Η εισήγηση του Καθηγητὴ της Θεολογικῆς Σχολῆς του ΑΠΘ και Διευθυντὴ του Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Μιχαήλ Κωνσταντινίδη (Χάλκη 1-2 Σεπτεμβρίου 2017)
Ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρὸς Μιχαὴλ Κωνσταντινίδης (1892-1958) ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα μία ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα ποὺ ἄφησε τὸ ἀποτύπωμά της στὴ νεοπαγὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς. Ἔχοντας γαλουχηθεῖ θεολογικὰ στὸ περιβάλλον τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα (1907-1914), καὶ μὲ μία σημαντικὴ περίοδο μετεκπαίδευσης στὶς θεολογικὲς Ἀκαδημίες τῆς Ἁγίας Πετρούπολης καὶ τοῦ Κιέβου στὴν προεπαναστατικὴ Ρωσία, μὲ ὑποτροφία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ μέριμνα τοῦ πατριάρχη Γερμανοῦ Ε´, ὣς τὸ 1919, ὁ Μιχαὴλ προσέφερε ποικιλοτρόπως τὴ διακονία του τόσο στὴ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἐκκινώντας μάλιστα ἀπὸ μία κρίσιμη περίοδο, ὅπως αὐτὴ τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, ὅσο καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐπὶ ἀρχιεπισκοπείας Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ἀρχικά, ὡς στέλεχος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, καὶ ἀργότερα ὡς μητροπολίτης Κορίνθου, λίγο πρὶν ξεσπάσει ὁ Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος.Ὁ χῶρος, ὅμως, στὸν ὁποῖο ὁ μακαριστὸς Μιχαὴλ ἀνήλωσε κυρίως τὶς πνευματικές του δυνάμεις ὑπῆρξε αὐτὸς τῆς διασπορᾶς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, ὑπηρέτησε ἐπὶ δώδεκα ἔτη στὴ Μητρόπολη Θυατείρων, ὡς ἱερατικῶς προϊστάμενος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, καί, μετὰ τὴν δεκαετὴ ἀρχιερατεία του στὸν ἀποστολικὸ θρόνο τῆς Κορίνθου (1939-1949), θὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἐκκλησιαστική του διακονία ποιμαίνοντας τὶς ἑλληνορθόδοξες κοινότητες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς γιὰ περισσότερα ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια.
Μεταξὺ τοῦ πολυσχιδοῦς ἔργου του, ὁ Μιχαὴλ Κωνσταντινίδης διακρίθηκε καὶ γιὰ τὴ δημιουργία καὶ λειτουργία ἐκκλησιαστικῶν καὶ θεολογικῶν περιοδικῶν, ὅπως τὸ περ. Ἐνορία ποὺ ἵδρυσε κατὰ τὴν ἀρχιερατεία του στὴ Μητρόπολη Κορίνθου, καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Παρατηρητὴς ἀλλὰ καὶ τὸ ἀγγλόφωνο ὀρθόδοξο θεολογικὸ περιοδικὸ Greek Orthodox Theological Review, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ σήμερα τὸ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴ Βοστώνη, στὰ ὁποῖα μάλιστα ὁ Μιχαὴλ δημοσίευσε σειρὰ ἄρθρων του. Ἀσφαλῶς ἡ πλούσια ἐργογραφία τοῦ Μιχαὴλ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἐπιστημονικὴ μὲ αὐστηρὰ ἀκαδημαϊκὰ κριτήρια, πρᾶγμα εὔλογο, ἀφοῦ τὰ γραπτά του δὲν ἀπευθύνονταν σὲ ἕνα ἀκαδημαϊκὸ ἀκροατήριο, ἀλλὰ στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἱερεῖς καὶ λαϊκούς, τὰ στελέχη καὶ τὰ μέλη τοῦ ποιμνίου του, τὰ ὁποῖα θεωροῦσε χρέος νὰ παιδαγωγεῖ εἰς Χριστόν, «λόγοις καὶ συγγραφαῖς». Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ δημοσιευμένου ἔργου του, ποὺ μὲ πληρότητα καὶ ἀκριβὴ ἐπιστημονικὴ μέθοδο συγκέντρωσαν καὶ κατέταξαν ὁ συνάδελφος καθηγητὴς κ. Ἀραμπατζῆς καὶ οἱ συνεργάτες του στὸ ἐκπονηθὲν στὸ Πανεπιστήμιό μας ἐρευνητικὸ ἔργο γιὰ τοὺς ἱεράρχες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς κατὰ τὸν εἰκοστὸ αἰώνα, καὶ ποὺ μὲ συστηματικὸ τρόπο ἐκθέτει ὁ π. Μακάριος Νιάκαρος στὴ διδακτορική του διατριβή, μαρτυρεῖ αὐτὴ τὴ διαρκή, συνειδητὴ στόχευση τοῦ Μιχαὴλ γιὰ μία ἀδιάλειπτη μετουσίωση καὶ μεταλαμπάδευση τῆς θεολογικῆς παράδοσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὰ μέλη της. Καὶ ὅλα αὐτὰ σὲ μία περίοδο ἀρκετὰ πρώιμη σὲ σχέση μὲ τὴν ἐμφάνιση στὸν ἑλληνικὸ θεολογικὸ χῶρο τῆς περίφημης θεολογικῆς γενιᾶς τοῦ ᾽60, τοῦ θεολογικοῦ δηλ. ρεύματος ποὺ ἐπιχείρησε νὰ ἐπανασυνδέσει τὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία μὲ τὴν πατερική θεολογία καὶ τὴν αὐθεντικότητα τῆς παράδοσης, ἀνατρέποντας τὴν μέχρι τότε κυριαρχία τῆς –γερμανικῶν καταβολῶν– διαλεκτικῆς θεολογίας τοῦ Κarl Barth καὶ τὸν θεολογικὸ ἀκαδημαϊσμὸ καὶ σχολαστικισμὸ ποὺ τὴ συνόδευε.
Στὸ πλούσιο συγγραφικὸ ἔργο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Μιχαὴλ διακρίνει κανεὶς πρώιμα στοιχεῖα αὐτῆς τῆς στροφῆς στοὺς Πατέρες, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνεύρει στὸ θεολογικὸ γίγνεσθαι τῶν πρώτων δεκαετιῶν μετὰ τὴν Ὀκτωβριανὴ Ἐπανάσταση, μὲ κορύφωση στὸ ἔργο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου συνδέθηκε μὲ τὴ λεγόμενη «ἐπιστροφὴ στοὺς Πατέρες» καὶ τὴ «νεο-πατερικὴ σύνθεση», ὅπως χαρακτήρισε ὁ ἴδιος τὴν πρωτοποριακὴ θεολογικὴ πρότασή του γιὰ «ἕνα δημιουργικὸ ἐπαναπροσδιορισμὸ τῶν ἐνοράσεων ποὺ εἶχαν δοθεῖ στοὺς Ἁγίους τοῦ παρελθόντος», ὅπως εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος, ἕνα δημιουργικὸ δηλ. ἀναβαπτισμὸ στὸ πνεῦμα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως καμία στείρα ἐπανάληψη καὶ προπαντὸς καμία προσκόλληση στὸ γράμμα τῶν Πατέρων, ἀλλὰ μία ἀνασύνθεση τῆς Πατερικῆς σκέψης μέσα ἀπὸ τὰ αἰτούμενα τῆς ἐποχῆς μας, τῆς κάθε ἐποχῆς.
Ἡ σημασία τῆς μελέτης τῶν Πατέρων τίθεται ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Μιχαὴλ στὸ πλαίσιο τῆς ποιμαντικῆς στοχεύσεώς του καὶ δὴ τῆς πρωταρχικῆς θεολογικῆς ἀγωγῆς τὴν ὁποία ὀφείλει νὰ λάβει ὁ ἴδιος ὁ ἱερέας ὡς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐμφατικὰ ὑποστήριξε ὁ Μιχαήλ, ἀντικρούοντας ἐκείνους ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι δὲν ἀπαιτεῖται θεολογικὴ μόρφωση γιὰ τοὺς ἱερεῖς, παρὰ μόνο ψυχικὰ ἢ πνευματικὰ χαρίσματα. Γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο δημοσίευσε κατὰ τὸ ἔτος 1947, ὡς μητροπολίτης Κορίνθου, μία σειρά σύντομων ἄρθρων στὸ περ. Ἐνορία, μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ τίτλο «Ὁ ἱερεὺς καὶ ἡ μελέτη» ἀρχικὰ καὶ «Ὁ ἱερεὺς καὶ ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν» καὶ «Ὁ ἱερεὺς καὶ ἡ μελέτη τῶν Πατέρων» ἐν συνεχεία[1], ἐπισημαίνοντας προϋποθετικὰ τὴν ἀναγκαιότητα διαρκοῦς μελέτης καὶ αὐτομόρφωσης γιὰ τὸν ἱερέα καὶ ἑστιάζοντας τὴν προσοχή του ἀφενὸς στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ ἀπετέλεσε τὴν κύρια πηγὴ ἀλλὰ καὶ τὸ σταθερὸ ἑρμηνευτικὸ πρόταγμα ὅλων τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀφετέρου στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τῶν ἴδιων τῶν Πατέρων ἀλλὰ καὶ τῶν χριστιανῶν τῶν πρώτων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων.
Ποιμαντικὰ πρότυπα γιὰ τὸν Μιχαὴλ ἀποτελοῦν, γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος καὶ ἡ καταστατικὴ διακήρυξη γιὰ τὸ πολίτευμα τῶν χριστιανῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας στὴν Πρὸς Διόγνητον ἐπιστολή, ἀλλὰ καὶ οἱ περίφημοι Περὶ Ἱερωσύνης λόγοι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Στὰ κείμενα αὐτά, παρὰ τὸν πρωτίστως διδακτικό τους χαρακτήρα, μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνει καὶ τὴ θεολογικὴ παιδεία τοῦ Μιχαήλ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιμονή του στὴ θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ ἀκρίβεια, ὅταν γιὰ παράδειγμα προβαίνει σὲ παρατηρήσεις γιὰ τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴ χρονολόγησή τους, ὅπως συμβαίνει στὴν περίπτωση τῆς Πρὸς Διόγνητον:
«Ἄγνωστος εἶναι ὁ συγγραφεύς της –γράφει ὁ Μιχαήλ. Εἰς τὸ 11ον, ὅμως, κεφάλαιόν της ὁ συγγραφεὺς χαρακτηρίζει τὸν ἑαυτόν του ὡς “ἀποστόλων γενόμενον μαθητήν”, μολονότι ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ 11ον καὶ τὸ 12ον κεφάλ. τῆς ἐπιστολῆς ἀποτελοῦν προσθήκην μεταγενεστέραν».
Στὸ ἴδιο πλαίσιο ὁ Μιχαὴλ ἐξειδικεύει τὸν λόγο του καὶ στὴν περίπτωση τοῦ μεγάλου πατέρα τῆς Δύσης, τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου[2], ἐπικαλούμενος τὴν εὐρεία κυκλοφορία ποὺ εἶχε γνωρίσει μεταξὺ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ τὸ δημοφιλέστερο ἴσως ἀπὸ τὰ ἔργα του, ἡ πνευματική του αὐτοβιογραφία, οἱ Ἐξομολογήσεις, μεταφρασμένο στὰ ἑλληνικά:
«Εἶναι γνωσταὶ εἰς τὸ ἑλληνικὸν θρησκευόμενον κοινὸν αἱ περίφημοι Ἐξομολογήσεις του. Κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν εἶναι ἓν ἀπὸ τὰ ἑκατὸν περίπου ὡραιότερα βιβλία ποὺ ἐγράφησαν καὶ ἐκυκλοφόρησαν μέχρι τοῦδε ἐν τῷ κόσμῳ.
Καὶ προσθέτει: «Αὑτὰς ὁ ἱερεὺς δύναται νὰ τὰς εὕρῃ. Ἕχουν μεταφρασθῇ εἰς τὴν ἑλληνικὴν καὶ μάλιστα μὲ μοναδικὴν ἐπιτυχίαν».
Ἀναφέρεται προφανῶς στὴν ἔκδοση τῶν Ἐξομολογήσεων τοῦ 1930 ποὺ κυκλοφοροῦσε στὶς ἡμέρες του, μὲ μετάφραση τοῦ Ἀνδρέα Δαλέζιου.
Ὡστόσο, ἡ Μιχαὴλ προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο, προβαίνοντας στὴ μετάφραση ἀπὸ τὸ λατινικὸ πρωτότυπο ἐκλεκτῶν ἀποσπασμάτων ἀπὸ ἔργα τοῦ Αὐγουστίνου, κυρίως τὶς Ἑρμηνεῖες του στοὺς Ψαλμοὺς καὶ στὸ Κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο, ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Ἂς προσπαθήσωμεν νὰ δώσωμεν εἰς τοὺς ἀγαπητοὺς μας ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος ἱερεῖς, …μᾶλλον ἀποσπάσματα ἐξ ἄλλων ἔργων τοῦ Ἱ. Αὐγουστίνου ἀγνώστων εἰς τοὺς πολλούς, ὡς μὴ μεταφρασθέντων εἰς τὴν Ἑλληνικήν»[3]
Τὸ πλέον, ὅμως, συστηματικὸ ἔργο, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκδιπλώνεται ἡ θεολογικὴ ἀρτιότητα τοῦ Μιχαήλ, εἶναι ἡ ἐκτενὴς μελέτη του, Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ἡ ἐποχὴαὐτοῦ, ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα το 1937. Πρόκεται γιὰ ἕνα ἔργο γραμμένο μὲ ἐπιστημονικὸ καὶ μεθοδικὸ τρόπο, ὅπου ἐκτίθεται μὲ πληρότητα τόσο ἡ ζωὴ ὅσο καὶ ἡ θεολογικὴ διδασκαλία τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Προϊὸν αὐτοῦ τοῦ ἐνδιαφέροντός του γιὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ἀπετέλεσε καὶ ἡ ἔκδοση, σὲ συνέχειες στὸ περ. Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος, τῆς ἀποδόσεως ἀπὸ τὸν ἴδιο στὴ νέα ἑλληνικὴ γλώσσα τοῦ Βίου τοῦ Μ. Ἀντωνίου, πρότυπου ἔργου γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς χριστιανικῆς καὶ δὴ τῆς μοναστικῆς βιογραφίας[4].
Πατερικὸ ὑπόβαθρο ἔχουν ἐπίσης καὶ ἀρκετὲς ἐκλαϊκευτικὲς μελέτες του μὲ ἐκκλησιολογικὸ περιεχόμενο, στὶς ὁποῖες παρουσιάζει τὸ ἱστορικὸ καὶ θεολογικὸ πλαίσιο τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὴν «Λατινική», ὅπως ὀνομάζει στὴν ἀρθρογραφία του, υἱοθετώντας ἕναν ἱστορικὸ ὅρο, τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, χρησιμοποιώντας ἐνίοτε ὡς πρότυπο τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο τοῦ πατριαρχη Φωτίου[5].
Ἕνα ἄλλο ζήτημα ποὺ φαίνεται νὰ τὸν ἀπασχολεῖ, τόσο λόγω τῶν διαπιστώσεών του ἀπὸ τὴν ἐπαφή του μὲ ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ὅσο καὶ ἐξαιτίας τῶν ἀναφυέντων ποιμαντικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν υἱοθέτηση τοῦ νέου ἡμερολογίου ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος[6], εἶναι αὐτὸ τῆς ἱερᾶς παραδόσεως καὶ τῆς καίριας θέσεώς της ὡς συστατικοῦ στοιχείου καὶ ἑνοποιητικοῦ παράγοντα τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Εἶναι ἐξόχως ἐνδιαφέροντα τὰ ὅσα γράφει σὲ ἕνα εὐσύνοπτο ἄρθρο του, μὲ τὸν τίτλο «Ἡ Ἱερὰ Παράδοσις», γραμμένο στὸ Λονδίνο καὶ δημοσιευμένο στὸ περ. Ἐκκλησίατὸ 1932[7]. Ἐπισημαίνει καταρχὴν ὅτι γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους «ἡ Παράδοσις εἶναι τόσον ἀπαραίτητος διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὅσον καὶ ἡ Ἁγία Γραφή», καὶ χρησιμοποιεῖ ὡς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἐπιχείρημα τὸ γεγονὸς ὅτι «εἶναι τόσον καταστρεπτικὰ τὰ ἀποτέλεσματα τῆς ἀπαρνήσεως τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως δι᾽ ὅλας τὰς θρησκευτικὰς ἐκείνας ὁμολογίας καὶ ὁμάδας, αἱ ὁποῖαι διεμορφώθησαν μετὰ τὴν μεγάλην Μεταρρύθμισιν ἐν τῇ Δύσει… καὶ τοσαύτη σὐγχυσις βαθμηδὸν ἐδημιουργήθη εἰς τὰς τάξεις αὐτῶν λόγω τῆς καταρρίψεως παρ᾽ αὐτοῖς τοῦ κύρους τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ὥστε ἐν τοῖς νῦν καιροῖς ἀκούονται ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν φωναὶ μεμονωμέναι μέν, πυκνότεραι ὅμως σὺν τῷ χρόνῳ ἀποβαίνουσαι, ὑπὲρ τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ ἀσφαλοῦς τούτου γνώμονος τῆς πίστεως, χάρις εἰς τὸν ὁποῖον, ἴσως, θὰ σταματήςῃ ἡ προϊούσα διάλυσις, καὶ ἡ διάρρευσις τῶν μελῶν τῶν ὡς ἄνω ὁμολογιῶν καὶ ὁμάδων εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας».
Ἐπισημαίνει, μάλιστα, στὸ ἴδιο ἄρθρο ὅτι συγκεκριμένες ὁμάδες Λουθηρανῶν καὶ Ἀγγλικανῶν, ὅπως ἡ λεγόμενοι «Ἀγγλοκαθολικοί», «ἀνενδοιάστως ἀποδέχονται τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν ὡς πράττουσι τοῦτο ἡ Ὀρθόδοξος καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία». Καὶ συνεχίζει, μεταφέροντας πολὺ ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιὰ τὶς τελούμενες κατὰ τὴν ἐποχή του ζυμώσεις ἐντὸς τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου γύρω ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς υἱοθέτησης ἀλλὰ καὶ τῆς ἑρμηνείας τῆς ἱερᾶς παραδόσεως, σὲ σχέση μὲ ἀπασχολοῦντα ἤδη ἀπὸ τότε κρίσιμα ζητήματα διάφορες προτεσταντικές ὁμολογίες, ὅπως οἱ Πρεσβυτεριανοί, ὅπως ἦταν τὸ ζήτημα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν.
Ἀξίζει δὲ νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Μιχαὴλ ἐπανέρχεται στὸ ζήτημα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ σὲ ἄλλα, ἐκλαϊκευτικοῦ χαρακτῆρος ἔργα του, ὅπως τὸ Ἐγκόλπιον τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, ἕνα ἔργο γραμμένο κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀρχιεπισκοπείας του στὴν Ἀμερική, ὅπου, ἀναπτύσσοντας τὸ ζήτημα τῶν πηγῶν τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, κάνει καὶ πάλι ἀναφορὰ στὴν Ἱερὰ Παράδοση, στὴν ὁποία ἐμπεριλαμβάνονται τόσο ἡ ἄγραφος διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, διευκρινίζοντας τὴ μὴ ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἀπὸ τοὺς προτεστάντες.
Καὶ ἄλλα, ὅμως, ζητήματα, ὅπως τὸ ζήτημα τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας τῶν κληρικῶν, ποὺ εἶχε τεθεῖ ἀπὸ ἕνα συντηρητικὸ ὀρθόδοξο κληρικό, τὸν ὁδηγοῦν σὲ προσεκτικὴ ἐξέταση καὶ ἐμβάθυνση στὶς πηγὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παράδοσης, ὅπως οἱ Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μὲ τὶς ὁποῖες ἀναιροῦνται τέτοιου εἴδους ζηλωτικὲς διατυπώσεις. Ἐξίσου δὲ σοβαρὸ εἶναι καὶ τὸ ζήτημα τῆς «ἀντοχῆς» τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἔναντι τῶν προκλήσεων τοῦ σύγχρονου κόσμου, οἱ ὁποῖες ὄχι σπάνια ἐμφανίζονται νὰ τὴν κλονίζουν καὶ νὰ ἀποσυνθέτουν τὴν ὀντολογία της. Ὁ Μιχαὴλ, μάλιστα, συνειδητὰ εἰσέρχεται στὸν στίβο τῆς σύγχρονης ἀπολογητικῆς ἔναντι τῶν μεγάλων ἐρωτημάτων ποὺ ἐγείρονται πλέον στὸ σύγχρονο κόσμο ἢ καὶ τῶν ζητημάτων ἐκείνων ποὺ ἀντιστρατεύονται τὴν παραδοσιακὴ πίστη καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ἡ σχέση τῆς σύγχρονης, ἐπιστημονικῆς γνώσης μὲ τὴν πίστη.
Ἐν κατακλείδι, θὰ μπορούσαμε νὰ σημειώσουμε ὅτι μέσα ἀπὸ τὸ πλούσιο, συνεχὲς καὶ πολυσχιδὲς συγγραφικό του ἔργο, τὸ ὁποῖο καλλιέργησε ἐπικουρικὰ πρὸς τὸ σπουδαῖο ποιμαντικὸ ἔργο ποὺ πραγματοποίησε ἀπὸ ὅποια θέση κι ἂν τὸν κάλεσε ἡ Ἐκκλησία, τόσο ἡ Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅσο καὶ ἡ ἐν Ἑλλάδι, ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Μιχαὴλ Κωνσταντινίδης ἀναδείχθηκε σὲ ἕνα πρότυπο συγχρόνου ποιμένος, ποὺ γνώριζε νὰ κινεῖται μὲ πιστότητα, ἔσω τῶν ὅρων τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τῶν ἐντολῶν τῶν πατέρων και διδασκάλων της Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς προσαρμογῆς καὶ τῆς ἀνανοηματοδότησης τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως στὸν σύγχρονο κόσμο, καὶ κυρίως, ὄχι μόνο σὲ ἕνα φιλικὸ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία κοινωνικὸ περιβάλλον, ὅπως αὐτὸ τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ στὶς κατακερματισμένες χριστιανικὲς καὶ πολυθρησκευτικὲς κοινωνίες τοῦ δυτικοῦ κόσμου.
[1] Περ. Ἐνορία 29 (1947), σελ. 187-188· 30-31 (1947) 203-204.
[2] «Ὁ ἱερεύς καὶ ἡ μελέτη τῶν Πατέρων-Αὐγουστῖνος», Ἐνορία 36 (1947) σελ. 275-276· 38-39 (1947) 307-308.
[3] Περ. Ἐνορία 36, 275.
[4] Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, «Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος ΛΒ´ (1933) 582-620, ΛΓ´ (1934) 114-129, 303-320.
[5] Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, «Λατινική καὶ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», Ἐκκλησία Θ΄ (1931) 363-365· «Ὁ Μέγας Φώτιος», Ὀρθόδοξος Παρατηρητής 436 (1956) 148-149, 167· «Ἡ περὶ τοῦ Μεγάλου Φωτίου εἰλικρινὴς ὁμολογία», Ἐκκλησία ΚΑ (1947) 274· «Ο Χωρισμός της Δυτικής από της Ανατολικής Εκκλησίας, Ορθόδοξος Παρατηρητής 408 (1954), σελ. 3-5· The Schism of the Roman Catholic Chrurch from the Eastern Orthodox, NY: National Youth Office, 1954
[6] Βλ. τὰ ἄρθρα του, «Ἡ ὀρθότης τοῦ νέου ἡμερολογίου», Γρηγόριος Παλαμᾶς 10 (1926) 35-38· «Κρίσεις ἐπί τοῦ νέου ἡμερολογίου», Ἐκκλησία Δ΄ (1926) 4-5.
[7] «Ἡ Ἱερὰ παράδοσις», Ἐκκλησία Ι΄ (1932) 194-195.
Πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου