Για μια φορά ακόμη, οι θεολόγοι αγωνιούν για το μάθημα των Θρησκευτικών. Διάφορα δημοσιευμένα προσχέδια για το νέο Λύκειο κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι για την παρουσία του μαθήματος σε αυτό, αν και το Υπουργείο Παιδείας δεν έχει ανακοινώσει τις τελικές προθέσεις του. Σε όσες προτάσεις έχουν δει το φως της δημοσιότητας το μάθημα συρρικνώνεται ή αγνοείται η ύπαρξή του.
Εάν επιβεβαιωθούν οι ανησυχίες, το κλίμα θα βαρύνει ακόμη περισσότερο, σε συνέχεια και των λοιπών προβλημάτων που έχουν δημιουργήσει “πονοκέφαλο” στους θεολόγους τον τελευταίο καιρό: Από το ζήτημα των απαλλαγών και την ολοένα επιδεινούμενη αδιοριστία, μέχρι τις φετινές ελλείψεις στα σχολεία, τη μετάβαση στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών και τις πρόσφατες ανακοινώσεις για υπεράριθμες θέσεις.
Για τα θέματα αυτά έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχουν ειπωθεί πολλά. Από τη σχετική συζήτηση εξάγονται αβίαστα ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο και αυτονόητο. Η συνταγματική επιταγή για “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης”, πέρα από τις ποικιλότροπες ερμηνείες της, δεν φαίνεται να είναι αδιαμφισβήτητο προπύργιο για την προστασία του μαθήματος. Φυσικά, οι θεολόγοι και οι πολίτες δικαίως θα την επικαλούμαστε “άχρι καιρού”.
Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο είναι το πολιτικό πλαίσιο της διαδρομής του ζητήματος. Αποδεικνύεται ότι η αδιαφορία ή η ευαισθησία απέναντι στο μάθημα δεν έχει κομματικό χρώμα. Οι θεολόγοι γνωρίζουμε το ειδικό ενδιαφέρον των κομματικών ταγών όλων των αποχρώσεων για τη θρησκευτική αγωγή καθώς και για τη λεγόμενη ελληνορθόξοξη παράδοση. Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις πάνω στο θέμα.
Το επόμενο στοιχείο είναι το εντυπωσιακά θορυβώδες ενδιαφέρον για το μάθημα όπως εκδηλώνεται από διάφορες πλευρές, όχι πάντοτε με βάση την κοινή εκπαιδευτική εμπειρία, όχι πάντοτε με την απαιτούμενη φρόνηση. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με μεγάλες δόσεις ξύλινης ρητορείας, η οποία απέχει κατά πολύ από τις πραγματικές συνθήκες και ανάγκες του μαθήματος και προσφέρει κάκιστες υπηρεσίες σε αυτό.
Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι για τα ζητήματα των Θρησκευτικών ο θεολογικός χώρος δεν ομοφρονεί. Το φαινόμενο δεν είναι πάντοτε αρνητικό, όμως, γίνεται ανησυχητικό όταν χάνεται ο στόχος της συνεννόησης. Η εσωστρέφεια αλλά και η επιθετικότητα διάφορων ομάδων, με άλλοθι τον αγώνα για τα θεωρούμενα ως ιδεώδη, εντείνουν τη γενικευμένη καχυποψία. Στην υπόθεση αυτή ασκούν ειδικό βάρος διάφοροι δοκησίσοφοι της μαζικής ενημέρωσης, σεβαστοί επιστήμονες και εκπρόσωποι άλλων ειδικεύσεων και θεσμών οι οποίοι διεκδικούν καθολικά το αλάθητο παρά τις μονομερείς προσεγγίσεις τους. Το πρόβλημα οξύνεται όταν αυτοί που είναι ταγμένοι να υπηρετούν την ενότητα των θεολόγων κωφεύουν μεροληπτικά ή λειτουργούν σαν φατρία.
Τι δέον γενέσθαι; Πώς θα αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις των καιρών, τωρινές και μελλοντικές; Ασφαλώς, το ερώτημα αφορά καταρχήν στους εκπαιδευτικούς του μαθήματος των Θρησκευτικών, δηλ. την αναζήτηση της δικής μας ευθύνης, ως προς το τι θέλουμε, τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε.
Θα περιοριστώ σε απλές και αυτονόητες εισαγωγικές νύξεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναμέτρηση με παγιωμένες καταστάσεις είναι δύσκολη και χρονοβόρα. Οι κυκλοθυμικές παλινδρομήσεις ανάμεσα στην παράδοση και την ανανέωση, η καχυποψία προς τα θύραθεν επιτεύγματα, η προσκόλληση σε ανιστορικά στερεότυπα, οι ενθουσιαστικές τάσεις κ.ά. ήταν και είναι χρόνια και δισεπίλυτα προβλήματα του χώρου μας.
Καταρχάς, είναι επιτακτική η ανάγκη για διάλογο. Είναι λυπηρό ότι οι επιστημονικές θεολογικές ενώσεις της χώρας δεν έχουν καθίσει ακόμη στο ίδιο τραπέζι για τα φλέγοντα θέματα που μας αφορούν. Η άριστη και ταυτόχρονα μοναδική και χωρίς συνέχεια πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών για τη συνάντηση των εκπροσώπων των θεολογικών ενώσεων, που πραγματοποιήθηκε προ διετίας στη Μονή Πεντέλης, δείχνει το δρόμο καθώς και την αναγκαιότητα αυτού του διαλόγου. Ας πάρει την πρωτοβουλία η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, ο Σύνδεσμος «Καιρός», το πανεπιστήμιο ή όποιος άλλος θέλει. Δεν μπορούμε να συναντηθούμε; Δεν μπορούμε να συζητήσουμε; Μου είναι αδιανόητο κάτι τέτοιο.
Να επικεντρωθούμε στην παιδαγωγική αποστολή του μαθήματος στη σύγχρονη εποχή, παραμερίζοντας στη φάση αυτή όλα τα θέματα που είναι άσχετα προς το μάθημα. Είναι ολέθριο λάθος να φορτώνουμε στο μάθημα θεολογικές, ιδεολογικές, ακαδημαϊκές κ.ά. αντιπαραθέσεις, οι οποίες δεν σχετίζονται άμεσα με το υφιστάμενο μορφωτικό πλαίσιο των Θρησκευτικών.
Να μιλήσουμε για τις πραγματικές παιδαγωγικές ανάγκες των μαθητών μας στη θρησκευτική αγωγή. Εάν η αγωγή είναι «τέχνη τεχνών» κατά το Γρηγόριο Θεολόγο τότε η αποστολή μας δεν είναι η απλή παράδοση κάποιας «διδακτέας ύλης», στην οποία επικεντρώθηκαν εσφαλμένα οι επικριτές του νέου Προγράμματος Σπουδών, αλλά αποβλέπει στα πρόσωπα των παιδιών και την προσωπική νοηματοδότηση της γνώσης από αυτά. Πώς μπορεί να γίνει αυτό;
Οι εκπαιδευτικοί θεολόγοι να συσπειρωθούμε, δίνοντας ταυτόχρονα το μήνυμα προς όλους τους αυτόκλητους «σωτήρες» του μαθήματος, συμπαθητικούς μεν αλλά αγνοούντες τον εκπαιδευτικό στίβο, ότι δεν μας βοηθά το ουτοπικό όραμά τους για τη «σωτηρία» μας.
Να συνομιλήσουμε με τους δασκάλους της πρωτοβάθμιας. Θα ωφεληθούμε από αυτό. Μη λησμονούμε ότι τα Θρησκευτικά δεν ανήκουν αποκλειστικά στους θεολόγους. Περίπου το 50 % της θρησκευτικής εκπαίδευσης αφορά στην πρωτοβάθμια. Άραγε, τι σκέφτονται οι δάσκαλοι, οι γονείς και τα ίδια τα παιδιά ως προς το στόχο της «ανάπτυξης θρησκευτικής συνείδησης»; Εάν συνεχίσουμε να βλέπουμε τα Θρησκευτικά μόνο από τη σκοπιά της δευτεροβάθμιας, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για ό,τι γίνεται στην πρωτοβάθμια, η παιδαγωγική ήττα των Θρησκευτικών θα έλθει από το Δημοτικό και θα είναι βαρύτερη από μια διδακτική ήττα στο Λύκειο. Το ζήτημα δεν θα λυθεί αυτόματα μόλις πληρωθούν οι κενές θέσεις θρησκευτικής αγωγής στα Παιδαγωγικά Τμήματα. Χρειάζεται να δούμε κι άλλα πράγματα, κυρίως το Πρόγραμμα Σπουδών και τη διδακτική του μαθήματος. Εάν αγνοήσουμε την τρέχουσα κατάσταση παραπέμποντας απλώς στο ευχολόγιο για είσοδο θεολόγων στα Δημοτικά μάλλον βάζουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Έχω λάβει μέρος σε συναντήσεις διαλόγου μεταξύ θεολόγων και δασκάλων και θεωρώ ότι ωφελήθηκα εξερχόμενος από το προστατευτικό θεολογικό καβούκι μου. Οι πρόσφατες εκδηλώσεις κοινού ενδιαφέροντος στη Μακεδονία είναι μια ελπίδα.
Επιπρόσθετα, οι θεολόγοι να μιλήσουμε σοβαρά και επιτέλους να καταλήξουμε για το επιθυμητό μοντέλο οργάνωσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης, με πλήρη επίγνωση των μειονεκτημάτων και πλεονεκτημάτων της όποιας επιλογής. Αναφέρομαι κυρίως στη θεμελιώδη διάσταση του ζητήματος, δηλ. τη θέση του μαθήματος στη δομή της εκπαίδευσης και όχι στην ενδιαφέρουσα αλλά θεωρητική συζήτηση για το χαρακτήρα του μαθήματος. Στο διάλογο που διεξάγεται για το θέμα αυτό ξεχωρίζουν δύο προτάσεις:
Αφενός έχουμε τους υποστηρικτές του ισχύοντος καθεστώτος, το οποίο μπορεί να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο με ένα σύγχρονο Πρόγραμμα Σπουδών, με στόχο ένα ανοικτό διαλεγόμενο μάθημα με επίκεντρο την Ορθόδοξη παράδοση. Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών που έχει εκπονηθεί για την υποχρεωτική εκπαίδευση σαφώς κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών αυτό γνωρίζει και αυτό επιθυμεί.
Αφετέρου, έχουμε τη νεοφανή -για τα παρόντα και επί δεκαετίες πάγια εκπαιδευτικά δεδομένα σίγουρα νεοφανή- πρόταση του λεγόμενου ομολογιακού μοντέλου, το οποίο εισάγει από το παράθυρο την προαιρετικότητα του μαθήματος ή μπορεί να διολισθήσει σε μια πολυ-ομολογιακή/πολυ-πολιτισμική θρησκευτική εκπαίδευση. Ορισμένοι μάλιστα το προτείνουν ανοικτά: Θρησκευτικά κατά το «γερμανικό μοντέλο». Σέβομαι απόλυτα την τελευταία -σαφέστατα ξενόφερτη- άποψη η οποία είναι δοκιμασμένη σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Τη θεωρώ πολύ σοβαρή αν και είμαι προσηλωμένος στην πρώτη. Όμως, αυτό πραγματικά θέλουν οι θεολόγοι; Αυτό θέλει η Εκκλησία; Αυτό θέλουν οι Θεολογικές Σχολές; Αυτό θέλουν οι πολίτες του τόπου μας; Αυτό είναι το συμφέρον του μαθήματος; Προσωπικά, αμφιβάλλω. Ας το μελετήσουμε.
Τελικά, είναι σώφρον αυτή την κρίσιμη ώρα που αναθεωρούνται και αναδιανέμονται τα πάντα στην εκπαίδευση οι ίδιοι οι θεολόγοι να θέτουν ζήτημα ανατροπής του status quo του μαθήματος;
Εάν επιβεβαιωθούν οι ανησυχίες, το κλίμα θα βαρύνει ακόμη περισσότερο, σε συνέχεια και των λοιπών προβλημάτων που έχουν δημιουργήσει “πονοκέφαλο” στους θεολόγους τον τελευταίο καιρό: Από το ζήτημα των απαλλαγών και την ολοένα επιδεινούμενη αδιοριστία, μέχρι τις φετινές ελλείψεις στα σχολεία, τη μετάβαση στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών και τις πρόσφατες ανακοινώσεις για υπεράριθμες θέσεις.
Για τα θέματα αυτά έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχουν ειπωθεί πολλά. Από τη σχετική συζήτηση εξάγονται αβίαστα ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο και αυτονόητο. Η συνταγματική επιταγή για “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης”, πέρα από τις ποικιλότροπες ερμηνείες της, δεν φαίνεται να είναι αδιαμφισβήτητο προπύργιο για την προστασία του μαθήματος. Φυσικά, οι θεολόγοι και οι πολίτες δικαίως θα την επικαλούμαστε “άχρι καιρού”.
Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο είναι το πολιτικό πλαίσιο της διαδρομής του ζητήματος. Αποδεικνύεται ότι η αδιαφορία ή η ευαισθησία απέναντι στο μάθημα δεν έχει κομματικό χρώμα. Οι θεολόγοι γνωρίζουμε το ειδικό ενδιαφέρον των κομματικών ταγών όλων των αποχρώσεων για τη θρησκευτική αγωγή καθώς και για τη λεγόμενη ελληνορθόξοξη παράδοση. Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις πάνω στο θέμα.
Το επόμενο στοιχείο είναι το εντυπωσιακά θορυβώδες ενδιαφέρον για το μάθημα όπως εκδηλώνεται από διάφορες πλευρές, όχι πάντοτε με βάση την κοινή εκπαιδευτική εμπειρία, όχι πάντοτε με την απαιτούμενη φρόνηση. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με μεγάλες δόσεις ξύλινης ρητορείας, η οποία απέχει κατά πολύ από τις πραγματικές συνθήκες και ανάγκες του μαθήματος και προσφέρει κάκιστες υπηρεσίες σε αυτό.
Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι για τα ζητήματα των Θρησκευτικών ο θεολογικός χώρος δεν ομοφρονεί. Το φαινόμενο δεν είναι πάντοτε αρνητικό, όμως, γίνεται ανησυχητικό όταν χάνεται ο στόχος της συνεννόησης. Η εσωστρέφεια αλλά και η επιθετικότητα διάφορων ομάδων, με άλλοθι τον αγώνα για τα θεωρούμενα ως ιδεώδη, εντείνουν τη γενικευμένη καχυποψία. Στην υπόθεση αυτή ασκούν ειδικό βάρος διάφοροι δοκησίσοφοι της μαζικής ενημέρωσης, σεβαστοί επιστήμονες και εκπρόσωποι άλλων ειδικεύσεων και θεσμών οι οποίοι διεκδικούν καθολικά το αλάθητο παρά τις μονομερείς προσεγγίσεις τους. Το πρόβλημα οξύνεται όταν αυτοί που είναι ταγμένοι να υπηρετούν την ενότητα των θεολόγων κωφεύουν μεροληπτικά ή λειτουργούν σαν φατρία.
Τι δέον γενέσθαι; Πώς θα αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις των καιρών, τωρινές και μελλοντικές; Ασφαλώς, το ερώτημα αφορά καταρχήν στους εκπαιδευτικούς του μαθήματος των Θρησκευτικών, δηλ. την αναζήτηση της δικής μας ευθύνης, ως προς το τι θέλουμε, τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε.
Θα περιοριστώ σε απλές και αυτονόητες εισαγωγικές νύξεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναμέτρηση με παγιωμένες καταστάσεις είναι δύσκολη και χρονοβόρα. Οι κυκλοθυμικές παλινδρομήσεις ανάμεσα στην παράδοση και την ανανέωση, η καχυποψία προς τα θύραθεν επιτεύγματα, η προσκόλληση σε ανιστορικά στερεότυπα, οι ενθουσιαστικές τάσεις κ.ά. ήταν και είναι χρόνια και δισεπίλυτα προβλήματα του χώρου μας.
Καταρχάς, είναι επιτακτική η ανάγκη για διάλογο. Είναι λυπηρό ότι οι επιστημονικές θεολογικές ενώσεις της χώρας δεν έχουν καθίσει ακόμη στο ίδιο τραπέζι για τα φλέγοντα θέματα που μας αφορούν. Η άριστη και ταυτόχρονα μοναδική και χωρίς συνέχεια πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών για τη συνάντηση των εκπροσώπων των θεολογικών ενώσεων, που πραγματοποιήθηκε προ διετίας στη Μονή Πεντέλης, δείχνει το δρόμο καθώς και την αναγκαιότητα αυτού του διαλόγου. Ας πάρει την πρωτοβουλία η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, ο Σύνδεσμος «Καιρός», το πανεπιστήμιο ή όποιος άλλος θέλει. Δεν μπορούμε να συναντηθούμε; Δεν μπορούμε να συζητήσουμε; Μου είναι αδιανόητο κάτι τέτοιο.
Να επικεντρωθούμε στην παιδαγωγική αποστολή του μαθήματος στη σύγχρονη εποχή, παραμερίζοντας στη φάση αυτή όλα τα θέματα που είναι άσχετα προς το μάθημα. Είναι ολέθριο λάθος να φορτώνουμε στο μάθημα θεολογικές, ιδεολογικές, ακαδημαϊκές κ.ά. αντιπαραθέσεις, οι οποίες δεν σχετίζονται άμεσα με το υφιστάμενο μορφωτικό πλαίσιο των Θρησκευτικών.
Να μιλήσουμε για τις πραγματικές παιδαγωγικές ανάγκες των μαθητών μας στη θρησκευτική αγωγή. Εάν η αγωγή είναι «τέχνη τεχνών» κατά το Γρηγόριο Θεολόγο τότε η αποστολή μας δεν είναι η απλή παράδοση κάποιας «διδακτέας ύλης», στην οποία επικεντρώθηκαν εσφαλμένα οι επικριτές του νέου Προγράμματος Σπουδών, αλλά αποβλέπει στα πρόσωπα των παιδιών και την προσωπική νοηματοδότηση της γνώσης από αυτά. Πώς μπορεί να γίνει αυτό;
Οι εκπαιδευτικοί θεολόγοι να συσπειρωθούμε, δίνοντας ταυτόχρονα το μήνυμα προς όλους τους αυτόκλητους «σωτήρες» του μαθήματος, συμπαθητικούς μεν αλλά αγνοούντες τον εκπαιδευτικό στίβο, ότι δεν μας βοηθά το ουτοπικό όραμά τους για τη «σωτηρία» μας.
Να συνομιλήσουμε με τους δασκάλους της πρωτοβάθμιας. Θα ωφεληθούμε από αυτό. Μη λησμονούμε ότι τα Θρησκευτικά δεν ανήκουν αποκλειστικά στους θεολόγους. Περίπου το 50 % της θρησκευτικής εκπαίδευσης αφορά στην πρωτοβάθμια. Άραγε, τι σκέφτονται οι δάσκαλοι, οι γονείς και τα ίδια τα παιδιά ως προς το στόχο της «ανάπτυξης θρησκευτικής συνείδησης»; Εάν συνεχίσουμε να βλέπουμε τα Θρησκευτικά μόνο από τη σκοπιά της δευτεροβάθμιας, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για ό,τι γίνεται στην πρωτοβάθμια, η παιδαγωγική ήττα των Θρησκευτικών θα έλθει από το Δημοτικό και θα είναι βαρύτερη από μια διδακτική ήττα στο Λύκειο. Το ζήτημα δεν θα λυθεί αυτόματα μόλις πληρωθούν οι κενές θέσεις θρησκευτικής αγωγής στα Παιδαγωγικά Τμήματα. Χρειάζεται να δούμε κι άλλα πράγματα, κυρίως το Πρόγραμμα Σπουδών και τη διδακτική του μαθήματος. Εάν αγνοήσουμε την τρέχουσα κατάσταση παραπέμποντας απλώς στο ευχολόγιο για είσοδο θεολόγων στα Δημοτικά μάλλον βάζουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Έχω λάβει μέρος σε συναντήσεις διαλόγου μεταξύ θεολόγων και δασκάλων και θεωρώ ότι ωφελήθηκα εξερχόμενος από το προστατευτικό θεολογικό καβούκι μου. Οι πρόσφατες εκδηλώσεις κοινού ενδιαφέροντος στη Μακεδονία είναι μια ελπίδα.
Επιπρόσθετα, οι θεολόγοι να μιλήσουμε σοβαρά και επιτέλους να καταλήξουμε για το επιθυμητό μοντέλο οργάνωσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης, με πλήρη επίγνωση των μειονεκτημάτων και πλεονεκτημάτων της όποιας επιλογής. Αναφέρομαι κυρίως στη θεμελιώδη διάσταση του ζητήματος, δηλ. τη θέση του μαθήματος στη δομή της εκπαίδευσης και όχι στην ενδιαφέρουσα αλλά θεωρητική συζήτηση για το χαρακτήρα του μαθήματος. Στο διάλογο που διεξάγεται για το θέμα αυτό ξεχωρίζουν δύο προτάσεις:
Αφενός έχουμε τους υποστηρικτές του ισχύοντος καθεστώτος, το οποίο μπορεί να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο με ένα σύγχρονο Πρόγραμμα Σπουδών, με στόχο ένα ανοικτό διαλεγόμενο μάθημα με επίκεντρο την Ορθόδοξη παράδοση. Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών που έχει εκπονηθεί για την υποχρεωτική εκπαίδευση σαφώς κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών αυτό γνωρίζει και αυτό επιθυμεί.
Αφετέρου, έχουμε τη νεοφανή -για τα παρόντα και επί δεκαετίες πάγια εκπαιδευτικά δεδομένα σίγουρα νεοφανή- πρόταση του λεγόμενου ομολογιακού μοντέλου, το οποίο εισάγει από το παράθυρο την προαιρετικότητα του μαθήματος ή μπορεί να διολισθήσει σε μια πολυ-ομολογιακή/πολυ-πολιτισμική θρησκευτική εκπαίδευση. Ορισμένοι μάλιστα το προτείνουν ανοικτά: Θρησκευτικά κατά το «γερμανικό μοντέλο». Σέβομαι απόλυτα την τελευταία -σαφέστατα ξενόφερτη- άποψη η οποία είναι δοκιμασμένη σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Τη θεωρώ πολύ σοβαρή αν και είμαι προσηλωμένος στην πρώτη. Όμως, αυτό πραγματικά θέλουν οι θεολόγοι; Αυτό θέλει η Εκκλησία; Αυτό θέλουν οι Θεολογικές Σχολές; Αυτό θέλουν οι πολίτες του τόπου μας; Αυτό είναι το συμφέρον του μαθήματος; Προσωπικά, αμφιβάλλω. Ας το μελετήσουμε.
Τελικά, είναι σώφρον αυτή την κρίσιμη ώρα που αναθεωρούνται και αναδιανέμονται τα πάντα στην εκπαίδευση οι ίδιοι οι θεολόγοι να θέτουν ζήτημα ανατροπής του status quo του μαθήματος;
Γεώργιος Στριλιγκάς
Πρόεδρος του Παγκρήτιου Συνδέσμου Θεολόγων
Πρόεδρος του Παγκρήτιου Συνδέσμου Θεολόγων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου