Έκτη Δημοτικού, ο κόσμος των αγίων της Ορθοδοξίας συνδέεται άμεσα με τον Νεώτερο ελληνισμό και την ιστορία του μέσω των νεομαρτύρων, εις τρόπον ώστε το παιδί να αισθανθή, πέραν του πνευματικού δεσμού, και τον δεσμό αίματος που το ενώνει μαζί τους. Το βιβλίο αρχίζει εν προκειμένω με το Θρηνητικό συναξάρι του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (Φ. Κόντογλου) και αφού περάσει το θυσιαστήριο της Τουρκοκρατίας και της Επαναστάσεως, φτάνει μέχρι σήμερα. Περιλαμβάνονται χαρακτηριστικά συναξάρια από το Νέον Μαρτυρολόγιον του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. η θαυμάσια πάνυ και ψυχωφελής διήγηση, που παραθέτει ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος εις την εισαγωγή της συλλογής δημοτικών ασμάτων, τα οποία εξέδωσε το 1852. ο Φτωχός Άγιος του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. αποσπάσματα από την βιογραφία του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, γραμμένη από το Φάνη Μιχαλόπουλο. αποσπάσματα από τον Παπουλάκο του Κωστή Μπαστιά, από το συναξάρι Αρσενίου του Καππαδόκου, πόνημα του αγιορείτη μοναχού Παϊσίου, από το Σημείον Μέγα του Φώτη Κόντογλου. κείμενα για τη ζωή και το μαρτύριο Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Χρυσοστόμου, Επισκόπου Σμύρνης, καθώς επίσης συναξάρια νεομαρτύρων της Κύπρου. Η εθνική και η εκκλησιαστική μας ιστορία εδώ συμπορεύονται.
Στο Γυμνάσιο η διδασκαλία των Θρησκευτικών μεταβάλλει περιεχόμενο, προσαρμοζόμενη στην, λόγω ηλικίας, σχετικά αυτόνομη ανάπτυξη της διανοητικής λειτουργίας του παιδιού. Ο μαθητής έρχεται πλέον απ’ ευθείας σε επαφή με την Αγία Γραφή και διδάσκεται χριστιανική ιστορία.
Έτσι στην Πρώτη Γυμνασίου γνωρίζει τον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης, μέσω μιας καλής επιλογής κειμένων από τους Εβδομήκοντα, με εντός παρενθέσεως νεοελληνικές ερμηνευτικές αποδόσεις δυσκόλων σημείων ή λέξεων, ενώ στην Δευτέρα, μελετά έναν ευαγγελιστή από το πρωτότυπο κατά προτίμηση τον Λουκά, σε μια προοπτική πνευματικής εμβαθύνσεως. Τα στοιχεία της Ιεράς Ιστορίας, που προσέλαβε στις δύο πρώτες γυμνασιακές τάξεις, θα τα συμπληρώσει στην Τρίτη, διδασκόμενος την ευαγγελική προπαρασκευή και την εκκλησιαστική ιστορία. Και στην μεν ευαγγελική προπαρασκευή παρακολουθεί από τα κείμενα των αρχαίων φιλοσόφων και τα δόγματα των προχριστιανικών θρησκειών, την μακρά προετοιμασία της ανθρωπότητος, να δεχθή τον Χριστό και Σωτήρα, στην δε εκκλησιαστική ιστορία, όπου εξετάζεται και ο μωαμεθανισμός σαν χριστιανική αίρεσις, μελετά την πορεία της Εκκλησίας από την Πεντηκοστή μέχρι σήμερα. Και στα δύο μέρη του βιβλίου η έκθεση δεν έχει χαρακτήρα απρόσωπο και αντικειμενικό, αλλά χρονογραφικό, ώστε να νομιμοποιείται τόσο η ζωντανή έκφραση, όσο και ο στοχαστικός χειρισμός, χωρίς να βιάζεται ή και να προδίδεται η ιστορική αλήθεια. Ο απόφοιτος λοιπόν του Γυμνασίου, εάν μεν εγκαταλείψη τα θρανία, θα έχη βαθειές εντυπώσεις θρησκευτικές και ασφαλείς γνώσεις, εάν πάλι συνεχίση τις σπουδές, θα είναι παρασκευασμένος για κατακτήσεις υψηλότερες.
Στο Λύκειο η διδασκαλία τείνει σε περαιτέρω καλλιέργεια της θρησκευτικής συνειδήσεως, και τούτο όχι με σωρευτική μετάδοση θεολογικών αξιωμάτων, αλλά με εισαγωγή του μαθητού δημιουργικά (οδηγητική κατεύθυνση εν τοιαύτη περιπτώσει είναι το θρησκευτικό σύμβολο να τίθεται ως πηγή νοήματος και να μην αγκυλώνεται ως περιεχόμενο) στην αλήθεια της Εκκλησίας, της κοινωνίας δηλαδή του πνεύματος. Έτσι ο μαθητής της Πρώτης Λυκείου καλείται να περάση με δυναμική ερμηνεία, κατά το πρότυπο του Νικολάου Καβάσιλα, από τον τύπο της Θείας Ευχαριστίας και των μυστηρίων που διδάσκεται, στην αγιαστική σημασία τους για την ζωή μας, ζωή κοινοτικής αλληλεγγύης, εδραιωμένη στην ευθύνη ενός εκάστου έναντι πάντων και όχι στα ατομικά διακιώματα, εκ παραλλήλου δε προς τα μυστήρια και συναφώς πάντα προς αυτά, να πλησιάση τη βυζαντινή υμνογραφία και τέχνη εν γένει, συνάπτοντάς την με τα μεγάλα εκκλησιαστικά «γεγονότα» της Γεννήσεως, του Ευαγγελισμού, του Πάσχα, της Πεντηκοστής, καθώς επίσης και με την καθάρσια αγωνιστική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τα μυστήρια όμως της Εκκλησίας δεν φέρνουν καθ’ εαυτά την ποθητή ολοκλήρωση, εάν ο πιστός δεν προσφέρει αδιάκοπα την θέλησή του – ως συντριβή και αγάπη και μετάνοια – να δεχθή και διασώση μέσα του την χάρη τους.
Αυτό το πνεύμα της χριστιανικής βιοτής, θα γνωρίση ο μαθητής της Δευτέρας Λυκείου από τα κείμενα των αναχωρητών της ερήμου και των ησυχαστών (κατά βάσιν του Γεροντικού και της Φιλοκαλίας), που ανθολογούνται στο βιβλίο του, με την αρχαία πάντα γλωσσική τους μορφή, υπό την έννοια στάθμης της υπάρξεως και όχι ιδεολογικής τοποθετήσεως, οπότε ενθαρρύνεται η δι’ αυτογνωσίας και αυθυπερβάσεως καταξίωσή του, αποκλείεται δε ο «φιλοσοφικός» του χρωματισμός.
Τέλος, κατά οργανική συνέπεια και προέκταση της διδασκαλίας των δύο προηγουμένων ετών, ο μαθητής της Τρίτης Λυκείου έρχεται σε κοινωνία με το μήνυμα της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο της δυνάμεως και της αρνήσεως των πνευματικών αξιών, της απορρίψεως του Θεού, της θρησκείας και της παραδόσεως. Η διδασκαλία αποβλέπει σε στοχαστικό διάλογο, βασίζεται δε σε ανθολόγιο αντιπροσωπευτικών κειμένων ορθοδόξου σκέψεως, ελληνικής και μη, κριτήριο επιλογής των οποίων δεν είναι η θεωρητική επεξεργασία θεμάτων της πίστεως, είναι κατά πρώτο λόγο η μαρτυρική κατάθεση των συγγραφέων περί της σωστικής της αλήθειας. Τέτοιες μαρτυρίες θα βρη κανείς από ελληνικής πλευράς, με αφετηρία το έτος 1754, όπου εμφανίζεται στο Άγιον Όρος το ανανεωτικό κίνημα των Κολλυβάδων, συνεχίζεται δε με ποικίλες μορφές μέχρι σήμερα, σε λόγους του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και του Παπουλάκου, σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη, κείμενα του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, του Κοσμά Φλαμιάτου, του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, του Κωστή Μπαστιά, του Κόντογλου, του Λαούρδα και στην προσφορά άλλων νεώτερων ή παλαιοτέρων, ενώ από μη ελληνικής πλευράς, θα βρη μεταξύ άλλων στο έργο του Ντοστογιέφσκη (Μύθος του Μεγάλου Ιεροεξεταστού, Το όνειρο ενός γελοίου, Ο υπόγειος), στις επιστολές του Γκόγκολ, σε σελίδες του Μπερντιάεφ (τα περί γνώσεως και πίστεως, λόγου χάριν, στο Αλήθεια και Αποκάλυψις), στα έργα του Αλεξάνδρου Σμέμαν Για να ζήσει ο κόσμος και Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενύτσιν».
«Είναι προφανές, και τα προηγούμενα δεν αφήνουν, νομίζω, την παραμικρή αμφιβολία, ότι άξων της διδασκαλίας των Θρησκευτικών παύει να υπάρχη το εγχειρίδιο, αντ’ αυτού δε αναδεικνύεται ο θεολόγος. Τα βιβλία γίνονται οδηγοί εργασίας, στοχασμού και διαλόγου, διδακτικές αφορμές και όχι υλικό προς αποστήθιση ή εκμάθηση. Η αλλαγή αυτή του άξονος διδασκαλίας, υποχρεώνει τον καθηγητή να περάση από το παθητικό και νυσταλέο αναμάσημα των κεφαλαίων του παλαιού βοηθήματος, στην δημιουργική παράδοση, προκαλεί δε ηυξημένη παιδευτική ευθύνη, που συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση της θετικής ασκήσεως του λειτουργήματός του. Διότι δεν πρόκειται απλώς περί αυτενέργειας κατά την διεξαγωγή του μαθήματος, πρόκειται, για κάτι πολύ πιο λεπτό και πιο κρίσιμο: τα σημερινά παιδιά, στα οποία καλείται να μεταλαμπαδεύση το εκκλησιαστικό πνεύμα, δεν έχουν γεωργημένη, έστω στην ατμόσφαιρα της γειτονιά, κοινοτική συνείδηση των προηγούμενων γενεών. είναι τυπικά προϊόντα των διαμερισμάτων, ασθενικοί και απομονωμένοι βλαστοί διαλυμένων ή υπό διάλυσιν οικογενειών, θρεμμένοι εξ απαλών ονύχων με την ψυχοφθόρα ιδεολογία των ατομικών συμφερόντων και δικαιωμάτων, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι για να καρποφορήση η διδασκαλία του, πρέπει να μεταπλάθη αδιάκοπα την τάξη σε μικρή κοινωνία πνεύματος, προσφέροντας ο ίδιος πρώτα τον εαυτό του».
Υποστηρίζεται και από πολλούς σήμερα μια κοινωνιολογική προσέγγιση του μαθήματος των Θρησκευτικών ή γνωσιολογική. Ο συγγραφέας απαντά ως εξής:
«Το αξιοσημείωτο στον μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό (που σημειωτέον διαθέτει τον αέρα της ηθικής και πνευματικής υπεροχής απέναντι σε ένα παρελθόν γεμάτο αδυναμίες) είναι ότι μετακινεί τον άξονα του μαθήματος και τον μεταθέτει από τον χώρο της πίστεως στον χώρο του λόγου. Η εσχατολογία μιας λυτρώσεως κοινωνικής γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο περιεχόμενο της θρησκευτικής πίστεως, το δε μάθημα αντί να προβάλη τις δικές του καθολικής δυνάμεως αξίες, εις τις οποίες οφείλει την σημασία του, προβάλλει ωρισμένη κοινωνιολογική διδασκαλία κατοχυρομένη θρησκευτικά από το δράμα ενός Θεού που σταυρώθηκε για να σώση τον κόσμο και που ζητεί από εμάς να αρθούμε στο ηθικό μεγαλείο του με πράξεις δικαιοσύνης. Έτσι από αυτοδυναμία περνούμε σε εξάρτηση, χωρίς προηγουμένως να διευκρινισθή εάν ευθύνεται η πίστις για την έκπτωση ή η απιστία και χωρίς να έχη γίνει συνείδηση ότι στην πρώτη περίπτωση το μάθημα έπρεπε να καταργηθή ως κατ’ ουσίαν απαράδεκτο και ανεπίδεκτο άρα βελτιώσεως, ενώ στη δεύτερη έπρεπε ακριβώς να εξαρθή το στοιχείο της πίστεως και όχι να εξοστρακισθή εν ονόματι του ανθρωπίνου λόγου. …. Γιατί από την στιγμή που ο άξων του μαθήματος παύει να είναι οργανικός για να καταντήσει δάνειος, η πίστις καταρρέει μετατρεπόμενη σε – αγοραία ή φιλοσοφημένη αδιάφορο – κοσμοαντίληψη, περιεχόμενο της οποίας γίνεται πολύ εύκολα η έννοια της κοινωνικής διακαιοσύνης, της λυτρώσεως δια μεταβολής των υλικών όρων της υπάρξεως και θεραπείας του συμπτωματικού ιστορικού κακού, όχι δι’ εσωτερικής αναμορφώσεως του ανθρώπου και θεραπείας του ριζικού μεταφυσικού κακού, που προκαλεί τις οδύνες του κόσμου. … Εντοπίζοντας το κακό στις εξωτερικές συνθήκες βλέπω απλώς το σύμπτωμα και όχι την αρρώστεια, παύει να με αφορά ο συγκεκριμένος άνθρωπος και μεταθέτω την περιορισμένη πλέον ευθύνη μου σε απρόσωπους οργανισμούς, που την αναλαμβάνουν με μισθολογικές κρατήσεις. … Αντίθετα με την ιδεολογική πεποίθηση, που ωθεί το παιδί να ρίξη το βάρος της ευθύνης του στις πλάτες άλλων, αφού διαλύει το μάθημα σε κοινωνιολογικής υφής προτάσεις, η πίστις ως ψυχική παράδοση άνευ όρων και ανιδιοτέλεια, καλεί τον μαθητή να βαδίση ένα δρόμο ο οποίος θα του επιτρέψη να αναπτυχθή αρμονικά, χωρίς να ακυρώση τον της γνώσεως. Το θρησκευτικό συναίσθημα, και μόνο αυτό, οδηγεί στο αίτημα της αυθυπερβάσεως και της αρνήσεως του εγωκεντρισμού από τον οποίο υποφέρει ο σύγχρονος βίος, περαιτέρω δε σε αυθεντική πνευματική ωρίμανση. Γιατί ωρίμανση πνευματική δεν είναι η βιβλιακή γνώση ούτε η πολιτικολογία, είναι η αίσθηση ευθύνης έναντι εμού και πάντων των ανθρώπων. Η … δέουσα θεραπευτική αγωγή, με γνώμονα πάντοτε το αγαθό της παιδείας … είναι το μάθημα να αρθή στο ύψος του, να ενσαρκώση δηλαδή στο σχολείο ως λόγος και ως τρόπος το πνεύμα της κοινοτικής αλληλεγγύης και της ανιδιοτέλειας. Όχι να προσαρμοσθή … στη γενικευμένη αποθρησκευτικοποίηση των βιομηχανικών χωρών της Δύσεως, αναλύοντας τα διάφορα κοινωνικά αιτήματα, αλλά να προσφέρη στο ελληνόπουλο το όραμα του άλλου κόσμου, ενός κόσμου αντίθετου και ανώτερου από τον κόσμο του συμφέροντος και του εγωισμού στον οποίο ζούμε. Έτσι όχι μόνο δεν θα χρειασθή να καταφύγη στην δεοντολογία και την μεθοδολογία των άλλων μαθημάτων, που εξηγούν και αναλύουν χωρίς να νοηματοδοτούν, και φυσικά δεν θα ξεπέση μεταβάλλοντας τη θρησκευτική πίστη σε ιδεολογική άποψη ενός ατόμου το οποίο δεν αναγνωρίζει πλέον τον εαυτό του στον χώρο της κοινότητος, αλλά αντιθέτως θα φανερώση και θα εκφράση δημιουργικά την αλήθεια της πίστεως σε μια κοινωνία η οποία πνευστιά υπό το διαλυτικό βάρος του μηχανικού ορθολογισμού της».