α) Η ενασχόληση με την επιστημονική έρευνα και η αφομοίωση της γνώσης εκτός από οξυδέρκεια και οξύνοια απαιτεί και «ασκητική διάθεση».Κορυφαίοι επιστήμονες με ολόθυμη αφιέρωση στο γνωστικό τους αντικείμενο έφεραν στο φως νέα επιτεύγματα και ευεργέτησαν πολλαπλώς την ανθρωπότητα. Η διαλεκτική, ο στοχασμός, το καθαρό μυαλό, η παρατήρηση, το πείραμα και τα εξωτερικά ερεθίσματα αποτελούν γνωστικά εργαλεία του επιστήμονα. Όχι σπάνια, ο επιστήμονας εργάζεται αυτοθυσιαστικά, για να φέρει σε πέρας το έργο του, το οποίο μπορεί στην αρχή να παρουσιάζεται ως θεωρία, αλλά στη συνέχεια έχει πρακτικές εφαρμογές.
β) Από το άλλο μέρος, στους νεότερους χρόνους, λόγω εξάρτησης διαφόρων επιστημών από οικονομικούς ή πολιτικούς παράγοντες, γίνεται λόγος για «στράτευση της επιστήμης» στο όνομα του κέρδους ή άλλων επιδιώξεων. Έχει υποστηριχθεί μάλιστα ότι η κυριαρχία της επιστήμης έχει προσλάβει «θρησκευτικές διαστάσεις» με δογματικούς όρους.
Όμως, η έντονη και ζωηρή αμφισβήτηση της ορθολογικότητας της επιστήμης δεν γίνεται τόσο από θρησκευτικούς ή εκκλησιαστικούς κύκλους. Σπουδαίοι στοχαστές του 20ού αιώνα, όπως ο T. Kuhn και P. Feyerabend, προσδίδουν ιστορικοκοινωνική διάσταση στην επιστήμη, αμφισβητώντας έντονα την κυριαρχία της.
γ) Αυτά που απαντούν στο χώρο των επιστημών και της επιστημολογίας εμφανίζουν ομοιότητες αλλά και διαφορές με όσα συμβαίνουν στην πνευματική ζωή και τη θεολογία. Στη διδασκαλία των αγίων πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας καταρχήν απαντάται διπλή μεθοδολογία. Στο ερώτημα για τον κόσμο που μας περιβάλλει μπορεί κάποιος, ακολουθώντας τη λογική, να παρατηρεί, να πειραματίζεται και να στοχάζεται διατυπώνοντας διάφορες θεωρίες, οι οποίες επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται.
δ) Όμως, σχετικά με το περί Θεού ερώτημα και τη θεογνωσία ακολουθείται διαφορετική μέθοδος. Εργαλεία «παρατήρησης» και μέθεξης της θεότητας είναι η καθαρή καρδιά και ο φωτισμένος νους. Κι αυτά λειτουργούν εντός της μυστηριακής διάστασης της Εκκλησίας. Η ανθρώπινη λογική δεν αποβάλλεται, αφού αυτή διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα άλογα ζώα, αλλά συμβάλλει στην καταγραφή της πνευματικής εμπειρίας. Σε κάθε περίπτωση, κέντρο της αλήθειας της Εκκλησίας είναι ο Σταυρωθείς και Αναστάς Κύριος, ο «Ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ» (Αποκ. 1, 8).
ε) Όποιος έρχεται σε κοινωνία με το πρόσωπο του Παντοκράτορος, σχετικοποιεί, χωρίς να υποτιμά, κάθε κοσμική σοφία και γνώση. Κλασικό παράδειγμα η Αγία Αικατερίνη, που τιμάται από την Εκκλησία στις 25 Νοεμβρίου. Η αγία, ενώ κατείχε σύμφωνα με τον Συναξαριστή όλες τις επιστήμες της εποχής της, συνδέει τη ζωή της με την αλήθεια που κομίζει το πρόσωπο του Χριστού, τον οποίο θεωρεί ως «ωραίον τω κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων» (βλ. Ψαλμ. 44,3). Για την αλήθεια αυτή θυσιάζεται και γίνεται μεγαλομάρτυς.
στ) «Aύτη έμαθεν εις το άκρον κάθε ελληνικήν και ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν παιδείαν και επιστήμην», αναφέρεται στο Συναξαριστή. «Aυτή εγυμνάσθη και όλην την ρητορικήν τέχνην, όση εφευρέθη από τους ανθρώπους. Oυ μόνον δε ταύτας, αλλά και πολλάς γλώσσας και διαλέκτους πολλών εθνών έμαθεν η πάνσοφος, ώστε οπού έκαμνεν εκστατικούς, όχι μόνον εκείνους οπού την έβλεπον, αλλά και εκείνους οπού ήκουον την φήμην και την σοφίαν της».
ζ) Η κοσμική σοφία δεν απομείωσε τη θερμή πίστη της Αγίας Αικατερίνης, όπως δεν πρέπει να επηρεάζει και την πίστη κάθε ειλικρινούς επιστήμονος. Από το άλλο μέρος, η χριστιανική πίστη, όταν είναι αληθής και αυθεντική, βοηθά κάθε επιστήμονα στο έργο του. Τον οπλίζει με υπομονή και ασκητική διάθεση, και του εμπνέει αγάπη για την ανθρωπότητα. Οπότε, η υφέρπουσα καχυποψία ή και αντιπαλότητα μεταξύ επιστημόνων και θρησκευόμενων ανθρώπων δεν αιτιολογείται και προέρχεται «εκ του πονηρού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου