Η εισήγηση του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ στο συνέδριο με θέμα: «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και οι θεολογικές αρχές του έργου του. Μια Επέτειος: 1714-2014»
Οι παραπάνω θέσεις του αγίου Κοσμά τον κατατάσσουν στην ίδια γραμμή σκέψης με τους μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πιο εντυπωσιακό από τα χαρίσματα με τα οποία ο Θεός πλουτίζει την Εκκλησία του είναι αυτό της προφητείας. Αυτός είναι και ο λόγος που στους καταλόγους των χαρισματούχων της πρώτης Εκκλησίας που παρατίθενται τόσο στην Α´ προς Κορινθίους Επιστολή[2] όσο και στην προς Εφεσίους οι προφήτες αναφέρονται πάντοτε στη δεύτερη θέση μετά τους αποστόλους: «Αυτός σε άλλους έδωσε το χάρισμα του αποστόλου, σε άλλους του προφήτη, σε άλλους του ευαγγελιστή και σ’ άλλους του ποιμένα και δασκάλου,για να καταρτίζουν τους πιστούς για το έργο της διακονίας, ώστε να οικοδομείται το σώμα του Χριστού[3]».
Όπως όμως συμβαίνει με όλα τα εντυπωσιακά πράγματα, η προσέγγισή τους πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, γιατί συμβαίνει συχνά η εντύπωση που αυτά προκαλούν να συσκοτίζει το πραγματικό ή το βαθύτερο νόημά τους. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τις προφητείες, καθώς η αγωνία του ανθρώπου για να γνωρίσει το μέλλον και η ανασφάλεια πολύ συχνά τον καθιστούν εύπιστο και ευάλωτο σε διάφορους επιτήδειους που είναι έτοιμοι να εκμεταλλευτούν αυτήν την ανάγκη του. Η τοποθέτηση όμως των προφητών από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης δίπλα στους αποστόλους και μάλιστα πάνω από τους ευαγγελιστές και τους ποιμένες της Εκκλησίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτοί επιτελούσαν ένα ανάλογο με εκείνους και εξίσου σπουδαίο έργο. Αυτό οδηγεί επίσης τη σκέψη ότι ο προφήτης, όπως τον εννοεί η Γραφή, δεν μπορεί να είναι ένα μέντιουμ, ένας μάντης, αλλά φορέας του Πνεύματος του Θεού.
Για περισσότερα στο: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Σε διάφορες αφηγήσεις για τη ζωή και τη δράση του αγίου Κοσμά του Αιτωλού αναφέρεται πως γκρέμισε στη Χειμάρρα εκκλησίες για να τις μετατρέψει σε σχολεία. Η αξιοπιστία της πληροφορίας ελέγχεται, αλλά δεν αποκλείεται σε κάποιες περιπτώσεις να προέτρεψε χριστιανούς να επισκευάσουν ερειπωμένες εκκλησίες, προκειμένου αυτές να χρησιμοποιηθούν ως σχολεία. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παρόμοιες αφηγήσεις αντικατοπτρίζουν το γνήσιο και αμείωτο ενδιαφέρον του αγίου για την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του λαού, καθώς πίστευε ακράδαντα πως το σχολείο αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της ορθοδοξίας και πως η εκπαίδευση ήταν ένα εργαλείο κατήχησης στην ορθοδοξία. Όπως είναι γνωστό, το κήρυγμα του αγίου Κοσμά διασώθηκε μέσω της προφορικής παράδοσης και βρίσκεται καταγεγραμμένο στις «Διδαχές» και στις «Προφητείες» του, αλλά η ακρίβεια των λόγων του είναι σχεδόν αδύνατο να βεβαιωθεί[1]. Παρ” όλα αυτά, δεν πρέπει να αφίστανται της πραγματικότητας φράσεις που του αποδίδονται και φαίνεται να απηχούν της περί της αξίας της παιδείας απόψεις του: «Αι πολλαί Εκκλησίαι ούτε διατηρούν, ούτε ενισχύουν την πίστιν μας, όσον και όπως πρέπει, εάν οι εις Θεόν πιστεύοντες δεν είναι φωτισμένοι υπό των παλαιών και νέων Γραφών. Η πίστις μας δεν εστερεώθη από αμαθείς Αγίους, αλλά από σοφούς και πεπαιδευμένους, οίτινες και τας αγίας Γραφάς ακριβώς μας εξήγησαν και δια θεοπνεύστων λόγων αρκούντως μας εφώτισαν…». Και είναι ακριβώς παρόμοιες θέσεις του Πατροκοσμά, που επιβεβαιώνουν περισσότερο και από τις αποδιδόμενες σ” αυτόν προρρήσεις τον προφητικό χαρακτήρα της δράσης του.
Όπως όμως συμβαίνει με όλα τα εντυπωσιακά πράγματα, η προσέγγισή τους πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, γιατί συμβαίνει συχνά η εντύπωση που αυτά προκαλούν να συσκοτίζει το πραγματικό ή το βαθύτερο νόημά τους. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τις προφητείες, καθώς η αγωνία του ανθρώπου για να γνωρίσει το μέλλον και η ανασφάλεια πολύ συχνά τον καθιστούν εύπιστο και ευάλωτο σε διάφορους επιτήδειους που είναι έτοιμοι να εκμεταλλευτούν αυτήν την ανάγκη του. Η τοποθέτηση όμως των προφητών από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης δίπλα στους αποστόλους και μάλιστα πάνω από τους ευαγγελιστές και τους ποιμένες της Εκκλησίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτοί επιτελούσαν ένα ανάλογο με εκείνους και εξίσου σπουδαίο έργο. Αυτό οδηγεί επίσης τη σκέψη ότι ο προφήτης, όπως τον εννοεί η Γραφή, δεν μπορεί να είναι ένα μέντιουμ, ένας μάντης, αλλά φορέας του Πνεύματος του Θεού.
Για περισσότερα στο: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου