«Ο δε ημέτερος παιδαγωγός άγιος Θεός Ιησούς, ο πάσης της ανθρωπότητος καθηγεμών λόγος, αυτός ο φιλάνθρωπος Θεός εστι παιδαγωγός.»
Με τον λόγο αυτό, ο οποίος ανήκει στη σπουδαία μορφή των απαρχών του Χριστιανισμού, του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, ενός από τους θεμελιωτές της πρώτης Σχολής του Χριστιανισμού, της Κατηχητικής Σχολής της Αλεξανδρείας, σας εκφράζω την χαρά και την βαθύτατη συγκίνησή μου, καθώς βρίσκομαι στο ιερό καθίδρυμα της επιστήμης της Θεολογίας, το οποίο αποτελεί ισχυρότατο δεσμό της σχέσης των Λαών και των Εκκλησιών μας.
Αισθάνομαι ως να περιβάλλομαι από αχλύν, την οποία δημιούργησαν χρόνοι μακροί και μορφές αναλλοίωτες μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Μορφές και γεγονότα, όπως τα τόσα και τόσα που μας συνδέουν αδιάσπαστα με την εν Κυρίω Ιησού αγάπη, με τις αγαθές σχέσεις και τις προσφορές και από τις δυό πλευρές. Μορφές πνευματικές, των οποίων έχομε σήμερα έλλειμμα, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να μην ακούουν την προσταγή του προφήτου λέγοντος: «Παύσασθε από των έργων υμών, των παλαιών αμαρτιών, μάθετε καλόν ποιείν• έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν• ηγάπησας δικαιοσύνην, εμίσησας ανομίαν».
Λέγεται συνήθως ότι οι σχέσεις των δύο λαών μας σηματοδοτούνται από την στιγμή κατά την οποία ο ρωσικός λαός ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Αλλά επιτρέψτε μου να ειπώ ότι οι σχέσεις της Ελλάδας και της Ρωσίας στον τομέα του πολιτισμού, της παιδείας και των διακρατικών σχέσεων είναι τόσο μακροχρόνιες που χάνονται στα βάθη των αιώνων, ήδη στους ομηρικούς χρόνους, στο πλαίσιο του Τρωικού πολέμου και της Αργοναυτικής εκστρατείας.
Ο τρόπος ζωής, οι βάσεις του πολιτισμού που έθεσαν εκείνοι οι πρώτοι επισκέπτες, αρχικά, και άποικοι με τον καιρό, ορισμένα στοιχεία από τον οποίο φέρνουν διαρκώς στο φως οι αρχαιολογικές ανασκαφές, μαρτυρούν την παλαιότητα της παρουσίας, στη γη της σημερινής ρωσικής δημοκρατίας, του ανήσυχου και δημιουργικού ελληνικού στοιχείου, και προοιωνίζουν την στερεότητα των σχέσεων που έμελλαν να προκύψουν στο μέλλον και ως τις ημέρες μας. Όσο κι αν φαίνεται υπερβολή, οι δεσμοί με τον τόπο προλείαναν με έναν απερίγραπτο τρόπο την θέρμη, η οποία διατηρεί ζωντανή και ακμαία την σχέση μας.
Εξετάζοντας τις ρίζες των παραγόντων που έδωσαν τη δυνατότητα στη Ρωσία να κατακτήσει και να διατηρηθεί στη θέση που έφθασε, με θαυμασμό και σεβασμό παρατηρείται το γεγονός, ότι το Βυζάντιο, σε μια εποχή που πλέον ψυχορραγούσε, έπαιξε τόσο σπουδαίο ρόλο στην κατάκτηση αυτή, ώστε να θεωρηθεί μία από τις πιο σημαντικές, αν όχι και η σημαντικότερη συμβολή του Βυζαντινού Ελληνισμού στην ιστορία της νεότερης Ευρώπης.
Αλλά ευρισκόμενος στον χώρο αυτόν αισθάνομαι την ανάγκη να αναφέρω το όνομα ορισμένων μεγάλων αλλά ταπεινών κατά το φρόνημα ανδρών, ως μνημόσυνο για τα έργα τους που έθεσαν τα θεμέλια στον τόπο αυτό, για να ανθήσει η πίστη, η παιδεία και ο πολιτισμός. Η κληρονομιά που άφησαν αποτελεί πηγή αστείρευτης γνώσης στους σπουδαστές της Σχολής σας, με το σκεπτικό ότι δεν εφείσθησαν ούτε της ίδιας της ζωής τους, για να επιτελέσουν το έργο της πνευματικής καλλιέργειας των νέων του τόπου.
Ο φωτιστής των Ρώσων, μια από τις σημαντικότερες μορφές του 16ου αιώνα, ο Μάξιμος ο Γραικός, ο «Μακσίμ Γριέκ», όπως έμεινε γνωστός στη Ρωσία, ένας από τους διαπρεπέστερους μοναχούς και θεολόγους του 16ου αιώνα, απόστολος και αναμορφωτής της Ρωσικής Εκκλησίας. Φωτεινή μορφή, ο πρώτος ομολογητής και οσιομάρτυρας της Ορθοδοξίας στη Ρωσία. Στον πρόλογο των Απάντων του, που είχε εκδώσει η Θεολογική Ακαδημία του Καζάν: «Εις τοιαύτην δυσχερή εποχήν αφίκετο εις τα καθ’ ημάς εξ Ελλάδος ο διάσημος ούτος ανήρ. Εν τω προσώπω αυτού η ορθόδοξος Ελλάς παρέσχεν εις την ημετέραν εκκλησίαν την μάλλον επίκαιρον βοήθειαν υπέρ της πίστεως, την οποίαν παρέδωκεν εις αυτήν και ήτις κατά τους χρόνους εκείνους ήρξατο κινδυνεύουσα… Δια τα μεγάλα του έργα τον αντήμειψαν δια δεινών, διωγμών και μακροχρονίου εγκαθείρξεως…».
Τον Απρίλιο του 1649 η ρωσική κυβέρνηση ίδρυσε στη Μονή Τσουντόβ, στην καρδιά του Κρεμλίνου, το πρώτο ελληνικό σχολείο, το σχολείο του Αρσένιου, την «Ελληνολατινική Σχολή του Κρεμλίνου». Ο Αρσένιος, έλληνας λόγιος της Διασποράς του 17ου αιώνα, έδρασε στην Ρωσία κατά τον 17ο αιώνα και έγινε γνωστός ως Αρσένιος ο Γραικός, ο τρίτος στον χώρο των γραμμάτων και της τέχνης της Ρωσίας που φέρει την προσωνυμία «Γραικός». Πρόκειται για προσωπικότητα όχι πολύ γνωστή στο ευρύ κοινό, που εργάστηκε στη Μόσχα σε εποχή αμφισβητήσεων, πειραματισμών και ανακατατάξεων, η οποία οδήγησε τελικά στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου.
Ήταν 6 Μαρτίου του 1685, όταν δύο αδέλφια από την Κεφαλονιά, ο Καλλίνικος και ο Αρσένιος, οι αδελφοί Λειχούδη, που είχαν σπουδάσει σε φημισμένους δασκάλους της Βενετίας και της Πάδοβας, έφθασαν μετά από περιπέτειες δύο ετών στη Μόσχα, αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο τον Νοταρά, να βοηθήσουν στην παιδεία της Ρωσίας, οργανώνοντας ανώτατη σχολή για σπουδές στην ελληνική γλώσσα. Πράγματι, ίδρυσαν εκείνη την ίδια χρονιά τη Σλαβο-Γραικολατινική Ακαδημία που παρείχε ανώτατη παιδεία στη Ρωσία, αυστηρά προσηλωμένη στην Ορθοδοξία. Είναι η Θεολογική Σχολή της Μόσχας, που βρίσκεται από τον 19ο αιώνα εδώ, στην ιστορική Λαύρα του Αγίου Σεργίου, στη βάση της δομής της οποίας εξελίχθηκαν κατόπιν οι νεότερες θεολογικές σχολές της Ρωσίας.
Η σημασία της Θεολογικής Σχολής της Μόσχας είναι ιδιαίτερα πολύτιμη στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις εκείνων των χρόνων επηρέαζαν φυσικά και τις Θεολογικές Σχολές, και αντικατοπτρίζεται στα λόγια του διευθυντή της, επιστήμονα και ταυτόχρονα ασκητή, αρχιεπισκόπου Θεοδώρου Ποζντεβσκίι, ο οποίος έλεγε ότι «στον εκκλησιαστικό χώρο μπορεί και πρέπει να υπάρχει μία σπουδαιότατη μεταρρύθμιση, η μετάνοια και η προσευχή. Τα άλλα πράγματα, τα οποία είναι επίσης χρήσιμα, θα πηγάσουν από αυτήν την χαριτωμένη μεταρρύθμιση του πνεύματος».
Συγχωρήστε μου την αναφορά σε πρόσωπα και πράγματα, τα οποία ασφαλώς γνωρίζετε. Αυτό που ήθελα να εκφράσω με αυτήν την αναδρομή είναι το γεγονός, ότι σε καιρούς δύσκολους, άνθρωποι δικοί μας και δικοί σας, Έλληνες υπόδουλοι και Ρώσοι που διψούσαν για μόρφωση, πάσχιζαν με μεγάλες δυσκολίες και ελλείψεις και θυσίες και κινδύνους, να εμπεδώσουν την παιδεία στον τόπο αυτόν. Σήμερα, που τα αγαθά και η παιδεία και ο πολιτισμός έχουν φθάσει στις άκρες της οικουμένης, σήμερα υπάρχει απερίγραπτη πνευματική ένδεια, που οδηγεί τους ανθρώπους σε εξαθλίωση. Σεις που συνεχίζετε σήμερα με δυναμισμό το έργο εκείνων που αναφέρθηκαν και των πολύ περισσότερων που δεν αναφέρθηκαν, έχετε ένα πεδίο ευρύ και θεοφιλές.
«Οίδα δε ακριβώς», παρατηρεί ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «ότι ο Κύριος ημών ουχί τον λέγοντα μακαρίζει μόνον, αλλά τον προ του ειπείν και πράξαντα. “Μακάριος γαρ”, φησίν “ο ποιήσας και διδάξας• ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών”. Του γαρ τοιούτου διδασκάλου και οι μαθηταί ακούοντες, μιμείσθαι αυτόν γίνονται πρόθυμοι και ου τοσούτον εκ των εκείνου λόγων δέχονται την ωφέλειαν, όσον από των καλών αυτού πράξεων διεγείρονται και τα αυτά ποιείν αναγκάζονται».
Έχομε ανάγκη από δασκάλους και παιδεία. Οι δυσκολίες των καιρών οπωσδήποτε, όσο κι αν είναι μεγάλες, δεν είναι ίδιες με εκείνες των πρώτων χρόνων. Ο Ιερός Χρυσόστομος έλεγε ότι «Καθάπερ γαρ η γη η άψυχος, η ακίνητος, ενεδυναμώθη τω θελήματι του Θεού, και τοσαύτα εξ αυτής τα θαύματα γέγονεν, ούτω και του Πνεύματος τω ύδατι παρόντος, τα παράδοξα και λογισμόν υπερβαίνοντα ευκόλως πάντα γίνεται». Το Άγιο Πνεύμα κραταιώνει την ανθρώπινη προσπάθεια, όπου αυτή το επικαλείται. Μην πτοείσθε, λοιπόν, αλλά έχετε πίστη στον Θεό.
Σας εύχομαι από καρδίας καλή επιτυχία στο έργο σας.