1.Εισαγωγικά
Ο ανθρωπολογικός προσανατολισμός της θεολογικής σκέψης και ποιμαντικής έγνοιας του 21ου αιώνα, δικαιώνεται αν δεν υπαγορεύεται από τις μείζονες ιδεολογικές και πολιτισμικές εντάσεις, τα ολοένα και διογκούμενα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα αλλά και την δυναμική αναβίωση των φανατισμών και των ολοκληρωτισμών, που έχουν ως κοινό παρονομαστή την φυσική και πνευματική εξουθένωση του ανθρώπου. Οι θεωρητικές αναζητήσεις και κατακτήσεις μπορεί να νομιμοποιούνται στον σχεδόν αποστειρωμένο και συχνά αυτοαναφορικό χώρο της ακαδημαϊκής έρευνας. Όμως ίδιως σε εποχές βαθιάς κρίσης, όπως η δική μας, η πιστεύουσα διανόηση δεν μπορεί να αγνοεί την πολύτιμη προειδοποίηση του Henry de Lubac πως μια θεολογία που δεν υπηρετεί τον άνθρωπο είναι περιττή.
Σε μια τέτοια ανθρωποκεντρική θεολογία και ποιμαντική διακονία είναι ριζωμένη η σκέψη, η προσευχή και η αρχιερατική ευθύνη του πάπα Φραγκίσκου. Οι καίριες κοινωνικές παρεμβάσεις του, τα μηνύματά του, τα κηρύγματά του αποτελούν μια δραματική αλλά και θαρραλέα έκκληση υπέρ των ανθρώπων, ιδίως των φτωχών. Ωστόσο, το κείμενο που παρουσιάζει με ενάργεια τις ρητές ή αθέατες θεολογικές παραμέτρους και τα ποιμαντικά προτάγματα του ανθρωποκεντρικού οράματος του ποντίφικα παραμένει η Αποστολική Παραίνεση με τίτλο Η χαρά του Ευαγγελίου. Στο κείμενο αυτό, αυτό, που μεταφράστηκε πρόσφατα και στα ελληνικά[1], είναι αφιερωμένη η δεύτερη συνεδρία της σημερινής Σύναξης, με πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις από συναδέλφους και φίλους, πολύ ικανότερους και αρμοδιότερους από τον ομιλούντα. Από την πλευρά μου, θα επιχειρήσω να ανιχνεύσω τη χριστολογική στοιχείωση αυτής της θεολογίας και ποιμαντικής, που πρότεινε ο πάπας Φραγκίσκος με αφορμή το διαχρονικό χρέος της χριστιανικής μαρτυρίας και την ιδιαιτερότητα της τρέχουσας επαναδιατύπωσής του, σαν ένα είδος εισαγωγής ή γέφυρας στις εισηγήσεις που θα ακολουθήσουν μετά το διάλειμμα.
2. Η χριστοκεντρική θεοείδεια της Εκκλησίας και του ανθρώπου
Όταν μιλά κανείς για το ανθρώπινο πρόσωπο της Εκκλησίας στην ουσία στην πραγματικότητα αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του “γεγονότος Χριστός”, από το οποίο η ίδια η Εκκλησία αντλεί την οντολογία της και την ιστορική και εσχατολογική της αποστολή και λειτουργία, που συνίσταται στη συνέχιση της ενσάρκωσης του ιδρυτή της και στην υπηρεσία του δικού του μεταμορφωτικού, θεραπευτικού και ενωτικού έργου. Ενταγμένη στα ποιμαντικά συμφραζόμενα της σκέψης του πάπα Φραγκίσκου, αυτή η παραδοχή σχηματοποιείται στο αίτημα της «εξόδου» της Εκκλησίας[2]. Θεμελιώνοντας βιβλικά το συγκεκριμένο αίτημα ο ποντίφικας αναφέρεται σε σημαντικά πρόσωπα και κομβικά γεγονότα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που δείχνουν τη διαχρονική ανάγκη της χαρμόσυνης μαρτυρίας και πρόσκλησης για τη σωτηρία, όπως είναι ο Αβραάμ, ο Μωυσής, οι προφήτες και οι μαθητές του Χριστού. Ωστόσο, η μαρτυρία και η πρόσκληση προϋποθέτουν και μεταφράζουν στην πράξη το κομβικό γεγονός της Ενσάρκωσης του Λόγου. Προτού ο ίδιος ο Χριστός ζητήσει από τους μαθητές να κηρύξουν το μήνυμα της σωτηρίας, φωτισμένοι και ενδυναμωμένοι από το Πνεύμα, είχε δείξει με την ίδια την είσοδό του στην ιστορία το μοναδικό και διαχρονικό παράδειγμα αυτής της εξόδου, που βρίσκεται στη ρίζα κάθε μαρτυρίας και αποστολής. Έτσι, η έξοδος των μαθητών από τον πολιτισμικό και πνευματικό αυλόγυρο της Παλαιστίνης, το άνοιγμά τους στα έθνη καθώς και η προσφορά της σωτηρίας στην οικουμένη προϋποθέτουν και συνεχίζουν την «έξοδο» και τη μετανάστευση της θεότητας από την αιωνιότητα στον χρόνο.
Η Εκκλησία καλείται σήμερα να αρθρώσει τον σωτήριο λόγο της, μιμούμενη την απερινόητη μεν, πλην δραματικά επώδυνη, κυριολεκτικά εκστατική και θυσιαστικά αγαπητική έξοδο του Λόγου από την αϊδιότητα για να συναντήσει τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα, προσλαμβάνοντας εκούσια τους όρους της κτιστότητας. Από την άποψη αυτή, η εξερχόμενη Εκκλησία όχι απλώς επιβεβαιώνει τη χριστοκεντρική της οντολογία αλλά καταφάσκει και την εξίσου χριστοκεντρική θεοείδεια του ανθρώπου, στον οποίο απευθύνεται προκειμένου να τον φωτίσει και να τον καταστήσει κοινωνό της σωτήριας εμπειρίας της. Η άποψη του πάπα Φραγκίσκου ότι ο άνθρωπος γίνεται πλήρως ανθρώπινος όταν επιτρέπει στον Θεό να τον οδηγήσει πέραν του εαυτού του[3] ισχύει αναλογικά και για την Εκκλησία, την οποία προτιμά «καταπονημένη, πληγωμένη και λερωμένη επειδή βγήκε στους δρόμους», παρά «άρρωστη από την κλεισούρα και την άνεση να στηρίζεται στις ασφάλειές της»[4]. Πράγματι, όπως ο άνθρωπος καλείται να αδειάσει από τη φιλαυτία που ενδεχομένως τροφοδοτείται ακόμη από τις αρετές του, για να γεμίσει με την παρουσία του Θεού και των άλλων[5], έτσι και η Εκκλησία καλείται ανά πάσα στιγμή να εγκαταλείπει την αυτάρκειά της, να αδειάζει για να δεξιωθεί τους άλλους και να επιβεβαιώσει την ταυτότητά της. Και στις δύο περιπτώσεις, ο τρόπος της είναι κενωτικός, δηλαδή χριστολογικός.
3. Εκκλησία συνοδεύουσα και εμπλεκομένη στα ανθρώπινα
Ο πάπας Φραγκίσκος τονίζει ότι η έξοδος της Εκκλησίας και ιδίως της ευαγγελιζόμενης δεν σημαίνει ένα κήρυγμα εκ του ασφαλούς ή ex cathedra στο όνομα της θεσμικής διδασκαλικής αυθεντίας που συχνά έχει συκοφαντήσει το περιεχόμενο της χριστιανικής μαρτυρίας. Αντιθέτως, όταν η ευαγγελιζόμενη Εκκλησία εξέρχεται σημαίνει ότι αναλαμβάνει να «συνοδεύσει» τους δέκτες της μαρτυρίας της ώστε να νιώσουν την πατρική στοργή του ποιμένα και την μητρική ή μάλλον θεομητορική αγάπη της πιστεύουσας κοινότητας. Πράγμα που με τη σειρά του εκβάλλει στη λαχτάρα και στην προθυμία της «εμπλοκής» του ποιμένα και της κοινότητας στις συχνά δύσκολες συνθήκες ζωής και στα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων. Όπως επισημαίνεται στην Αποστολική Παραίνεση, η χριστιανική μαρτυρία δεν νοείται ή μάλλον δεν βιώνεται παρά ως άφοβη αναζήτηση του άλλου, ως συνειδητή επιδίωξη της συνάντησης μαζί του και κυρίως ως έμπρακτη διακονία. Κοντολογίς, εδώ δεν πρόκειται απλώς για μια θεωρητική κατάφαση του ανθρώπου ή μια ακαδημαϊκή επιβεβαιώση της αυταξίας του υποκειμένου αλλά για μια ρωμαλέα πρόσληψη της ατομικότητάς του, μια επώδυνη αναμέτρηση με τα προβλήματα και τις αντοχές, τις εσωτερικές αντιστάσεις και τις αντικειμενικές δυσκολίες, εντέλει σημαίνει να μοιράζεσαι μαζί του τη σωματική πείνα και τη μεταφυσική του δίψα.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά της εκκλησιαστικής ποιμαντικής παραπέμπουν στην ιστορία της θείας οικονομίας, στην ίδια τη φανέρωση του βιβλικού Θεού, ο οποίος εγκαινίασε με δική του πρωτοβουλία μια προσωπική σχέση με τον Παλαιό Ισραήλ και δεν έπαυσε να τον συνοδεύει σφραγίζοντας τον ιστορικό χρόνο με τους πατρικούς του βηματισμούς, ακόμη και όταν ο λαός αθέτησε τις δικές του δεσμεύσεις και προτίμησε την κίβδηλη προστασία των ειδώλων ή την εγκόσμια δύναμη της πολιτικής εξουσίας. Ανάλογη συμπόρευση και εμπλοκή εντοπίζει κανείς στην διαρκή παρουσία του αγιοποιού και διδασκάλου Αγίου Πνεύματος κατά την ιστορική πορεία της Εκκλησίας, μετά την Πεντηκοστή μέχρι σήμερα και τα έσχατα.
Ωστόσο, τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της βρήκαν την σαφέστερη έκφρασή τους στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. Πράγματι, αν η μετανάστευση του Λόγου δείχνει την οντολογία μιας Εκκλησίας σε διαρκή έξοδο, οι ανθρωπολογικές πτυχές και συνέπειες του γεγονότος της Ενσάρκωσης φανερώνουν τους εκφραστικούς τρόπους και τις εφαρμογές αυτής της εξόδου. Τα πόδια του Χριστού όχι μόνο περπάτησαν και ευλόγησαν τη γη αλλά και μάτωσαν στις πέτρες και τα αγκάθια της ανηφοριάς προς τον Σταυρό, δείχνοντας στον άνθρωπο το μέτρο της πλήρους ανθρωπότητας. Ο Χριστός δεν ήρθε για να επιδείξει τη μεσσιανική του ταυτότητα και να επιβάλει τη σωτηρία με τη θεία του δύναμη, δεν ήρθε για να υπηρετηθεί αλλά για να υπηρετήσει[6] και να υποδείξει την αλήθεια που ελευθερώνει και σώζει. Ενεπλέχθη στα ανθρώπινα με διάκριση, αγάπη και σεβασμό άλλοτε διαλεγόμενος, φωτίζοντας, θεραπεύοντας, καθοδηγώντας και άλλοτε παραμένοντας εκούσια αθέατος σε μια στάση σιωπηλής καρτερίας και υπονομής περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να παρέμβει φανερώνοντας τη σωστική δύναμη της συντροφικότητας, της φιλίας και της αγιαστικής συνέργειας του ανθρώπου με τον ουράνιο Πατέρα.
Το ποιμαντικό όραμα του πάπα Φραγκίσκου προϋποθέτει μια Εκκλησία που βγαίνει από τον εαυτό της και την ενδεχομένως φιλάρεσκη αυτάρκειά της, για να μαρτυρήσει την αγάπη του Θεού, «αναγνωρίζοντάς Τον στα πρόσωπα των άλλων»[7], και κυρίως των πασχόντων και των αδυνάτων, στο πρόσωπο των οποίων η ίδια, όπως επισημαίνει ο πάπας Φραγκίσκος, ψηλαφίζει τη σάρκα του ίδιου του Ιδρυτή της[8]. Προϋποθέτει μια Εκκλησία που συναντιέται με τους ανθρώπους όχι μόνο στον χωρόχρονο της θείας λατρείας ή του εξομολογητηρίου αλλά και στις παραγκογειτονιές που φυτοζωούν στις παρυφές των μεγαλουπόλεων, στους θαλάμους των νοσοκομείων και των ψυχιατρείων, στις σιδερόφραχτες αυλές των φυλακών και των σύγχρονων στρατοπέδων συγκέντρωσης των προσφύγων και των μεταναστών[9]. Κοντολογίς, σε όλους τους χώρους που στεγάζουν τους σημερινούς ελάχιστους αδελφούς του Χριστού οι οποίοι ενσαρκώνουν το λησμονημένο αλλά απόλυτο κριτήριο της σωτηρίας[10].
4. Αγαπητική συσταύρωση με τους φτωχούς
Ανάμεσα στους «ελαχίστους αδελφούς» της βιβλικής παραβολής που απαριθμήσαμε δεσπόζουσα θέση αναγνωρίζει ο πάπας Φραγκίσκος στους φτωχούς. Πράγματι, η έγνοια του για τους φτωχούς είναι τόσο κυρίαρχη και συχνά τόσο αιχμηρή ώστε αρκετοί λόγω θεολογικής άγνοιας ή και ιδεολογικής σκοπιμότητας να τον θεωρούν θιασώτη και κήρυκα ενός αριστερόστροφου Χριστιανισμού, που συρρικνώνει το Ευαγγέλιο σε μια κοινωνιστική διδασκαλία. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι ο ίδιος χρειάστηκε σε πρόσφατες συνεντεύξεις του να υπενθυμίσει τη βιβλική ρίζα της ποιμαντικής και εκκλησιολογικής του προτεραιότητας τονίζοντας ότι «η μέριμνα για τους φτωχούς δεν είναι κομμουνισμός αλλά ένα λάβαρο του ίδιου Του Ευαγγελίου», εφόσον όπως προσθέτει «η φτώχεια είναι χωρίς ιδεολογία. Οι φτωχοί βρίσκονται στο κέντρο του μηνύματος του Ιησού»[11].
Για τον πάπα Φραγκίσκο, η κοινωνική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν είναι ούτε αυτονομημένη από το αλφαβητάρι της δογματικής της αλήθειας, ούτε ένα δευτερεύον ή προαιρετικό αξεσουάρ της ιστορικής της αποστολής. Σχεδόν αμέσως μετά την ανάρρησή του στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης διακήρυξε το όραμά του για «μια Εκκλησία φτωχή για τους φτωχούς» πράγμα που συνέδεσε και με την επιλογή του νέου αρχιερατικού του ονόματος. Όπως δήλωσε ο άρτι εκλεγείς πάπας, ακούγοντας την πολύτιμη συμβουλή ενός φίλου του ιεράρχη να μην ξεχάσει τους φτωχούς, επέλεξε το όνομα του αγίου ασκητή και εραστή της φτώχειας Φραγκίσκου της Ασίζης[12]. Στην Αποστολική Παραίνεση, αφού θυμίζει την άποψη του προκατόχου του πάπα Βενεδίκτου 16ου, ότι «οι φτωχοί είναι οι προνομιακοί παραλήπτες του Ευαγγελίου», ο πάπας Φραγκίσκος προχωρεί ακόμη πιο βαθιά, δηλώνοντας με παρρησία την άρρηκτη σύνδεση μεταξύ πίστης και φτώχειας[13]. Η συγκεκριμένη παρατήρηση είναι τόσο ριζοσπαστική όσο ριζοσπαστικά και πάντα επίκαιρα είναι τα βιβλικά δεδομένα, σχετικά με τις κοινωνικές πτυχές του ιστορικού βίου του Ιησού. Ο ίδιος ο Θεάνθρωπος επέλεξε να συμπαραταχθεί με τους φτωχούς, να συμμεριστεί τον δικό τους κοινωνικό αποκλεισμό και τις δικές τους στερήσεις. Και, όντως, οι προνομιακοί συνομιλητές και δέκτες του μηνύματός του ήταν κυρίως οι στερημένοι κοινωνικών προνομίων. Αυτό αυτό βέβαια δεν αποτελεί μια μεροληπτική στάση του Χριστού· αντιθέτως, απορρέει από αλλά σε μια πνευματική και συνάμα ρεαλιστική παραδοχή. Πως δηλαδή, οι ισχυροί είναι τόσο πλήρεις αγαθών, υπερηφάνειας, κοινωνικής αναγνώρισης και ναρκισσισμού ώστε να μην αφήνουν χώρο μέσα τους και δίπλα τους για τον Θεό, το οποίο θεωρούν περιττό, και στη θέση του τοποθετούν τον εαυτό τους, γινόμενοι είδωλα του εαυτού τους[14], όπως περιγράφει ο Ανδρέας Κρήτης στον Μεγάλο Κανόνα του τον πεισματικά αμετανόητο άνθρωπο που αυτοαποκλείεται από τη σωστική χάρη του Θεού. Αντιθέτως, οι φτωχοί αφενός συμμερίζονται εκούσια ή ακούσια την κοινωνική θέση του Θεανθρώπου και από την άλλη, λόγω των στερήσεων, των ταπεινώσεων και της εξοικείωσης τα έσχατα όρια της ύπαρξης, είναι πιο πρόθυμοι να ακούσουν, να ζητήσουν, να δεχθούν τη δωρεά της αλήθειας[15]. Σύμφωνα με τα παραπάνω, όταν ο πάπας Φραγκίσκος οραματίζεται μια «Εκκλησία φτωχή για τους φτωχούς» και θέτει ως προτεραιότητα της Εκκλησίας την καλλιεργεια μιας «κουλτούρας συνάντησης με τους ενδεέστερους»[16] είναι προφανές ότι τη αναφέρεται σε εκείνη την Νύμφη που επιβεβαιώνει την πιστότητά της στον Εσταυρωμένο Νυμφίο, συσταυρούμενη αγαπητικά με τους αναξιοπαθούντες.
5. Η προφητική καταγγελία της πηγής του κακού
Ωστόσο, αυτή η θεμελιώδης έγνοια για τους φτωχούς από την πλευρά της Εκκλησίας και η συσταύρωση μαζί τους κατά τον πάπα Φραγκίσκο δεν πρέπει να εξαντλείται στα όρια μιας βιβλικά δικαιωμένης αλλά κοινωνικά ανώδυνης φιλανθρωπίας. Αντιθέτως, θα πρέπει να αρθρώνεται ως μια προφητικά θαρραλέα κριτική και μια απερίστροφη καταγγελία της ηθικής, κοινωνικής και οικονομικής πηγής του κακού, που υφίστανται οι ενδεείς. Στη φετινή έναρξη της Διεθνούς Έκθεσης του Μιλάνου, ο πάπας Φραγκίσκος μίλησε για την οικονομία που σκοτώνει, για το προκλητικό γεγονός ότι ενώ υπάρχει τροφή δεν είναι όλοι χορτασμένοι καταγγέλλοντας ως πηγή του προβλήματος την απόλυτη αυτονομία των αγορών και την χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία»[17]. Η βάση αυτής της σκληρής κριτικής εντοπίζεται στην Αποστολική Παραίνεση, όπου ο ποντίφικας επεσήμανε τη «βαθιά ανθρωπολογική κρίση», που συνίσταται «στην άρνηση του πρωτείου του ανθρώπινου όντος», ο οποίος συντρίβεται από μια «δικτατορία χωρίς πρόσωπο και χωρίς ένα αληθινά ανθρώπινο σκοπό», στηριγμένη σε στον «φετιχισμό του χρήματος»[18].
Δεν χρειάζεται να θυμίσει κανείς την σαφή διδασκαλία του Χριστού για την κυριότητα του ειδωλοποιημένου χρήματος, που πασχίζει να ανταγωνιστεί την απόλυτη κυριότητα του Θεού[19]. Εκείνο που μάλλον αξίζει να τονίσουμε είναι πως αυτή η κριτική αποτελεί συνάμα και μια γίνεται αυτοκριτική και για την ποιμαίνουσα και θεσμική Εκκλησία, η οποία θα πρέπει να υπερβεί τον πειρασμό της σύγχρονης «παγκοσμιοποιημένης αδιαφορίας»[20] καθώς και τον αμφιλεγόμενο εθισμό της να προτιμά τη συντροφιά, τη φίλια και την εύνοια των ισχυρών, αγνοώντας το παράδειγμα του Ιδρυτή της και το γεγονός ότι η δύναμή της εντοπίζεται ακριβώς στο πιο αδύναμο, μη προνομιούχο και αποκλεισμένο κομμάτι της κοινωνίας. Αυτός ο χρόνιος συγχρωτισμός και η συνεργασία της Εκκλησίας με τους ισχυρούς πιθανόν να εξηγεί την ατολμία της να εντοπίζει και να κατονομάζει την αιτία και την πηγή των ανισοτήτων. Ο πάπας Φραγκίσκος κηρύσσει μια ποιμαντική διακονία δραστική, έμπρακτη και αποτελεσματική για τους φτωχούς. Όχι απλώς μια ελεημοσύνη που συχνά δεν αποτελεί παρά ένα πρόσκαιρο αντίδοτο, που λειτουργεί ως άλλοθι για την βουβή συνενοχή[21] των πιστών και της ίδιας της παοιμαίνουσας Εκκλησίας, αλλά μια ριζική ανατροπή των δομών που καθιστούν αναγκαία την ελεημοσύνη· όχι μια παρηγοριά αλλά μια συστράτευση στο πλευρό των φτωχών για να ξανακερδίσουν την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό τους· όχι μια τιθάσευση του κοινωνικού θυμού των φτωχών, που θα απέτρεπε εντάσεις αλλά έναν αγώνα για την εξάλειψη της νοσηρής κοινωνικής μήτρας που τους γεννά, τους εξαθλιώνει, και όταν δεν τους χρησιμοποιεί ως αναλώσιμα υλικά για την ευμάρεια των λίγων, τους αντιμετωπίζει ως ενοχλητικά απόβλητα.
6. Η επανάσταση της αγάπης
Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε, οι βασικοί άξονες της ποιμαντικής πρότασης του πάπα Φραγκίσκου δεν αποτελούν παρά διαφορετικές όψεις και εκδηλώσεις της ένσαρκης αγάπης, που φανερώθηκε ανάγλυφα στο “γεγονός Χριστός”, και καλεί σε μια σταυροαναστάσιμη μεταμόρφωση του κόσμου σε μια εμπειρία αδελφοσύνης, αλληλεγγύης και ενότητας[22]. Για τον λόγο αυτό, εφόσον η Εκκλησία σήμερα και πάντοτε, θέλει να πολιτεύεται σύμφωνα με την χριστολογικά αγαπητική της υπόσταση, καλείται να πυροδοτήσει, να στελεχώσει και να ενορχηστρώσει μια «επανάσταση της τρυφερότητας και της στοργής»[23].
Όταν ο Ελύτης έγραψε το Άξιον Εστί, επεξεργαζόμενος ποιητικά τη φρικτή εμπειρία του Δεύτερου Μεγάλου Πολέμου, προφήτεψε τη «διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών» (Ανάγνωσμα Έκτο, Προφητικό), που θα δείξει τη νίκη της ζωής πάνω σε μια γη, ρημαγμένη από τη φονική επέλαση του κακού. Αναλογικά, η «επανάσταση της τρυφερότητας και της στοργής» που κηρύσσει ο πάπας Φραγκίσκος βεβαιώνει την ανθεκτικότητα και την οριστική νίκη της αθωότητας, της διακονίας, της αγάπης και αγαθότητας, που σαν λουλούδια και χόρτα μυριστικά, σε πείσμα του εφήμερου θριάμβου των δυνάμεων του σκότους, ανθίζουν κάτω από το φως του λαβωμένου Ήλιου της Δικαιοσύνης.
[1] Αποστολική Παραίνεση Η χαρά του Ευαγγελίου, του πάπα Φραγκίσκου προς τους επισκόπους, τους ιερείς και τους διακόνους τους αφιερωμένους μοναχούς και μοναχές και προς τους λαϊκούς πιστούς για την αναγγελία του Ευαγγελίου στον σημερινό κόσμο, μτφρ. Π. Ανδριώτης, επιμ. π. Σεβαστιανός Ροσσολάτος, εκδ. Ιεράς Συνόδου Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος, (χ.τ.) 2014 [στο εξής Η χαρά του Ευαγγελίου].
[2] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 20, σ. 21.
[3] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 8, σ. 10.
[4] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 49, σ. 41
[5] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 2, σ. 5.
[6] Μτ 20, 28.
[7] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 39, σ. 33. Πρβλ. στο ίδιο, § 93, σ. 72.
[8] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 24, σ. 22.
[9] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 209, σ. 157.
[10] Μτ 25, 41.45.
[11] http://www.ilgiornale.it/news/interni/papa-francesco-io-comunista-seguo-vangelo-1007635.html . Πρβλ. http://www.ilgiornale.it/news/cronache/centro-sociale-leoncavallo-pellegrinaggio-bergoglio-1063141.html
[12] Βλ.http://w2.vatican.va/content/francesco/it/speeches/2013/march/documents/papa-francesco_20130316_rappresentanti-media.html
[13] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 48, σ. 40.
[14] Αυτοείδωλον εγενόμην
[15] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 200, σ. 151
[16] Βλ. σχετικά «La cultura dell’incontro con i più bisognosi”, L’Osservatore Romano, 8 agosto 2013, σ. 8.
[17] http://www.avvenire.it/Lettere/Pagine/la-parola-forte-del-papa-ingiustizia.aspx
[18] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 55, σ. 46.
[19] Πρβλ. Μτ 6, 24.
[20] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 54, σ. 45.
[21] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 211, σ. 157-158.
[22] Η χαρά του Ευαγγελίου, § 87, σ. 69.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου