Οι διαφορετικές εκδοχές
Το περιστατικό της βάπτισης του Ιησού σε όλες τις εκδοχές του (Μτ. 3:13-17//Μκ. 1:9-11//Λκ. 3:21-22//Ιω. 1:29-34) έχει προσαρμοστεί στις χριστολογικές ιδέες του κάθε ευαγγελιστή. Στο κατά Μάρκον ο Ιησούς εισάγεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο στο 1:9 καθώς έρχεται να βαπτιστεί από τον Ιωάννη στον ποταμό Ιορδάνη. Η διήγηση είναι σύντομη και απλή χωρίς λεπτομέρειες. Είναι πράγματι παράξενο πως ένα τόσο σημαντικό γεγονός περιορίζεται μόνο σε τρεις στίχους στο κατά Μάρκον. Ο Ιησούς εδώ παρουσιάζεται χωρίς κάποιον χριστολογικό τίτλο με τον τόπο καταγωγής του μόνο να δηλώνεται στο κείμενο (ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας). Λίγο παρακάτω όμως, στο 1:11 ο Ιησούς φανερώνεται με θαυματουργικό τρόπο ως Υιός του Θεού. Τώρα λοιπόν οι αναγνώστες του ευαγγελίου πληροφορούνται ποιος πραγματικά είναι αυτός για τον οποίο ο Μάρκος θα αφηγηθεί διάφορα περιστατικά στη συνέχεια. Στο κατά Μάρκον η βάπτιση του Ιησού περιγράφεται ως μια προσωπική εμπειρία του ίδιου, ένα περιστατικό μιας ιδιωτικής στιγμής χωρίς να γίνεται λόγος για παρουσία άλλων προσώπων εκτός από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ακόμη, στην εκδοχή του Μάρκου ο Ιησούς είναι ο μόνος που υπάρχει για να δει το άνοιγμα του ουρανού και την κάθοδο του πνεύματος σε αυτόν. Συνεπώς είναι επίσης και ο μόνος που ακούει την φωνή από τον ουρανό. Στα υπόλοιπα ευαγγέλια η σκηνή έχει δημόσιο χαρακτήρα. Ίσως αυτή η αλλαγή να οφείλεται σε απολογητικούς λόγους που ήθελαν να τονίσουν την αλήθεια των τριών υπερφυσικών γεγονότων[1] που έλαβαν χώρα κατά τη βάπτιση του Ιησού. Νομίζουμε πως η ιδιωτική ατμόσφαιρα της μάρκειας εκδοχής έχει σχέση με το μεσσιανικό μυστικό που ο ευαγγελιστής διατηρεί ως ιδιαίτερο θεολογικό χαρακτηριστικό στο ευαγγέλιό του. Συνεπώς η ιδιωτική ατμόσφαιρα της βάπτισης του Ιησού να αποτελεί δική του επεξεργασία. Οι ερευνητές σημειώνουν συχνά ότι η ιδέα του Ιησού από τη Ναζαρέτ ως Υιού του Θεού δεσπόζει στο ευαγγέλιο του Μάρκου, δικαιολογεί την εξουσία που ο ίδιος έχει σε διάφορα σημεία του ευαγγελίου και κορυφώνεται στην ομολογία του εκατόνταρχου τη στιγμή του θανάτου του Ιησού στο σταυρό (Μκ. 15:39).
Στους άλλους δύο συνοπτικούς οι αναγνώστες έχουν πληροφορηθεί τη γέννηση του Ιησού και δεν ακούν γι’ αυτόν, αλλά ούτε για θεϊκή παρέμβαση που συνδέεται με τη ζωή του πρώτη φορά. Ο Ματθαίος πριν το περιστατικό της βάπτισης διασώζει μόνο αυτός έναν διάλογο μεταξύ του Ιησού και του Ιωάννη του Βαπτιστή σύμφωνα με τον οποίο ο δεύτερος αρνείται να βαπτίσει τον πρώτο λόγω κατωτερότητας τους ίδιου (3:14-15)[2]. Προφανώς ο Ματθαίος θέλει να δικαιολογήσει γιατί ο Ιησούς ως ανώτερος δέχτηκε το βάπτισμα του Ιωάννη και έτσι φανερώνει την εύλογη απορία που εκφραζόταν στην κοινότητά του. Ο λόγος είναι για να εκπληρωθεί το σχέδιο του Θεού (Μτ. 3:15). Μετά από αυτή τη διαβεβαίωση ο Ιωάννης δέχεται να βαπτίσει τον Ιησού. Εξάλλου συχνά στο κατά Ματθαίον, όπου ο Ιησούς παρουσιάζεται ως Υιός του Θεού, εκτελεί το θέλημα του Πατέρα. Στην εκδοχή της βάπτισης του Ιησού στο κατά Ματθαίον (3:13-17) η φωνή που ακούγεται από τον ουρανό (3:17) απευθύνεται σε τρίτο πρόσωπο[3] «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός» και όχι σε δεύτερο «σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός», όπως στο Μάρκο και τον Λουκά (στο Ιω. 1:34 έχουμε πάλι τρίτο πρόσωπο αλλά εκεί παρουσιάζεται να μιλά ο Βαπτιστής για το περιστατικό που έλαβε χώρα). Φαίνεται πως η φωνή απευθύνεται πρωτίστως στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και ίσως στο πλήθος των παρευρισκόμενων. Ο Ματθαίος καινοτομεί έναντι του Μάρκου. Ενώ στο κατά Μάρκον το βάρος της διήγησης ρίχνεται στα γεγονότα που ακολουθούν της βάπτισης του Ιησού, στο κατά Ματθαίον θεωρείται δεδομένο ότι ο Ιησούς είναι Υιός του Θεού και επιχειρείται να εξηγηθεί γιατί χρειαζόταν αυτός να βαπτιστεί.
Στα δύο πρώτα κεφάλαια του ευαγγελίου του Λουκά οι διηγήσεις τις παιδικής ηλικίας του Ιωάννη του Βαπτιστή και του Ιησού διαδέχονται η μία την άλλη. Ο Ιησούς έχει ήδη στο Λκ. 1:32 ονομαστεί «υἱὸς ὑψίστου» και παρουσιαστεί ως μεσσίας και επομένως οι αναγνώστες του δεν εκπλήσσονται με την ανακοίνωση ότι είναι ο αγαπητός γιος του Θεού κατά τη βάπτισή του. Στο τέλος του γενεαλογικού καταλόγου που ακολουθεί μετά τη βάπτιση στο κατά Λουκάν ο Ιησούς είναι γιος του Θεού (Λκ. 3:38). Μετά τη βάπτιση ο Ιωάννης εξαφανίζεται από το προσκήνιο και ο Ιησούς είναι πλέον το κεντρικό πρόσωπο του ευαγγελίου. Ο Λουκάς διατηρεί μια καινοτομία. Στο 3:20 μας πληροφορεί ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής έχει συλληφθεί και αμέσως μετά ακολουθεί η αφήγηση της βάπτισης του Ιησού. Ίσως η πληροφορία αυτή λειτουργεί προς όφελος των μελών της Εκκλησίας του Λουκά, αφού ο ευαγγελιστής περνά γρήγορα το γεγονός της βάπτισης του Ιησού χωρίς ν’ αναφέρει το όνομα του Βαπτιστή. Ιωάννης και Ιησούς δεν συναντώνται ποτέ στο κατά Λουκάν, αν και η συνάντησή τους έγινε κατά τη βάπτιση του δεύτερου, όπως προκύπτει από το κείμενο. Προκειμένου να φανεί το φαινομενικά παράδοξο αυτό γεγονός, ας σημειωθεί εδώ ότι ο τρίτος ευαγγελιστής είναι εκείνος που τονίζει περισσότερο από τους υπόλοιπους το ρόλο του Ιωάννη ως προδρόμου του Ιησού. Επίσης ο Λουκάς είναι ο μόνος από τους συνοπτικούς που δεν σημειώνει ότι ο Ιησούς έρχεται από τη Γαλιλαία.
Ο Λουκάς δεν δίνει βαρύτητα στην ίδια την πράξη της βάπτισης αλλά στην κάθοδο του πνεύματος και στην ουράνια διακήρυξη. Αν ήθελε ο ευαγγελιστής να συνδέσει το βάπτισμα με την κάθοδο του πνεύματος, σωστά παρατηρεί ο Dunn, θα είχε στο κείμενο βαπτιζομένου και όχι βαπτισθέντος. Ο Λουκάς μας παρέχει ακόμη μια πληροφορία. Η κάθοδος του πνεύματος γίνεται καθώς ο Ιησούς προσεύχεται[4] αμέσως μετά τη βάπτισή του (Λκ. 3:21). Κανένας άλλος ευαγγελιστής δεν κάνει αναφορά σε προσευχή του Ιησού και επιπλέον ο Λουκάς διευκρινίζει στο 3:22 ότι το πνεύμα εμφανίστηκε με τη σωματική μορφή ενός περιστεριού. Η κάθοδος του πνεύματος στο κατά Λουκάν συνδέεται επομένως με την προσευχή του Ιησού και όχι με τη βάπτισή του. Η προσθήκη της φράσης «σωματικῷ εἴδει» δεν υπάρχει σε καμία από τις υπόλοιπες εκδοχές της διήγησης. Στην εκδοχή του Λουκά η βάπτιση γίνεται μπροστά σε αρκετούς παρευρισκόμενους (3:21) που είχαν νωρίτερα βαπτιστεί. Ασφαλώς η έκφραση «ἅπαντα τὸν λαὸν» είναι υπερβολή, αφού στο Λκ. 7:30 λέγεται πως δεν ανταποκρίνονταν όλοι οι Ιουδαίοι στο βάπτισμα του Ιωάννη. Η αναφορά στην κάθοδο του πνεύματος επίσης είναι πιο συγκεκριμένη (3:22) από ότι στους άλλους δύο συνοπτικούς και επιπλέον η φωνή που ακούγεται παραθέτει μεγαλύτερο μέρος του Ψλ. 2:7. Στο κατά Λουκάν ο Ιησούς βαπτίζεται στον Ιορδάνη επειδή ο Θεός το ήθελε. Η ιδέα είναι πολύ κοντά στην αντίστοιχη εξήγηση του Ματθαίου. Η αλλαγή όμως σε τρίτο ενικό (οὗτός ἐστιν) στο κατά Ματθαίον χαλαρώνει τη σύνδεση με το Ψλ. 2:7. Ο Λουκάς περιέχει επίσης στο Πραξ. 10:38 μια σύντομη αναφορά στη βάπτιση του Ιησού σε μια ομιλία του Πέτρου και εκεί όμως τονίζει ξεκάθαρα την χρίση του πνεύματος και όχι την ίδια τη βάπτιση. Αναγνωρίζει ωστόσο τη μεγάλη σημασία του συγκεκριμένου γεγονότος.
Στο κατά Ιωάννην από την άλλη, δεν λέγεται ρητά ότι ο Ιησούς βαπτίστηκε από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή αλλά κάτι τέτοιο υπονοείται στο 1:32-34. Ο τέταρτος ευαγγελιστής δεν περιγράφει το γεγονός της βάπτισης του Ιησού. Ο Βαπτιστής λειτουργεί εδώ ως μάρτυρας της καθόδου του πνεύματος στον Ιησού κατά την βάπτισή του. Ο Ιωάννης βρήκε τον εξυπνότερο τρόπο να αποφύγει τυχόν παρανοήσεις σχετικά με τα πρόσωπα και το ρόλο των δύο πρωταγωνιστών της βάπτισης. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τέταρτος ευαγγελιστής δεν θα έπρεπε να δώσει αφορμή σε μαθητές του Ιωάννη που υπήρχαν κατά την εποχή του να προκαλέσουν ζήτημα ανωτερότητας του Βαπτιστή και πιθανώς της δικής τους θρησκευτικής ομάδας. Αποκρύπτει έτσι την ίδια τη βάπτιση του Ιησού, ενώ όμως διατηρεί τη θεοφάνεια που συνέβη αμέσως μετά. Οι ομοιότητες με τη συνοπτική παράδοση είναι προφανείς, αλλά εδώ ο δημόσιος χαρακτήρας του γεγονότος είναι πιο έκδηλος. Ο τέταρτος ευαγγελιστής επιθυμεί να δείξει ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν υποδεέστερος του Ιησού. Για το λόγο αυτό, όπως σημειώνει ο Βασιλειάδης, αποσύρει όσο είναι δυνατό από το προσκήνιο τη βαπτιστική ιδιότητα του Ιωάννη. Στο τέταρτο ευαγγέλιο επίσης, ο Ιωάννης δεν αποκαλείται πουθενά Βαπτιστής. O ευαγγελιστής Ιωάννης έχει ακόμη δύο καινοτομίες. Σε αντίθεση με το Μάρκο παρουσιάζει τη θεοφάνεια στο 1:33-34 να είχε αποδέκτη τον Βαπτιστή και όχι τον Ιησού. Επιπλέον, ο τέταρτος ευαγγελιστής δεν καταγράφει τα λόγια της φωνής αλλά ξεκαθαρίζει ότι ο Βαπτιστής είδε το πνεύμα να κατεβαίνει στον Ιησού σαν περιστέρι (1:32-33).
Οι πηγές
Σε αντίθεση με τις διηγήσεις της παιδικής ηλικίας, εδώ έχουμε ένα περιστατικό από το βίο του ιστορικού Ιησού που δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε. Αυτό σηματοδοτεί την έναρξη της δημόσιας δράσης του Ιησού και η ιστορικότητά του επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι δύσκολα θα είχε επινοηθεί από την πρώτη εκκλησία[5]. Ο λόγος είναι πως οι πρώτοι χριστιανοί δεν θα παρουσίαζαν ποτέ τον αρχηγό της πίστης τους να βαπτίζεται από τον Ιωάννη, ο οποίος επιτελούσε «βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Mκ. 1:4). Μια τέτοια ενέργεια θα φαινόταν αδικαιολόγητη, καθώς ο ανώτερος δεν θα είχε κανένα λόγο να βαπτιστεί από κάποιον κατώτερο.
Από την άλλη, δεν λείπουν και σε αυτήν την περίπτωση φωνές που αμφισβητούν την ιστορικότητα του περιστατικού. Ως προς το φιλολογικό είδος η διήγησή μας μοιάζει με βιογραφικό μύθο, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν έχουμε να κάνουμε με μία επιφάνεια ή θεοφάνεια, με μια αποκαλυπτική σκηνή, μια μορφή ανακήρυξης ή ένα όραμα κλήσης[6].
To Mκ. 1:9-11 προέρχεται από την προφορική παράδοση της κοινότητας του Μάρκου και δεν αποτελεί δική του σύνθεση. Ωστόσο σε κάποια σημεία της περικοπής, όπως στο 1:9, διακρίνεται το συντακτικό χέρι του ευαγγελιστή. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν το Μκ. 1:9-11 συνδεόταν με το Μκ. 1:1-8 πριν τη σύνταξη του ευαγγελίου ή αν ο Μάρκος συνένωσε δύο διαφορετικές παραδόσεις. Οι διαφορετικές εκδοχές στους άλλους δύο συνοπτικούς οφείλονται στην προσωπική τους επεξεργασία και δεν αντλούν τη διήγηση από την Πηγή των Λογίων (Q) στην οποία η βάπτιση του Ιησού απουσιάζει. Η Πηγή των Λογίων, αν και περιέχει το κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή, δεν πρέπει να περιείχε τη βάπτιση του Ιησού στον Ιορδάνη. Η συμφωνία μεταξύ Ματθαίου και Λουκά είναι πολύ μικρή για να υποθέσουμε κάποια άλλη πηγή εκτός του κατά Μάρκον. Ο Ιωάννης αντίθετα, κάνει τη δική του επιλογή χωρίς να γνωρίζουμε την πηγή του, εφόσον παραλείπει τη σκηνή της βάπτισης και καταγράφει μόνο την κάθοδο του πνεύματος στον Ιησού. Είναι επίσης από τα ελάχιστα περιστατικά του βίου του Ιησού που ο τέταρτος ευαγγελιστής έχει σε συμφωνία με τους συνοπτικούς.
Η συνάφεια των κειμένων
Ο Μάρκος αρχίζει το ευαγγέλιό του με το κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή (1:1-8) και αμέσως μετά αφηγείται τη βάπτιση του Ιησού (1:9-11). Στην πρώτη ενότητα οι αναγνώστες πληροφορούνται την προφητεία ότι αναμένεται κάποιος σημαντικότερος από τον Βαπτιστή που θα βαπτίζει ἐν πνεύματι ἁγίῳ. Η σκηνή της βάπτισης του Ιησού στον Ιορδάνη περιγράφεται λακωνικότατα. Στην ουσία μόνο το Μκ. 1:9 αναφέρεται στο γεγονός της βάπτισης και τα Μκ. 1:10-11 σε όσα ακολούθησαν αυτής. Σε αυτό το επίσης σύντομο δεύτερο μέρος δίνεται μεγαλύτερη θεολογική σημασία. Περίεργη φαίνεται η επιλογή του Λουκά να τοποθετήσει αμέσως μετά τη βάπτιση του Ιησού, το γενεαλογικό του κατάλογο (3:23-38) και όχι, όπως οι άλλοι δύο συνοπτικοί, τη διήγηση των πειρασμών. Σίγουρα η επιλογή δεν είναι τυχαία.
Ιστορία της πρόσληψης και της επιδράσεως του κειμένου
Στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας καθορίστηκε η περικοπή Μτ. 3:13-17 να αποτελεί το ευαγγελικό ανάγνωσμα της γιορτής των Θεοφανείων και το Ιω 1:29-34 της 7ηςΙανουαρίου. Η ίδια η γιορτή τοποθετήθηκε στο χριστιανικό εορτολόγιο ως ανάμνηση της βάπτισης του Χριστού και την αμέσως επομένη καθιερώθηκε να γιορτάζεται η μνήμη του Ιωάννη του Πρόδρομου. Για πρώτη φορά μαθαίνουμε από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα πως οι Γνωστικοί του Βασιλείδη γιόρταζαν τη βάπτιση του Ιησού στην Αλεξάνδρεια στις 6 Ιανουαρίου[7]. Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως η μοναδικότητα του βαπτίσματος του Ιησού στον Ιορδάνη είναι τέτοια ώστε πουθενά στην Κ.Δ. δεν απαντά μια παραίνεση για μίμησή του από τους χριστιανούς. Εισερχόμενοι τώρα στα λατρευτικά δρώμενα της Εκκλησίας η θεολογία του απ. Παύλου είναι εκείνη που συνέβαλε στη θεολογική κατοχύρωση του βαπτίσματος των πιστών. Ο Παύλος είναι ο πρώτος που κατανοεί το βάπτισμα ως μία τελετή στην οποία ενεργοποιούνταν τελετουργικά ο θάνατος και η ανάσταση του Χριστού (Ρωμ. 6:3-11). Η παλιά ζωή του πιστού συνδεόταν με το θάνατο και η νέα με την ανάσταση. Το βάπτισμα πρόσφερε έτσι μια νέα γέννηση (Ιω. 3:5.Tιτ. 3:5. Ιουστίνου, Α΄ Aπολογία 61.3. Πράξεις Θωμά 132) και τη δωρεά του Πνεύματος. Η χριστιανική κοινότητα θεωρούσε ότι το βάπτισμα συστήθηκε από τον Ιησού λίγο πριν τη ανάληψή του (Μκ. 16:16//Μτ. 28:19), με την εντολή να γίνεται στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Οι λειτουργιολόγοι επίσης θεωρούν ότι ακριβώς στο παραπάνω περιστατικό θεμελιώνεται το μυστήριο του βαπτίσματος[8]. Η διήγηση της βάπτισης του Ιησού στον Ιορδάνη έχει τη δική της συμβολή στο βάπτισμα των χριστιανών και δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό, καθώς σε αυτή θεμελιώνονται και οι ακολουθίες του μικρού και του μεγάλου αγιασμού και φυσικά η γιορτή των Θεοφανείων.
Η βάπτιση του Ιησού και το βάπτισμα των χριστιανών
Στη βάπτιση του Ιησού φανερώνονται τρία βασικά θεολογικά στοιχεία. Η ίδια η πράξη του βαπτίσματος, δηλαδή η κατάδυση στο νερό, η δωρεά του πνεύματος και η διακήρυξη της υιότητας. Πολύ νωρίς οι πρώτοι χριστιανοί, όπως μαρτυρούν οι επιστολές του απ. Παύλου που κάνουν λόγο για το βάπτισμα των πιστών (Γαλ. 4:4-7 και Ρωμ. 8:3-4, 14-17) αλλά και οι Πράξεις (2:38) δείχνουν ότι κατά την τελετουργία των βαπτιζομένων η ιδέα της υιότητας των πιστών συνδεόταν με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Όλα τα παραπάνω δεδομένα οδήγησαν αρκετούς ερευνητές να θεωρήσουν ότι στο Μκ. 1:9-11 ίσως απηχείται το τελετουργικό της βάπτισης των χριστιανών. Μάλιστα ο Bultmann θεώρησε πως η διήγηση της βάπτισης του Ιησού είναι μυθική και επινοήθηκε από την Εκκλησία για να αποτελέσει κατόπιν πρότυπο για το βάπτισμα των μελών της[9]. Το παράδοξο είναι ότι αν και η θέση του Bultmann δεν ακολουθήθηκε από τη σύγχρονη έρευνα, στην ιστορία της Εκκλησίας η θεώρηση της βάπτισης του Ιησού ως αιτία της θεολογικής θεμελίωσης του χριστιανικού βαπτίσματος επικρατεί μέχρι σήμερα χωρίς καμία αμφιβολία.
Στην Κ.Δ. δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι η βάπτιση του Ιησού αποτέλεσε το πρότυπο για το βάπτισμα των χριστιανών. Η βάπτιση του Ιησού είναι μοναδική σε όλα της. Οι συγγραφείς των βιβλίων της Κ.Δ δεν αναφέρουν, ούτε υπαινίσσονται πουθενά ότι η βάπτιση των χριστιανών είναι όπως ακριβώς η δική του. Ακόμη και η δωρεά του πνεύματος δεν κατανοείται με τον ίδιο τρόπο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η βάπτιση του Ιησού συνέβαλλε στην καθιέρωση της βάπτισης των πρώτων μελών της Εκκλησίας αλλά δεν αποτελούσε κατά τα πρώτα χρόνια το πρότυπο της βασικής αυτής λατρευτικής πράξης.
Για περισσότερα στο: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου