ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ - Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Βασιλεύουσα, Νέα Ρώμη, Βυζάντιο, Επτάλοφος… Πόσες λέξεις – πόσα προσωνύμια κρύβονται μέσα στην έννοια της Πόλης! Της Κωνσταντινούπολης.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Ευαγγέλιο της Κυριακής 8 Ιουνίου 2014 (Της Πεντηκοστής)

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα(᾿Ιω. ζ´ 37-52, η´ 12)
Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ᾿Εάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ῾Ο πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾿ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας. ῏Ηλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ᾿Απεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ᾿Απεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ᾿Απεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλάλησε λέγων· ᾿Εγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

Απόδοση:
Τὴν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς, τὴν πιὸ λαμπρή, στάθηκε ὁ ᾿Ιησοῦς μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ φώναξε· «῞Οποιος διψάει, νὰ ᾿ρθεῖ σ’ ἐμένα καὶ νὰ πιεῖ. Μέσα ἀπὸ κεῖνον ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα, καθὼς λέει ἡ Γραφή, ποτάμια ζωντανὸ νερὸ θὰ τρέξουν». Αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς ἐννοώντας τὸ Πνεῦμα ποὺ θὰ ἔπαιρναν ὅσοι πίστευαν σ’ αὐτόν. Γιατί, τότε ἀκόμα δὲν εἶχαν τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ὁ ᾿Ιησοῦς δὲν εἶχε δοξαστεῖ μὲ τὴν ἀνάσταση. Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ πλῆθος, ποὺ ἄκουσαν αὐτὰ τὰ λόγια, ἔλεγαν· «Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ προφήτης ποὺ περιμένουμε». ῎Αλλοι ἔλεγαν· «Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας». ᾿Ενῶ ἄλλοι ἔλεγαν· «῾Ο Μεσσίας θὰ ᾿ρθεῖ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; ῾Η Γραφὴ δὲν εἶπε πὼς ὁ Μεσσίας θὰ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Δαβὶδ καὶ θὰ γεννηθεῖ στὴ Βηθλεέμ, τὸ χωριὸ καταγωγῆς τοῦ Δαβίδ;» Διχάστηκε, λοιπόν, τὸ πλῆθος ἐξαιτίας του. Μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν, κανεὶς ὅμως δὲν ἅπλωνε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οἱ φρουροὶ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς Φαρισαίους, κι αὐτοὶ τοὺς ρώτησαν· «Γιατί δὲν τὸν φέρατε;» Οἱ φρουροὶ ἀπάντησαν· «Ποτὲ ἄνθρωπος δὲν μίλησε ὅπως αὐτός». Τοὺς ξαναρώτησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι· «Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς; Πίστεψε σ’ αὐτὸν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἢ κανεὶς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους; Μόνον αὐτὸς ὁ ὄχλος πιστεύει, ποὺ δὲν ξέρουν τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καταραμένοι». Τοὺς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάει στὸν ᾿Ιησοῦ νύχτα λίγον καιρὸ πρίν· «Μήπως μποροῦμε σύμφωνα μὲ τὸν νόμο μας νὰ καταδικάσουμε ἕναν ἄνθρωπο, ἂν πρῶτα δὲν τὸν ἀκούσουμε καὶ δὲν μάθουμε τὶ ἔκανε;» Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν· «Μήπως κατάγεσαι κι ἐσὺ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Μελέτησε τὶς Γραφὲς καὶ θὰ δεῖς πὼς κανένας προφήτης δὲν πρόκειται νὰ ἔρθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία». Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μίλησε πάλι καὶ τοὺς εἶπε· «᾿Εγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μὲ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ πλανιέται στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχει τὸ φῶς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου