Κάθε φορά που ερχόμαστε να συζητήσουμε το συγκεκριμένο θέμα, τον τρόπο με τον οποίον μπορούν να σχετιστούν, ή τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται η Ορθόδοξη θεολογία με τον οικουμενικό διάλογο, βρισκόμαστε ενώπιον μιας σκληρής πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από συγχύσεις, διαπληκτισμούς και φιλονικίες. Και τούτο διότι τα ίδια τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μοιάζει να μη συμφωνούν μεταξύ τους σε οράματα, αντιλήψεις και πρακτικές.
Τα συμπτώματα μιας τέτοιας εικόνας είναι πολλά. Δύο βασικές τάσεις – ρεύματα που συνήθως διαμορφώνονται και επειδή φωνασκούν καταφέρνουν πάντα να ακούγονται, καλύπτουν τον χώρο των άκρων, δημιουργώντας ανάμεσά τους κενό αγεφύρωτο και χάσμα μέγα. Από τη μια μεριά οι κατεξοχήν υπέρμαχοι μιας απροϋπόθετης και συνεπώς αβασάνιστης αποδοχής οποιουδήποτε διαλόγου, όλα βαίνουν καλώς, και από την άλλη οι αρνητές κάθε μορφής επικοινωνίας, οι ταγμένοι πολέμιοι της οικουμενικότητας, αυτοί για τους οποίους ο οικουμενικός διάλογος, όπως λειτουργείται από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, έχει πεθάνει. Ο,τιδήποτε αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτά τα δύο ρεύματα, φαίνεται να συνθλίβεται ή να περιθωριοποιείται. Η εποχή ζητά γρήγορες και μάλιστα μονολεκτικές απαντήσεις, ενός ναι ή ενός όχι. Τυποποιημένες συνταγές επιτυχίας, που δικαιώνουν την αυταρέσκειά μας, τον εγωκεντρισμό μας, την άγνοιά μας.
Στο σημείο αυτό έρχεται η φωνή του ποιητή, αμείλικτη, να θέσει μείζον ερώτημα και να καταθέσει απάντηση δοκιμασμένη, βασανισμένη, θεμελιωμένη στην πείρα της εκκλησιαστικής ζωής. Σημειώνει σχετικά ο θιασώτης του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο της Θεσσαλονίκης Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης: «Αποτελεί τάχα αδυναμία, η άμεση προσφυγή στο έλεος του Κυρίου; Έτσι μπορεί να φαίνεται, επειδή είναι μια αλήθεια πάγκοινη. Δεν πλησιάζεται μ’ ένα απλό ναι, αλλά με τον αγώνα ολόκληρης της ζωής. Αγώνας προς συμφωνία του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο καταλαβαίνει ο καθείς. Συγχύσεις, αιρέσεις, διαπληκτισμοί, φιλονικίες, συζητήσεις δια μέσου των αιώνων της ιστορίας, υπογραμμίζουν το αναπόφευκτο του αγώνος».
Από το κείμενο θα μπορούσε να σημειώσει κανείς πολλά. Θα μπορούσε να σταματήσει και να συζητήσει, να προβληματιστεί για ώρες ατέλειωτες, ίσως για μέρες και για μήνες. Θα επιμείνω σε δύο μόνον σημεία τα οποία συνδέονται μεταξύ τους λειτουργικά, και τα οποία φανερώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να λειτουργήσει ο διάλογος, πρώτα ο εσωτερικός της Ορθοδοξίας και στη συνέχεια ο Οικουμενικός. Ένας διάλογος, καθαρό αίτημα της πρώτης Εκκλησίας, «ίνα οι πάντες εν ώσιν», αλλά και «αμετάκλητη απόφαση των ανά την οικουμένη Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών» του σήμερα.
Πρώτον, η αναφορά στην άμεση προσφυγή, στο έλεος του Κυρίου. Θα μπορούσε κάποιος με μεγάλη άνεση και ευκολία να μιλήσει για θρησκευτικό ευσεβισμό, για θρησκευτικό λαϊκισμό. Τι δουλειά έχει, θα έλεγε, η οποιαδήποτε ευσέβεια με έναν επιστημονικό διάλογο για τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες του κόσμου; Η απάντηση είναι απλή. Πέρα από το γεγονός ότι στην Ορθόδοξη θεολογία δεν νοείται διάσπαση, παρά μόνον διάκριση επιστημονικής και χαρισματικής θεολογίας – ας μη λησμονούμε ότι η θεολογία ως επιστήμη αποτελεί την περιγραφή του χαρίσματος και των οποιονδήποτε αποτελεσμάτων του - η καταφυγή στο έλεος του Κυρίου φανερώνει το ξεπέρασμα της αιτίας της πτώσεως, που συνίσταται κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας στην απώλεια της έκπληξης απέναντι στον Θεό. Μια τέτοια απώλεια της έκπληξης οδηγεί αμέσως στην απώλεια της πίστης. Και τούτο, διότι η πίστη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η δυνατότητα του ανθρώπου να εκπλήττεται πάντα απέναντι στον Θεό. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος σημειώνει, «πίστην λέγομεν…εκείνην ήτις είναι έκπληξις εις Θεόν». Με άλλα και απλούστερα λόγια η απώλεια της έκπληξης, που φανερώνει την απώλεια της πίστης, επιτρέπει ή επιβάλλει την παρουσία της αντικειμενοποίησης. Την έκπληξη αντικαθιστά η αντικειμενική ασφάλεια, την κίνηση, στοιχείο ζωής και κοινωνίας, η στάση και ο θάνατος. Ή για να θυμηθούμε, τον δεύτερο πολιούχο της πόλης μας, της Θεσσαλονίκης, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «το ανενέργητον και ανύπαρκτον».
Συνεπώς, το πρόβλημα της Ορθοδοξίας, δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι η συμμετοχή της ή όχι στον Οικουμενικό διάλογο, αλλά ο τρόπος και οι προϋποθέσεις ενός τέτοιου διαλόγου. Σε καμία περίπτωση «δεν πρέπει να περιμαζέψομε τα τέσσερα ποδάρια και το κεφάλι της χελώνας μέσα στο (ορθόδοξο) καβούκι μην τύχει και νοθέψουμε τη γνησιότητά μας».
Δεύτερον, ο αγώνας ολόκληρης της ζωής, το αναπόφευκτον του αγώνος. Είναι ξεκάθαρο ότι το άφεμά μας στην έκπληξη, δεν δηλώνει σε καμία περίπτωση την κατάργηση των γεγυμνασμένων αισθητηρίων, αλλά τα προϋποθέτει, ως το μόνον τρόπο, το μόνο δρόμο για να γνωρίσουμε τον «τόπο» μας, ως τόπο ορθόδοξο και συνεπώς οικουμενικό. Αγώνας, γύμνασμα, τράνωμα, συνιστούν λέξεις κλειδιά μιας πορείας ασκητικής και ως εκ τούτου ευχαριστιακής. Ο λόγος δηλαδή γίνεται ή η πρόταση είναι για μια στάση ασκητικής εκπλήξεως της Ορθόδοξης θεολογίας και Εκκλησίας απέναντι στο άλλο, στον άλλο, στους άλλους.
Αν θα πρέπει τώρα να γίνω σαφέστερος, αναφερόμενος στο σύγχρονο διάλογο για την ένωση των Εκκλησιών, θα πρέπει να υπογραμμίσω, ότι το τριαδικό πρότυπο αποτελεί σημαντικό οδηγό προσέγγισης. Εντός αυτού του πλαισίου η υπαρξιακή ανάγκη καταδεικνύει, και τούτο πρέπει να τονισθεί ευθύς εξαρχής, την αναγκαιότητα λόγου για ένωση της Εκκλησίας. Όπως στην Αγία Τριάδα δεν συζητούμε για ένωση Θεών, αλλά για ένωση της θεότητας, έτσι και στην Εκκλησία ο λόγος οφείλει να είναι αντίστοιχα εικονικός και τυπολογικός. Συνεπώς, η αναζήτηση θα έχει ως στόχο της την ανεύρεση της κοινής βάσης πάνω στην οποία θα στηριχθεί αυτή η ενότητα. Και αυτή η βάση δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον Χριστό. Στον Χριστό, δηλαδή στην Εκκλησία, πραγματοποιείται η ένωση των πάντων, τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ίδιο. Τούτη είναι, θα λέγαμε, μια ευχαριστιακή ένωση, ακόλουθο μιας ευχαριστιακής εκκλησιολογίας. Ο Χριστός γίνεται ο σύνδεσμος της ενότητας των διασπασμένων και διαιρεμένων μελών της Εκκλησίας.
Συνεπώς, η ένωση είναι μυστηριακή, πραγματική και όχι απλά αγαπητική. Όπως άλλωστε και η σχέση του Πατέρα με τον Υιό δεν είναι απλά αγαπητική. Ο Υιός υπάρχει «φυσικώς εν τω πατρί» και εξάπαντος όχι κατά «την εκ του αγαπάσθαι και αγαπάν επινοηθείσαν σχέσιν παρά των δι’ εναντίας».Εκείνο που προέχει είναι το κοινό της φύσεως. Μέσα σε αυτήν την φυσικότητα, που δεν εμπερικλείει καμία αναγκαιότητα, στο πρότυπο κάποιων αντιοχειανών παρεκκλίσεων, η αγάπη των προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι έκφραση – καρπός αυτής της φυσικότητας. Μια αγάπη ξεκομμένη από τη φύση της θα μπορούσε να είναι ευδαιμονιστική, σχετική ή ακόμη – ακόμη και δαιμονική. Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι η αγάπη από μόνη της δεν φαίνεται πως μπορεί να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε ένωση. Δεν είναι τυχαία άλλωστε, η σειρά με την οποία ο απόστολος Παύλος τοποθετεί τα αγαθά, δηλαδή πίστη, ελπίδα και αγάπη. Αυτή τη σειρά ερμηνεύοντας ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, σημειώνει ότι η αγάπη είναι το «τέλος», είναι το «ακρότατον» των αγαθών και το αίτιο παντός αγαθού. Συνεπώς, η αγάπη ως «συμπληρωματικόν» της πίστης και της ελπίδας προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την πίστη και την ελπίδα. Βέβαια, εδώ ο λόγος γίνεται για την αγάπη θεωρούμενη ως «το έσχατον ορεκτόν» και όχι για οποιαδήποτε εξωτερική ή απλά συναισθηματική αγάπη. Για το λόγο αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει με ένταση να υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση για την τόσο πολυσηζητημένη intercommunio δεν είναι η συναισθηματική αγάπη, αλλά κυρίως η πίστη, η κοινή πίστη των μελών της Εκκλησίας. Η αγάπη θα πρέπει να συνοδεύει αυτήν την πίστη, θα πρέπει να συμπορεύεται με αυτήν την πίστη. Έτσι, όταν η πίστη θα γίνει υιική και η αγάπη θα είναι ολική. Τούτη η προβληματική εξάπαντος δεν θέτει προβλήματα προτεραιοτήτων. Οφείλει όμως, να δείξει τις αρχές, τις θεολογικές αρχές πάνω στις οποίες μπορεί να στηριχθεί μια καλοπροαίρετη συζήτηση των Χριστιανών του κόσμου. Για το λόγο αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα υποστηρίξει ούτε μια λουθηρανική θεώρηση της αγάπης δια μόνης της πίστεως, ούτε βέβαια, μια αυγουστινιανική κατανόησή της, ως συμπλήρωμα της πίστεως.
Η σχέση πίστεως και αγάπης είναι λειτουργική. Η πραγματικότητα της μιας προϋποθέτει την πραγματικότητα της άλλης. Και βέβαια, ο λόγος γίνεται για την κατά Θεόν πίστη και αγάπη που ποιεί την κατ’ άνθρωπον αγάπη.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος μας παρουσιάζει το θέμα ως ένα ταξίδι, ένα ταξίδι ζωής. Γράφει σχετικά: «Η μετάνοια εστι το πλοίον, ο φόβος Δε ο κυβερνήτης αυτού, η αγάπη ο λιμήν ο θεϊκός…Και ότε φθάσομεν την αγάπην, εφθάσαμεν εις τον Θεόν. Και η οδός ημών ετελειώθη και διέβημεν προς την νήσον, την εκείθεν του κόσμου ούσαν× όπου ο Πατήρ, ο Υϊός και το Άγιον Πνεύμα× αυτού η δόξα και το κράτος× και ημάς αξίους ποιήσοι της δόξης αυτού και της αγάπης της δια του φόβου αυτού».
Και εδώ η αγάπη είναι το τέλος, όπως άλλωστε και σε ολόκληρη την αγιογραφικοπατερική παράδοση της Ανατολής. Τούτο εκφράζει με όμορφο τρόπο ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, που σημειώνει: «Αρχή ζωής και τέλος× αρχή μεν πίστις, τέλος Δε αγάπη. Τα δύο, εν ενότητι γενόμενα, Θεός εστιν». Καμία απομόνωση, καμία διαίρεση του ενός από τα δύο, απλά και μόνο μια λειτουργική διάκριση. Άλλωστε, κατά Κύριλλο, η αγάπη και η ορθή συμπόρευσή της με τον όρο της πίστεως αποδεικνύεται με την τήρηση των ευαγγελικών διγμάτων και τη φυλακή των θείων εντολών.
Αυτός είναι και ο λόγος που στην Ορθόδοξη Εκκλησία η πίστη, δηλαδή η άσκηση της σποράς, η άσκηση των χαρισμάτων που εκφράζουν τη δυναμική του προσώπου, και όχι το όργωμα αποτελούν το πλάισιο προετοιμασίας της Θείας Ευχαριστίας. Η Εκκλησιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ευχαριστιακή επειδή είναι ασκητική, και είναι ασκητική επειδή είναι ευχαριστιακή. Οποιαδήποτε απομόνωση ή υπερτονισμός οδηγεί σε παγανισμούς, ειδωλολατρείες και φαντασιώσεις. Η Ευχαριστία προϋποθέται την άσκηση της καθημερινής μετάνοιας, το ταξίδι με το πλοίο της μετανοίας, κατά Ισαάκ Σύρο, και η άσκηση αποτελεί το εισοδικόν της Ευχαριστίας. Καμία αυτονόμηση, κανένας αυτοσκοπός. ’Αλλωστε στην ορθόδοξη Εκκλησία η θεολογία είναι ασκητική, δηλαδή εμπειρική, βιωματική, καθώς διατρέχει όλη την ύπαρξη των προσευχομένων, σε όλες τις εκφάνσεις της χρονικής πραγματικότητας. Κατά Φιλόθεο Κόκκινο η θεολογία μας ασκείται «παρά πάντα τον βίον», και με αυτή την έννοια είναι ασκητική. Η άσκηση της πίστης οδηγεί στην κάθαρση και αναδεικνύει την αγάπη, ή το ύψος της αγάπης των ανθρώπων× και ταυτόχρονα, το ύψος της αγάπης φανερώνει το μέγεθος της πίστης και οδηγεί στη μυστηριακή ενότητα, έτσι ώστε ο θεολόγος να θεολογεί και να θεοπρακτεί σύμφωνα με το ύψος της αγάπης του, στο Θεό και τους συνανθρώπους.
Συνεπώς, η εφαρμογή του Τριαδικού σχήματος στο χώρο του διαλόγου των Χριστιανικών Εκκλησιών της Οικουμένης φαίνεται να είναι δυνατή μόνο μέσα από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, το μυστηριακό πλαίσιο. Η Εκκλησία, ως χώρος φανέρωσης των ενεργειών της Τριάδος, ενεργεί με τη σειρά της, την κατά πίστιν απλή, αμερή και αδιαίρετη σχέση των προσώπων. Ποιεί το γεγονός της καθολικότητας και της ενότητας, δηλαδή πραγματοποιεί τη συνύπαρξη – συμβίωση των μελών «κατά την μίαν απλήν τε και αδιαίρετον της πίστεως χάριν και δύναμιν‘. Και τούτο, ως τύπος της θεότητας που συνέχει, συνάγει, ενδιασφίγγει, γίνεται αρχή και τέλος των όντων. Ακόμη η εκκλησία μιμούμενη την θεότητα που καταργεί τις «ιδικές σχέσεις» και γίνεται αιτία της «ολότητος», αναγεννά και αναδημιουργεί δια του Πνεύματος τα διαιρεμένα και διαφορετικά πρόσωπα της Οικουμένης. Με τον τρόπο αυτό καταργείται ουσιαστικά οποιοσδήποτε φυλετισμός – ρατσισμός και fundamentalismus και ποιείται η ενότητα της γνώμης που οδηγεί στην απλότητα και ταυτότητα της κοινωνίας. Καρδιά της Εκκλησίας είναι οπωσδήποτε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στο σώμα του Χριστού συντελείται η ενότητα των πάντων, η «κατά σώμα νοουμένη ένωσις», την οποία αποκερδαίνουν όσοι έχουν γίνει μέτοχοι της αγίας σάρκας του Χριστού. Έτσι, οι μετέχοντες γίνονται σύσσωμοι τόσο μεταξύ τους όσο και με τον Χριστό. Άλλωστε, ο Χριστός είναι ο σύνδεσμος της ενότητας, καθώς υπάρχει «ένα ταυτώ» Θεός και άνθρωπος. Οι ενούμενοι με τον Χριστό πιστοί διατηρούν άτμητη και αδιαίρετη της φύση τους. Ο Χριστός γίνεται η αιτία του κοινού της φύσης τους, εφόσον στο σώμα του, δηλαδή στην Εκκλησία, συνάγονται τα μεμερισμένα. Έτσι η Εκκλησία πορεύεται το δρόμο της τέλειας αγάπης, αυτής της αγάπης που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ευχαριστιακή, εφόσον η φύση της Εκκλησίας είναι πρωτίστως ευχαριστιακή. Οφείλουμε, βέβαια, να σημειώσουμε ότι και τούτη η ευχαριστιακή αγάπη, τούτη η εκκλησιαστική αγάπη, μοιάζει αποτέλεσμα μιας βιωματικής ασκητικής που αρνείται τα τρία αρχαία κακά, την άγνοια, τη φιλαυτία και την τυραννίδα. Κακά που οφείλει να αποφύγει ο διάλογος, αν θέλει να ονομάζεται ασκητικός, για να γίνει κάποτε ευχαριστιακός, παραμένοντας όντως ασκητικός.
Τέλος, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι στη βάση μιας ασκητικής – ευχαριστιακής εκκλησιολογίας πρέπει να βρίσκεται η μετάνοια.
Η μετάνοια όχι ως ηθικιστικό γεγονός, αλλά ως τρόπος υπάρξεως που οδηγεί τον άνθρωπο προς «ένα και λόγον και τρόπον».
Ο αείμνηστος πατριάρχης Αλεξανδρείας Παρθένιος, ένας από τους βασικούς πρωτεργάτες του διαλόγου της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους μη – Χαλκηδονίους, σε έναν πρόλογό του, αναφερόμενος ακριβώς σε αυτό το θέμα, στο θέμα της μετάνοιας, έγραφε: «Είναι αμαρτία γιατί τα ‘ανθρώπινα’ μας οδήγησαν στο χωρισμό και τη διαίρεση, και ύστερα από δέκα και πέντε αιώνες, εξομολογηθήκαμε και το ομολογήσαμε, δόξα τω Θεώ», και τελείωνε: «Η διαίρεση είναι πάντα αμαρτία και κόλαση, η ενότητα είναι παράδεισος και αλήθεια». Και όντως, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η εξομολόγηση και η μετάνοια αποτελεί τρόπο, ή με καλύτερα λόγια, τον μόνο τρόπο για επίλυση του σύγχρονου Οικουμενικού προβλήματος.
Η «αυτοκριτική και η εξομολόγηση» σημειώνει σύγχρονος Ορθόδοξος θεολόγος, «είναι τα κριτικά – κρίσιμα βήματα με τα οποία ξαναγυρίζουμε στα θεμέλια της Χριστιανικής ακεραιότητας, τον αληθινό καθαρισμό της Χριστιανικής συνείδησης από τις ανεξομολόγητες αμαρτίες του παρελθόντος. Το θάψιμο των αμαρτιών μέσα στον εαυτό μας σημαίνει σε τελευταία ανάλυση το θάψιμο του ίδιου του εαυτού μας».
Είναι αλήθεια ότι οι προκλήσεις των καιρών μας είναι πολύπλευρες και δυναμικές για την Χριστιανική Εκκλησία. Και είναι ακόμη αλήθεια ότι ο πόνος του Ορθοδόξου γίνεται αβάσταχτος, όταν αδυνατεί να κοινωνήσει από το ίδιο ποτήριο με «αδελφούς» που συμπαραβρίσκονται στη λειτουργία του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Ή όπως πολύ εύστοχα σημειώνει το κείμενο για την Αναβάθμιση της συμμετοχής των Ορθοδόξων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το τελικό κείμενο της ειδικής επιτροπής, «στην κοινή προσευχή είναι που βιώνεται εντονότερα ο πόνος της χριστιανικής διαίρεσης».
Η έκρηξη της ενότητας, που θα επιτρέψει στους πιστούς τη δοξολογία και την ανύμνηση του ονόματος της Αγίας Τριάδος «εν ενί στόματι και μία καρδία» είναι πρωτίστως ενότητα πίστεως: «Την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος αιτησάμενοι».
Τούτη η ενότητα θα πραγματοποιηθεί όταν οι διαιρεμένοι της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού θα μπορέσουν να ομολογήσουν μαζί, εν πλήρει πίστει και αγάπη, ότι «Πιστεύω (-ομεν) Κύριε και ομολογώ (-ούμεν), ότι συ ει αληθώς Χριστός…έτι πιστεύω (-ομεν), ότι τούτο αυτό εστι το άχραντον σώμα σου και τούτο εστί το τίμιον αίμα σου…αξίωσόν με (μας) ακατακρίτως μετασχείν των αχράντων σου μυστηρίων, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».
(2003)