ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ - Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Βασιλεύουσα, Νέα Ρώμη, Βυζάντιο, Επτάλοφος… Πόσες λέξεις – πόσα προσωνύμια κρύβονται μέσα στην έννοια της Πόλης! Της Κωνσταντινούπολης.

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Αντωνία Κυριατζή (Λέκτορας Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ), Η γυναίκα στην εκκλησιαστική ιστορία

Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο με θέμα: «Διακόνισσες, Χειροτονία των Γυναικών και Ορθόδοξη Θεολογία»

Στο γνωστικό πεδίο της εκκλησιαστικής ιστορίας εξετάζεται η πορεία μέσα στο χώρο και το χρόνο της Εκκλησίας, η οποία με κέντρο τον Ιησού Χριστό, στοχεύει στην εκπλήρωση της αποστολής της στον κόσμο, τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους, την εσχατολογική τελείωση της Βασιλείας του Θεού[1]. Με τον όρο «εκκλησιαστική ιστορία» αναφερόμαστε στο σύνολο των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν από την ίδρυση της εκκλησίας μέχρι τις μέρες μας αλλά και στο γνωστικό αντικείμενο το οποίο εξετάζει τη ζωή της εκκλησίας. Συνεπώς το πρόβλημα της θέσης της γυναίκας στην «εκκλησιαστική ιστορία» μπορεί να έχει διττή κατεύθυνση. Αφορά στη θέση των γυναικών στην ιστορία της εκκλησίας, αλλά και τη θέση που κατέχουν οι γυναίκες ανάμεσα στους δημιουργούς, συντάκτες, ερευνητές, συγγραφείς της.

Μελετώντας κανείς τα σύγχρονα αλλά και τα παλαιότερα εγχειρίδια διδασκαλίας του αντικειμένου της εκκλησιαστικής ιστορίας των θεολογικών σχολών, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει στο περιεχόμενο της ύλης την ισχνή παρουσία γυναικών. Εύκολα επίσης μπορεί να διαπιστώσει και το γεγονός ότι το αντικείμενο υπηρετήθηκε από άνδρες, κυρίως κληρικούς[2]. Δικαιολογημένα βέβαια, αφού στη ζωή της Εκκλησίας οι κληρικοί κυρίως ενασχολήθηκαν με τα προβλήματα της εκκλησιαστικής ζωής και τα κατέγραψαν συμβάλλοντας στη δημιουργία του αντικειμένου. Άλλωστε η πρόσβαση γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μόλις τις τελευταίες δεκαετίες αυξήθηκε με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού γυναικών στις θεολογικές σχολές και τη συμμετοχή τους στην έρευνα και τη διδασκαλία.

Κατά την ενασχόληση όμως με το αντικείμενο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας η αίσθηση της ισχνής παρουσίας των γυναικών μετριάζεται, καθώς διαπιστώνουμε ότι οι γυναίκες πραγματικά όχι μόνο συμμετέχουν, αλλά, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, έχουν διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων της εκκλησιαστικής ζωής.

Από τα κείμενα των Ευαγγελίων και την Πατερική γραμματεία διαπιστώνεται ο ουσιαστικός, ο κομβικός ρόλος των γυναικών στη Θεία Οικονομία, από τη Γέννηση του Χριστού έως την Ανάσταση Του. Μελετώντας από τη Θεσσαλονίκεια εκκλησιαστική γραμματεία του 7ου αι. το έργο του αρχιεπισκόπου Ιωάννη Α΄ Θεσσαλονίκης[3], διαπιστώσαμε ότι στις ομιλίες του Εις την Αποτομήν του Τ. Προδρόμου, Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, Εις τας μυροφόρους γυναίκας, γίνεται αναφορά σε γυναικείες μορφές της Π. και της Κ.Δ. Αναφορά σε γυναίκες της Π.Δ. γίνεται στην ομιλία Εις την Αποτομήν του Τ. Προδρόμου, για την Παναγία γίνεται λόγος στην ομιλία Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκουκαι για τη Μαρία Μαγδαληνή στην ομιλία Εις τας μυροφόρους.

Η ζωή της Εκκλησίας του Χριστού που ξεκινά με την ενανθρώπηση του Κυρίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πρόσωπο της Θεοτόκου, της «θαυμαστής, υπερενδόξου, αειπαρθένου Μητρός του Σωτήρος, πανενδόξου ευεργέτιδος του κόσμου». Τιμή, ύμνος και δόξα αποδίδεται στο πρόσωπο της Θεοτόκου «διά τήν γενομένην δι’ αὐτῆς εὐεργεσίαν ἐν τ οἰκονομίᾳ τῆς ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ μονογενοῦς Υἱού καί Λόγου τοῦ Θεοῦ»[4]. Η Παναγία είναι μια «ανθρώπινη μητέρα», η οποία συγκατανεύοντας στο έργο της Θείας Οικονομίας «συνεργάζεται στην εκπλήρωση του θεϊκού σχεδίου αγάπης»[5]. «Με την ελεύθερη προσφορά της πίστης της, η Μαρία, …μετέχει στην πραγματοποίηση του σχεδίου του Θεού»[6]. Η Θεοτόκος έζησε πανάγιο βίο και κυρίως υπήρξε η μητέρα του Θεού, η «χώρα του αχωρήτου». Η νέα Εύα, τέλειο ανθρώπινο πρόσωπο, είναι το αρχέτυπο και ο οδηγός ανδρών και γυναικών[7].

Η Μαρία η Μαγδαληνή, σημαντική γυναικεία μορφή στον κόσμο της Κ.Δ., με την επιμονή της συμβάλλει στη διάδοση του μηνύματος της Ανάστασης του Κυρίου. Είναι η γυναίκα εκείνη από την οποία εξέβαλε «επτά δαιμόνια» ο Ιησούς και ως μαθήτρια στη συνέχεια τον ακολούθησε κατά τη δράση του στη Γαλιλαία[8]. Όταν ο Ιησούς αναχώρησε από τη Γαλιλαία προς τα Ιεροσόλυμα, η Μαρία η Μαγδαληνή τον ακολούθησε μαζί με άλλες γυναίκες και τους αποστόλους. Μαρτυρείται η παρουσία της στη σταύρωση[9] αλλά και στο γεγονός της Ανάστασης[10]. Στους μετέπειτα αιώνες η σύγχυση και ταύτιση της Μαρίας Μαγδαληνής με την αμαρτωλή της διήγησης του Λουκά[11] και με τη Μαρία, αδελφή της Μάρθας και του Λαζάρου, τον 2ο και 4ο αι., συνέδεσε τη Μαρία Μαγδαληνή με την εικόνα της αμαρτωλής.

Κατά τη μετάβαση του Αποστόλου Παύλου προς τα έθνη για το κήρυγμα του ευαγγελίου πρώτος αποδέκτης του χριστιανικού μηνύματος υπήρξε μια γυναίκα, η Λυδία. Ο Απ. Παύλος, μετά το όραμα που τον καλούσε να περάσει στη Μακεδονία, ήρθε στους Φιλίππους. Την ημέρα του Σαββάτου βγήκε από την πόλη και πήγε κοντά στον ποταμό, όπου νόμιζε ότι γινόταν προσευχή. Εκεί άρχισε να συζητά με γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί. Ανάμεσά τους κάποια με το όνομα Λυδία, που ασχολείτο με το εμπόριο της πορφύρας, σεβόταν τον Θεό και άκουσε με προσοχή το κήρυγμα του Παύλου. Η Λυδία βαπτίσθηκε, καθώς και τα μέλη της οικογενείας της. Πρότεινε μάλιστα στον Απόστολο Παύλο να τον φιλοξενήσει, εάν αυτός έκρινε ότι ήταν πιστή[12].

Στις προαναφερθείσες γυναικείες μορφές το αυτεξούσιο, η ελευθερία, οι συνειδητές επιλογές, η συνείδηση και αυτοαντίληψη με όρους αυτονομίας, ελευθερίας, αποτελούν συστατικά στοιχεία της συμπεριφοράς τους, στοιχεία που ανταποκρίνονται στα αιτούμενα του φεμινιστικού κινήματος της εποχής μας, την απελευθέρωση των γυναικών και όχι την υποταγή σε κανόνες και αξίες. Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι είναι αναγκαία η επαναπροσέγγιση των γυναικείων αυτών μορφών και η ανάδειξη του ρόλου τους στην εκκλησιαστική ζωή.

Στην προς Ρωμαίους επιστολή, ο Απόστολος Παύλος αφήνει να εννοηθεί η συμμετοχή γυναικών στο αποστολικό έργο, αναφερόμενος στη Φοίβη, η οποία διακονούσε την εκκλησία την εν Κεγχρεαίς και προστάτεψε και τον ίδιο τον Παύλο όταν κινδύνευσε, στην Πρίσκιλλα, που μαζί με τον Ακύλα υπήρξαν συνεργάτες του, στην Μαριάμ, την Τρύφαινα και την Τρυφώσα, στην Ιουλία και την Περσίδα που «εκοπίασαν» εν Κυρίω, καθώς και στην «Ιουνίαν, επίσημον εν τοις αποστόλοις»[13]. Το εδάφιο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη θέση των γυναικών στην Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών χρόνων και στοιχεί στο απελευθερωτικό «ούκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. 3,28), το οποίο πολύ γρήγορα θα παραμεριστεί για να υπερισχύσουν κοινωνικές αντιλήψεις και πολιτισμικά δεδομένα της εποχής[14].

Η διακονία των γυναικών στο έργο της Εκκλησίας κατά την πρωτο-χριστιανική εποχή ήταν σημαντική. Οι διακόνισσες, παρθένοι ή χήρες, συνδέθηκαν με την άσκηση της φιλανθρωπίας ή της κατηχήσεως των γυναικών[15]. Ο αποκλεισμός τους ωστόσο από το ιερατείο με βάση τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου σχετικά με τη θέση των γυναικών στη λατρεία και την κοινή συνείδηση της Εκκλησίας, όπως αυτή διατυπώθηκε στο τέλος του 2ου αι. στη Διδασκαλία των Αποστόλων, κυριάρχησε. Η χειροτονία των γυναικών απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε αιρετική καινοτομία[16].

Η διάδοση και επικράτηση του χριστιανισμού έγινε στο πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Την εποχή εκείνη, τη θέση των γυναικών στη ζωή της Εκκλησίας επηρέασαν εκτός από τις κοινωνικές αντιλήψεις, οι αιρέσεις. Ωστόσο κατά την περίοδο των διωγμών αναδείχθηκε μεγάλος αριθμός αγίων μαρτύρων γυναικών[17].

Με την επικράτηση του χριστιανισμού και την αναγνώριση της νέας θρησκείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο αρχίζει μια νέα περίοδος για τη ζωή της Εκκλησίας. Οι κοινωνικές αντιλήψεις, μαζί με τις αιρέσεις, θα λειτουργήσουν ανασταλτικά στη δραστηριοποίηση των γυναικών με αποτέλεσμα ν’ αποκλεισθούν από το δημόσιο χώρο της Εκκλησίας. Στην ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία, ωστόσο, η κοινωνία «επιφανειακά πατριαρχική»[18], θα επιτρέψει σε γυναίκες να διακριθούν ως αυτοκράτειρες, ως γυναίκες άγιες και σπανιότερα ως συγγραφείς.

Κατά τη μακρά περίοδο της ιστορίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η κοινωνική ζωή διακρινόμενη γενικά σε δημόσια και ιδιωτική, θα προσδιορίσει ως καταλληλότερο χώρο για τις δραστηριότητες των γυναικών την ιδιωτική σφαίρα, το χώρο του σπιτιού. Σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα αλλά και τη νομοθεσία, οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική, στρατιωτική και εκκλησιαστική εξουσία και διοίκηση, εκτός από την περίπτωση των γυναικών του παλατιού[19].

Οι γυναίκες αυτοκράτειρες του Βυζαντίου θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε εκκλησιαστικά θέματα, καθώς θα συμβάλλουν στην ανάδειξη της Θεοτόκου με ναούς, εικόνες και δημόσιες τελετές, θα στηρίξουν αποφάσεις οικουμενικών συνόδων, θα ασκήσουν πραγματική εξουσία και θα κυβερνήσουν την αυτοκρατορία στο πλευρό των συζύγων τους ή των παιδιών τους.

Για περισσότερα στο: ΘΕΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου