ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ - Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Βασιλεύουσα, Νέα Ρώμη, Βυζάντιο, Επτάλοφος… Πόσες λέξεις – πόσα προσωνύμια κρύβονται μέσα στην έννοια της Πόλης! Της Κωνσταντινούπολης.

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Του Σταύρου Σ. Φωτίου: Μάθημα Θρησκευτικών στην Κύπρο: για ένα καλόπιστο διάλογο

Του Σταύρου Σ. Φωτίου

Αν. Καθηγητή Πανεπιστημίου Κύπρου


1. Tο 2008 η κυβέρνηση της Κύπρου απεφάσισε τη σύνταξη Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων για όλα τα μαθήματα στη Δημόσια Εκπαίδευση. Για κάθε μάθημα διορίστηκε πρόεδρος ή πρόεδροι των επιτροπών που θα αναλάμβαναν το σκοπό αυτό. Η σχετική επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας Κύπρου διόρισε ως συμπρόεδρους της επιτροπής για το μάθημα των Θρησκευτικών εμένα, Αν. Καθηγητή της Θεολογίας και της Διδακτικής των Θρησκευτικών στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, και το δρα Σταύρο Γιαγκάζογλου, Σύμβουλο για το μάθημα των Θρησκευτικών στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Ελλάδας. Ο κ. Γιαγκάζογλου, λόγω της απόστασης, δεν κατέστη δυνατό να συμμετάσχει σε καμμιά εργασία της επιτροπής που σχηματίστηκε. Συνεπώς δεν επιτρέπεται να κατηγορείται για οτιδήποτε σχετίζεται με το νέο αναλυτικό του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Κύπρο.

2. Θα ήταν αρνητικό για το μάθημα αν, διαφωνώντας με θέματα της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης που είχε αρχίσει στην Κύπρο λίγα χρόνια πιο πριν, οι θεολόγοι αρνιόντουσαν να ανταποκριθούν στη σχετική πρόσκληση για αναδιαμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος των Θρησκευτικών. Κάτι τέτοιο θα στερούσε από τους θεολόγους τη δυνατότητα να αποφασίζουν οι ίδιοι για το μάθημα. Προσωπικά, μετά από αίτησή της, το 2005 υπέβαλα σχετικό υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Κύπρου για την Έκθεση της Επιτροπής για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση, όπου παρουσίαζα όσα έκρινα θετικά και όσα έκρινα αρνητικά (για τη συμμετοχή μου βλ. Χωρεπίσκοπος Αρσινόης Γεώργιος, «Η Εκκλησία Κύπρου απέναντι στην προτεινόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», Απόστολος Βαρνάβας 66 (2005) 259).


3. Ως πρόεδρος της Επιτροπής για το νέο αναλυτικό πρόγραμμα των Θρησκευτικών κάλεσα, με ανοικτή προκήρυξη, όσους ενδιαφέρονταν, να μετάσχουν στην Επιτροπή αυτή. Ανταποκρίθησαν εννέα συνάδελφοι από τη Μέση Εκπαίδευση. Και οι εννέα περιελήφθησαν στην Επιτροπή. Στις εργασίες της επιτροπής έλαβαν κατά καιρούς μέρος και οι δύο επιθεωρητές του μαθήματος.

4. Η επιτροπή, εργαζόμενη αφιλοκερδώς και για ένα περίπου χρόνο, κατέληξε στην ετοιμασία αναλυτικού προγράμματος, το οποίο παρέδωσε στη σχετική Επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας. Επειδή η επιτροπή δεν διεκδίκησε το αλάθητο, το νέο αναλυτικό αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας Κύπρου για να μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να υποβάλει προτάσεις για οποιαδήποτε τροποποίησή του. Συνεπώς το νέο αναλυτικό ήταν πάντα ανοικτό σε κριτική και αλλαγή. Κανένας δεν υπέβαλε καμμία εισήγηση.

5. Πριν το νέο αναλυτικό παραδοθεί στο Υπουργείο Παιδείας έγινε συνάντηση με τις δύο θεολογικές οργανώσεις της Κύπρου (το Σύνδεσμο Θεολόγων Κύπρου και την Παγκύπρια Ένωση Ελλήνων Θεολόγων), οι οποίες το ενέκριναν. Σημειώνω ότι όλα τα μέλη της επιτροπής που εργάστηκε για το νέο αναλυτικό είναι μέλη και των δύο οργανώσεων. Έτσι, το τελικό αναλυτικό είχε τη μέγιστη δυνατή συναίνεση.

6. Σύμφωνα με το νέο αναλυτικό (το οποίο μπορεί κάποιος να αναγνώσει στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου) «σκοπός του Mαθήματος των Θρησκευτικών στη Δημόσια Eκπαίδευση της Kυπριακής Δημοκρατίας είναι η γνωριμία των μαθητριών/τών με την Eκκλησία, τα μεγάλα θρησκεύματα του σύγχρονου κόσμου και το θρησκευτικό φαινόμενο». «Κάθε αγωγή αρχίζει από το οικείο των μαθητριών/τών και ανοίγεται στο μη οικείο. H συνειδητοποίηση του έτερου προϋποθέτει γνώση του ίδιου. Συνεπώς, το Mάθημα των Θρησκευτικών αποβλέπει στη γνωριμία της Oρθόδοξης Eκκλησίας, των σύγχρονων θρησκευμάτων και του θρησκευτικού φαινομένου. Έτσι, η παρουσίαση της Oρθόδοξης Eκκλησίας καταλαμβάνει μεγαλύτερη έκταση». Πιο συγκεκριμένα ως προς τον πρώτο στόχο αναγράφονται τα εξής: «Σε σχέση με την Oρθόδοξη Eκκλησία οι μαθητές/τριες καλούνται να γνωρίσουν, μεταξύ άλλων, ότι: - O Θεός είναι κοινωνία ελευθερίας και αγάπης τριών προσώπων: του Πατρός, του Yιού και του Aγίου Πνεύματος· του εγώ, του εσύ, του άλλου που αλληλοπεριχωρούνται στο εμείς. Στην κοινωνία αυτή: α) κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο· β) κάθε πρόσωπο είναι ίσο με τα άλλα· γ) κάθε πρόσωπο βρίσκεται σε απόλυτη ενότητα με τα άλλα. - O τριαδικός αυτός Θεός φανερώνεται στο πρόσωπο, τη ζωή και τη διδασκαλία του Iησού Xριστού και βιώνεται ως τρόπος ζωής εν Aγίω Πνεύματι μέσα στην Eκκλησία. - O άνθρωπος αληθεύει όταν βρίσκεται σε αρμονική ενότητα (κοινωνία ελευθερίας και αγάπης) με το Θεό και, κατ επέκταση, με τον εαυτό του, το συνάνθρωπό του και τη φύση».

Ως προς το δεύτερο στόχο, μεταξύ άλλων, αναγράφονται: «Σε σχέση με τα σύγχρονα θρησκεύματα οι μαθητές/τριες καλούνται να γνωρίσουν, μεταξύ άλλων, ότι: - Kάθε θρήσκευμα έχει τη δική του εικόνα για τον Θεό, τον άνθρωπο, την κοινωνία και τη φύση. - Kάθε θρήσκευμα νοηματοδοτεί διαφορετικά την ανθρώπινη ζωή σε όλες της τις πτυχές. - O πιστός κάθε θρησκεύματος δικαιούται να θεωρεί ότι η πίστη του είναι η αληθινή αλλά οφείλει να επιτρέπει το ίδιο δικαίωμα στον καθένα. - H γνώση των θρησκευμάτων δεν εξυπακούει ούτε το σεκταρισμό ούτε το συγκρητισμό αλλά την αλληλογνωριμία και τον αλληλοσεβασμό μέσα σε πλαίσια ειρηνικής συνύπαρξης. - H γνώση των θρησκευμάτων δεν σημαίνει την απώλεια ή τη νόθευση της οικείας πίστης αλλά την επίγνωση των διαφορετικών κοσμοαντιλήψεων και του διαφορετικού τρόπου ζωής που το καθένα καταθέτει ενώπιον της ελευθερίας των ανθρώπων».

Ως προς τον τρίτο στόχο αναγράφονται: «Σε σχέση με το θρησκευτικό φαινόμενο οι μαθήτριες/τές καλούνται να γνωρίσουν, μεταξύ άλλων, ότι: H αναμέτρηση των ανθρώπων με τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα δημιουργεί το θρησκευτικό φαινόμενο. - Kάθε θρησκευτικό φαινόμενο εκφράζει συγκεκριμένη νοηματοδότηση της ανθρώπινης ζωής. - H κατανόηση του θρησκευτικού φαινομένου επιτρέπει την κατανόηση των εκφράσεων και των συνεπειών του μέσα στην ιστορία».

7. Για τη διάταξη της ύλης υπήρξε έντονος προβληματισμός. Ήταν αυτονόητο ότι διαφοροποίηση από το αναλυτικό της Ελλάδας θα δημιουργούσε πρόβλημα με τα εγχειρίδια, που ασφαλώς δεν είναι εύκολο να γραφτούν. Γι᾽ αυτό στο γραμμικό αναλυτικό που ίσχυε τότε στην Ελλάδα έγιναν βελτιώσεις και επεξηγήσεις, για καλύτερη κατανόησή του από τους εκπαιδευτικούς θεολόγους. Το γραμμικό αυτό αναλυτικό κρατήθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση που το νέο αναλυτικό δεν προχωρούσε.

Η επιτροπή, ταυτόχρονα, συνέταξε και νέο αναλυτικό, το οποίο έκρινε ότι ικανοποιεί καλύτερα τις θεολογικές και παιδαγωγικές ανάγκες των μαθητών/τριών. Βασική παιδαγωγική αρχή για τη διάταξη της ύλης ήταν η πορεία από το οικείο στο έτερο. Έτσι, στην περίπτωσή μας, οι μαθήτριες και οι μαθητές αρχίζουν από το οικείο που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία και προχωρούν στο έτερο. Συνεπώς, στη Μέση Εκπαίδευση, στην Α´ Γυμνασίου η ύλη ξεκινά από την Εκκλησία Κύπρου και τις θρησκευτικές κοινότητες. Σαφώς η μελέτη της Εκκλησίας Κύπρου δεν γίνεται ιστορικά ή πολιτιστικά αλλά θεολογικά: πώς δηλαδή με την όλη παρουσία και μαρτυρία της απαντά στα μεγάλα ζητήματα της ζωής. Ακολουθεί, στη Β´ Γυμνασίου, η μελέτη της Βίβλου. Η σύμπτυξη της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης σε ένα χρόνο δεν γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης. Αναφέρω ενδεικτικά ότι στην Ελλάδα υιοθετήθηκε το 1965 και το 1982. Στην Γ´ Γυμνασίου ακολουθεί η ιστορία της Εκκλησίας, η λειτουργική της ζωή και θέματα όπως η φιλία, ο έρωτας, τα ναρκωτικά, το πένθος κ.ά. Στη συνέχεια στην Α´ Λυκείου μελετώνται ο Χριστιανισμός και τα παγκόσμια θρησκεύματα. Στις δύο δε τελευταίες τάξεις του Λυκείου, σε θεματικές ενότητες για να επιτυγχάνεται διαθεματική ενότητα με άλλα μαθήματα μελετώνται θέματα, όπως η Ορθόδοξη Εκκλησία, οι θρησκείες και η παγκοσμιοποίηση, μεγάλα παγκόσμια ζητήματα, υπαρξιακά θέματα, θέματα βιοηθικής κ.ά. Έτσι δίνεται η δυνατότητα, σε αυτή την πιο ώριμη ηλικία, οι μαθητές και οι μαθήτριες να μελετήσουν και πάλι, σε μεγαλύτερο βάθος, την όλη ζωή. Η μελέτη των θεμάτων αυτών γίνεται με βιβλικό και πατερικό υπόβαθρο, ώστε η σύμπτυξη της Βίβλου σε μία τάξη να μην αποβεί σε βάρος της. Απόδειξη τούτου είναι ότι, ενδεικτικά, στο νέο αναλυτικό, δίπλα από κάποιες ενότητες της Β´ και της Γ´ Λυκείου, αναγράφονται ονόματα προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης, για να φανεί ότι το συγκεκριμένο μάθημα πρέπει να παραπέμπει και σε αυτούς. Αναγράφεται, π.χ.: «Η αντιμετώπιση του πόνου [Ιώβ]». «Η οικουμενικότητα του Θεού [Προφήτης Ιωνάς]». Συνεπώς όχι μόνο δεν υποτιμάται η Παλαιά ή η Καινή Διαθήκη αλλά, απεναντίας, αναβαθμίζεται. Σημειώνω εδώ ότι έγινε σύγκριση και έλεγχος με το τότε αναλυτικό πρόγραμμα της Ελλάδας και τα σχετικά εγχειρίδια ώστε τίποτε ουσιώδες να μην παραλειφθεί. Απλώς τα θέματα τέθησαν με πιο παιδοκεντρική σειρά. Εδώ να σημειώσω, ότι είναι η γραμμική διάταξη της ύλης που μετατρέπει πιο εύκολα το μάθημα σε ιστορικό.

8. Ως προς το χαρακτήρα του μαθήματος αναγράφονται τα εξής: «Tο Mάθημα των Θρησκευτικών, όπως υπηρετείται με το παρόν αναλυτικό, υπερβαίνει τόσο τη στενά οριζόμενη κατήχηση (που γίνεται με άλλους όρους και προϋποθέσεις από αυτούς που γίνεται ένα μάθημα στη Δημόσια Eκπαίδευση), όσο και τη θρησκειολογική θεώρηση». Η διάκριση της εκκλησιαστικής κατήχησης από το μάθημα των Θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο τονίζεται και από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Κύπρου η οποία σε κείμενό της, που ομόφωνα ενέκρινε, αναφέρει: «Εξάλλου η Εκκλησία διακρίνει το μάθημα των Θρησκευτικών από την Κατήχηση. Σκοπός του μαθήματος είναι να προσφέρει από τη μια γνώση για την οικεία πίστη, αλλά και γνωριμία, από την άλλη, με το πανανθρώπινο και διαχρονικό φαινόμενο της θρησκείας» (Περιοδικό Απόστολος Βαρνάβας 66 (2005) 265).

Σκοπός του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι αυτό που ονομάζω θεολογική επίγνωση: το μάθημα άγει στην οικείωση με τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα και τις απαντήσεις τους, την οικεία πίστη και τις άλλες, την επίδρασή τους στην ιστορία, τη σχέση τους με την εργασία, την οικονομία, την τέχνη κ.ά. Κατά συνέπεια προσωπικά διαφοροποιούμαι από άλλες προτάσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως διαθρησκειακό, διαπολιτισμικό κ.λπ. Αν αγωγή είναι η ερμηνεία του κόσμου τότε η απουσία τής θεολογικής οπτικής στερεί τον άνθρωπο από μία βασική ερμηνευτική της ζωής και του παγκόσμιου γίγνεσθαι. Ως εκ τούτου το μάθημα δεν προσφέρει ξηρά και ουδέτερη πληροφόρηση. Όπως αναγράφεται στο αναλυτικό: «Mε τη διδασκαλία του μαθήματος επιδιώκεται οι μαθήτριες/τές να καλλιεργήσουν ήθος αρμονικής σχέσης με το Θεό, τον εαυτό τους, το συνάνθρωπό τους και τη φύση. Πιο αναλυτικά, μεταξύ άλλων, επιδιώκονται: Aνοικτότητα προς το υπερβατικό, ενίσχυση της αυτογνωσίας, αδελφική σχέση με τον οποιοδήποτε συνάνθρωπο, λειτουργική σχέση με τη φύση. Προσωπικό άνοιγμα προς τον Θεό, σεβασμός της παράδοσης ως καινοποίησης ζωής, πάλη με τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα».

Υπό αυτή τη θεώρηση το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να είναι υποχρεωτικό για όλους. Όπως η παιδεία μας ξεκινά π.χ. από τη Νεοελληνική Λογοτεχνία και προχωρά στις άλλες, όπως η Ιστορία ξεκινά από την ελληνική και προχωρεί στις άλλες, έτσι και τα Θρησκευτικά ξεκινούν από την Ορθόδοξη Εκκλησία και προχωρούν στους άλλους. Όπως κάποιος δεν μπορεί να απαλλαγεί από το μάθημα της Ιστορίας λόγω διαφορετικής εθνότητας, έτσι δεν πρέπει κάποιος να απαλλάσσεται από το μάθημα των Θρησκευτικών λόγω διαφορετικής θρησκευτικότητας. Διότι τίποτε δεν επιβάλλεται. Ο/η εκπαιδευτικός, με αγάπη αλλά χωρίς φανατισμό, οφείλει να παρουσιάζει ορθά, θεολογικά και παιδαγωγικά, τα πράγματα, σεβόμενος/η απόλυτα την ελευθερία των μαθητών του.

9. Με την παράδοση στη σχετική επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας του νέου αναλυτικού η δική μου εμπλοκή και ευθύνη, όπως και των άλλων μελών της επιτροπής, έληξε. Τόνισα ότι όλοι μας είμαστε πάντα έτοιμοι να προσφέρουμε στο Υπουργείο ό,τι μπορούμε. Έκτοτε καμία επιτροπή εποπτείας για συγγραφή νέων σχολικών εγχειριδίων ή κάτι παρόμοιο δεν συστάθηκε ή υπάρχει.

10. Τα επόμενα που γράφω δεν με αφορούν προσωπικά αλλά τα γράφω για να μην αδικούνται συνάδελφοι. Πληροφορήθηκα κάποια στιγμή ότι εξεδόθη βιβλίο Θρησκευτικών για την Α´ τάξη Γυμνασίου με βάση το νέο αναλυτικό, με τίτλο «Εκκλησία και θρησκευτικές κοινότητες στην Κύπρο». Εδώ, να σημειώσω το αυτονόητο, ότι μπορεί ένα αναλυτικό να είναι καλό και να γραφτούν κακά εγχειρίδια γι᾽ αυτό, ή μπορεί ένα αναλυτικό να είναι κακό και να γραφτούν καλά εγχειρίδια γι᾽ αυτό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν επρόκειτο για βιβλίο αλλά για εκτύπωση υλικού που διάφοροι εκπαιδευτικοί θεολόγοι είχαν καλοπροαίρετα προσφέρει για ανάρτηση στη σχετική ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας, ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτό όλοι οι συνάδελφοι. Στη συνέχεια για να μην χρειάζεται να φωτοτυπείται το υλικό αυτό για τους μαθητές, πράγμα δύσκολο, εξεδόθη σε «βιβλίο» και δόθηκε και στους μαθητές για να αποτελέσει υλικό για ανάπτυξη των σχετικών ενοτήτων. Απόδειξη ότι πρόκειται για υλικό και όχι για βιβλίο είναι το γεγονός ότι μέσα σε αυτό περιλαμβάνονται και σχέδια μαθήματος (βλ. σελ. 100-106, 126-132), η ανομοιομορφία της σελίδωσης, τα πολλά παροράματα.

Το βιαστικά εκτυπωθέν αυτό υλικό έχει αδυναμίες και αστοχίες. Για το σκοπό αυτό ο οικείος επιθεωρητής του μαθήματος ανέθεσε σε δύο θεολόγους να ομοιογενοποιήσουν, διαμορφώσουν, τροποποιήσουν κ.λπ. προς το καλύτερο το υλικό και να αφαιρέσουν οτιδήποτε αρνητικό, πάντα σε συναίνεση με τους συγγραφείς. Στη συνέχεια δε το υλικό να εκδοθεί ως κανονικό βιβλίο, και με έγχρωμες εικόνες, όπως αρμόζει σε ένα σύγχρονο σχολικό εγχειρίδιο.

11. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν δηλώσεις στον τύπο και ακολούθως σχόλια σε διάφορα ιστολόγια ότι το εγχειρίδιο και, κατ᾽ επέκταση το νέο αναλυτικό του μαθήματος, αλλάζοντας τη διάταξη της ύλης μάς αποκόπτει από την Ελλάδα. (Βέβαια τώρα που και στην Ελλάδα καταργήθηκε η γραμμική διάταξη, και το νέο αναλυτικό ως προς την επιλογή της ύλης σε αρκετά σημεία είναι ασύνδετο και ανισοβαρές, τι γίνεται;) Κάποια από τα σχόλια αυτά είναι προφανές ότι γράφτηκαν χωρίς ο συντάκτης τους να είδε ή να διάβασε ποτέ το νέο αναλυτικό και το εγχειρίδιο. Περαιτέρω το εγχειρίδιο (μιλάμε πάντα για το «Εκκλησία και θρησκευτικές κοινότητες στην Κύπρο» της Α´ Γυμνασίου), παρουσιάστηκε να προωθεί την αποορθοδοξοποίηση και τον αφελληνισμό. Είναι αλήθεια ότι σε κάποια σημεία του εγχειριδίου υπάρχουν λέξεις ή εκφράσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εσφαλμένες εντυπώσεις. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι την κατηγορία εναντίον των συγγραφέων του για αφελληνισμό και εξυπηρέτηση σκοτεινών δυνάμεων υπάρχει αβυσσαλέα απόσταση. Αναφέρω, ενδεικτικά, μερικά από πάμπολλα παρόμοια αποσπάσματα από το συγκεκριμένο βιβλίο: «Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία της Κύπρου διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στη διατήρηση της πίστης και της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων Κυπρίων. Η επιβίωση του Χριστιανισμού αλλά και του Ελληνισμού στην Κύπρο κατά τους τρεις αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας οφείλεται αναμφισβήτητα στους αγώνες της Εκκλησίας» (σελ. 88, τα μαύρα γράμματα στο βιβλίο). Ακολουθεί κεφάλαιο για «Αναγνώριση του Αρχιεπισκόπου ως Εθνάρχη» και το κεφάλαιο «Αγώνες για θρησκευτική και εθνική επιβίωση» (σελ. 90-92). Στη συνέχεια κεφάλαιο για τη διατήρηση των ελληνικών γραμμάτων στην Κύπρο (σελ. 94-95) και κεφάλαιο για τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό (σελ. 96-97). «Συμπεράσματα: ιδιαίτερα σημαντικός υπήρξε ο ρόλος της Εκκλησίας στη διατήρηση της θρησκευτικής πίστης και της εθνικής συνείδησης του ελληνισμού της Κύπρου κατά την Τουρκοκρατία. (…) Το γεγονός ότι ο κυπριακός ελληνισμός επιβίωσε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στη δράση της Εκκλησίας» (σελ. 98, τα μαύρα γράμματα στο βιβλίο). «Πώς θα μπορούσαν οι Χριστιανοί Έλληνες της Κύπρου να έχουν έντονη συνείδηση της εθνικής και θρησκευτικής τους ταυτότητας; Σ᾽ αυτό θα βοηθούσε η διδασκαλία της πίστης, της θρησκείας, της ελληνικής γλώσσας και της ιστορίας τους. Γι᾽ αυτό η Εκκλησία φρόντιζε σε όλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας για την ελληνική και χριστιανική μόρφωση των παιδιών» (σελ. 105, τα μαύρα γράμματα στο βιβλίο). «Το 1878 η Κύπρος αλλάζει αφεντικό, από τα χέρια των Τούρκων περνά στην κυριαρχία των Άγγλων. Την αλλαγή αυτή δέχτηκαν με χαρά οι Έλληνες Κύπριοι, γιατί ανέμεναν από το ‘χριστιανικό και πολιτισμένο έθνος’ να εκπληρώσει τον προαιώνιο πόθο τους: την ένωση με την Ελλάδα» (σελ. 112). «Μόνιμος στόχος των Κυπρίων κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας, την οποία θεωρούσαν ως προσωρινή κατάσταση, ήταν η Ένωση με την Ελλάδα. Οι Άγγλοι, στην προσπάθειά τους να κατασιγάσουν τον εθνικό πόθο των Ελλήνων της Κύπρου, επιδίωξαν, χωρίς αποτέλεσμα, ν᾽ αφελληνίσουν το νησί κτυπώντας την ελληνική παιδεία» (σελ. 113, τα μαύρα γράμματα στο βιβλίο). «Η διαπίστωση των Άγγλων ότι η παιδεία που πρόσφερε η Εκκλησία μέσα από τα σχολεία που ίδρυε και συντηρούσε ήταν καθαρά ελληνοκεντρική, τους έκανε να θέλουν να αποδυναμώσουν το ρόλο της Εκκλησίας στα εκπαιδευτικά πράγματα του τόπου και να προσπαθήσουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την εκπαίδευση» (σελ. 118, τα μαύρα γράμματα στα βιβλίο). Ακολουθεί κεφάλαιο «Η συμβολή της Εκκλησίας στους εθνικούς αγώνες» (βαλκανικοί πόλεμοι, εξέγερση 1931, αγώνας 1955-1959) με φωτογραφίες, μεταξύ άλλων, και αποσπάσματα επιστολών αγωνιστών της ΕΟΚΑ (σελ. 119-124). «Η Ορθόδοξη Κυπριακή Εκκλησία κρατούσε αναμμένη τη φλόγα της πίστης στις ψυχές των Ελλήνων της Κύπρου και θέρμαινε τον πόθο για την ελευθερία και την ένωση με την Ελλάδα» (σελ. 119). «Αξιούμεν την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα» (σελ. 120, φωτογραφία του εντύπου του ενωτικού δημοψηφίσματος). «Ναι γεννήθηκαμε και θα πεθάνουμε Έλληνες» (σελ. 121, φωτογραφία επιγραφής σε τοίχο). «Μπροστά στον κίνδυνο να επιβληθεί η διχοτόμηση του νησιού, η κυπριακή ηγεσία συμβιβάστηκε να εγκαταλείψει το αίτημα για την ένωση. Το 1959 υπογράφτηκαν από τους εκπροσώπους των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που είχαν πολλά μειονεκτήματα για τους Έλληνες της Κύπρου» (σελ. 123, τα μαύρα γράμματα στο βιβλίο). «Το Σύνταγμα που επιβλήθηκε στους Κυπρίους είχε έντονα διχοτομικά στοιχεία και καθιέρωνε ένα συνεταιρισμό Ελλήνων και Τούρκων στη διοίκηση δυσανάλογο προς την πληθυσμιακή τους αναλογία. Οι κακοί οιωνοί δεν άργησαν να επαληθευτούν με τα δραματικά γεγονότα του 1974, που οι φοβερές συνέπειές τους απειλούν μέχρι σήμερα την ίδια την ύπαρξη του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας» (σελ. 123-124, τα μαύρα γράμματα στο βιβλίο).

12. Οι ενέργειες που έγιναν και γίνονται για την αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Κύπρο πολλές φορές καρποφόρησαν. Αναφέρω μερικές: Το 1990 γράφτηκε βιβλίο για την Εκκλησία Κύπρου, το οποίο χρησιμοποιείται από τότε στην Ε´ και την Στ´ τάξη Δημοτικού. Το 1997 και το 1998 γράφτηκαν αντίστοιχα εγχειρίδια για την Α´ και τη Β´ τάξη Δημοτικού και έκτοτε το μάθημα απέκτησε το δικό του ξεχωριστό δίωρο εβδομαδιαίως σε όλες τις τάξεις της Δημοτικής Εκπαίδευσης. Στο νέο ωρολόγιο πρόγραμμα, το μάθημα των Θρησκευτικών αυξάνει τις ώρες διδασκαλίας του στη Β´ Λυκείου από μιάμισυ σε δύο ώρες εβδομαδιαίως. Έτσι γίνεται δίωρο σε όλες τις τάξεις και της Μέσης Εκπαίδευσης.

13. Κάθε διάλογος για το σκοπό, το χαρακτήρα, τις προκλήσεις κ.ά. του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημόσιο σχολείο είναι θεμιτός και καλοδεχούμενος. Με προϋποθέσεις, βέβαια, το σεβασμό των διαλεγομένων (όχι ετικέτες, προσωπικές ύβρεις…), τη γνώση των πραγμάτων (όχι άκουσα, μου είπαν…), το νηφάλιο ύφος (όχι συνωμότες…) και την επιχειρηματολογία (διαφωνώ σε αυτό και προτείνω εκείνο). Ως εκπαιδευτικοί θεολόγοι προσφέρουμε ότι χειρότερο στο μάθημα αν το εμπλέξουμε σε προσωπικές και άλλες αντιπαλότητες.

Πηγή: http://e-theologia.blogspot.com/2012/01/blog-post_4495.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου