Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο με θέμα: «Διακόνισσες, Χειροτονία των Γυναικών και Ορθόδοξη Θεολογία»
«“Μαρία, δὲν ἔχω ποῦ νὰ κοιμηθῶ, κρυώνω! Λαγούμια νὰ κρυφτοῦν ὡς κι οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν, κι ἔχουν φωλιὲς ζεστὲς καὶ τὰ πουλιὰ–μονάχος ἐγὼ δὲν ἔχω ποῦ νὰ γείρω τὸ κεφάλι! Πολὺ διψῶ, κυρά μου, καὶ πεινῶ, κρυώνω˙ καὶ μιὰ δὲ βρίσκεται καρδιὰ νὰ μὲ μαζώξει!”. Κι ἐγὼ σκυφτή, μὲς στὸ αἷμα του πνιμένη, φώναζα: “Νά, Κύριε, τὴν καρδιά μου!”. Σώπαινα, καὶ πάλι: “Νά, Κύριε, τὴν καρδιά μου!” κλαίγοντας ἐβόγκουν. Κι αὐτὸς χαμογελοῦσε, κι ὅλο καὶ πιὸ σάρκα στερεή, ζεστὴ γινόταν ὁ Χριστός μας, Πέτρο, ἥμαρτον, Θέ μου! Ἐγὼ θαρρεῖς πὼς τὸν γεννοῦσα!”».
Νίκου Καζαντζάκη, Τραγωδία Χριστός
Κι’ αν η Μαρία η Μαγδαληνή ως ηρωίδα του Καζαντζάκη, στο συγκεκριμένο απόσπασμα,[1] αλλά και στο καθολικό έργο του, είναι το αληθινό καταφύγιο του κατατρεγμένου, από τους ανθρώπους, Χριστού, το γεγονός αυτό μας φανερώνει περίτρανα την πολυσήμαντη θέση της γυναίκας στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Η καρδιά της γυναίκας έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει τον κόσμο, ακόμη και να σώσει τον ίδιο το Θεό –μέσω της ελεύθερης αποδοχής του θελήματός Του, όπως συνέβη και στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου– κι’ εκείνη ως πλάσμα του Θεού, βιώνει οντολογικά την αλήθεια αυτή βαθιά μέσα της. Η γυναίκα στο έργο του Καζαντζάκη, άλλοτε ως θυγατέρα της Εύας κι’ άλλοτε ως απόγονος της Θεοτόκου που γέννησε το ίδιο το Φως, αποτελεί πάντα εικόνα του Θεού της, που πορεύεται προς ομοίωση μ’ Εκείνον κι’ όχι μόνο απολαμβάνει την ίδια θέση με τον άνδρα –με την ταυτόχρονη στηλίτευση εκ μέρους του συγγραφέως του κοινωνικού αποκλεισμού της, όπου και όταν εκείνος υπάρχει– αλλά με το συναισθηματισμό και τη μεγαλοσύνη της καρδιάς της, όχι μόνο δεν υποτιμάται, αλλά υπερτερεί έναντι του ανδρός. Η υπεροχή αυτή εκφράζεται με την καρδιά της, η οποία έχει τη δύναμη ν’ αναστήσει τους νεκρούς, ακόμη και να σώσει τον ίδιο το Θεό. Η Μαρία η Μαγδαληνή αποτελεί την ολοζώντανη μαρτυρία της Ανάστασης καθώς, «Ἀγάπη, ἁγνότητα, παρθενικὴ δροσιά! Ὁἀναστημένος Ἰησοῦς πατάει τὸ χλωρὸ χορτάρι. Καὶ τὸ χορτάρι δὲ λυγίζει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του, γιατὶ ὅλη του ἡ σάρκα ἔγινε πνέμα. Ἡ Μαγδαληνή, μ’ ἀνοιχτὰ χέρια, χιμάει πίσω του˙ θέλει νὰ τὸν ἀγγίξει, νὰ τὸν μυριστεῖ, νὰ τὸν ἀγκαλιάσει γιὰ νὰ πιστέψει. Εἶναιγυναίκα. Δὲν πιστεύει στὸ πνέμα. Μὰ Ἐκεῖνος, τὸ ἀμάλαγο Πνέμα, ἀποτραβιέται κι ἀναφωνεῖ μ’ ἀνάλαφρο φρικίασμα: “Μή μου ἅπτου!”…».[2] Αλλά στον Καζαντζάκη, δεν υπάρχει μονάχα ο αναστάσιμος συμβολισμός της Μαρίας Μαγδαληνής, αλλά και των άλλων Μυροφόρων γυναικών, καθώς ο Χριστός έχει και γυναίκες μαθήτριες, συνομιλεί ανοιχτά και φανερώνει στη Σαμαρείτισσα υψηλές θεολογικές αλήθειες, συναναστρέφεται με πόρνες για να τις προσλάβει και να τις σώσει οντολογικά, δέχεται τη στοργική φροντίδα της Μυραλείψασας γυναικός κι’ αξιώνει τις Μυροφόρες να γίνουν οι πρώτοι μάρτυρες της Αναστάσεώς του.
Το θέμα που κλήθηκα να παρουσιάσω αποτελεί πρόκληση, τουτέστιν πρόσκληση σε κοινωνία. Νίκος Ματσούκας. Ένας μεγάλος δάσκαλος. Η σκέψη του πάντα ανατρεπτική και ρηξικέλευθη, γεγονός που τον καθιστά και μεγάλο. Στην ίδια προοπτική, το φλέγον ζήτημα της ιερωσύνης των γυναικών απασχόλησε ουκ ολίγους θεολόγους και δεν θα μπορούσε ένας τόσο μεγάλος θεολόγος και δάσκαλος τόσο σημαντικών θεολόγων, να μην αφήσει το στίγμα του στο συγκεκριμένο προβληματισμό. Έτσι, λοιπόν, κατά το μακαριστό μας δάσκαλο Νίκο Ματσούκα: «Απαρχής ως σήμερα, μιά μακραίωνη παράδοση αποκλείει την ιερωσύνη των γυναικών. Αξίζει, ωστόσο, να επισημάνει κανείς ότι αυτός ο αποκλεισμός έγινε ανεπαισθήτως και σιωπηρώς, χωρίς δογματική θέσπιση. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι απαραίτητο να υπενθυμίσει κανείς τους γνωστούς κοινωνικούς παράγοντες και τις ιέρειες της ειδωλολατρίας που απέκλεισαν τη γυναίκα από την ιερωσύνη, ωστόσο υπάρχει ένα ιστορικό παράδοξο. Και εξηγούμαι. Αν μελετήσει κανείς την ιστορία του αρχαίου Ελληνισμού με βάση τα κλασικά κείμενα, πολύ εύκολα θα διαπιστώσει μια καταθλιπτικά κυρίαρχη ανδροκρατία με σχεδόν πλήρη εξοβελισμό της γυναίκας από τα δρώμενα του πολιτισμού. Απεναντίας, στον πολιτισμό που καλλιέργησε η ζωή της Εκκλησίας διακρίνει κανείς εντονότατα τα σημεία μιας μητριαρχίας. Με άλλα λόγια, διαχέεται ως αύρα λεπτή ένας μητροκεντρικός πολιτισμός».[3] Έτσι, λοιπόν, έχει κανείς την αίσθηση, πως οι θεράποντες της επιστήμης της θεολογίας, καλούνται να μιλήσουν για ένα θέμα αυτονόητο, εφόσον ο Χριστός, ως Σαρκωμένος Λόγος, προσλαμβάνει ακέραιο ολάκερο τον άνθρωπο και καταργεί κάθε είδους διάκριση, αλλά και ταυτοχρόνως γεννιέται μέσα μας η αίσθηση πως τίποτα δεν είναι ή δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητο. Με την ευκαιρία, λοιπόν, τούτου του προβληματισμού, μπορεί να γεννηθεί ένας άκρως ενδιαφέρον και γόνιμος διάλογος, ένας διάλογος ο οποίος θα είναι ικανός ν’ ανατρέψει κάθε προκατάληψη και ν’ αλλάξει δια παντός την ίδια την κοινωνία, αλλάζοντας πρωτίστως, προς το καλύτερο, τον ίδιο τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο εκείνον που πορεύεται στο σώμα της Εκκλησίας και αναζητά το Σταυρωμένο και γι’ αυτό Αναστημένο Χριστό. Το «Νικήσαντα τον Άδη»,[4] κατά τον ηλιοπότη Ελύτη.
Για περισσότερα στο: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου