H Εκκλησία της Ελλάδος είναι η μοναδική ίσως από τις μητροπολιτικές Ορθόδοξες εκκλησίες που προέβαλε σε θεσμικό επίπεδο μετ’ επιτάσεως την ανάγκη λειτουργικής αναγέννησης στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Κυρίως μετά την εκλογή του από Δημητριάδος και Αλμυρού κυρού Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ασφαλώς υπήρξε κάποια προϊστορία στην ελληνόφωνη Ορθοδοξία αναφορικά με τη λειτουργική αναγέννηση. Και αυτή ξεκινάει από τον Νικόλαο Καβάσιλα, συνεχίζεται με το κίνημα των κολλυβάδων και τη λειτουργική αναθεώρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 19ο αι. (τυπικό Βιολάκη κλπ.), για να καταλήξει στους ειλικρινείς προβληματισμούς και την τόλμη πριν από τρεις περίπου δεκαετίες του μακαριστού Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης κυρού Διονύσιου Ψαριανού.
Δεν θα πρέπει επίσης να αγνοήσει κανείς και τη θεολογική συμβολή του Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, αλλά και του ομότιμου καθηγητή Ε. Θεοδώρου και του αείμνηστου κορυφαίου λειτουργιολόγου μας Ι. Φουντούλη. Θα ήταν όμως μεγάλη παράλειψη αν δεν τονίζαμε την αποφασιστικότητα του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ο οποίος σημειωτέον από το 1971, αρχιμανδρίτης τότε, σε λόγο του προς τους ιεροψάλτες (Εγχειρίδιον ιεροψάλτου. Βασικαί του ιεροψάλτου υποχρεώσεις εις την Λειτουργικήν Αναγέννησιν) άφησε να διαφανεί το όραμά του για λειτουργική αναγέννηση.
Όταν, λοιπόν, το 1999 τα θεσμικά όργανα της εν Ελλάδι Εκκλησίας αποφάσισαν τη δημιουργία «Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως» (κανονισμός 139/1999), δέχτηκα την τιμητική πρόσκληση του Μακαριωτάτου να μετάσχω σ’αυτήν, γιατί πίστευα ότι ήταν καιρός πλέον να ανοίξει ένας ουσιαστικός θεολογικός διάλογος για την αναζήτηση της ταυτότητας της Εκκλησίας (την ανάδειξη δηλαδή της ιδιαιτερότητας της Ορθοδοξίας) και στην πιο ζωντανή από άποψη στελεχιακού και θεολογικού δυναμικού Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία, την Εκκλησία της Ελλάδος. Η λατρεία της Εκκλησίας, και κυρίως η Ευχαριστία ως το συνεκτικό και προσδιοριστικό της στοιχείο, αποτελεί το κυριότερο – για πολλούς ακόμη και το μοναδικό – κριτήριο προσδιορισμού της ταυτότητας της Εκκλησίας, με άλλα λόγια της Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας. Ο Μητροπολίτης Περγάμου μάλιστα επιμένει ότι ακόμη και στον διάλογο με την κοινωνία και τις άλλες χριστιανικές ομολογίες η μοναδική ουσιαστική και αποτελεσματική συμβολή της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας είναι η ευχαριστιακή της παράδοση.
Για δέκα, λοιπόν, χρόνια το αίτημα της «λειτουργικής αναγεννήσεως», που προέβαλε θεσμικά η Εκκλησία της Ελλάδος, άρχισε να απασχολεί όλο και περισσότερο την τοπική Ορθόδοξη χριστιανική κοινωνία. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση η θετική πλευρά του όλου εγχειρήματος έγκειτο σ’ αυτήν ακριβώς τη δημοσιοποίηση του θέματος στο ευρύ κοινό. Η ευαισθητοποίηση και ελληνικής κοινωνίας για τη λειτουργική έκφραση της Εκκλησίας αποτελεί αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη. Η αρνητική, βέβαια, πλευρά ήταν για μια ακόμη φορά η αδυναμία νηφάλιου θεολογικού διαλόγου.
Προσωπικά, όπως άλλωστε και πολλά μέλη της συνοδικής επιτροπής, χαιρέτησα την έναρξη θεολογικού διαλόγου, ακόμη και όταν αυτός ήταν σε έντονο επικριτικό ύφος, με το αιτιολογικό ότι – παρά τις όποιες υπερβολικές, ατεκμηρίωτες και σε μερικές περιπτώσεις έξω από τα επιτρεπτά όρια του ορθόδοξου ήθους αιτιάσεις – κατά βάση δικαίωνε «την επιδιωκόμενη από τα επίσημα κείμενα της συνοδικής επιτροπής λειτουργικής αναγεννήσεως προβολή της αναγκαιότητας λειτουργικής ευαισθησίας». Γι’ αυτό και προσωπικά απέφυγα ως αλυσιτελή και ατελέσφορη την όποια θεολογική αντιπαράθεση με τις διάφορες ατεκμηρίωτες και ως επί το πλείστον κακοπροαίρετες κρίσεις και επικρίσεις, που κατά καιρούς διατυπώθηκαν. Ακόμη και στην προσωπική εναντίον μου επίθεση ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Αθηνών, με υπόμνημα μάλιστα στην ΔΙΣ, αρνήθηκα να απαντήσω, παρά την υπόδειξη της επιτροπής, δημοσιεύοντας αργότερα τα όποια επιχειρήματά μου στο βιβλίο μου LEX ORANDI. Λειτουργική θεολογία και λειτουργική αναγέννηση, Ίνδικτος Αθήνα 2005. Το μόνο που έκανα ήταν να ανατρέψω με ήπιο τρόπο το βασικό επιχείρημα, το οποίο υπέβοσκε σε όλες ανεξαίρετα τις επικρίσεις, το επιχείρημα δηλαδή της εκκοσμίκευσης. Αυτό το επιχείρημα παρουσιάστηκε με τον πλέον επίσημο τρόπο στο Β΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο από τον π. Σαράντη Σαράντο, αλλά και έμμεσα υποβόσκει ως θεολογικός προβληματισμός σε ορισμένους ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος, μερικοί από τους οποίους (όπως π.χ. ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος Βλάχος) είχαν την καλοσύνη να κάνουν γνωστές τις απόψεις τους στην επιτροπή.
Η υπόθεση, βέβαια, εφθασε στο απροχώρητο, όταν κλιμακώνοντας τις ανοίκειες και πέρα από κάθε μέτρο και με τρόπο απάδοντα στο ορθόδοξο ήθος και ύφος έτερος εν ενεργεία ιερέας καθηγητής εξαπέλεισε βαρύτατες κατηγορίες επί αιρέσει συλλήβδην κατά των συντεταγμένων θεσμικών οργάνων της Εκκλησίας. Για την υπόθεση του εν λόγω ιερέα καθηγητή, παρά την αντίθετη γνώμη τόσο του αείμνηστου Φουντούλη όσο και εμού, επιλήφθηκε το αρμόδιο συνοδικό δικαστήριο, έθεσε όμως την υπόθεση στο αρχείο. Ο πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής, Μητροπολίτης Καισαριανής κ. Δανιήλ Πουρτσουκλής, απήντησε αρμοδίως (βλ. «Ανοίκειος αναγωγή ή Απάντησις εις αναιτιολόγητον έλεγχον υποτιθεμένων κακοδοξιών», Εκκλησία 80 τ. 3 2003, σελ. 183-189).
Δεν διατηρούσα ποτέ αυταπάτες, ότι μια μητροπολιτική Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως η Εκκλησία της Ελλάδος, θα μπορούσε να φέρει σε πέρας αυτό το εγχείρημα. Θεώρησα όμως ενθαρρυντικό το γεγονός, ότι τα συντεταγμένα όργανά της υιοθέτησαν πρότασή μου για την διοργάνωση διεθνούς Διορθοδόξου Συμποσίου με θέμα «Η λειτουργική αναγέννηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία» με τη συμμετοχή ειδικών από όλες τις εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, που επρόκειτο να συνέλθει από 25 έως 29 Αυγούστου 2007 στην Ιερά Μονή Πεντέλης. Εκεί επρόκειτο να συζητηθεί σε βάθος το ζήτημα της λειτουργικής αναγέννησης στην ανά την οικουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δυστυχώς, με το επιχείρημα της αδυναμίας της φυσικής παρουσίας του ασθενούντος τότε αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, το διορθόδοξο εκείνο συνέδριο αναβλήθηκε. Επί τρία χρόνια προσπάθησα – χωρίς επιτυχία – να υλοποιηθεί εκείνη η απόφαση, προκειμένου να παγιωθεί και στο χώρο της Ορθοδοξίας το αίτημα της λειτουργικής κατ’ αρχάς, ευρύτερης θεολογικής στη συνέχεια, και εκκλησιαστικής αναπόφευκτα, αναγέννησης. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που η θητεία μου στην Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως έληξε το 2010. Είχε προηγηθεί προσπάθεια διασώσεως του συνεδρίου υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριάρχη χωρίς επιτυχία. Άλλωστε και η αφιέρωση του πιο πάνω βιβλίου μου Lex Orandi στον Οικουμενικό Πατριάρχη είχε σχολιαστεί δυσμενώς από μερικούς.
Δεν είναι της παρούσης η λεπτομερέστερη ανάλυση των λόγων αυτού του πισωγυρίσματος. Κάτι παρόμοιο, άλλωστε, είχε αρχίσει να διαφαίνεται και στον εκτός της ελλαδικής εκκλησίας Ορθόδοξο χώρο. Με σώφρονα και προσεκτικά βήματα η λειτουργική αναγέννηση είχε αρχίσει να προωθείται, με αιχμή του δόρατος την ευχαριστιακή θεολογία, στην Ορθόδοξη διασπορά (Aμερική, Aγγλία, Γαλλία κλπ.), τις ιεραποστολικά προσανατολισμένες αρχαίες εκκλησίες (Aντιόχεια), τις απογαλακτισμένες από παλαιά μητροπολιτικά κέντρα νέες εκκλησίες (Φινλανδία), καθώς και τις νέες ιεραποστολικές κοινότητες (Aφρική, Aσία κλπ), με αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, Βέβαια και εκεί την προσπάθεια αυτή επιχείρησε να ανακόψει μια — αναμενόμενη λίγο ως πολύ μετά τις ιδεολογικές ανακατατάξεις της τελευταίας εικοσαετίας — συντηρητική στροφή. Aκραία φονταμενταλιστικά φαινόμενα π.χ. εκδηλώθηκαν στην Aγ. Aικατερινούπολη της Pωσίας με τη δημόσια καύση των συγγραμμάτων των κυριοτέρων εκφραστών της ευχαριστιακής θεολογίας (Σμέμαν, Mάγιεντορφ, Μεν κλπ.), ενώ ηπιότερης μορφής φαινόμενα παρουσιάστηκαν με την απόπειρα ανακοπής της λειτουργικής μεταρρύθμισης στη Φινλανδία. Είχε επίσης προηγηθεί και προσπάθεια ανακοπής της λειτουργικής αναγέννησης στην ελληνο-ορθόδοξη κοινότητα της Aμερικής, στην οποία ενεργώς αναμείχθηκαν ακραία φονταμενταλιστικά στοιχεία τόσο του παλαιοημερολογητικού (για ευνόητους λόγους μερικές φορές αυτοαποκαλούμενου “παραδοσιαρχικού” [traditionalist]) χώρου, όσο και των ακτιβιστών—εκ του ευαγγελικαλισμού προερχομένων—προσηλύτων. Kοινός παρονομαστής όλων αυτών ήταν να αποτραπούν οι δειλά αλλά σταθερά πραγματοποιηθείσες με βάση τη “λειτουργική” και “ευχαριστιακή” θεολογία λειτουργικές και ευρύτερα εκκλησιολογικές αναπροσαρμογές προς την κατεύθυνση της αυθεντικότερης από Ορθόδοξη σκοπιά λειτουργικής έκφρασης της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και πρώτος στόχος υπήρξε η Θεολογική Σχολή του Tιμίου Σταυρού, και πρώτοι διωχθέντες οι κύριοι εκφραστές της λειτουργικής αναγέννησης στην ελληνόφωνη αμερικανική Oρθοδοξία π. Θ. Στυλιανόπουλος και π. A. Kαλύβας.
Με την ίδια ακριβώς αποφασιστικότητα οι ίδιοι συντηρητικοί κύκλοι προσπάθησαν να ανακόψουν την μοναδική ευρείας κλίμακας απόπειρα λειτουργικής αναγεννήσεως στην Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης, με αφορμή την μετάφραση και εις επήκοον του εκκλησιάσματος ανάγνωση των ευχών της Θείας Λειτουργίας. «Ευελπιστώ ότι ο διάλογος τον οποίον επί τέλους άνοιξε η Εκκλησία της Ελλάδος θα καρποφορήσει», κατέληγα σε σχετική μελέτη μου στα ιταλικά και στα ελληνικά (
http://auth.academia.edu/PetrosVassiliadis/Papers/1977779/_Liturgical_Renewal_and_the_Church_of_Greece_). Ομολογώ ότι διαψεύστηκα. Όταν πριν λίγα χρόνια η σύνοδος της ιεραρχίας επιλήφθηκε της όντως πρωτοποριακής πρωτοβουλίας του μακαριστού πλέον μητροπολίτη Πρεβέζης κυρού Μελετίου, ανοίγοντας το διάλογο για το θέμα, είχα τοποθετηθεί δημόσια, λέγοντας: «Ας σκεφτούμε σοβαρά τον προβληματισμό του αγίου Πρεβέζης» (
http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2216). Τις προτάσεις μου επίσης τις παρουσίασα στο φιλόξενο πυλώνa εκκλησιαστικών ειδήσεων AMEN (
http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2232), αλλά και στο ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος, μέρος των οποίων ανέβασε και στο διαδίκτυο ο δημοσιογράφος και υποψ. διδάκτορας του τμήματος Θεολογίας, κ. Χάρης Ανδρεόπουλος (
http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2232, βλ. και
http://www.romfea.gr/diafora-ekklisiastika/3196-5169).
Πριν από ένα χρόνο, με την ευκαιρία της έκδοσης του τελευταίου βιβλίου του μακαριστού μητροπολίτη Πρεβέζης, Μέθεξη ή κατανόηση; Έκδοση Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2011, τον προσκαλέσαμε να μας παραθέσει επιστημονικά τα θεολογικά του επιχειρήματα (είχε προηγηθεί πρόσκληση και στους μητροπολίτες Ναυπάκτου και Θεσσαλονίκης, αλλά για διαφορετικούς λόγους δεν ανταποκρίθηκαν). Λίγο πριν μπούμε στην αίθουσα του έθεσα ευθέως το ερώτημα: μήπως το εγχείρημά του θα ανακοπεί κατά την μετά Μελέτιο εποχή; Η απάντησή του ήταν αφοπλιστική: «Το σύνολο σχεδόν των κληρικών της επαρχίας μου είναι απόλυτα πεπεισμένοι για την ορθότητα του εγχειρήματος, τόσο θεολογικά όσο και ποιμαντικά. Άλλωστε, έχω την υπόσχεση του μακαριωτάτου για τη διαδοχή μου! Κι εγώ κάποτε ήμουνα αντίθετος με τις μεταφράσεις λειτουργικών κειμένων, ακόμη και των βιβλικών (αναφερόταν προφανώς στην εισήγησή του στην Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος, ότι δεν θα έπρεπε αυτή να επευλογήσει την μετάφραση της Καινής Διαθήκης το 1989), αλλά άλλαξα γνώμη, και αυτά αναλύω στο βιβλίο μου»! Την δημοσιοποίηση της δήλωσής του αυτής την οφείλω στη μνήμη του. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που σε τούτη τη συγκυρία αποφάσισα να μη μείνω σιωπηλός. Ένας άλλος ήταν το γεγονός ότι δεν μπορούσα να μη τοποθετηθώ στην κρίσιμη ιστορική στιγμή που κατά την άποψή μου ολοκληρώνεται ο διάλογος για το παραπάνω, όταν κατά την έναρξή του ήμουν τόσο… ομιλητικός. Σχετικά πρόσφατη θεολογική ανάλυση οι καλόπιστοι αναγνώστες μπορούν να δουν στην ακαδημαϊκή μου ιστοσελίδα (
http://auth.academia.edu/PetrosVassiliadis/Papers/1975078/_._).
Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι δυστυχώς η λειτουργική αναγέννηση πνέει τα λοίσθια, με ευθύνη δυσυχώς πολλών επιγόνων και πνευματικών τέκνων του μακαριστού Χριστοδούλου. Η σημερινής ηγεσία της εκκλησίας ουδέποτε διέκειτο ευμενώς προς αυτή την πτυχή της Ορθόδοξης μαρτυρίας. Η εκλογή στην μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης θα επιβεβαιώσει αν θα μπει και η οριστική ταφόπλακα. Πιο έντιμο, λοιπόν, είναι να διαλυθεί και ειδική συνοδική επιτροπή, να οργανωθεί και ένα μεγαλοπρεπές μνημόσυνό της, και να επανέλθουμε στη μιζέρια του επαρχιώτικου μικρόκοσμού μας. Προς δόξαν και τέρψιν των κάθε λογής ου κατ’ επίγνωσιν ζηλωτών. Εύχομαι να διαψευστώ. Μετά τις εκλογές θα επανέλθω και με άλλα παραδείγματα.
Ήμουν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές του νυν αρχιεπισκόπου. Του είχα μάλιστα ευχηθεί δημόσια στον κοσμικό τύπο να συνεχίσει τα θετικά στοιχεία του έργου του προκατόχου του. «Να επεκτείνει δηλαδή το διάλογο και τη λειτουργική αναγέννηση, προωθώντας ακόμη περισσότερο τη διαφάνεια και συμμετοχικότητα στην εκκλησιαστική ζωή. Η συνοδικότητα, για την οποία μιλούν πολλοί, είναι καιρός να επεκταθεί και πέραν της ιεραρχίας, φτάνοντας σε όλα τα επίπεδα του εκκλησιαστικού βίου: στην ενορία, στις μητροπόλεις, στη λειτουργική ζωή, στην απονομή δικαιοσύνης, ακόμη και στη διοίκηση και στη διαχείριση των οικονομικών της. Όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος πρέπει να «προνοούμεν καλά ου μόνον ενώπιον κυρίου, αλλά και ενώπιον ανθρώπων» (Β΄ Κορ 8,21)» (Το ΒΗΜΑ, 29.1.2008).
Δυστυχώς, τίποτε από όλα αυτά δεν φαίνεται να προχωράει. Ούτε και η διατυπωθείσα επανειλημμένως προ της εκλογής του αλλαγή του τρόπου εκλογής των επισκόπων. Ίσως τα τεσσεράμισι χρόνια να είναι λίγα. Οψόμεθα.