Δημητρίου Ν. Μόσχου, επικ. Καθηγητή Τμήματος Θεολογίας
Παν/μίου Αθηνών
Κανονικά η συζήτηση για τις εξελίξεις στο ΜτΘ θα έπρεπε να γίνεται με συντεταγμένη και επίπονη σπουδή και φυσικά με σοβαρά επιχειρήματα και όχι να η μία πλευρά να είναι υποχρεωμένη να δίνει διαρκώς απαντήσεις σε κραυγές και βαρείς χαρακτηρισμούς περί «χριστομάχων», «εξωνημένων στη Νέα Εποχή», μάθημα «μύησης στα βαθέα του σατανά» (!) κττ. στα διάφορα μέσα. Επειδή όμως «περί αληθείας ο λόγος, ης ουδέν προτιμότερον και αιδεστικώτερον» (για να θυμηθούμε τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη), η παρούσα απάντηση αποσκοπεί στο να συμβάλει σε μια τέτοια αναζήτηση αληθείας με τη μορφή προσωπικής κατάθεσης από έναν άνθρωπο που συμμετείχε στη δημιουργία του νέου Προγράμματος Σπουδών των Θρησκευτικών στην Υποχρεωτική Εκπαίδευση.
Το δίλημμα περί το οργανωτικό υπόβαθρο
Το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει (για λόγους που θα εξηγήσουμε) στο πλαίσιο της σημερινής ελληνικής δημοκρατικής πολιτείας ν’ ακολουθήσει στην οργάνωσή του έναν από τους δύο δρόμους: ο ένας είναι μύηση στην πίστη μιας συγκεκριμένης κοινότητας πίστεως που θα δίνεται και θα λαμβάνεται αντίστοιχα εντός στο πλαίσια αυτής της κοινότητας: δηλαδή Ορθόδοξα Θρησκευτικά σε Ορθόδοξους μαθητές, ρωμαιοκαθολικά σε Ρωμαιοκαθολικούς, ισλαμικά σε Μουσουλμάνους κλπ. Ο άλλος είναι ένα μάθημα για όλους τους μαθητές που θα πληροφορεί για τη θρησκεία αυτού του τόπου και ταυτόχρονα θα δίνει και τα απαραίτητα εφόδια για την κατανόηση της πίστης των διαφορετικών θρησκειών που σχετίζονται σε διαφορετικό βαθμό με τη ζωή των μαθητών (λόγω γειτνίασης, ιστορικών καταβολών, κλπ.). Ο πρώτος δρόμος ακολουθείται κατά το δυνατόν σήμερα, αφού εξαιρούνται οι μη ορθόδοξοι μαθητές από το μάθημα. Δεν έχει όμως, οργανωθεί η διδασκαλία του για όλους τους μαθητές των άλλων θρησκειών ή ομολογιών παντού. Ο δεύτερος εφαρμόζεται σε άλλες χώρες.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι και οι δύο δρόμοι έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα (για τα οποία η ουσιαστική συζήτηση μέχρι τώρα μάλλον απουσιάζει) αλλά, πάντως, ΔΕΝ έχει εφευρεθεί επί του παρόντος ένας τρίτος δρόμος συμβατός με μια δημοκρατική πολιτεία, όπου επικρατεί το ευρωπαϊκά κατοχυρωμένο ουδετερόθρησκο κράτος. Αν κάποιος νομίζει ότι τον έχει βρει, ας απαντήσει.
Οι σύγχρονες εξελίξεις
Από το 1992 εργάσθηκα στη Μέση Εκπαίδευση και υπηρέτησα το πρώτο μοντέλο, όπως όλοι οι συνάδελφοι, πιστεύοντας ειλικρινά σ’ αυτό. Όμως, τόσο η επιχειρηματολογία των ειδικών συναδέλφων στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, όσο και η συζήτηση με πολλούς συναδέλφους από τις άλλες βαθμίδες της Εκπαίδευσης και η εμπειρία μου ως γονέα, με έπεισαν ειλικρινά ότι ο δεύτερος δρόμος είναι στις μέρες μας καταλληλότερος. Η παρούσα κατάσταση είναι αν όχι αμέσως, ίσως σε μικρό βάθος χρόνου, μη αναστρέψιμη, για λόγους ιστορικής και κοινωνικής εξέλιξης. Το αυταρχικό μοντέλο του νεοσύστατου ελλαδικού κράτους χρειαζόταν ένα μηχανισμό ιδεολογικής επιβολής, ενώ ο «κρατικός Χριστιανισμός» που ήταν ειδικά στη Γερμανία της μόδας σε εποχή Παλινόρθωσης το 19ο αιώνα, προσέδωσε στο λόγο της Εκκλησίας τα καθεστωτικά χαρακτηριστικά που όλοι γνωρίζουμε (πολιτειοκρατία) διαμορφώνοντας και το μάθημα, που ήταν φορέας όλων των κατά καιρούς κατεστημένων πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών του παρελθόντος. Με τη Μεταπολίτευση και την ένταξη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς η ελληνική πολιτεία δεν «χρειάζεται» πλέον ιδεολογική νομιμοποίηση. Το θετικό αυτής της εξέλιξης είναι ότι έδωσε τη δυνατότητα στην Εκκλησία να διαχειριστεί τα του οίκου της, το αρνητικό είναι ότι δεν θα την περιβάλλει με καμία ιδιαίτερη νομική προστασία. Αυτός είναι και ο λόγος που τα προβληθέντα μέχρι στιγμής νομικά επιχειρήματα κατά την, μετά την προσφυγή Folgero στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εποχή (2007), ότι δηλαδή οι βαπτισμένοι μαθητές είναι «υποχρεωμένοι» να παρακολουθούν το μάθημα (με την πρόθεση να εξασφαλισθεί υποχρεωτικά μια «κρίσιμη μάζα» μαθητών σ’ ένα ομολογιακό μάθημα) δεν έχουν πείσει πολλούς και πάντως όχι αυτούς που πρέπει. Οι αποφάσεις του ΣτΕ ερμηνεύθηκε ότι αφορούν στις υποχρεώσεις του σχολείου, αλλά όχι στις υποχρεώσεις των μαθητών και των οικογενειών τους, που στο σύγχρονο ενισχυόμενο δικαιωματοκρατικό πολιτικό περιβάλλον είναι δύσκολο να κατευθυνθούν σε μια υποχρεωτική εκπαίδευση ειδικά σε θέματα συνείδησης. Το ότι είναι βαπτισμένοι αποτελεί ατομική τους επιλογή ή των γονέων τους που μπορεί να αλλάξει (έστω και δύσκολα) αφού αυτό είναι το νόημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Με ακόμη πιο άμεσα ουδετερόθρησκο πνεύμα είχε κινηθεί ήδη η Σύσταση 1720/2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Έτσι, φθάσαμε στις εγκυκλίους του 2008 και κανένας από τους στρατευμένους νομικούς στην υπόθεση της υποχρεωτικότητας δεν μπόρεσε (παρά τις δηλώσεις τους σε πρόσφατες ημερίδες κλπ.) να αποτρέψει ή να ανατρέψει οτιδήποτε. Επομένως, ταχύτατα το ΜτΘ μεταβάλλεται με το ένα ή το άλλο πρόσχημα σε μια ώρα ελεύθερης δραστηριότητας διαταράσσοντας τη σχολική ζωή (που πρέπει να διαχειρισθεί τους απαλλαγέντες) και υποβαθμίζοντας το ρόλο του εκπαιδευτικού θεολόγου. Η πρώτη, πάντως, καθαρή λύση είναι ένα ομολογιακό μάθημα που θα προσφέρεται στο μέλλον αμιγώς (οργανωτικά, εργασιακά κλπ.) από την κάθε Εκκλησία, θρησκευτική κοινότητα κλπ. Μ’ αυτό το καθεστώς διδάσκεται από χρόνια σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, αλλά πολύ πιο οργανωμένα. Στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες δεν είναι ακόμη τόσο οργανωμένες και προετοιμασμένες για μια τέτοια εξέλιξη. Αλλά αυτό το ζήτημα αντιμετωπίζεται.
Η αντίρρησή μου είναι αλλού: Το ενδεχόμενο τα παιδιά μιας τάξης να χωρίζονται ανάλογα με το θρήσκευμά τους σίγουρα είναι κάτι πιο σύνθετο και παιδαγωγικά προβληματικό από τον υφιστάμενο χωρισμό π.χ. σε επίπεδα διδασκαλίας για το μάθημα ξένης γλώσσας. Επίσης, η παρουσία του εκπροσώπου κάθε κοινότητας (μια από τις οποίες είναι με το Σύνταγμα του 1975 και η Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή ο όρος «πλειοψηφούσα» είναι μόνον περιγραφικός) στο πολιτειακά θεσμοθετημένο (και γι’ αυτό δημοκρατικά ελεγχόμενο) δημόσιο σχολείο για να διδάσκει μαθητές «α λα κάρτ», που θα δηλώνουν μόνοι τους πλέον τι θέλουν να παρακολουθήσουν, ενώ στο σχολικό συγκρότημα θα συναγελάζονται ορθόδοξοι θεολόγοι απεσταλμένοι/απασχολούμενοι από την Εκκλησία της Ελλάδος μαζί με ιεροδιδασκάλους ή πάστορες εκπαιδευμένους σε κάποιες άλλες χώρες (ο νοών νοείτω), έξω από το σύλλογο διδασκόντων ως συντονιστές μια ελεύθερης δραστηριότητας στην καλύτερη περίπτωση, ή ως θεωρούμενοι επικίνδυνοι «αγκιτάτορες» στη χειρότερη, δεν το θεωρώ λειτουργικό. Και πάλι είμαι ανοικτός σε αντεπιχειρήματα.
Επομένως, φαίνεται προσφορότερο ένα μάθημα με μετρήσιμες γνώσεις που θα απευθύνεται σε όλους και θ’ αξιολογείται η παρουσία του στη δημόσια εκπαίδευση, χωρίς όμως να προδίδει, σχετικοποιεί, διακωμωδεί και διαλύει την πίστη του καθενός. Έτσι, ικανοποιείται και το άρθρο 13 του Συντάγματος και το πνεύμα του Ν. 1566 για τους σκοπούς της εκπαίδευσης. Πολλοί θεωρούν αυτό το συνδυασμό ανεφάρμοστο και αντιφατικό, αλλά μήπως δεν ήταν πιο αντιφατική η μέχρι τώρα πρακτική κατά την οποία όλοι ομνύαμε ότι πρόκειται για μάθημα γνώσεων που δεν βαθμολογεί την πίστη αλλά τις γνώσεις, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπαμε την απαλλαγή; Εύκολη λύση, βεβαίως, δεν υπάρχει – πρέπει να την εφεύρουμε, όχι μεταφέροντας αυτούσια μοντέλα άλλων χωρών.
Παράδοση και όχι προδοσία
Δυστυχώς, η μέχρι τώρα συζήτηση έδειξε ότι η διεξαγωγή ενός ομολογιακού μαθήματος θεωρήθηκε πράξη πίστεως και η υπεράσπισή του (πολλάκις με τον κρυφό πόθο για επιβολή του και στους μη Ορθόδοξους μαθητές) έναντι οιασδήποτε κοινωνικής πραγματικότητας, μαρτύριο και μαρτυρία. Η κάθε προσπάθεια ελιγμού, ελέγχεται με μία φοβική λογική, καθώς εκλαμβάνεται ως απομείωση του έργου και της δράσης της Εκκλησίας και γι’ αυτό πρέπει με περισσή καχυποψία να ανακαλύπτουμε και έπειτα να καταγγέλλουμε την παραμικρή μετατόπιση ή υποχώρηση από «κεκτημένα». Εδώ, όμως, πρέπει να σκεφθούμε ότι η αρχή «όσο συντηρητικώτερα, τόσο καλύτερα» για την πίστη, δεν συνάδει με το πραγματικό ευαγγελικό ήθος που αγκαλιάζει και δεν επιβάλλει, ακόμη και στην περίπτωση που η κοινωνία αποδέχεται ακόμη και αυταρχικές πρακτικές. Ήδη, τον 8ο αιώνα σε μια προσπάθεια επιβολής επιπλέον ημερών νηστείας ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπενθύμισε το παλαιότερο «ου καλόν το καλόν, εάν μη καλώς γένηται». Αν νομίζουμε ότι με τη χρήση της εξουσίας και την άρνηση προσαρμογής σε κάθε ζήτημα δικαιώνεται η Ορθοδοξία μας, έχουμε μεγάλο λάθος. Προηγήθηκε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που την περίοδο της Παλινόρθωσης, στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με την πολιτική των Zelanti και τους πάπες Γρηγόριο ΙΣΤ΄ και Πίο Θ΄ προσκολλήθηκε σε κάθε μηχανισμό της ευρωπαϊκής απολυταρχίας, έφθασε να αρνείται ως και την κυκλοφορία σιδηρόδρομου και τον εξηλεκτρισμό στην παπική επικράτεια και τελικά διακήρυξε και το διαβόητο Αλάθητο. Ας κρίνει ο καθένας μόνος του πόσο προήγαγε αυτή η τακτική το λόγο του Ευαγγελίου και το αγιαστικό έργο της Εκκλησίας. Αν είναι να μεταφέρουμε πρακτικές του Μεγάλου Ιεροεξεταστή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τότε πώς υπερασπιζόμαστε την Ορθοδοξία;
Η επίκριση ότι σ’ ένα τέτοιο μάθημα συκοφαντείται ο όρος «κατήχηση» και δεν προβάλλεται η μοναδική αλήθεια της Ορθόδοξης πίστης αλλά αντίθετα υποβιβάζεται στο επίπεδο της «πληροφορίας» υποδηλώνει δυστυχώς αυτή την εξουσιαστική λογική. Θέλουμε η κατήχηση και η ομολογία πίστεως στον Ιησού Χριστό ως Θεό να ακουσθεί από το Πρόγραμμα Σπουδών και τα χείλη του δασκάλου; Τότε, δεν θα έχουμε μάθημα Θρησκευτικών για όλους, αλλά μια καθόλα σεβαστή εκκλησιαστική (όχι όμως πλήρως σχολική και πάντως επιλεγόμενη) λειτουργία. Θέλουμε μάθημα Θρησκευτικών για όλους; Τότε, θα τροποποιήσουμε π.χ. τη φράση «ο Ιησούς Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός» με την προσθήκη «η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει και διδάσκει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός». Γιατί το δεύτερο να είναι σχετικοποίηση, συγκρητισμός, πανθρησκεία κλπ.; Προφανώς, επειδή θέλουμε ο λόγος του δασκάλου να επιβάλει την Ομολογία αυτή στους μαθητές μέσα στο σχολείο– άλλο λόγο δεν βλέπω!
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι πρέπει να οδηγηθούμε σε μια ουσιαστική προσαρμογή του μαθήματος των Θρησκευτικών «ίνα μη το παν ζητούντες, το παν απωλέσωμεν». Αυτή η προσαρμογή είναι σύμφυτη με τον τρόπο δράσης της Εκκλησίας μέσα στους αιώνες και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προδοσία, γιατί η αλήθεια δεν χρειάζεται εξουσιαστικά μέσα για να διαδοθεί. Μέσα σ’ αυτό τον προβληματισμό ξεκίνησαν τα Νέα Προγράμματα Σπουδών τα οποία θα εξετάσουμε σε επόμενο κείμενο.
Το δίλημμα περί το οργανωτικό υπόβαθρο
Το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει (για λόγους που θα εξηγήσουμε) στο πλαίσιο της σημερινής ελληνικής δημοκρατικής πολιτείας ν’ ακολουθήσει στην οργάνωσή του έναν από τους δύο δρόμους: ο ένας είναι μύηση στην πίστη μιας συγκεκριμένης κοινότητας πίστεως που θα δίνεται και θα λαμβάνεται αντίστοιχα εντός στο πλαίσια αυτής της κοινότητας: δηλαδή Ορθόδοξα Θρησκευτικά σε Ορθόδοξους μαθητές, ρωμαιοκαθολικά σε Ρωμαιοκαθολικούς, ισλαμικά σε Μουσουλμάνους κλπ. Ο άλλος είναι ένα μάθημα για όλους τους μαθητές που θα πληροφορεί για τη θρησκεία αυτού του τόπου και ταυτόχρονα θα δίνει και τα απαραίτητα εφόδια για την κατανόηση της πίστης των διαφορετικών θρησκειών που σχετίζονται σε διαφορετικό βαθμό με τη ζωή των μαθητών (λόγω γειτνίασης, ιστορικών καταβολών, κλπ.). Ο πρώτος δρόμος ακολουθείται κατά το δυνατόν σήμερα, αφού εξαιρούνται οι μη ορθόδοξοι μαθητές από το μάθημα. Δεν έχει όμως, οργανωθεί η διδασκαλία του για όλους τους μαθητές των άλλων θρησκειών ή ομολογιών παντού. Ο δεύτερος εφαρμόζεται σε άλλες χώρες.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι και οι δύο δρόμοι έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα (για τα οποία η ουσιαστική συζήτηση μέχρι τώρα μάλλον απουσιάζει) αλλά, πάντως, ΔΕΝ έχει εφευρεθεί επί του παρόντος ένας τρίτος δρόμος συμβατός με μια δημοκρατική πολιτεία, όπου επικρατεί το ευρωπαϊκά κατοχυρωμένο ουδετερόθρησκο κράτος. Αν κάποιος νομίζει ότι τον έχει βρει, ας απαντήσει.
Οι σύγχρονες εξελίξεις
Από το 1992 εργάσθηκα στη Μέση Εκπαίδευση και υπηρέτησα το πρώτο μοντέλο, όπως όλοι οι συνάδελφοι, πιστεύοντας ειλικρινά σ’ αυτό. Όμως, τόσο η επιχειρηματολογία των ειδικών συναδέλφων στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, όσο και η συζήτηση με πολλούς συναδέλφους από τις άλλες βαθμίδες της Εκπαίδευσης και η εμπειρία μου ως γονέα, με έπεισαν ειλικρινά ότι ο δεύτερος δρόμος είναι στις μέρες μας καταλληλότερος. Η παρούσα κατάσταση είναι αν όχι αμέσως, ίσως σε μικρό βάθος χρόνου, μη αναστρέψιμη, για λόγους ιστορικής και κοινωνικής εξέλιξης. Το αυταρχικό μοντέλο του νεοσύστατου ελλαδικού κράτους χρειαζόταν ένα μηχανισμό ιδεολογικής επιβολής, ενώ ο «κρατικός Χριστιανισμός» που ήταν ειδικά στη Γερμανία της μόδας σε εποχή Παλινόρθωσης το 19ο αιώνα, προσέδωσε στο λόγο της Εκκλησίας τα καθεστωτικά χαρακτηριστικά που όλοι γνωρίζουμε (πολιτειοκρατία) διαμορφώνοντας και το μάθημα, που ήταν φορέας όλων των κατά καιρούς κατεστημένων πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών του παρελθόντος. Με τη Μεταπολίτευση και την ένταξη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς η ελληνική πολιτεία δεν «χρειάζεται» πλέον ιδεολογική νομιμοποίηση. Το θετικό αυτής της εξέλιξης είναι ότι έδωσε τη δυνατότητα στην Εκκλησία να διαχειριστεί τα του οίκου της, το αρνητικό είναι ότι δεν θα την περιβάλλει με καμία ιδιαίτερη νομική προστασία. Αυτός είναι και ο λόγος που τα προβληθέντα μέχρι στιγμής νομικά επιχειρήματα κατά την, μετά την προσφυγή Folgero στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εποχή (2007), ότι δηλαδή οι βαπτισμένοι μαθητές είναι «υποχρεωμένοι» να παρακολουθούν το μάθημα (με την πρόθεση να εξασφαλισθεί υποχρεωτικά μια «κρίσιμη μάζα» μαθητών σ’ ένα ομολογιακό μάθημα) δεν έχουν πείσει πολλούς και πάντως όχι αυτούς που πρέπει. Οι αποφάσεις του ΣτΕ ερμηνεύθηκε ότι αφορούν στις υποχρεώσεις του σχολείου, αλλά όχι στις υποχρεώσεις των μαθητών και των οικογενειών τους, που στο σύγχρονο ενισχυόμενο δικαιωματοκρατικό πολιτικό περιβάλλον είναι δύσκολο να κατευθυνθούν σε μια υποχρεωτική εκπαίδευση ειδικά σε θέματα συνείδησης. Το ότι είναι βαπτισμένοι αποτελεί ατομική τους επιλογή ή των γονέων τους που μπορεί να αλλάξει (έστω και δύσκολα) αφού αυτό είναι το νόημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Με ακόμη πιο άμεσα ουδετερόθρησκο πνεύμα είχε κινηθεί ήδη η Σύσταση 1720/2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Έτσι, φθάσαμε στις εγκυκλίους του 2008 και κανένας από τους στρατευμένους νομικούς στην υπόθεση της υποχρεωτικότητας δεν μπόρεσε (παρά τις δηλώσεις τους σε πρόσφατες ημερίδες κλπ.) να αποτρέψει ή να ανατρέψει οτιδήποτε. Επομένως, ταχύτατα το ΜτΘ μεταβάλλεται με το ένα ή το άλλο πρόσχημα σε μια ώρα ελεύθερης δραστηριότητας διαταράσσοντας τη σχολική ζωή (που πρέπει να διαχειρισθεί τους απαλλαγέντες) και υποβαθμίζοντας το ρόλο του εκπαιδευτικού θεολόγου. Η πρώτη, πάντως, καθαρή λύση είναι ένα ομολογιακό μάθημα που θα προσφέρεται στο μέλλον αμιγώς (οργανωτικά, εργασιακά κλπ.) από την κάθε Εκκλησία, θρησκευτική κοινότητα κλπ. Μ’ αυτό το καθεστώς διδάσκεται από χρόνια σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, αλλά πολύ πιο οργανωμένα. Στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες δεν είναι ακόμη τόσο οργανωμένες και προετοιμασμένες για μια τέτοια εξέλιξη. Αλλά αυτό το ζήτημα αντιμετωπίζεται.
Η αντίρρησή μου είναι αλλού: Το ενδεχόμενο τα παιδιά μιας τάξης να χωρίζονται ανάλογα με το θρήσκευμά τους σίγουρα είναι κάτι πιο σύνθετο και παιδαγωγικά προβληματικό από τον υφιστάμενο χωρισμό π.χ. σε επίπεδα διδασκαλίας για το μάθημα ξένης γλώσσας. Επίσης, η παρουσία του εκπροσώπου κάθε κοινότητας (μια από τις οποίες είναι με το Σύνταγμα του 1975 και η Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή ο όρος «πλειοψηφούσα» είναι μόνον περιγραφικός) στο πολιτειακά θεσμοθετημένο (και γι’ αυτό δημοκρατικά ελεγχόμενο) δημόσιο σχολείο για να διδάσκει μαθητές «α λα κάρτ», που θα δηλώνουν μόνοι τους πλέον τι θέλουν να παρακολουθήσουν, ενώ στο σχολικό συγκρότημα θα συναγελάζονται ορθόδοξοι θεολόγοι απεσταλμένοι/απασχολούμενοι από την Εκκλησία της Ελλάδος μαζί με ιεροδιδασκάλους ή πάστορες εκπαιδευμένους σε κάποιες άλλες χώρες (ο νοών νοείτω), έξω από το σύλλογο διδασκόντων ως συντονιστές μια ελεύθερης δραστηριότητας στην καλύτερη περίπτωση, ή ως θεωρούμενοι επικίνδυνοι «αγκιτάτορες» στη χειρότερη, δεν το θεωρώ λειτουργικό. Και πάλι είμαι ανοικτός σε αντεπιχειρήματα.
Επομένως, φαίνεται προσφορότερο ένα μάθημα με μετρήσιμες γνώσεις που θα απευθύνεται σε όλους και θ’ αξιολογείται η παρουσία του στη δημόσια εκπαίδευση, χωρίς όμως να προδίδει, σχετικοποιεί, διακωμωδεί και διαλύει την πίστη του καθενός. Έτσι, ικανοποιείται και το άρθρο 13 του Συντάγματος και το πνεύμα του Ν. 1566 για τους σκοπούς της εκπαίδευσης. Πολλοί θεωρούν αυτό το συνδυασμό ανεφάρμοστο και αντιφατικό, αλλά μήπως δεν ήταν πιο αντιφατική η μέχρι τώρα πρακτική κατά την οποία όλοι ομνύαμε ότι πρόκειται για μάθημα γνώσεων που δεν βαθμολογεί την πίστη αλλά τις γνώσεις, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπαμε την απαλλαγή; Εύκολη λύση, βεβαίως, δεν υπάρχει – πρέπει να την εφεύρουμε, όχι μεταφέροντας αυτούσια μοντέλα άλλων χωρών.
Παράδοση και όχι προδοσία
Δυστυχώς, η μέχρι τώρα συζήτηση έδειξε ότι η διεξαγωγή ενός ομολογιακού μαθήματος θεωρήθηκε πράξη πίστεως και η υπεράσπισή του (πολλάκις με τον κρυφό πόθο για επιβολή του και στους μη Ορθόδοξους μαθητές) έναντι οιασδήποτε κοινωνικής πραγματικότητας, μαρτύριο και μαρτυρία. Η κάθε προσπάθεια ελιγμού, ελέγχεται με μία φοβική λογική, καθώς εκλαμβάνεται ως απομείωση του έργου και της δράσης της Εκκλησίας και γι’ αυτό πρέπει με περισσή καχυποψία να ανακαλύπτουμε και έπειτα να καταγγέλλουμε την παραμικρή μετατόπιση ή υποχώρηση από «κεκτημένα». Εδώ, όμως, πρέπει να σκεφθούμε ότι η αρχή «όσο συντηρητικώτερα, τόσο καλύτερα» για την πίστη, δεν συνάδει με το πραγματικό ευαγγελικό ήθος που αγκαλιάζει και δεν επιβάλλει, ακόμη και στην περίπτωση που η κοινωνία αποδέχεται ακόμη και αυταρχικές πρακτικές. Ήδη, τον 8ο αιώνα σε μια προσπάθεια επιβολής επιπλέον ημερών νηστείας ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπενθύμισε το παλαιότερο «ου καλόν το καλόν, εάν μη καλώς γένηται». Αν νομίζουμε ότι με τη χρήση της εξουσίας και την άρνηση προσαρμογής σε κάθε ζήτημα δικαιώνεται η Ορθοδοξία μας, έχουμε μεγάλο λάθος. Προηγήθηκε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που την περίοδο της Παλινόρθωσης, στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με την πολιτική των Zelanti και τους πάπες Γρηγόριο ΙΣΤ΄ και Πίο Θ΄ προσκολλήθηκε σε κάθε μηχανισμό της ευρωπαϊκής απολυταρχίας, έφθασε να αρνείται ως και την κυκλοφορία σιδηρόδρομου και τον εξηλεκτρισμό στην παπική επικράτεια και τελικά διακήρυξε και το διαβόητο Αλάθητο. Ας κρίνει ο καθένας μόνος του πόσο προήγαγε αυτή η τακτική το λόγο του Ευαγγελίου και το αγιαστικό έργο της Εκκλησίας. Αν είναι να μεταφέρουμε πρακτικές του Μεγάλου Ιεροεξεταστή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τότε πώς υπερασπιζόμαστε την Ορθοδοξία;
Η επίκριση ότι σ’ ένα τέτοιο μάθημα συκοφαντείται ο όρος «κατήχηση» και δεν προβάλλεται η μοναδική αλήθεια της Ορθόδοξης πίστης αλλά αντίθετα υποβιβάζεται στο επίπεδο της «πληροφορίας» υποδηλώνει δυστυχώς αυτή την εξουσιαστική λογική. Θέλουμε η κατήχηση και η ομολογία πίστεως στον Ιησού Χριστό ως Θεό να ακουσθεί από το Πρόγραμμα Σπουδών και τα χείλη του δασκάλου; Τότε, δεν θα έχουμε μάθημα Θρησκευτικών για όλους, αλλά μια καθόλα σεβαστή εκκλησιαστική (όχι όμως πλήρως σχολική και πάντως επιλεγόμενη) λειτουργία. Θέλουμε μάθημα Θρησκευτικών για όλους; Τότε, θα τροποποιήσουμε π.χ. τη φράση «ο Ιησούς Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός» με την προσθήκη «η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει και διδάσκει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός». Γιατί το δεύτερο να είναι σχετικοποίηση, συγκρητισμός, πανθρησκεία κλπ.; Προφανώς, επειδή θέλουμε ο λόγος του δασκάλου να επιβάλει την Ομολογία αυτή στους μαθητές μέσα στο σχολείο– άλλο λόγο δεν βλέπω!
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι πρέπει να οδηγηθούμε σε μια ουσιαστική προσαρμογή του μαθήματος των Θρησκευτικών «ίνα μη το παν ζητούντες, το παν απωλέσωμεν». Αυτή η προσαρμογή είναι σύμφυτη με τον τρόπο δράσης της Εκκλησίας μέσα στους αιώνες και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προδοσία, γιατί η αλήθεια δεν χρειάζεται εξουσιαστικά μέσα για να διαδοθεί. Μέσα σ’ αυτό τον προβληματισμό ξεκίνησαν τα Νέα Προγράμματα Σπουδών τα οποία θα εξετάσουμε σε επόμενο κείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου