«Χριστός εγερθείς εκ νεκρών, ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος Αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 9 ).
Ποία αύτη η των Ορθοδόξων ευσεβής και πολυπληθής μεσονύκτιος ομήγυρις; Προς τι αύτη η λειτουργική σύναξις τιμίων μελών της Σιωνίτιδος Εκκλησίας και ευλαβών προσκυνητών, αθρόως προστρεξάντων «εκ δυσμών και βορρά και θαλάσσης και εώας;» Τίνα ζητούμεν; Τίνα αναμένομεν ιδείν; Τι τα μύρα συμπαθώς τοις δάκρυσι κιρνώμεν;
Ως εικός εξήλθομεν και ημείς, όρθρου βαθέος, δίκην μυροφόρων γυναικών, ζητούντες ιδείν «Ιησούν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον» (Μαρκ. 16, 6), Ούτινος τον τάφον τούτον οι άρχοντες των Ιουδαίων «ησφαλίσαντο σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας» (Ματθ.27, 66) Προ τούτου ιστάμενοι έκπληκτοι και έκθαμβοι, ακούομεν νοερώς υπό του εν αυτώ καθίσαντος λαμπροφόρου αγγέλου: «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν Αυτόν» (Μαρκ. 16, 6), «ούτος προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν, εκεί Αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν» (Μαρκ. 16, 7).
Όντως, αύτη είναι η πάνσοφος οικονομία του Θεού δια την σωτηρίαν ημών. Αύτη η οικονομία Αυτού δια την απαλλαγήν ημών από του διαβόλου και του θανάτου, από της αμαρτίας και της φθοράς αυτής, η Ανάστασις του δι’ ημάς ενανθρωπήσαντος και σταυρωθέντος Μονογενούς Υιού Αυτού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ούτος την προσληφθείσαν ανθρωπίνην φύσιν ημών έφερε μεθ’ Εαυτού εις τον Σταυρόν και εις τον Άδην και ανέστησε και εις τον ουρανόν ανεβίβασε και εκ δεξιών του Ανάρχου Πατρός Αυτού εις το διηνεκές εκάθισεν.
Ω σοφίας και δυνάμεως, ω ευσπλαχνίας και αγάπης Θεού ! Ο πλάσας ημάς, εν τω Σταυρωθέντι και Αναστάντι Υιώ Αυτού ανέπλασε και ανεμόρφωσε και εζωοποίησε και ανεκάλεσεν, ίνα ζώμεν εν κοινωνία μετ’ Αυτού και μεθ’ ημών εν τω σώματι του Μονογενούς Υιού Αυτού, εν τη αενάω και σωτηριώδει οάσει και τω τερπνώ και μυριπνόω παραδείσω της Εκκλησίας.
Αυτού αναληφθέντος εις τους ουρανούς και του Παρακλήτου επιφοιτήσαντος επί τους αγίους μαθητάς και αποστόλους, η Εκκλησία ανά την Οικουμένην και ανά τους αιώνας αποτελεί φανέρωσιν του έργου της δυνάμεως και της δόξης Αυτού.
Εν τη Εκκλησία τα τέκνα του Θεού, τα πριν διεσκορπισμένα, συνηγμένα νυν εις εν, ευσεβούν, σωφρονούν, ομονοούν, ειρηνεύουν, εργάζονται και συνεργάζονται και δημιουργούν έργον θαυμαστόν, επιτελούν «όσα εύφημα, όσα άγια, όσα δίκαια, ει τις αρετή και ει τις έπαινος πρέπει τοις αγίοις» (Φιλιππ. 4, 8). Τα μέλη της Εκκλησίας αποτελούν την μικράν ζύμην, ήτις αθορύβως μεν και ανεπαισθήτως, δυναμικώς δε, ποιοτικώς και αυξητικώς όλον το φύραμα της κοινωνίας ζυμοί (Α Κορ. 5, 7).
Το έργον τούτο, ποιμαντικόν, φιλανθρωπικόν, κοινωνικόν προσκυνηματικόν και ειρηνευτικόν, επιτελεί ανά τους αιώνας και η Εκκλησία των Αγίων Τόπων, η οποία ανοικταίς αγκάλαις υποδέχεται υμάς, ω ευλαβείς προσκυνηταί, η Εκκλησία, η ζώσα και ποιμαίνουσα μετά της Αγιοταφιτικής Αυτής Αδελφότητος εις τους τόπους τούτους της κατά σάρκα εμφανείας, της σταυρώσεως και της αναστάσεως του ιδρυτού Αυτής.
Αύτη η Εκκλησία δέεται καθ’ εκάστην επί του Παναγίου και Ζωοδόχου τούτου Τάφου και επί πάντων των Παναγίων προσκυνημάτων, υπέρ των εμπεπιστευμένων αυτή πιστών τέκνων αυτής και των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, προσκυνητών, Επιτρόπων και συνδρομητών, υπέρ υγιείας, ευσταθείας, ευημερίας, προκοπής, προόδου και σωτηρίας.
Εν τη χαρά, όθεν, και ελπίδι και δυνάμει της Αναστάσεως, αναφωνήσωμεν: «Χριστός Ανέστη», δόξα τη Αυτού τριημέρω εγέρσει.
Εν τή Αγία Πόλει Ιερουσαλήμ ΠΑΣΧΑ 2011.
Μετά Πατρικών ευχών και Πατριαρχικών Ευλογιών,
Διάπυρος προς Κύριον Ευχέτης
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ’
Πατριάρχης Ιεροσολύμων