Δελτίο Τύπου: “Το μέλλον των Χριστιανών στη Μέση Ανατολή”
Ι
Οι σχέσεις μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών έφτασαν σε κρίσιμη καμπή μετά τις συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών στην Αίγυπτο τον Απρίλιο του 2011. Πριν από την ενέργεια αυτή οι σχέσεις σημαδεύτηκαν με τον βομβαρδισμό εκκλησιών στην Βαγδάτη, περί τα τέλη Οκτωβρίου του 2010, οι οποίοι στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από εξήντα ανθρώπους. Στη συνέχεια, έναν μήνα αργότερα, βομβαρδίστηκε η εκκλησία των Αγίων Πάντων (al-Qadissin) της Αλεξάνδρειας. Είναι μεγάλης σημασίας, ότι τα αιματηρά αυτά γεγονότα, διεπράχθησαν κατά τη διάρκεια της Βατικάνειας Συνόδου, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 15ης και 25ης Οκτωβρίου του 2010, και είχε ως αντικείμενο των εργασιών της το μέλλον των χριστιανών της Μέσης Ανατολής. Να ήταν άραγε οι βομβαρδισμοί εκκλησιών στο Ιράκ και την Αίγυπτο απόδειξη ότι τόσο ανάμεσα στους ακραίους ισλαμιστές όσο και στην εξουσία δρουν στοιχεία, τα οποία ελπίζουν να στείλουν το μήνυμα ότι δεν υπάρχει μέλλον για τους χριστιανούς στην Ανατολή και ότι αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τον εκτοπισμό τους είναι οι Άραβες μουσουλμάνοι;
Ο συνολικός πληθυσμός των χριστιανών της Μέσης Ανατολής (της Μάσρακ), ανέρχεται στα 20 περίπου εκατομμύρια, εκ των οποίων 12 διαβιούν στην Αίγυπτο (10 εκατομμύρια εξ αυτών είναι Κόπτες, και 2 Καθολικοί και λοιποί Λατίνοι, Προτεστάντες, και Ελληνο-Ορθόδοξοι (Rum Orthodox). Τα υπόλοιπα 8 εκατομμύρια των Χριστιανών βρίσκονται διάσπαρτα μεταξύ Συρίας, Λιβάνου, Ιορδανίας, Παλαιστίνης και Ιράκ. Πρόκειται κυρίως για τις Ελληνορθόδοξες εκκλησίες, και για τις Συριακές και Αραμαϊκές κοινότητες, πολλές από τις οποίες κοινωνούν με το Βατικανό, καθώς και μικρότερες ομάδες χριστιανικών κοινοτήτων Προτεσταντών, Ρωμαιοκαθολικών και Λατίνων. Έτσι διαφαίνεται πως οι κύριες χριστιανικές κοινότητες είναι αυτές των Κοπτών, των Ελληνο-Ορθοδόξων (Rum Orthodox), των Ρωμαιοκαθολικών, και ακολουθούν οι Συριακές κοινότητες, οι οποίες κοινωνούν, οι περισσότερες εξ αυτών, με το Βατικανό. Υπάρχουν επίσης μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Αρμενίων Ορθοδόξων και Αρμενίων Καθολικών στη Συρία, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη και την Ιορδανία, οι οποίοι έφτασαν στην Αραβική Ανατολή λίγο πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, εξαιτίας των διωγμών που υπέστησαν στην Μικρά Ασία κατά την τελευταία δεκαετία της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στους προαναφερθέντες χριστιανούς μπορούμε επίσης να προσθέσουμε λίγα εκατομμύρια (5-6) χριστιανών που αντλούν την καταγωγή τους από την περιοχή,αλλά σήμερα διαβιούν ως μετανάστες στις Η.Π.Α. τον Καναδά, την Βραζιλία και την Αυστραλία. Η χριστιανική έξοδος σημειώνεται εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Πολλοί από τους μετανάστες διατηρούν δεσμούς με τις χώρες καταγωγής τους και τους εναπομείναντες στη Μέση Ανατολή συγγενείς τους, και μάλιστα αυτοί που έφυγαν κατά την τελευταία πεντηκονταετία από τον Λίβανο, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Συρία και το Ιράκ.
Το ανωτέρω παράδειγμα των Αρμενίων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήρθαν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σημαίνει ότι οι Αραβικές χώρες συνέχιζαν ακόμη να αποτελούν πόλο έλξης για τους Χριστιανούς (όπως και για τους Εβραίους) ήδη από τις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Υπάρχουν αδρομερείς στατιστικές που φανερώνουν ότι στις αρχές του 20ου αιώνα οι Χριστιανοί της Αραβικής Ανατολής (Μάσρακ), συνιστούσαν πάνω από το 20% του συνολικού πληθυσμού. Σήμερα όμως, αν δούμε τις στατιστικές του 2009, οι χριστιανοί των διαφόρων ομολογιών δεν συνιστούν πάνω από το 10% του πληθυσμού, ενώ η μετανάστευση αυξάνει ολοένα και περισσότερο. Στο Ιράκ και την Παλαιστίνη οι χριστιανικές κοινότητες έχουν σχεδόν αφανιστεί. Το 2000 το Ιράκ είχε πάνω από ένα εκατομμύριο χριστιανών σε συνολικό πληθυσμό 22 εκατομμυρίων κατοίκων, αλλά σήμερα, οι πιο αισιόδοξες στατιστικές λένε πως δεν ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο. Η εικόνα της Παλαιστίνης το 1948 (το έτος ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ) παρουσίαζε επίσης περί το ένα εκατομμύριο χριστιανών στα τέσσερα συνολικώς εκατομμύρια Παλαιστινίων. Σήμερα είναι περίπου μισό εκατομμύριο. Το Παλαιστινιακό ζήτημα, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ένα ιδιαίτερο θέμα, διότι οι περισσότεροι από τους Παλαιστινίους οδηγήθηκαν στην εξορία ή στον εκπατρισμό, μεταξύ του 1947 και 1967, χωρίς να γίνεται καμία διάκριση μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών. Ωστόσο η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο σοβαρή, όταν διαπιστώνουμε ότι η μαζική μετανάστευση που έπληξε το Ιράκ ως συνεπακόλουθο της εισβολής του 2003, εξαπλώνεται στον Λίβανο και την Συρία. Οι Χριστιανοί που στον Λίβανο το 1931 αποτελούσαν το 51% σχεδόν του συνολικού πληθυσμού, σήμερα με τις πιο αισιόδοξες μετρήσεις, δεν αριθμούν παραπάνω από το 40%. Πενήντα χρόνια πριν στη Συρία υπήρχαν περισσότεροι των 2 εκατομμυρίων χριστιανοί. Σήμερα υπολογίζονται σε λιγότερους από 1,5 εκατομμύριο. Αν και μπορεί να λεχθεί ότι η αύξηση των μουσουλμάνων, σύμφωνα με τον αριθμό των γεννήσεων υπερβαίνει αυτή των χριστιανών, ειδικά στις αστικές περιοχές, και ότι υπήρξε επίσης μετανάστευση και μεταξύ των μουσουλμάνων κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο η μετανάστευση μεταξύ των χριστιανών στην αραβική Ανατολή (Μάσρακ) παραμένει υψηλή.
ΙΙ
Πριν από τα βίαια επεισόδια κατά των χριστιανών και των εκκλησιών τους στο Ιράκ και την Αίγυπτο, δεν υπήρξαν διωγμοί και προκλήσεις κατά της θρησκευτικής ελευθερίας ή της ζωής και της ελευθερίας των χριστιανών της αραβικής Ανατολής (Μάσρακ). Βέβαια η μετανάστευση των χριστιανών υφίσταται ήδη εδώ και μια πεντηκονταετία, είναι συνεχής και κατά τα τελευταία έτη ιδιαιτέρως εντατική. Οι ερευνητές αποτολμούν να συνοψίσουν τα παραπάνω ως εξής:
Όπως όλοι ξέρουμε, ο Χριστιανισμός στην Ανατολή είναι ριζωμένος βαθιά, με τις απαρχές του να ανάγονται στην εποχή του Ιησού και των Αποστόλων του, και κυρίως ση γη της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Αντιόχειας και της Μικράς Ασίας. Υφιστάμενος τις συνέπειες από την άνοδο του Ισλάμ και την σταδιακή έκλειψη και τον θάνατο του Βυζαντίου, ο Χριστιανισμός της Ανατολής επέστρεψε στην ακμή του από τον 18ο αιώνα και εντεύθεν, ως αποτέλεσμα των δεσμών του με την Δυτική Ευρώπη. Είναι γνωστό ότι αυτοί οι δεσμοί είχαν πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Μεταξύ των αρνητικών όψεων συγκαταλέγεται ο ανταγωνισμός που υπέστησαν οι χριστιανοί της Ανατολής, τόσο από τους Καθολικούς όσο και από τους Προτεστάντες. Μισσιονάριοι, που στάλθηκαν από Ευρώπη και Αμερική, ανταγωνίζονταν για την «καθοδήγηση» των αυτοχθόνων χριστιανών προς την «αληθινή πίστη». Το αποτέλεσμα ήταν να επέλθει περαιτέρω διάσταση μεταξύ Ρωμαιοκαθολικισμού και Ελληνο-Ορθόδοξης εκκλησίας. Επίσης οι περισσότερες από τις Συριακές Εκκλησίες απορροφήθηκαν από την Καθολική Εκκλησία, ενώ Προτεσταντικές Εκκλησίες εξαπλώθηκαν σ’ όλη την Ανατολή ως αποτέλεσμα των προσηλυτισμών που υπέστησαν οι χριστιανοί της Ανατολής και προσχωρήσεώς τους στη μια ή στην άλλη προτεσταντική ιεραποστολή. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια κλιμακούμενη ατμόσφαιρα διχόνοιας και διαίρεσης μεταξύ των χριστιανών της Ανατολής. Εντωμεταξύ όμως, οι Καθολικοί (όπως π.χ., οι Ιησουίτες), ίδρυσαν το πανεπιστήμιο St. Joseph της Βηρυτού (1875), όπως ακριβώς και οι Αμερικανοί μισσιονάριοι ίδρυσαν το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στην ίδια πόλη λίγα χρόνια πριν (1866). Αυτά τα δύο πανεπιστήμια συνέβαλαν στη διάδοση των μοντέρνων επιστημονικών ιδεών στην Ανατολή και κατάρτισαν χιλιάδες σπουδαστών, οι οποίοι μετατράπηκαν σε φορείς του Αναγεννησιακού Ευρωπαϊκού πνεύματος στην Ανατολή. Έτσι, οι χριστιανοί της Ανατολής (Μάσρακα), προωθημένοι με τα εφόδια αυτής της προόδου, έγιναν σκαπανείς του εκπαιδευτικού κινήματος στον αραβικό κόσμο και επίσης πρωτεργάτες διάδοσης πατριωτικών και εθνικών ιδεωδών και κήρυκες εγκαθίδρυσης μοντέρνων κρατών στα πρότυπα των Ευρωπαϊκών. Τα επιστημονικά και πολιτιστικά αυτά βήματα τα ακολούθησαν εμπορικές συναλλαγές, μεταναστεύσεις και βαθιές επικοινωνίες μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Πολλοί θεώρησαν του Λιβανέζους και τους Παλαιστινίους χριστιανούς ως προδρόμους αυτών των νέων ρευμάτων και επικοινωνιών.
Αυτή η πνευματική, πολιτιστική και πολιτική υπεροχή τείνει να διαβρωθεί να υποχωρήσει σε όλες της χώρες της Αραβικής Ανατολής. Εν μέρει, βεβαίως, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι επίσης εναγκαλίσθηκαν την παιδεία, προώθησαν και εξάπλωσαν τις επικοινωνίες τους. Έτσι ο ρόλος αυτός έπαψε να είναι προνόμιο μόνον των χριστιανών. Υπάρχει όμως και μια άλλη όψη, κατά την οποία ο διαφωτισμός της χριστιανικής ελίτ προήλθε κατά κάποια έννοια από το γεγονός ότι αυτή ήταν φορέας ενός μηνύματος, μιας επικοινωνιακής κλήσης, η οποία ήταν η γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Έτσι, όσο η ελίτ ταξίδευε στην Δυτική Ευρώπη και την Αμερική και έβρισκε εκεί επιτυχία, δεν σκεφτόταν την επιστροφή της, για δύο λόγους: για τις καταπιέσεις που κατέβαλλαν τους χριστιανούς και για τις παγκόσμιες συνθήκες, διότι συνήθως οι χριστιανοί βρισκόταν πλέον χωρίς ηγεσία και χωρίς τους προηγούμενους σημαντικούς ρόλους τους οποίους οι πρόγονοί τους ασκούσαν. Το θέμα αυτό (μια έλλειψη πίστης στην σπουδαιότητα της παρουσίας τους και της επιρροής τους), επηρέασε το ηθικό των χριστιανών και την αντίστασή τους στις καταπιέσεις, την σταθερότητά τους και την ικανότητά τους να γαντζωθούν στον τόπο τους και να μην μεταναστεύσουν. Μπορούμε να πούμε ότι τα θέματα αυτά δεν είναι απτά ή εύκολα να εξηγηθούν με συγκεκριμένους όρους και είναι σαφές ότι αυτά είχαν αρχίσει να γίνονται αντιληπτά κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων περιόδων για τις οποίες μιλούμε.
ΙΙΙ
Η Σύνοδος για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατoλής εξέδωσε σαράντα τέσσερις συστάσεις, σχετικές με την διάγνωση και την κατανόηση της κατάστασής τους, και για το πώς οι χριστιανοί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τους κινδύνους, καθώς και τις προσδοκίες του μέλλοντος. Οι συστάσεις υπαινίσσονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τους τέσσερις λόγους που αναφέραμε, και καλούν τους χριστιανούς να αντισταθούν στις καταπιέσεις, να απέχουν των μεταναστεύσεων, να ανανεώσουν και να αναπτύξουν την επικοινωνία με τους μουσουλμάνους με κάθε τρόπο. Οι συστάσεις δεν παρακάμπτουν το θέμα του Ισραήλ, αλλά αποφεύγουν, όσο είναι δυνατόν, τα δύο άλλα βασικά θέματα: τα κυβερνώντα καθεστώτα και τις διεθνείς πολιτικές. Η εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α., μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενθάρρυνε την βία και τις πελατειακές σχέσεις. Απέτυχε να επιλύσει ικανοποιητικά το Παλαιστινιακό/Ισραηλιτικό πρόβλημα και υποστήριξε τα κατεστημένα καθεστώτα εξαιτίας του φόβου του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Οι ολέθριες συνέπειες για τους χριστιανούς εξ αυτών των δύο βασικών θεμάτων υπήρξαν σαφείς. Η ισραηλιτική κατοχή των Παλαιστινιακών εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, ουσιαστικά έδιωξε κάθε χριστιανό από ’κει, όπως ακριβώς η Αμερικανική κατάληψη του Ιράκ εξάλειψε ουσιαστικά τις αρχαίες χριστιανικές κοινότητες του Ιράκ. Αλλά τα νυν καθεστώτα απέρχονται δια παντός και παντού σ’ όλον τον αραβικό κόσμο περιχαρακώνονται, από την Ανατολή έως την Δύση (από το Μάσρακ ώς το Μαγρέμπ).
Έτσι τρεις παράγοντες θα καθορίσουν αν χριστιανοί και μουσουλμάνοι έχουν κάποια ελπίδα να ατενίσουν έναν διαφορετικό ορίζοντα στο μέλλον: δηλαδή μια αλλαγή στη διεθνή πολιτική απέναντι στην περιοχή και απέναντι στο Παλαιστινιακό πρόβλημα, απέναντι στην Αραβική δημοκρατική αλλαγή και απέναντι στην αλλαγή του Αραβο-μουσουλμανικού πολιτισμού. Πρέπει να ελπίζουμε ότι η Αμερικανική πολιτική στην εποχή του Προέδρου Ομπάμα, καθόσον αφορά στην πρόληψη του ξεσπάσματος νέων πολέμων και καθόσον αφορά στις προσπάθειες επιλύσεως του Παλαιστινιακού προβλήματος, και αν υποτεθεί ότι αυτή η πολιτική θα συνεχίσει χωρίς δισταγμούς, μπορεί να οδηγήσει σε ήρεμη ατμόσφαιρα, η οποία θα δημιουργήσει ένα κλίμα για επικοινωνία και άνοιγμα και για απάρνηση της ισχύος και της απειλής της βίας. Ωστόσο το πλατύ άνοιγμα της θύρας για την αλλαγή των σχέσεων μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών, δηλαδή μιας χορηγούμενης υπηκοότητας, δικαιωμάτων, εγγυήσεων και συνύπαρξης, είναι η θύρα προς την Αραβική δημοκρατική αλλαγή, οι πύλες της οποίας άνοιξαν στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, όπως αναμφιβόλως θα γίνει και σε άλλα κράτη και σε άλλες χώρες. Σ’αυτό το δημοκρατικό κλίμα θα μπορούν αμφότεροι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, να συμμετέχουν ως πολίτες, απολαμβάνοντας βασικές ελευθερίες, σφυρηλατώντας την παρουσία τους και το μέλλον τους, χρησιμοποιώντας τον νου τους, την ψήφο τους και τις ελεύθερες επιλογές τους. Άραβες και ξένοι παρατηρητές φοβούνται την ανάληψη της εξουσίας από τους ισλαμιστές κατά τις δημοκρατικές εξεγέρσεις, αλλά ό,τι συνέβη ώς τώρα, δεν συνηγορεί υπέρ των φόβων αυτών. Η προσωπική μου πίστη είναι ότι υπήρξε ένας συσχετισμός μεταξύ της έντασης της δικτατορίας και τυραννίας από τη μια μεριά και της ανόδου του φονταμενταλισμού από την άλλη, και τα άκρα αυτά θα εξαλειφθούν μαζί, όπως ακριβώς εμφανίστηκαν μαζί, ως δράση και αντίδραση. Λέγοντας αυτά δεν μας απαλλάσσει, τους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς διανοουμένους, από την ανάγκη μας για γνώση και ανασκόπηση της πολιτιστικής αφύπνισης και ταυτότητας, και για το πώς πρέπει να εργαστούμε, με τρόπο κριτικό και συμβιβαστικό για την απελευθέρωση, την ανανέωση και τη μεταρρύθμιση, ώστε να έχουμε όχι απλώς μια ζωή αλλά μια καλύτερη ζωή.
Το Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο των Διμερών Διεθνών Συμφωνιών Επιστημονικής Συνεργασίας του με το Σουλτανάτο του Ομάν και στο πλαίσιο επίσης του Διεθνούς Συμποσίου του Α.Π.Θ. για τις επιστημονικές συνεργασίες του στον Διεθνή Πανεπιστημιακό χώρο, φιλοξένησε στις 29 Μαρτίου 2012 τον Δρ. Αμπντουλραχμάν Αλ–Σάλμι, Διευθυντή σύνταξης του Επιστημονικού Περιοδικού “Αλ-Τασάμοχ” του Υπουργείου Κληροδοτημάτων και Θρησκευτικών Υποθέσεων του Σουλτανάτου, ο οποίος πραγματοποίησε διάλεξη με θέμα: “Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί και το Μέλλον της Μέσης Ανατολής”. Λόγω του επίκαιρου ενδιαφέροντος του θέματος και κατόπιν αιτήματος πολλών παρευρισκομένων να ξαναδιαβάσουν την εισήγηση, σας προωθούμε την ελληνική μετάφραση του πρωτοτύπου κειμένου. Ευελπιστούμε πως οι ουσιαστικοί διάλογοι μεταξύ των λαών και των θρησκειών, η γνώση της πολύπλοκης ιστορικής τους πορείας και η συνεχής πληροφόρηση επί των διαφορετικών κατανοήσεων και προσλήψεων κοινών θεμάτων που μας απασχολούν, καθώς και η προαγωγή της αγαστής συνύπαρξης ανθρώπων διαφορετικών πίστεων και πολιτισμών, αποτελούν μέγιστους επιστημονικούς, θεολογικούς και ανθρωπιστικούς σκοπούς.
Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί και το Μέλλον της Μέσης Ανατολής
Δρ. Αμπουντλραχμάν Αλ-Σάλμι
Διευθυντής του Επιστημονικού Περιοδικού Αλ-Τασάμοχ
Υπουργείο Θρησκευτικών Υποθέσεων του Σουλτανάτου του Ομάν
Διευθυντής του Επιστημονικού Περιοδικού Αλ-Τασάμοχ
Υπουργείο Θρησκευτικών Υποθέσεων του Σουλτανάτου του Ομάν
Ι
Οι σχέσεις μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών έφτασαν σε κρίσιμη καμπή μετά τις συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών στην Αίγυπτο τον Απρίλιο του 2011. Πριν από την ενέργεια αυτή οι σχέσεις σημαδεύτηκαν με τον βομβαρδισμό εκκλησιών στην Βαγδάτη, περί τα τέλη Οκτωβρίου του 2010, οι οποίοι στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από εξήντα ανθρώπους. Στη συνέχεια, έναν μήνα αργότερα, βομβαρδίστηκε η εκκλησία των Αγίων Πάντων (al-Qadissin) της Αλεξάνδρειας. Είναι μεγάλης σημασίας, ότι τα αιματηρά αυτά γεγονότα, διεπράχθησαν κατά τη διάρκεια της Βατικάνειας Συνόδου, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 15ης και 25ης Οκτωβρίου του 2010, και είχε ως αντικείμενο των εργασιών της το μέλλον των χριστιανών της Μέσης Ανατολής. Να ήταν άραγε οι βομβαρδισμοί εκκλησιών στο Ιράκ και την Αίγυπτο απόδειξη ότι τόσο ανάμεσα στους ακραίους ισλαμιστές όσο και στην εξουσία δρουν στοιχεία, τα οποία ελπίζουν να στείλουν το μήνυμα ότι δεν υπάρχει μέλλον για τους χριστιανούς στην Ανατολή και ότι αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τον εκτοπισμό τους είναι οι Άραβες μουσουλμάνοι;
Ο συνολικός πληθυσμός των χριστιανών της Μέσης Ανατολής (της Μάσρακ), ανέρχεται στα 20 περίπου εκατομμύρια, εκ των οποίων 12 διαβιούν στην Αίγυπτο (10 εκατομμύρια εξ αυτών είναι Κόπτες, και 2 Καθολικοί και λοιποί Λατίνοι, Προτεστάντες, και Ελληνο-Ορθόδοξοι (Rum Orthodox). Τα υπόλοιπα 8 εκατομμύρια των Χριστιανών βρίσκονται διάσπαρτα μεταξύ Συρίας, Λιβάνου, Ιορδανίας, Παλαιστίνης και Ιράκ. Πρόκειται κυρίως για τις Ελληνορθόδοξες εκκλησίες, και για τις Συριακές και Αραμαϊκές κοινότητες, πολλές από τις οποίες κοινωνούν με το Βατικανό, καθώς και μικρότερες ομάδες χριστιανικών κοινοτήτων Προτεσταντών, Ρωμαιοκαθολικών και Λατίνων. Έτσι διαφαίνεται πως οι κύριες χριστιανικές κοινότητες είναι αυτές των Κοπτών, των Ελληνο-Ορθοδόξων (Rum Orthodox), των Ρωμαιοκαθολικών, και ακολουθούν οι Συριακές κοινότητες, οι οποίες κοινωνούν, οι περισσότερες εξ αυτών, με το Βατικανό. Υπάρχουν επίσης μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Αρμενίων Ορθοδόξων και Αρμενίων Καθολικών στη Συρία, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη και την Ιορδανία, οι οποίοι έφτασαν στην Αραβική Ανατολή λίγο πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, εξαιτίας των διωγμών που υπέστησαν στην Μικρά Ασία κατά την τελευταία δεκαετία της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στους προαναφερθέντες χριστιανούς μπορούμε επίσης να προσθέσουμε λίγα εκατομμύρια (5-6) χριστιανών που αντλούν την καταγωγή τους από την περιοχή,αλλά σήμερα διαβιούν ως μετανάστες στις Η.Π.Α. τον Καναδά, την Βραζιλία και την Αυστραλία. Η χριστιανική έξοδος σημειώνεται εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Πολλοί από τους μετανάστες διατηρούν δεσμούς με τις χώρες καταγωγής τους και τους εναπομείναντες στη Μέση Ανατολή συγγενείς τους, και μάλιστα αυτοί που έφυγαν κατά την τελευταία πεντηκονταετία από τον Λίβανο, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Συρία και το Ιράκ.
Το ανωτέρω παράδειγμα των Αρμενίων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήρθαν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σημαίνει ότι οι Αραβικές χώρες συνέχιζαν ακόμη να αποτελούν πόλο έλξης για τους Χριστιανούς (όπως και για τους Εβραίους) ήδη από τις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Υπάρχουν αδρομερείς στατιστικές που φανερώνουν ότι στις αρχές του 20ου αιώνα οι Χριστιανοί της Αραβικής Ανατολής (Μάσρακ), συνιστούσαν πάνω από το 20% του συνολικού πληθυσμού. Σήμερα όμως, αν δούμε τις στατιστικές του 2009, οι χριστιανοί των διαφόρων ομολογιών δεν συνιστούν πάνω από το 10% του πληθυσμού, ενώ η μετανάστευση αυξάνει ολοένα και περισσότερο. Στο Ιράκ και την Παλαιστίνη οι χριστιανικές κοινότητες έχουν σχεδόν αφανιστεί. Το 2000 το Ιράκ είχε πάνω από ένα εκατομμύριο χριστιανών σε συνολικό πληθυσμό 22 εκατομμυρίων κατοίκων, αλλά σήμερα, οι πιο αισιόδοξες στατιστικές λένε πως δεν ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο. Η εικόνα της Παλαιστίνης το 1948 (το έτος ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ) παρουσίαζε επίσης περί το ένα εκατομμύριο χριστιανών στα τέσσερα συνολικώς εκατομμύρια Παλαιστινίων. Σήμερα είναι περίπου μισό εκατομμύριο. Το Παλαιστινιακό ζήτημα, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ένα ιδιαίτερο θέμα, διότι οι περισσότεροι από τους Παλαιστινίους οδηγήθηκαν στην εξορία ή στον εκπατρισμό, μεταξύ του 1947 και 1967, χωρίς να γίνεται καμία διάκριση μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών. Ωστόσο η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο σοβαρή, όταν διαπιστώνουμε ότι η μαζική μετανάστευση που έπληξε το Ιράκ ως συνεπακόλουθο της εισβολής του 2003, εξαπλώνεται στον Λίβανο και την Συρία. Οι Χριστιανοί που στον Λίβανο το 1931 αποτελούσαν το 51% σχεδόν του συνολικού πληθυσμού, σήμερα με τις πιο αισιόδοξες μετρήσεις, δεν αριθμούν παραπάνω από το 40%. Πενήντα χρόνια πριν στη Συρία υπήρχαν περισσότεροι των 2 εκατομμυρίων χριστιανοί. Σήμερα υπολογίζονται σε λιγότερους από 1,5 εκατομμύριο. Αν και μπορεί να λεχθεί ότι η αύξηση των μουσουλμάνων, σύμφωνα με τον αριθμό των γεννήσεων υπερβαίνει αυτή των χριστιανών, ειδικά στις αστικές περιοχές, και ότι υπήρξε επίσης μετανάστευση και μεταξύ των μουσουλμάνων κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο η μετανάστευση μεταξύ των χριστιανών στην αραβική Ανατολή (Μάσρακ) παραμένει υψηλή.
ΙΙ
Πριν από τα βίαια επεισόδια κατά των χριστιανών και των εκκλησιών τους στο Ιράκ και την Αίγυπτο, δεν υπήρξαν διωγμοί και προκλήσεις κατά της θρησκευτικής ελευθερίας ή της ζωής και της ελευθερίας των χριστιανών της αραβικής Ανατολής (Μάσρακ). Βέβαια η μετανάστευση των χριστιανών υφίσταται ήδη εδώ και μια πεντηκονταετία, είναι συνεχής και κατά τα τελευταία έτη ιδιαιτέρως εντατική. Οι ερευνητές αποτολμούν να συνοψίσουν τα παραπάνω ως εξής:
Πρώτον: Η Διάβρωση του ιστορικού ρόλου των χριστιανών
Όπως όλοι ξέρουμε, ο Χριστιανισμός στην Ανατολή είναι ριζωμένος βαθιά, με τις απαρχές του να ανάγονται στην εποχή του Ιησού και των Αποστόλων του, και κυρίως ση γη της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Αντιόχειας και της Μικράς Ασίας. Υφιστάμενος τις συνέπειες από την άνοδο του Ισλάμ και την σταδιακή έκλειψη και τον θάνατο του Βυζαντίου, ο Χριστιανισμός της Ανατολής επέστρεψε στην ακμή του από τον 18ο αιώνα και εντεύθεν, ως αποτέλεσμα των δεσμών του με την Δυτική Ευρώπη. Είναι γνωστό ότι αυτοί οι δεσμοί είχαν πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Μεταξύ των αρνητικών όψεων συγκαταλέγεται ο ανταγωνισμός που υπέστησαν οι χριστιανοί της Ανατολής, τόσο από τους Καθολικούς όσο και από τους Προτεστάντες. Μισσιονάριοι, που στάλθηκαν από Ευρώπη και Αμερική, ανταγωνίζονταν για την «καθοδήγηση» των αυτοχθόνων χριστιανών προς την «αληθινή πίστη». Το αποτέλεσμα ήταν να επέλθει περαιτέρω διάσταση μεταξύ Ρωμαιοκαθολικισμού και Ελληνο-Ορθόδοξης εκκλησίας. Επίσης οι περισσότερες από τις Συριακές Εκκλησίες απορροφήθηκαν από την Καθολική Εκκλησία, ενώ Προτεσταντικές Εκκλησίες εξαπλώθηκαν σ’ όλη την Ανατολή ως αποτέλεσμα των προσηλυτισμών που υπέστησαν οι χριστιανοί της Ανατολής και προσχωρήσεώς τους στη μια ή στην άλλη προτεσταντική ιεραποστολή. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια κλιμακούμενη ατμόσφαιρα διχόνοιας και διαίρεσης μεταξύ των χριστιανών της Ανατολής. Εντωμεταξύ όμως, οι Καθολικοί (όπως π.χ., οι Ιησουίτες), ίδρυσαν το πανεπιστήμιο St. Joseph της Βηρυτού (1875), όπως ακριβώς και οι Αμερικανοί μισσιονάριοι ίδρυσαν το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στην ίδια πόλη λίγα χρόνια πριν (1866). Αυτά τα δύο πανεπιστήμια συνέβαλαν στη διάδοση των μοντέρνων επιστημονικών ιδεών στην Ανατολή και κατάρτισαν χιλιάδες σπουδαστών, οι οποίοι μετατράπηκαν σε φορείς του Αναγεννησιακού Ευρωπαϊκού πνεύματος στην Ανατολή. Έτσι, οι χριστιανοί της Ανατολής (Μάσρακα), προωθημένοι με τα εφόδια αυτής της προόδου, έγιναν σκαπανείς του εκπαιδευτικού κινήματος στον αραβικό κόσμο και επίσης πρωτεργάτες διάδοσης πατριωτικών και εθνικών ιδεωδών και κήρυκες εγκαθίδρυσης μοντέρνων κρατών στα πρότυπα των Ευρωπαϊκών. Τα επιστημονικά και πολιτιστικά αυτά βήματα τα ακολούθησαν εμπορικές συναλλαγές, μεταναστεύσεις και βαθιές επικοινωνίες μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Πολλοί θεώρησαν του Λιβανέζους και τους Παλαιστινίους χριστιανούς ως προδρόμους αυτών των νέων ρευμάτων και επικοινωνιών.
Αυτή η πνευματική, πολιτιστική και πολιτική υπεροχή τείνει να διαβρωθεί να υποχωρήσει σε όλες της χώρες της Αραβικής Ανατολής. Εν μέρει, βεβαίως, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι επίσης εναγκαλίσθηκαν την παιδεία, προώθησαν και εξάπλωσαν τις επικοινωνίες τους. Έτσι ο ρόλος αυτός έπαψε να είναι προνόμιο μόνον των χριστιανών. Υπάρχει όμως και μια άλλη όψη, κατά την οποία ο διαφωτισμός της χριστιανικής ελίτ προήλθε κατά κάποια έννοια από το γεγονός ότι αυτή ήταν φορέας ενός μηνύματος, μιας επικοινωνιακής κλήσης, η οποία ήταν η γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Έτσι, όσο η ελίτ ταξίδευε στην Δυτική Ευρώπη και την Αμερική και έβρισκε εκεί επιτυχία, δεν σκεφτόταν την επιστροφή της, για δύο λόγους: για τις καταπιέσεις που κατέβαλλαν τους χριστιανούς και για τις παγκόσμιες συνθήκες, διότι συνήθως οι χριστιανοί βρισκόταν πλέον χωρίς ηγεσία και χωρίς τους προηγούμενους σημαντικούς ρόλους τους οποίους οι πρόγονοί τους ασκούσαν. Το θέμα αυτό (μια έλλειψη πίστης στην σπουδαιότητα της παρουσίας τους και της επιρροής τους), επηρέασε το ηθικό των χριστιανών και την αντίστασή τους στις καταπιέσεις, την σταθερότητά τους και την ικανότητά τους να γαντζωθούν στον τόπο τους και να μην μεταναστεύσουν. Μπορούμε να πούμε ότι τα θέματα αυτά δεν είναι απτά ή εύκολα να εξηγηθούν με συγκεκριμένους όρους και είναι σαφές ότι αυτά είχαν αρχίσει να γίνονται αντιληπτά κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων περιόδων για τις οποίες μιλούμε.
Δεύτερον: Άνισα επίπεδα διαφωτισμού μεταξύ των μουσουλμάνων.
Δύο τάσεις έλαβαν χώρα μεταξύ των μουσουλμάνων στα μέσα του τελευταίου αιώνα: η προσπάθεια να ενσωματωθούν στην σεβαστή και ισχυρή μέση τάξη και η ανάδυση της Ισλαμικής Αφύπνισης. Η πρώτη δεν διασταυρώθηκε με τις χριστιανικές κοινότητες, αλλά μάλλον παρήγαγε έναν ανταγωνισμό προς αυτές λόγω του ρόλου τους στο εμπόριο, και την οικονομική και πολιτιστική σφαίρα. Η δεύτερη τάση (η Ισλαμική Αφύπνιση) προκάλεσε μια ιδιαίτερη αφύπνιση για την σπουδαιότητα της θρησκείας και της λατρείας, για την ταυτότητά τους και τις συγκεκριμένες ιδιότητές της. Η πολιτιστική ταυτότητα δεν οδηγεί στην βία, μπορεί όμως να ενθαρρύνει τον αποκλεισμό και την οπισθοδρομικότητα, και οι χριστιανοί θεωρήθηκαν ως ο «Άλλος». Όταν η τάση αυτή επιτεινόταν, οι χριστιανοί Άραβες μπορούσαν να θεωρηθούν ως «δυτικότροποι» (Mutagharba) ή ως συνήγοροι των δυτικών αντιισλαμικών ιδεών. Ως εκ τούτου στην περιοχή της Ισλαμικής Αφύπνισης, οι χριστιανοί συνδέονται με την Δύση (γνώρισμα μιας παρελθούσης εποχής), και έτσι μπορούν να θεωρηθούν ως πεδίο κατηγοριών ή ως αποστάτες που τους αξίζει η αποκήρυξη ή η αποφυγή συναναστροφής. Ένα παράδειγμα των αλλαγών στη συνείδηση των μουσουλμάνων στα μέσα του 20ου αιώνα είναι το γεγονός ότι μεταξύ των Αφυπνισμένων, υπήρχαν εκείνοι οι οποίοι περιφρονούσαν την ιδέα του εθνικισμού και θεωρούσαν τους χριστιανούς υπεύθυνους για την εισαγωγή της ιδέας του εθνικισμού από την Ευρώπη. Όπου οι χριστιανοί κατόρθωναν να πουν ότι ο σκοπός πίσω από την εθνική ιδέα ήταν να τους φέρει σε στενότερη επικοινωνία με τους μουσουλμάνους, ούτως ώστε να συγκροτήσουν ένα κοινό έθνος ή έναν λαό, οι Αφυπνισμένοι θεωρούσαν ότι ήταν προτιμότερο να συμπεριφέρονται μουσουλμάνοι και χριστιανοί (μεταξύ τους) κατά τον τρόπο που ζούσαν επί αιώνες. Ωστόσο, οι ακραίοι ήταν απρόθυμοι να παραχωρήσουν υπηκοότητα, δηλαδή να αναγνωρίσουν ισότητα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στα δίκαια και στις υποχρεώσεις. Μάλλον αγωνιούσαν να διατηρήσουν για τους χριστιανούς το στάτους των ημερών των Ahl al-Dhimmeh (των προστατευομένων μη μουσουλμάνων υπό τον ισλαμικό νόμο με την πληρωμή του κεφαλικού φόρου) και έτσι να κυβερνούν. Και φυσικά, οι χριστιανοί δεν το αποδεχόταν.
Τρίτον: Πολιτική κατάσταση και καθεστώτα διακυβέρνησης.
Από την δεκαετία του 1950, τόσο οι ανατολικές όσο και οι δυτικές περιοχές του αραβικού
κόσμου χαρακτηρίζονται από την επικράτηση στρατιωτικών καθεστώτων, τα οποία πήραν την εξουσία πραξικοπηματικώς. Βαθμιαίως, αυτά τα καθεστώτα εξάλειψαν όλα τα ίχνη συμμετοχής και περιθωριοποίησαν όλες τις κοινωνικο-πολικές κατηγορίες. Μεταξύ των περιθωριοποιημένων υπήρξαν φυσικά οι χριστιανοί. Πράγματι υπέφεραν περισσότερο από τους υπόλοιπους εξαιτίας του προεξάρχοντος ρόλου που είχαν διαδραματίσει κατά την αποικιοκρατική εποχή και την εποχή της ανεξαρτησίας. Η καταπίεση που ασκήθηκε από τα στρατιωτικά καθεστώτα δεν περιορίστηκε μόνον στα θέματα της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και του πολιτικού βίου, αλλά και στα οικονομικά θέματα και στον τρόπο ζωής (life style). Έτσι οι περιουσίες εθνικοποιήθηκαν και η οικονομία σοσιαλοποιήθηκε, εξαναγκάζοντας τις οικογένειες πολλών χριστιανών να εγκαταλείψουν την Αίγυπτο, το Ιράκ και τη Συρία για τον Λίβανο, την Ευρώπη και τις Η.Π.Α. προς αναζήτηση εργασιακής ελευθερίας και παιδείας για τα παιδιά τους. Καθώς τα καθεστώτα αυτά παγιώθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι καταπιέσεις στην κοινωνία επεκτάθηκαν σε όλες τις κοινότητες, οι μουσουλμανικές και χριστιανικές διαιρέσεις κλιμακώθηκαν και αναδύθηκαν πελατειακές σχέσεις μεταξύ των καθεστώτων και των χριστιανικών μειονοτήτων, ή μεταξύ μερικών από τις ελίτ τους. Αυτό κατά κάποιον τρόπο ελάττωσε τους περιορισμούς και την μετανάστευση, αλλά αύξησε τις υποψίες για τους χριστιανούς ανάμεσα σε ορισμένες θυματοποιημένες κατηγορίες μουσουλμάνων. Σε μια ευρύτερη κλίμακα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για πέντε και πλέον δεκαετίες τα ισχύοντα καθεστώτα στον Αραβικό κόσμο ήταν, με τις ενέργειές τους, η μεγάλη αιτία διαίρεσης των κοινοτήτων, των καταστάσεων περιθωριοποίησης των χριστιανών και των ζητημάτων που τους ανάγκαζαν να μεταναστεύσουν.
Τέταρτον. Η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και οι διεθνείς πολιτικές.
Η έκθεση της Συνόδου για τους Χριστιανούς της Μέσης Ανατολής (Οκτώβριος 2010) αφιέρωσε μια ξεχωριστή συνεδρία για να εκφράσει τις επιπτώσεις που είχε στη μετανάστευση των χριστιανών η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Η αλήθεια είναι ότι οι ελευθερίες των χριστιανών και οι τόποι της λατρείας περιήλθαν κάτω από την ίδια καταπίεση, όπως ακριβώς επηρεάστηκε και η θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων. Ωστόσο η ίδρυση του Ισραηλιτικού κράτους συνοδεύτηκε από έναν αριθμό και άλλων ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένου του εκτοπισμού περισσοτέρων από το ήμισυ του Παλαιστινιακού πληθυσμού, ούτως ώστε την θέση τους να πάρουν οι νέοι έποικοι. Μεταξύ των εκτοπισμένων ήταν μουσουλμάνοι και χριστιανοί. Το άλλο θέμα ήταν η διασπορά του πολέμου και η αστάθεια σε όλη την περιοχή από την δεκαετία του 1950 έως την δεκαετία του 1990. Όλα αυτά προήλθαν από τον αναβρασμό και την κατοχή που προκλήθηκε από την εμφάνιση της νέας οντότητας στην περιοχή. Επηρέασε και τους δύο, μουσουλμάνους και χριστιανούς, αν και οι χριστιανοί-που ήταν η μειονότητα-υπέστησαν δυσμενέστερη επιρροή στην ασφάλεια και τον πολιτικό βίο από την αναταραχή.
Ωστόσο οι χριστιανοί αντιμετώπισαν μεγαλύτερη καταπίεση ως αποτέλεσμα της πολιτικής της Δύσης και των Η.Π.Α. στην περιοχή, όπως συνέβη με τον πόλεμο στο Ιράκ και το Σουδάν. Η αναταραχή που κατά καιρούς αναδύθηκε, ενεθάρρυνε
Ωστόσο οι χριστιανοί αντιμετώπισαν μεγαλύτερη καταπίεση ως αποτέλεσμα της πολιτικής της Δύσης και των Η.Π.Α. στην περιοχή, όπως συνέβη με τον πόλεμο στο Ιράκ και το Σουδάν. Η αναταραχή που κατά καιρούς αναδύθηκε, ενεθάρρυνε
πράξεις βίας που έβλαψαν τους χριστιανούς και τους ανάγκασαν να φύγουν. Έπειτα, η ευρεία βία των Η.Π.Α. άναψε τις φλόγες του ισλαμικού φονταμενταλισμού και προκάλεσε αντιδράσεις προς τους Αμερικανούς και τους χριστιανούς ομοίως.
ΙΙΙ
Η Σύνοδος για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατoλής εξέδωσε σαράντα τέσσερις συστάσεις, σχετικές με την διάγνωση και την κατανόηση της κατάστασής τους, και για το πώς οι χριστιανοί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τους κινδύνους, καθώς και τις προσδοκίες του μέλλοντος. Οι συστάσεις υπαινίσσονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τους τέσσερις λόγους που αναφέραμε, και καλούν τους χριστιανούς να αντισταθούν στις καταπιέσεις, να απέχουν των μεταναστεύσεων, να ανανεώσουν και να αναπτύξουν την επικοινωνία με τους μουσουλμάνους με κάθε τρόπο. Οι συστάσεις δεν παρακάμπτουν το θέμα του Ισραήλ, αλλά αποφεύγουν, όσο είναι δυνατόν, τα δύο άλλα βασικά θέματα: τα κυβερνώντα καθεστώτα και τις διεθνείς πολιτικές. Η εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α., μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενθάρρυνε την βία και τις πελατειακές σχέσεις. Απέτυχε να επιλύσει ικανοποιητικά το Παλαιστινιακό/Ισραηλιτικό πρόβλημα και υποστήριξε τα κατεστημένα καθεστώτα εξαιτίας του φόβου του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Οι ολέθριες συνέπειες για τους χριστιανούς εξ αυτών των δύο βασικών θεμάτων υπήρξαν σαφείς. Η ισραηλιτική κατοχή των Παλαιστινιακών εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, ουσιαστικά έδιωξε κάθε χριστιανό από ’κει, όπως ακριβώς η Αμερικανική κατάληψη του Ιράκ εξάλειψε ουσιαστικά τις αρχαίες χριστιανικές κοινότητες του Ιράκ. Αλλά τα νυν καθεστώτα απέρχονται δια παντός και παντού σ’ όλον τον αραβικό κόσμο περιχαρακώνονται, από την Ανατολή έως την Δύση (από το Μάσρακ ώς το Μαγρέμπ).
Έτσι τρεις παράγοντες θα καθορίσουν αν χριστιανοί και μουσουλμάνοι έχουν κάποια ελπίδα να ατενίσουν έναν διαφορετικό ορίζοντα στο μέλλον: δηλαδή μια αλλαγή στη διεθνή πολιτική απέναντι στην περιοχή και απέναντι στο Παλαιστινιακό πρόβλημα, απέναντι στην Αραβική δημοκρατική αλλαγή και απέναντι στην αλλαγή του Αραβο-μουσουλμανικού πολιτισμού. Πρέπει να ελπίζουμε ότι η Αμερικανική πολιτική στην εποχή του Προέδρου Ομπάμα, καθόσον αφορά στην πρόληψη του ξεσπάσματος νέων πολέμων και καθόσον αφορά στις προσπάθειες επιλύσεως του Παλαιστινιακού προβλήματος, και αν υποτεθεί ότι αυτή η πολιτική θα συνεχίσει χωρίς δισταγμούς, μπορεί να οδηγήσει σε ήρεμη ατμόσφαιρα, η οποία θα δημιουργήσει ένα κλίμα για επικοινωνία και άνοιγμα και για απάρνηση της ισχύος και της απειλής της βίας. Ωστόσο το πλατύ άνοιγμα της θύρας για την αλλαγή των σχέσεων μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών, δηλαδή μιας χορηγούμενης υπηκοότητας, δικαιωμάτων, εγγυήσεων και συνύπαρξης, είναι η θύρα προς την Αραβική δημοκρατική αλλαγή, οι πύλες της οποίας άνοιξαν στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, όπως αναμφιβόλως θα γίνει και σε άλλα κράτη και σε άλλες χώρες. Σ’αυτό το δημοκρατικό κλίμα θα μπορούν αμφότεροι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, να συμμετέχουν ως πολίτες, απολαμβάνοντας βασικές ελευθερίες, σφυρηλατώντας την παρουσία τους και το μέλλον τους, χρησιμοποιώντας τον νου τους, την ψήφο τους και τις ελεύθερες επιλογές τους. Άραβες και ξένοι παρατηρητές φοβούνται την ανάληψη της εξουσίας από τους ισλαμιστές κατά τις δημοκρατικές εξεγέρσεις, αλλά ό,τι συνέβη ώς τώρα, δεν συνηγορεί υπέρ των φόβων αυτών. Η προσωπική μου πίστη είναι ότι υπήρξε ένας συσχετισμός μεταξύ της έντασης της δικτατορίας και τυραννίας από τη μια μεριά και της ανόδου του φονταμενταλισμού από την άλλη, και τα άκρα αυτά θα εξαλειφθούν μαζί, όπως ακριβώς εμφανίστηκαν μαζί, ως δράση και αντίδραση. Λέγοντας αυτά δεν μας απαλλάσσει, τους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς διανοουμένους, από την ανάγκη μας για γνώση και ανασκόπηση της πολιτιστικής αφύπνισης και ταυτότητας, και για το πώς πρέπει να εργαστούμε, με τρόπο κριτικό και συμβιβαστικό για την απελευθέρωση, την ανανέωση και τη μεταρρύθμιση, ώστε να έχουμε όχι απλώς μια ζωή αλλά μια καλύτερη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου