Του Σεβ. Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου (Μάρτιος 2007)
Δύσκολος καιρὸς νὰ μιλᾶς γιὰ ἐπισκόπους. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀνέβασε σὲ ὕψος ἐκκλησιολογικὸ καὶ μᾶς στόλισε μὲ θεολογικοὺς συμβολισμούς. Μόνοι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ἐμᾶς δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Ἡ Ἱστορία μᾶς φόρτωσε ψιμμύθια καὶ οἱ ἄνθρωποι μᾶς πλημμύρισαν μὲ τίτλους σὲ ὑπερθετικὸ βαθμὸ πάντοτε. Κουβαλήσαμε πολλὲς φορὲς στὴν πλάτη μας τὸ κυκλογύρισμα τῶν χρόνων καὶ προσφέραμε ὀράματα κι ἐλπίδες σὲ λαούς, νόημα κι ὀμορφιὰ στὴ ζωὴ ἀνθρώπων. Ἔτσι ἀφεθήκαμε νὰ πιστέψουμε στὰ χαρίσματά μας καὶ στὴν ἀναγκαιότητά μας στὸν πολιτισμὸ καὶ πήραμε τὸ κονδύλι γιὰ νὰ γράψουμε οἱ ἴδιοι τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὅμως κάπου ἔχουμε καὶ λίγο δίκαιο. Ἐπειδή, δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι, ὁ κόσμος αὐτὸς φτιάχτηκε γιὰ νὰ δοθεῖ προῖκα στὴν Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ καταλάβει ὁ ἴδιος ὁ κόσμος τὴν ἀξία του καὶ νὰ σωθεῖ ἀπ’ αὐτὸν ὅ,τι ἀξίζει. Ἡ ἐφηβικὴ ἐπανάσταση τοῦ ἀπογαλακτισμοῦ του τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ τρώει ξυλοκέρατα, μὰ ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα τοῦ ἑτοιμάζει στὸ τέλος δεῖπνο βασιλικό. Καὶ εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ μοιράζουμε... τὶς προσκλήσεις.
Ξεκινήσαμε ἀπὸ τὶς παραλίες τῆς Τιβεριάδος κάποτε. Ἀπὸ ψαράδες γίναμε κήρυκες καὶ ὁμολογητὲς ἑνὸς γεγονότος ποὺ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας, ἀκούσαμε μὲ τ’ ἀφτιά μας καὶ ψηλάφισαν τὰ χέρια μας. Σταθήκαμε μὲ θάρρος μπροστά σὲ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες καὶ νικήσαμε. Τὸ αἷμα μας ἔρρευσε ἄφθονο στὰ Κολοσσαῖα, εἴδαμε τὰ παιδιά μας νὰ ρίχνονται στὰ θηρία καὶ νὰ καίγονται στὶς γωνίες τῶν ἐπαύλεων τὰ ἀδέλφια μας ἐπειδὴ πίστεψαν στὰ λόγια μας καὶ βεβαιώθηκαν ἀπὸ τὴ βιοτή μας. Μά, νικήσαμε! Τόσο τὴν εἰλικρινὴ ἑλληνικὴ εἰδωλολατρία, ὅσο καὶ τὴν ἰσχυρὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Βυζαίνοντας τὸ γιό της μιὰ βασιλομάννα τοῦ ἔδωκε τὴν ἐλπίδα ἑνὸς σταυρωμένου Θεοῦ ποὺ θὰ δημιουργοῦσε ἕνα κόσμο στὸν ὁποῖο τὸ λιοντάρι θὰ κοιμόταν ἀγκαλιὰ μὲ τὸ πρόβατο. Ἔξυπνος πολιτικὸς ὁ Κωνσταντῖνος, κατάλαβε γρήγορα πὼς ἡ ἀγάπη ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἄτεγκτη ἐποχή του καὶ ἡ ἐλπίδα ποὺ ἀπουσίαζε ἀπὸ τὸ ἀχανὲς κράτος του ἦταν ὅ,τι πιὸ συνεκτικὸ καὶ δυναμικὸ θὰ μποροῦσε νὰ χαρίσει ὁμοιογένεια καὶ γαλήνη στοὺς λαοὺς-ψηφιδωτὸ τῆς Μεσογείου. Ἔτσι, μὲ πληγὲς ποὺ ἀκόμα ἔσταζαν αἷμα ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ μὲ πόδια λασπωμένα ἀπὸ τὶς ἀρρένες, ἀρχίσαμε νὰ περπατᾶμε πάνω στὰ στίλποντα μάρμαρα τῶν ἀνακτόρων τοῦ Βοσπόρου. Γίναμε ἐξουσία. Πνευματικὴ βεβαίως, μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανὸ χωρὶς ὅμως νὰ ἀποφεύγουμε νὰ βάζουμε τὴν ἄκρη τοῦ παπουτσιοῦ μας στὸ Ἱερὸ Παλάτιο καὶ τὰ μανίκια τοῦ μανδύα μας στὶς ἀποφάσεις του. Πάντως ἔτσι εὕρισκε ὁ λαὸς τὸν τρόπο καὶ τὸ μέσο νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ περιορίζει κάπως τὴν αὐθαιρεσία καὶ τὴν ἀπολυταρχία τοῦ μονάρχη. Τὸν ὀνομάσαμε κι αὐτὸν μὲ τὸν ἰσοπεδωτικὸ τίτλο «δοῦλο τοῦ Θεοῦ» καὶ στὴ μόνη δημοκρατικὴ ἔκφραση σὲ αὐτοκρατορία ὁ λαὸς μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας του ἔστεφε ἤ δὲν ἔστεφε τὸν κληρονομικὸ ἡγεμόνα του. Πέρασαν ἔτσι 1000 χρόνια, ἡ Ἐκκλησία δὲν ξέρω ἄν ὠφελήθηκε, πάντως ὁ πολιτισμός μας διόλου δὲν βλάφτηκε ἄν συγκρίνουμε παρόμοιους σὲ διάρκεια καὶ ἐπιτεύγματα. Προνομιακὰ ἡ Ἐκκλησία φέρθηκε στὸν ἑλληνισμὸ. Μὲ τὴν πλούσια γλῶσσα του περιέγραψε τὰ δόγματά της, μὲ τὴν ἔμφυτη θρησκευτικότητά του κατανόησε τὸ βίωμά της, μὲ τὴν μυστηριακὴ τελετουργία του ἔπλεξε τὴ λαμπρὴ καὶ ἀνθεκτικὴ στόφα τοῦ λατρευτικοῦ τυπικοῦ τῶν Μυστηρίων της. Αὐτὴ τὴν ὀφειλή της ἡ Ἐκκλησία πάντα τὴν ἀναγνώριζε καὶ γι’ αὐτὸ σήκωσε στὴν πλάτη της τὸν ἑλληνισμό, τὸν πλήρωσε καὶ τὸν πληρώνει μέχρι σήμερα. Ἦταν τέτοια ἡ σχέση της μὲ τὸν ἑλληνισμὸ ποὺ τὸ ἅρμα τῆς Ἐκκλησίας μοιάζει νὰ κυλάει πάνω σὲ ἑλληνικὲς ρόδες καὶ νὰ εἶναι ἑλληνικῶν προδιαγραφῶν.
Ἀκολούθησε τὸ σκοτάδι μιᾶς σκλαβιᾶς ἤ ἡ νύχτα μιᾶς μοναχικῆς ἀγρυπνίας. Ἡ Ἐκκλησία ξαναβρῆκε τὴ δόξα της, τὸ μαρτύριο. Δοκίμασε ξανὰ τὸ ἐφικτὸ τῶν ἐπαγγελιῶν της. Ἔνιωσε πάλι τὴν θαλερότητα τῶν φύλλων της καθὼς ποτίζονταν οἱ ρίζες της ἀπὸ τὸ νέο αἷμα τῶν παιδιῶν της. Μέσα στὴ νύχτα θυμότανε τὸ χρυσὸ παρελθόν της καὶ τὴν ἔνδοξη ἱστορία της καὶ ἀπὸ τὴν ἀναπόληση … λάθεψε! Πίστεψε ἡ Ἐκκλησία ὅτι ἡ ἴδια φτιάχτηκε γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἱστορίας καὶ ὄχι ὅτι ἡ Ἱστορία φτιάχτηκε γιὰ χάρη της.
Οἱ λαοὶ τῆς Ἐκκλησίας εἶδαν τὸ ξημέρωμα ἀπὸ ἄλλη γεωγραφική, χρονολογικὴ καὶ πολιτιστικὴ ὁπτικὴ γωνία ὁ καθ’ ἕνας καὶ ξεχνῶντας τὸ Κοινὸ Ποτήρι ἄρχισαν νὰ γράφουν ξεχωριστὰ τὴν ἱστορία τους. Οἱ λαοὶ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὑπολοίπονταν τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, φρόντισαν νὰ ἀποτινάξουν τὸν ἑλληνικὸ μανδύα τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς ὅμως νὰ ἀποποιηθοῦν τὸ βαθύτερο μεγαλεῖο του. Προσπάθησαν κι ἄλλαξαν πολλὰ στὶς Ἐκκλησίες τους μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ λησμονήσουν τὴν ὀφειλή τους στὸν ἑλληνισμό, τὸν ὁποῖο ὅμως γνωρίζουν καλὰ ὅτι κουβαλοῦν στὰ γονίδια τοῦ ὀρθοδόξου δόγματός τους. Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω κατὰ πόσο «τὸ σύμπαν εἶναι ἑλληνικό», ποὺ ἔλεγε ὁ Ἀϊνστάιν, πάντως εἶμαι σίγουρος ὅτι ὁ σύνολος χριστιανισμὸς στὸν ἀρχέγονο πυρῆνα του καὶ ὁ ὀρθόδοξος στὴν ὁλότητά του εἶναι ἑλληνικός. Ἔτσι γεννήθηκαν οἱ ἐθνικὲς Ἐκκλησίες τοῦ σήμερα. Ἔτσι δημιουργήθηκε τὸ ἀλύτρωτο μέχρι τώρα πρόβλημα τῶν Βαλκανίων. Ἔτσι συρρικνώθηκαν τὰ βαθείσπνοα πνευμόνια τῆς Πίστεως ποὺ ἀνέπνεαν τὰ μηνύματα τῆς οἰκουμένης καὶ ὀξυγονώνονταν ἀπὸ τὸν ἀέρα ἑνὸς πολυποίκιλου, πολύπλευρου καὶ ποικιλόμορφου πολιτισμοῦ.
Αὐτὴ εἶναι μὲ λίγα ρομαντικὰ λόγια καὶ σὲ ποιητικὴ ἀπόδοση ἡ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα. Ἐλάχιστη γνώση τῆς ἱστορίας αὐτῆς ἔχουν οἱ πιστοὶ τῆς ἐποχῆς μας καὶ ἀκόμα πιὸ λίγο ἐνδιαφέρονται νὰ τὴν μάθουν. Τελικά, εἴμαστε ἀναγκαῖοι ἀλλὰ λιγότερο ἐνδιαφέροντες ἀπ’ ὅσο νομίζουμε. Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ σήμερα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ποιὸ οἰωνίζεται νὰ εἶναι τὸ αὔριό της;
Οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐποχή μας φαίνεται ὅτι ξέχασαν κάθε παρελθόν τους ἤ πασχίζουν ἐναγωνίως νὰ τὸ λησμονήσουν. Τὰ δογματικὰ ζητήματα ἀμβλύνθηκαν στοὺς χριστιανούς μας καὶ ἀποτελοῦν λεπτομέρειες, ἄν ὄχι ἀνούσιες σίγουρα ἀναποτελεσματικὲς. Οἱ θεολογικὲς συζητήσεις δὲν ἐγγίζουν τοὺς πιστοὺς ποὺ τὸ μόνο γιὰ τὸ ὁποῖο ἐνδιαφέρονται εἶναι ἄν ὑπάρχει Θεὸς καὶ πῶς θὰ ἐπιστρέφουν σ’ αὐτὸν ὅταν παρεκτρέπονται. Τὸν θάνατο, ποὺ πάντοτε ἀποτελοῦσε εἰσιτήριο τῆς θρησκείας, οἱ ἄνθρωποι τοῦ σήμερα ἐπειδὴ τὸν φοβοῦνται ἀποφάσισαν... νὰ μὴν τὸν σκέπτονται. Ἕνας κόσμος ὁλόκληρος ζεῖ, κινεῖται καὶ δραστηριοποιεῖται παράλληλα καὶ ἄσχετα μὲ μᾶς. Στὴν ἀνεργία ποὺ μαστίζει τὴν ἐποχὴ μας, στὰ ναρκωτικὰ καὶ στὰ τροχαῖα ποὺ θερίζουν τὸν ἀνθὸ τῆς νιότης, στὸ aids ποὺ μαστιγώνει τὴν σεξουαλικὴ ἀνασφάλεια, στὸν φόβο μπροστὰ στὸ γάμο, στὴν σιωπηλὴ κραυγὴ τῆς αὐξανόμενης ἀτεκνίας καὶ σὲ παρόμοια θέματα, ὁ λόγος μας μοιάζει παιδαριώδης καὶ ἀνεπαρκής. Ἡ ἠθική, μὲ στενὴ ἔννοια, μᾶς ξεπέρασε καὶ μεῖς παριστάνουμε ὅτι δὲν τὸ γνωρίζουμε ἤ ἐπιβάλλουμε ἀνεδαφικὰ ἐπιτίμια. Ἡ σύνολη ἐπιστημονικὴ ἐρευνητικὴ κοινότητα γιὰ νὰ ἀποφύγει τὶς ἀτεκμηρίωτες κραυγὲς μας, σιωπᾶ καὶ προχωρεῖ σὲ μιὰ συνομωτικὴ συνεργασία μὲ τὴν τρέχουσα πραγματικότητα ποὺ στὸ τέλος ἀποδέχεται κάθε ἔρευνα καὶ ἐπίτευγμα. Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ πολιτεία μας ἡ θολὴ ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι μιὰ «μεγάλη ὑπόθεση» ποὺ τὴ θυμοῦνται ἔτσι μόνο τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν στὶς δηλώσεις τοῦ πλατύσκαλου τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Ἀθηνῶν. Γιὰ τοὺς πολιτικοὺς μας τὸ ἔργο μας ἀποτιμᾶται ὅταν ἔχει κοινωνικὸ χαρακτῆρα, συμπληρωματικὸ τοῦ Ὑπουργείου Ὑγείας καὶ Πρόνοιας. Ὁ λόγος μας εἶναι καλὸς ὅταν δὲν θίγει τὰ κακῶς κείμενα. Μοιάζει μὲ τὸν … προστάτη: ὅταν εἶναι ἥσυχος κανεὶς δὲν ἀσχολεῖται μ’ αὐτὸν, ὅταν δημιουργεῖ προβλήματα, ἀπαιτεῖται ἡ ἀφαίρεσή του!
Πειραματισμοὶ καὶ ἐπίδειξη τῆς ἐξουσίας μας, βηματισμοὶ μπρὸς-πίσω, βαυκαλισμοὶ περὶ μιᾶς θετικῆς μελλοντικῆς κυβερνήσεως, ἔνοχες ὑποχωρήσεις μπροστὰ σὲ ἰκανὲς χρηματοδοτήσεις, ὁδήγησαν τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας στὴν Χώρα μας μέχρι τὰ Χριστούγεννα τοῦ 2004.
Τὸ τέλος τοῦ φθινοπώρου τοῦ 2004 καὶ ὁ χειμῶνας τοῦ 2005 εἶναι μιὰ χρονικὴ περίοδος ποὺ θὰ μείνει στὴν μνήμη τῆς Ἐκκλησίας μας σὰν ἕνα ἠχηρὸ ράπισμα τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἀφυπνίσει τοὺς ποιμένες. Μὲ πρόφαση κάποια σκάνδαλα, ποὺ ποτὲ δὲν ἔλειψαν, ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, ὁ δικός μας κόσμος, τῆς Ἐκκλησίας, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα του θυμό, ἀγανάκτηση, πικρία, παράπονο καὶ παρόμοια βιώματα ποὺ φαίνεται ὅτι διατηροῦσε σιωπηλὰ μέχρι τότε. Τὴν ὑψηλὴ ἐντολὴ νὰ μειωθεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ νὰ σιωπήσει ἡ Ἐκκλησία, τὴν ἐνίσχυσαν ἀμέσως «φίλοι» ποὺ κρυφὰ τροφοδοτοῦσαν τὰ ΜΜΕ μὲ πληροφορίες φακελλωμένες ἀπὸ χρόνια. Τὰ γραφεῖα τῶν δημοσιογράφων πλημμύρισαν ἀπὸ «θέματα» ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ ἐνορίες, ἀπὸ μητροπόλεις, ἀπὸ ἱδρύματα, ἀπὸ μονὲς ὅλης τῆς χώρας ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἀνώνυμα καὶ τεκμηριωμένα ἀλλὰ καὶ ἐπώνυμα πολλοὶ μίλησαν. Σὰν νὰ ἔσκασε ἕνα ἀπόστημα ποὺ πυορροοῦσε ἐσωτερικά, σὰν νὰ ἀνατινάχτηκε ἕνας λέβητας ποὺ κόχλαζε ἀπὸ μέσα, ἦρθε καὶ ἐμφάνισε στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία ὅτι στὴν Ἐκκλησία «κάτι δὲν πάει καλά». Στὸν δημοσιογραφικὸ ἀνταγωνισμὸ τῶν κρατικῶν καὶ ἰδιωτικῶν τηλεοπτικῶν καναλιῶν, ποὺ μερικὲς φορὲς παρουσίαζαν ἐξώφθαλμα, τραγικοποιημένα τὰ γεγονότα, προστίθονταν σὲ κάθε γωνιὰ τῆς πατρίδος μας κάποια προσωπικὰ παράπονα, κάποια καταπιεσμένα τραυματικὰ βιώματα, κάποια «κοινὰ μυστικὰ» ποὺ ὅλοι τὰ ἤξεραν καὶ κανεὶς δὲν τὰ ὁμολογοῦσε μέχρι τότε.
Οἱ κληρικοὶ μείναμε μὲ τὴν πλάτη στὸν τοῖχο. Στὶς ἐπαρχίες, κάτι εἶχε ὑποπέσει στὴν ἀντίληψή μας, πολλὰ εἴχαμε ἀκούσει, ὅμως τέτοια ἔκταση δὲν τὴν εἴχαμε φανταστεῖ. Ὁ λόγος μας ἔσβυνε στὸ φάρυγγα, κανέναν δὲν ἔπειθε, ἐπειδὴ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν εἴμασταν πεπεισμένοι γιὰ τὴν ἀθωότητά μας. Συλλογικὴ βλέπαμε τὴν εὐθύνη τῆς ἐνοχῆς ἤ τῆς σιωπῆς. Ὅλοι οἱ λαλίστατοι τηλεοπτικοὶ κληρικοὶ παντὸς βαθμοῦ ἐξαφανίστηκαν ἀπὸ τὴ δημοσιότητα μὴ τυχὸν τοὺς πάρει ξέφρενη ἤ κατευθυνόμενη, ἔσωθεν ἤ ἔξωθεν, ἡ χιονοστιβάδα. Θεολογικὸς λόγος ἀρκούντως παρηγορητικὸς δὲν ἀρθρώθηκε, τόσο γιὰ τὸ σκανδαλισμένο καὶ ἀπορημένο ποίμνιό μας, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς ἐνδεχομένως ἀδίκως συκοφαντηθέντες. Καμμιὰ Θεολογικὴ Σχολὴ ἤ Ἀκαδημαϊκὴ Κοινότητα δὲν μίλησε γρήγορα ἤ πειστικά. Κανένα Πατριαρχεῖο δὲν θεώρησε εὐθύνη του νὰ γαληνεύσει τὶς συνειδήσεις καὶ νὰ καλέσει σὲ συστράτευση γιὰ νὰ ἑρμηνευθεῖ καὶ νὰ ξεπεραστεῖ ἡ κρίση. Καμμιὰ Σύνοδος δὲν ἀνέσυρε ἀνάλογα πατερικὰ παραδείγματα ὥστε νὰ θέσει ξανὰ τοὺς εὐαγγελικοὺς ἄξονες ὡς στόχους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κοινωνίας.
Ὁ σάλος κώπασε, ὁ τυφῶνας πέρασε κι ἐμεῖς συνεχίζουμε τὸ ἔργο μας. Ὅμως κυττάζοντας τὸ αὔριο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτιμήσουμε τὸ χθές; Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουμε ἕναν ἀπολογισμὸ τῶν ὅσων συνέβησαν; Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ φτάσουμε σ’ ἕνα δίδαγμα καὶ νὰ ψελίσουμε ἕνα ρητὸ ποὺ θὰ μᾶς φέρει στὴν ἑπόμενη μέρα πιὸ σοφοὺς κατὰ Χριστὸν καὶ κατὰ κόσμον;
Ὅλα ὅσα συνέβησαν, μήπως πρέπει νὰ μᾶς κάμουν νὰ διερωτηθοῦμε, κατὰ πόσο πιὰ τὸ ποίμνιό μας εἶναι ποίμνιο; Μήπως τὰ λάθη τῶν ἀδελφῶν μας κληρικῶν δὲν εἶναι μόνο δικά τους ἀλλ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας; Μήπως ἡ μέχρι τότε ἔνοχη σιωπή μας χάρηκε ποὺ βρῆκε στόμα ἀλλονῶν καὶ μίλησε; Μήπως ἡ σιωπὴ τῶν λαϊκῶν ἔγινε δίδαγμα γιὰ τοὺς κληρικούς; Μήπως ἡ σιωπὴ τῶν ἱερέων ἔγινε δίδαγμα τῶν Ἐπισκόπων; Μήπως ἡ σιωπὴ τῶν Ἐπισκόπων ἔγινε δίδαγμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Μήπως τελικά, ἡ πολεμικὴ κατὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἔγινε δίδαγμα γιὰ τὸν λαό μας ποὺ πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι δὲν τὸν συμφέρει ἡ σιωπὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Πρωθιεράρχου της;
Πάντως ἡ λέξη καὶ ἡ ἔννοια «κάθαρση» ἀλλὰ καὶ ἡ διαδικασία ἐκτελέσεώς της ἦταν ὅλως δι’ ὅλου λάθος! Παντάξενη στὸ δικό μας χῶρο γι’ αὐτὸ καὶ τραγικὰ καταδικασμένη σὲ ἀνυποληψία καὶ ἀναποτελεσματικότητα. Τελοῦμε ἐν ἀναμονῇ νέας ὁμοβροντίας ποὺ ἀκούγεται πίσω ἀπὸ τὰ σύννεφα. Περιμένουμε τὸ κατέβασμα τῆς σπάθης ποὺ τὸν λεπτὸ συριγμό της ἤδη μπορεῖ νὰ ἀφουγκρασθεῖ κανείς. Κι ἄν δὲν ἔρθει ἡ ὁμοβροντία κι ἄν δὲν πέσει ἡ σπάθη, θὰ ζοῦμε πιὰ ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ φόβου, τοῦ πανικοῦ ἑνὸς παρόμοιου ἐφιάλτη.
Ὅμως, ἀντὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ ξεχάσουμε, μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ μαζέψουμε τὶς πέτρες ποὺ δικαίως ἤ ἀδίκως μᾶς ἔρριξαν ὥστε νὰ χτίσουμε μ’ αὐτὲς ξανὰ τὰ γκρεμισμένα τείχη τῆς ἱερατικῆς μας ὑπολήψεως; Καὶ σὲ μιὰ ἀνάπαυλα ἐπανοικοδομήσεώς μας νὰ προβληματισθοῦμε στὰ σοβαρὰ γιὰ τὸ τί ἔφταιξε;
Μήπως ὁ προσανατολισμός μας τῶν κληρικῶν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἡ ἁγιότητα;
Μήπως ὁ ἐξοβελισμὸς τῆς ἐγκρατείας ἀπὸ τὴν ζωή μας καὶ τῆς ἀσκήσεως, μᾶς ἐκδικεῖται καθὼς ἀνεβαίνουμε τὸ δρόμο τῆς δημοσιοϋπαλληλικῆς ξεγνοιασιᾶς καὶ τῆς τρυφηλῆς ἀδιαφορίας γιὰ ὅλα;
Μήπως τὰ «κυριαρχικὰ δικαιώματα» τῶν ἐπισκόπων ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν τὴν σύνολη Ἐκκλησία νὰ παρεμβαίνει εὔκολα, εἶναι ποὺ αὐξάνουν τὶς ἀδυναμίες καὶ ὑποτροπιάζουν τὰ λάθη;
Μήπως ἡ δυνατότητα καταφυγῆς σὲ κοσμικὰ διοικητικὰ δικαστήρια καλύπτει τὴν ἀντικανονικότητα κάποιων πράξεών μας;
Μήπως ἡ αὐξητικὴ πορεία τῶν σταθερῶν εἰσοδημάτων μας ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἀντιστρόφως ἀνάλογη πορεία τῆς ὑπολήψεώς μας στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία;
Μήπως ἡ πληθώρα ἱερέων καὶ ἱερομονάχων (κι αὐτὴ στὶς μεγάλες πόλεις) στὴν ἐναγώνια ποσοτική της αὔξηση δὲν ἔδωσε τὴν πρέπουσα προσοχὴ στὴν ποιοτικὴ εἰδικὴ βαρύτητα ποὺ ἀπαιτεῖ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα καὶ ἰδιαιτέρως στὴν δική μας ἐποχή;
Μήπως ἡ στρατολόγηση κληρικῶν, ἀδιακρίτως ἡλικίας καὶ σταθερότητος τῆς προσωπικότητος, δημιούργησε ἕνα στρατὸ πήλινο καὶ κενό;
Μήπως ἡ ἀδιαλλαξία τῆς καθημερινῆς μας ἐμφανίσεως καὶ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τοὺς «ἀδύναμους» ἀδελφούς μας, ποὺ δικαίως καθηρέθησαν, προδίδουν μιὰ «ἀφιλάδελφη» ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα;
Μήπως ὁ ἐξορκισμὸς ἑνὸς «προβλήματος» ἀπὸ τὴν μητρόπολή μας δείχνει προσωπικὴ δειλία ἀναλήψεως εὐθύνης γιὰ τὴν σύνολη Ἐκκλησία καὶ τελικὰ ἀνευλάβεια στὸ ἅγιο Σῶμα της;
Μήπως ἡ φίμωση τῶν εἰλικρινῶς ἀντιθέτων φωνῶν καὶ τῶν ἐλευθέρων συνειδήσεων μᾶς ἔβαλε σ’ ἕνα γυάλινο πύργο ἀπ’ ὅπου βλέπουμε τὴ ζωὴ σὲ ἀπόσταση καὶ ἐξωραϊσμένη;
Μήπως ὁ φόβος τῶν γερόντων ἱεραρχῶν γιὰ ἕνα ὅριο ἡλικίας καὶ ὁ τρόμος τῶν νεοτέρων γιὰ τηλεκατευθυνόμενο ἐναντίον τους πρόβλημα εἶναι αὐτὰ ποὺ καθιστοῦν τὴν Ἱεραρχία ἀδύναμη νὰ πεῖ τὸν οὐσιαστικό της λόγο ποὺ κρύβει στὰ γονίδια τοῦ συνοδικοῦ της συστήματος;
Μήπως ἡ πείνα τῆς δόξας, τὸ σημαιάκι στὸ αὐτοκίνητο, ἡ πρωτοκαθεδρία στὶς ἐκδηλώσεις, ἡ πρωτοπροσφώνηση στὶς ὁμιλίες θὰ ἔπρεπε να δείξουμε ὅτι δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν πιά, σὲ μιὰ ἐποχὴ μάλιστα ποὺ ἀποψίλωσε κάθε τυπικότητα καὶ παραβίασε κάθε πρωτόκολλο;
Μήπως θὰ χρειαζόταν δραστικότερα νὰ ἀπομακρύνουμε ἀπὸ πάνω καὶ γύρω μας τὸν πειρασμὸ τῆς φιλοχρηματίας, στὸν ὁποῖο φαίνεται ὅτι εἴμαστε εὐεπίφοροι, μὲ τὸ νὰ θέσουμε δικλείδες ποὺ θὰ ἀποτρέπουν τὴν αὐθαιρεσία καὶ τὴν ἀδιαφάνεια στὴ διαχείριση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας;
Μήπως ὁ ἐθνικός μας λόγος μας ἔπαυσε να ‘ναι ἀπαραίτητος σὲ μιὰ χώρα - περιφέρεια τῆς Εὐρώπης ποὺ πιὰ δὲν ἀποφασίζει γιὰ τὸ μέλλον της καὶ ἴσως πρέπει νὰ ἀρχίσουμε νὰ περιγράφουμε μὲ νόημα τὴν ἔννοια τοῦ ἔθνους τῶν χριστιανῶν;
Μήπως ἡ χρησιμότητά μας στὸ Κράτος μόνο ὡς δεκανίκι τοῦ Ὑπουργείου Ὑγείας-Πρόνοιας, λόγῳ τῶν Ἱδρυμάτων μας, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς κάνει νὰ ὑπερηφανευόμαστε, ἀφοῦ ποτὲ δὲν μᾶς ἀναγνώρισαν ἕνα πνευματικὸ ρόλο καὶ πνευματικοὶ θεωροῦνται μόνο οἱ καλλιτέχνες στὴν Ἑλλάδα; Πότε στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους (καλλιτέχνες, δημοσιογράφους) συμπεριελήφθησαν καὶ κληρικοὶ ἤ ἀκαδημαϊκοί;
Ὅταν οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς Χώρας (καλλιτέχνες-δημοσιογράφοι-στρατευμένοι λογοτέχνες-ποιητές) λείψουν, τότε «φτωχαίνει ἡ Ἑλλάδα», ὅταν ἕνας ἐπίσκοπος, ἡγούμενος, ἐξομολόγος, ἐφημέριος νοσοκομείου ἤ φυλακῆς κοιμηθεῖ κανεὶς δὲν τὸ ἀναφέρει. Ὅταν συσκέπτονται οἱ ροδακινοπαραγωγοὶ γιὰ τὰ μέτρα-ἀντίποινα ποὺ θὰ λάβουν, ὅλοι περιμένουν τὰ πορίσματα τῆς συσκέψεως, ὅταν συνεδριάζει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος οἱ δημοσιογράφοι καραδοκοῦν τὸ «λαυράκι», τὸν καυγά, τὴν ἀντίθεση, ὁ λαὸς περιμένει ὅτι θὰ σκανδαλιστεῖ καὶ ὁ Κλῆρος δὲν περιμένει τίποτε.
Μήπως ἡ παρουσία μας στὶς ὀρκομωσίες, στὶς παρελάσεις, στὰ ἐθνικὰ μνημόσυνα καὶ στὶς δοξολογίες ἔπαυσε πλέον νὰ ἔχει μιὰ σημειολογία ὁπότε καλύτερα θὰ ἦταν νὰ ἐλλείψει;
Μήπως οἱ μητροπόλεις μας θὰ ἔπρεπε, πρὶν νὰ μᾶς ἐπιβληθεῖ, νὰ ἀρχίσουν σιγά-σιγὰ νὰ μετατρέπονται ἀπὸ ν.π.δ.δ. σὲ ἐπισκοπές; Ποιὸς δὲν βλέπει ὅτι ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ νομοσχέδια τῆς μεταπολιτεύσεως γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁδηγοῦν σ’ ἕνα μεταξωτὸ διαζύγιο μὲ τὴν ἑλληνικὴ πολιτεία μὲ ἀμφίβολη τὴν κατοχύρωση διατροφῆς; Στὰ μοτίβα τῆς Ε.Ε. δὲν βρίσκονται πιὰ «κωδικοὶ» ἐνισχύσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐνδεχόμενη ὑποβάθμιση τῶν δύο Θεολογικῶν Σχολῶν θὰ ἐξοστρακίσει τελικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἀπὸ τὴν σύνολη Πανεπιστημιακὴ κοινότητα.
Καὶ πρόσφατα ἄρχισε ξανὰ νὰ δημοσιοποιεῖται, ἐπιστημονικὰ σχεδιασμένος σὲ χάρτη, ὁ μέχρι τώρα κούφιος, θολός, δημοσιογραφικὸς λόγος περὶ χωρισμοῦ Κράτους-Ἐκκλησίας. Χωρισμὸς μὲ τὸ Κράτος, νὰ γίνει εἰ δυνατὸν καὶ αὔριο τὸ πρωΐ! Σὰν Χριστιανὸ Ὀρθόδοξο μὲ συμφέρει. Σὰν Ἕλληνα πολίτη ὅμως, πρέπει νὰ μὲ ρωτήσει ἡ Κυβέρνησή μου, ἡ Πολιτεία, ἡ ὁποία κάποτε ὀφείλει νὰ τολμήσει τὴν ἄνοδο τοῦ πολιτικοῦ ἐπιπέδου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ της. Οἱ μέχρι τώρα κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ καὶ ΝΔ δειλίασαν, ὅμως δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἐπιτρέπουν νὰ τῆς προτείνουν νομοσχέδια κάποια τρωκτικά, κηφῆνες καὶ πόντικες τῶν ὑπουργείων. Ἔχει κι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς γνώμη, ὅπως κι οἱ ὑπόλοιποι λαοὶ τῆς Ε.Ε.. Γιατὶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ τὴν ἐκφράσουμε; Ἄν ὁ ἑλληνικὸς λαὸς πεῖ ναί σ’ ἕνα χωρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ Κράτος, τότε νὰ γίνει!
Βεβαίως ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ δημοψηφίσματος θὰ εἶναι θετικὸ γιὰ μᾶς. Πάντως θὰ μᾶς εἶναι χρήσιμο γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὸ ποσοστό μας, ἐνδεχομένως, δὲν εἶναι 98% ὁπότε τότε θὰ πρέπει γενναῖα νὰ βοηθήσουμε τὸ ὑπόλοιπο νὰ ζεῖ ἐλεύθερα, ἀβίαστα καὶ ἀνεξάρτητα ἀπ΄ὅσα ὁρίζουν οἱ ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἤδη συμβαίνουν ἀλλ’ ἐθελοτυφλοῦμε καὶ γιὰ ὅσα ἔρχονται ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά, θὰ μπορούσαμε νὰ στηριχτοῦμε στὸ λαό μας καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε μαζί του γιὰ τὸ αὔριο τῆς Ἐκκλησίας του. Ὁ εὐσεβὴς λαός μας εἶναι τὸ ἀρραγὲς δυναμικὸ τῆς Ἐκκλησίας μας, διερωτηθήκαμε ὅμως πόσο ἀρραγὲς εἶναι αὐτὸ τὸ δυναμικὸ πιά; Στὴν κρίση τοῦ χειμῶνα τοῦ 2004-2005 ὁ λαός μας ἤ μίλησε σκληρὰ γιὰ μᾶς ἤ μᾶς μίλησε μὲ τὴ σιωπή του. Ἀλαφιασμένοι καὶ ἀπορημένοι κυτάξαμε τοὺς Χριστιανοὺς μας στὰ μάτια ζητώντας ἐνίσχυση, μὰ δὲν τὴν παίρναμε πάντοτε. Μήπως κάπου ἔχουμε προδώσει τὸ λαό μας, μήπως τὸν ξεχάσαμε, μήπως τὸν περιφρονοῦμε στὴ μεγαλωσύνη μας καὶ τὸν ψάχνουμε, καταφεύγουμε σ’ αὐτὸν μόνο ὅταν κλονιζόμαστε; Ἀκούστηκε ἀπὸ λαϊκοὺς μυριάκις ἡ φράση «καὶ μεῖς εἴμαστε Ἐκκλησία» σὰν ἡ ἐπινίκια-revanche ἑνὸς ὀγκώδους λαϊκοῦ σώματος ποὺ μέχρι τότε κανεὶς δὲν ὑπολόγιζε. Εἰπώθηκε ἀπὸ κληρικοὺς μυριάκις ἡ φράση «καὶ σεῖς εἴσαστε Ἐκκλησία» σὰν ἐπιμερισμὸς τῶν ἐνοχῶν καὶ τῶν τύψεών μας σὲ ἀνθρώπους δικούς μας ποὺ ὅμως μόνο τότε θυμηθήκαμε.
Πότε νοιαστήκαμε στ’ ἀλήθεια γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα τῆς κοινωνίας τοῦ σήμερα; Ἤ φοβόμαστε νὰ τὰ συζητήσουμε ἤ τὰ μιλᾶμε μὲ μιὰ ξύλινη γλῶσσα, ἀκατανόητη καὶ ἀνεδαφική. Ἤ τέλος, ἐπαφιέμεθα στὴν φιλοτιμία τῶν ἐξαιρέσεων τῶν πνευματικῶν, αὐτῶν ποὺ «πᾶνε γιὰ ψυχὴ» ὅταν δίπλα τους ἄλλοι ἀδελφοὶ πᾶνε «γι’ ἄλλα». Ποιὰ εἶναι ἡ δυναμικὴ παρέμβασή μας στὴν οἰκογένεια, στὴν ἀνεργία, στὴν ἀσθένεια, στὰ τροχαῖα, στὰ ναρκωτικά, στὴν ἀνασφάλεια πρὸ τοῦ γάμου καὶ μετά, στὴν πληθώρα τῶν αἱρέσεων;
Γιατὶ οἱ Χριστιανοί μας ἔρχονται στὶς μητροπόλεις γιὰ νὰ ζητήσουν χρήματα, διορισμὸ ἤ μετάθεση καὶ ἔπειτα τρέχουν σὲ χαρισματικὰ πρόσωπα γιὰ ἐξομολόγηση καὶ συμβουλές; Σπανιώτατες οἱ περιπτώσεις ἀνθρώπων ποὺ μᾶς ρώτησαν στὶς μητροπόλεις «πῶς θὰ σωθῶ, πάτερ μου;» ἐνῶ καθημερινὸ βάσανο εἶναι τὰ αἰτήματα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ κατατίθενται στὰ βουλευτικὰ γραφεῖα. Οἱ δὲ συστάσεις καὶ οἱ παρεμβάσεις μας εἰσπράχθηκαν δικαίως ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία σὰν μεροληπτικὴ τακτοποίηση «τῶν δικῶν μας παιδιῶν».
Μέχρι πότε θὰ παριστάνουμε τοὺς μικρο-ἐξυπηρετικοὺς βουλευτὲς ἀντὶ νὰ ὁμολογήσουμε μὲ παρρησία ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε γιὰ νὰ λύσει τὰ βιοποριστικά μας προβλήματα οὔτε γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν πόνο ἀλλὰ γιὰ νὰ γεμίσει τὰ προβλήματά μας καὶ τοὺς πόνους μας μὲ τὴν παρουσία Του;
Πότε θὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὴν διαρκὴ μουρμούρα τῶν πιστῶν μας γιὰ τὴν ἀρχιερατική μας ἀμφίεση; Πότε θὰ διερωτηθοῦμε γιατὶ ἀργοποροῦν τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς στὴ Λειτουργία ὥστε νὰ προβληματισθοῦμε γιὰ τὸ ὡράριο καὶ τὸ μῆκος τῶν ἀκολουθιῶν μας; Πότε θὰ σεβαστοῦμε τὴν ἀδυναμία τους νὰ κατανοήσουν τὴ γλῶσσα μας καὶ πότε θὰ πάψουμε νὰ βαυκαλιζόμαστε ὡς λόγιοι καὶ φύλακες μουσείου γλώσσης καὶ παραδόσεως; Πότε θὰ τοὺς ἀπαντήσουμε γιὰ τὴν ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση ἤ γιὰ τὴν κλωνοποίηση ὀργάνων; (Ἡ Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου 2005, τόλμησε καὶ ἀπεδέχθη τὶς προτάσεις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς ἀπὸ ἐμπιστοσύνη περισσότερο πρὸς τὸν σεβ. Μεσογαίας-πρόεδρό της. Γεγονὸς παρήγορο καὶ ἐλπιδοφόρο ποὺ φανερώνει τὴν ἀνάγκη στελεχώσεως τῆς Ἱεραρχίας μὲ εἰδικοὺς ἐπιστήμονες.) Πότε θὰ μιλήσουμε στοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν αὐξανόμενη ἀτεκνία καὶ τὴν διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν τους; Πότε θὰ παραδεχθοῦμε ὅτι τὰ Κατηχητικὰ Σχολεῖα πέθαναν πιά, γιὰ νὰ ἀναζητήσουμε νέους τρόπους κατηχήσεως τοῦ λαοῦ μας ποὺ δέρνεται ἀνηλεῶς ἀπὸ παγανισμό, μαγεία, ἀποκρυφισμό καὶ ζωδιολατρεία;
Ὁ λαὸς μας πιὰ ἀναμιγνύει μέσα του καὶ δὲν μπορεῖ εὔκολα νὰ ξεχωρίσει τὴ διαφορὰ τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν λειψάνων καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, ἀπὸ τὰ ξόρκια τοῦ χότζα ἤ τοῦ μέντιουμ, δὲν καταλαβαίνει τὴ διαφορὰ τῶν ἀσκήσεων τῆς γιόγκα ἀπὸ τὴν προσευχή, δὲν ξεχωρίζει τὴν ἐξομολόγηση στὸν ἱερέα ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση στὸν μεταμεσονύχτιο ἀστρολόγο, θεωρεῖ τὸ θαῦμα «ἐνέργεια», τὸ Θεὸ μιὰ ἀνώτερη δύναμη, ἀκούει «ὁμοιότητες» ἀνάμεσα στὸν Χριστὸ καὶ στὸν Προμηθέα καὶ ἄλλα τέτοια ποὺ παγώνουν τὴν πίστη τῶν παλαιοτέρων καὶ ἀντικαθιστοῦν τὴν πίστη τῶν νέων.
Μπροστὰ σ’ αὐτὰ τὰ νέα δεδομένα ἀκόμα καὶ οἱ παλαιὲς αἱρέσεις ἔχασαν πιὰ τὴν προσελκυστικότητά τους στοὺς παραπονουμένους Χρστιανούς μας.
Κι ἐνῶ ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν γύρω μας καὶ ποὺ εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς πνευματικῆς ἀποτυχίας καὶ ἀνεπαρκείας μας, ἐμεῖς, «ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία», ὁ κλῆρος, βιώνουμε τὴν χειρότερη στὴν ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἀπαξίωση ἐξαιτίας ὄχι τῶν λαθῶν μας, ἀλλὰ τῆς σιωπῆς μας. Φοβόμαστε νὰ μιλήσουμε καὶ νὰ συζητήσουμε μὲ τὴν ἐποχή μας καὶ τὸν κόσμο μας γι’ αὐτὰ τὰ ζητήματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν, τὸν συνθλίβουν καὶ τρῶνε τὴν ψυχή του μὴ τυχὸν μᾶς παρεξηγήσουν κάποιοι ἀδελφοί μας ποὺ πιστεύουν ὅτι εἶναι μαντρόσκυλοι τοῦ Θεοῦ καὶ ξαγρυπνοῦν πάνω στὴν παρακαταθήκη τῆς πίστεως καὶ τοῦ δόγματος. Κάποιοι ἀδελφοί μας, ποὺ ἐνῶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ κλαίει καὶ παραπατάει στοὺς δρόμους, τρυπώνουν στὴν κρεββατοκάμαρα του γιὰ νὰ ἐλέγξουν καὶ νὰ καθοδηγήσουν. Κάποιοι ἀδελφοί μας ποὺ αἰθεροβατοῦν προσπαθώντας νὰ κάμουν τὴν κοινωνία μοναστῆρι καὶ σὰν φρυκτωροὶ νὰ ἀστυνομεύσουν τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Φοβόμαστε, αὐτοὺς τοὺς ναυαγοὺς τῆς ζωῆς καὶ τοὺς κέρβερους τοῦ παραδείσου, μὴ τυχὸν μᾶς χαρακτηρίσουν ὡς νεωτεριστές, μοντέρνους, νεορθοδόξους, νεοεποχίτες, οἰκουμενιστές, μανιχαϊστές, βαρλααμιστές καὶ μὲ ἄλλες παρόμοιες, ἀνούσιες, ἀνόητες, παλιομοδίτικες, μεσαιωνικὲς ἐτικέτες ποὺ δὲν λένε τίποτε ἀπολύτως στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ βιώνει τὴν τραγωδία τοῦ σήμερα στὸ σπίτι του καὶ στὸν ἑαυτό του.
Τέλος πάντων, φτάνει τὸ παρελθόν! Δὲν μποροῦμε νὰ καλοῦμε τὸν κόσμο μας νὰ ζήσει μ’ αὐτό. Ὅταν τὸ ἐπικαλούμεθα καὶ τὸ στηρίζουμε σὲ σιγίλια καὶ χρυσόβουλα δὲν μποροῦμε νὰ τὸ προτείνουμε σ’ ἕνα μέλλον διαδικτύου καὶ πληροφορίας. Ὅταν ἐπικαλούμεθα τὸ παρελθὸν καὶ τὸ τεκμηριώνουμε σὲ τακρίρια καὶ ἀχνιναμέδες δὲν μποροῦμε νὰ τὸ προτείνουμε σὰν μοτίβο ζωῆς τοῦ αὔριο ποὺ ἁλματωδῶς ἑνοποιεῖ-πολτοποιεῖ πολιτισμοὺς καὶ θεωρεῖ τὶς θρησκείες διχαστικὲς παραμέτρους τῶν κοινωνιῶν.
Νὰ ἀντλοῦμε βεβαίως ἀπ’ αὐτό, νὰ παίρνουμε τὴν πικρή του πεῖρα, νὰ γνωρίζουμε τὰ κραυγαλέα λάθη του, ὅσα ἡ ἀπόσταση δὲν πρόλαβε νὰ ὡραιοποιήσει καὶ ὕστερα νὰ ἐπεκτεινόμαστε στὸ σήμερα. Μοιάζουμε μὲ μουσειοφύλακες, ρομαντικοὺς νοσταλγούς, δειλοὺς κι ἀναποφάσιστους γιὰ τὸ αὔριο. Ἀξίζει μὲ εἰλικρίνεια νὰ διερευνήσουμε οἱ ἴδιοι πόσο στέρεος εἶναι ὁ Βράχος πάνω στὸν ὁποῖο στερεώθηκε ὁ Χριστιανισμός. Κι ὅταν πειστοῦμε ἐμεῖς τότε θὰ πείσουμε τὸν κόσμο μας. Ὁ κόσμος σήμερα διερωτᾶται ἄν τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει νὰ τοῦ πεῖ κάτι. Διαισθάνονται οἱ ἄνθρωποι τὸν πλοῦτο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, βρίσκουν στὰ γονίδιά τους τὴν ὀμορφιὰ τῆς Πίστεως ἀλλὰ προσπαθοῦν νὰ γευθοῦν κατὰ πόσο ἐμεῖς εἴμαστε τὸ ἁλάτι τῆς κοινωνίας. Ἕνα ἁλάτι ποὺ ὄχι μόνο τσούζει ἀλλὰ κυρίως νοστιμίζει. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ εἴμαστε ἡ ἄρνηση σὲ ὅλα, μποροῦμε νὰ γίνουμε ἡ νοστιμιὰ πολλῶν πραγμάτων τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Πέρα ἀπὸ βελούδα καὶ χρυσά, μακρυὰ ἀπὸ μεγαλοϊδεατισμοὺς καὶ ἐθνικισμοὺς καὶ χωρὶς λογιωτατισμοὺς καὶ ὑπερθετικοὺς βαθμούς, ὁ ρόλος μας καὶ ἡ ἀξία μας εἶναι νὰ ἐμπνεύσουμε τὸν κόσμο μας νὰ νικήσει τὸν κόσμο. Νὰ ἐμπνεύσουμε τὸν κλῆρο μας νὰ ξεπεράσει τὴν ὑποκρισία τῆς ἱεροπρέπειας καὶ νὰ βγεῖ στὸ στίβο τῆς κοινωνίας γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἐξαντλητικὰ ἐργαζόμενο, τὸν εὐτελισμένα ἄρρωστο, τὸν κοινωνικὰ ἀδύνατο, τὸν τερατόμορφο ἁμαρτωλό, τὸν αὐθάδη νεαρό ποὺ μᾶς κυττάει μὲ συνοφρυωμένα μάτια καὶ φρυγμένα χείλη. Κι ὅταν τοὺς συναντήσουμε ν’ ἀντέξουμε τὴν κατ’ ἀρχὴν ἀγένεια καὶ σκληρότητά τους ἀπέναντί μας κι ἔπειτα, παραμένοντας δίπλα τους νὰ παλέψουμε μαζί τους προτείνοντας μιὰ ἄλλη ἄγνωστη γιὰ ἐκείνους ἀλήθεια. Νὰ παραδεχτοῦμε λάθη μας καὶ νὰ ζητήσουμε συγνώμη, νὰ προσκαλέσουμε σὲ βοήθεια καὶ νὰ δεχθοῦμε ἰδέες καὶ ἀπόψεις τους γιὰ μιὰ Ἐκκλησία ποὺ θὰ τὴν ἔνιωθαν δική τους κι ὄχι δική μας.
Μιὰ πρωτόγνωρη στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τακτική, διαλόγου τῆς Ἱεραρχίας μὲ τὴν κοινωνία, τόλμησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, τὸ φθινόπωρο τοῦ 2005, ἐγκαινιάζοντας ἔτσι γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ ἐπικοινωνία στὴν ὁποία ἀφουγκράζεται ἡ μάννα Ἐκκλησία τὸ παιδί, οἱ πνευματικοὶ ἡγέτες τὸν λαό, οἱ προεστῶτες τὸ πλήρωμα. Τὸ ἐμπνευσμένο αὐτὸ βῆμα τῆς Ἱεραρχίας καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, φρονῶ ταπεινῶς, ὅτι ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο ἀπολογισμὸ τῶν γεγονότων τοῦ περασμένου χειμῶνα, τὴν ἐξυπνότερη καὶ πνευματικότερη ἀποτίμηση τῆς στάσεως καὶ τῆς κραυγῆς τῶν Ἑλλήνων τοῦ 2005. Χρειάζεται ὅμως οἱ ἐπισημάνσεις νὰ φέρουν γενναῖες μεταρρυθμίσεις ποὺ θὰ μείνουν στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὡς θεμέλια ἑνὸς αὔριο χαλυβδωμένου μὲ τὴν πικρὴ πείρα ἑνὸς δοκιμασμένου πιὰ χθές.
Χρειάζεται νὰ τολμήσουμε, ἔστω δοκιμαστικά, ἀλλαγὲς καὶ μεταρρυθμίσεις μὲ στόχο τοὺς νέους ἀνθρώπους. Στὸ τέλος νὰ προσκομίζουμε καὶ τὴν πρόταση τῆς προσφορᾶς, τῆς θυσίας, τῆς ἱεραποστολῆς, τῆς ἐγκρατείας, τῆς ἁγιότητος. Παρόμοιες προτάσεις οὔτε κὰν στοὺς νεαροὺς κληρικούς μας μποροῦμε νὰ προτείνουμε σήμερα, πολὺ περισσότερο νὰ ἐμπνεύσουμε κι ἐνῶ ἡ ἑλλαδικὴ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία σήμερα, ἀκόμα λανσάρει καὶ ἐξάγει γηραιοὺς πιὰ τοὺς ἀναθρεμμένους ἀπὸ τὶς ἀδελφότητες, διερωτηθήκαμε αὔριο σὲ ποιοὺς θὰ στηριχθεῖ; Στοὺς σημερινοὺς κομψευόμενους λιμοκοντόρους ποὺ καλύπτουν μὲ πολύχρωμα λουλούδια στὰ ἄμφια, ἀναστολές, ἀδυναμίες, φοβίες καὶ τεμπελιά; Ἤ στοὺς ὁλιγογράμματους πτυχιούχους θεολόγους ποὺ μιλοῦν καὶ κηρύσσουν μὲ τὴν μαστίχα στὸ στόμα «οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας…» χωρὶς νὰ παραπέμπουν ποτὲ σὲ κανέναν; Ἡ ἔλλειψη ἐξειδιασμένης θεολογικῆς γνώσης φαίνεται στὴν προχειρότητα τῶν τηλεοπτικῶν κληρικῶν ἐμφανίσεων ὅπως φαίνεται καὶ ἡ ἀνυπαρξία ἱερατικῆς καὶ εὑρύτερης παιδείας. Γράφει ὁ ἅγιος Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης: «Ἔ, μοναχὲ ἀγροδίαιτε, χωριάτη, γιὰ πές μου τί θὰ κάνεις λοιπόν, ἄν προκύψει κάποιο σοβαρότατο ἐκκλησιαστικό ζήτημα, ἀμφιλεγόμενο καὶ χρειαστεῖ νὰ ἀγωνιστοῦν οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἐσὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου εἶστε ἕνα πολὺ σημαντικὸ μέρος; Τί θὰ κάνεις σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση; Πῶς θὰ ἀνοίξεις τὸ στόμα σου νὰ μιλήσεις ὅταν δὲν θὰ ἔχεις τὴν δέουσα θεολογικὴ μόρφωση… Σὲ τί θὰ φανοῦν τότε χρήσιμες οἱ ἱκανότητές σου στὴν ἐπίλυση πρακτικῶν θεμάτων; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι γιὰ τὴν πνευματικὴ ὁλοκλήρωση ἑνὸς ἀληθινοῦ μοναχοῦ δὲν ἀρκοῦν αὐτά, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτὸ ποὺ τοῦ χρειάζεται εἶναι κυρίως ἡ γνώση; Καὶ φυσικὰ δὲν ἐννοῶ ἐδῶ μόνο τὴ θεολογικὴ παιδεία, ἀλλὰ καὶ ἐκείνη ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἄλλες περιοχὲς μάθησης, μιὰ παιδεία διαφορετικὴ καὶ πολύμορφη μὲ τὴν ὁποία μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποδειχθεῖ χρήσιμος σ’ ὅσους συναναστρέφεται». (Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης, «Τί φλυαρεῖ ὁ μέγας παπᾶς;», 146).
Ὁ καθηγητὴς Γεώργιος Γαλίτης σὲ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται» γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴ δύναμη καὶ τὰ μέσα νὰ διορθώσει καταστάσεις καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει περιστάσεις. Ἀρκεῖ οἱ ἄνθρωποί της νὰ τὸ θελήσουν καὶ νὰ τὸ ἀποφασίσουν. Οἱ πολιτικοὶ ὁμιλοῦν γιὰ «ἐπανίδρυση» τοῦ κράτους. Ἡ Ἐκκλησία δὲν χρειάζεται ἐπανίδρυση˙ τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ἀναχθεῖ στὴν Ἵδρυση καὶ στὶς Ἀρχές της, στὴν Πεντηκοστή καὶ στὸν Ἱδρυτή της. Νὰ ἀκούσει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ Ὁποῖον «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» καὶ νὰ ἀφουγκρασθεῖ «τὶ τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς Ἐκκλησίαις». Καὶ νὰ προχωρήσει χωρὶς δισταγμούς, φόβους καὶ ἀμφιταλαντεύσεις, μὲ ἀποφασιστικότητα καὶ θάρρος, στὴν ἐκπλήρωση αὐτοῦ ποὺ ζητεῖ ὁ Θεός, ἀπ’ ὅλους μας, στοὺς χαλεποὺς καιρούς μας. Ὅσοι τολμήσουν, θὰ μείνουν στὴν Ἱστορία. Ὅσοι ὀρρωδήσουν, θὰ εἶναι ὑπαίτιοι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του γιὰ μιὰ ἀκόμη χαμένη εὐκαιρία.» («Ἀνάπλασις», τ. 416, 2005).
Αὐτὸ τὸ θάρρος καὶ ἡ ἀποφασιστικότητα ὑπάρχει στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Καὶ εἶναι τόσο ριζωμένα στὶς δομές της ποὺ διδάσκεται κιόλας. Τὴν πρώτη μου συμμετοχή στὶς ἐργασίες τῆς Ἱεραρχίας σημάδευσε γιὰ πάντα ὁ λόγος ποὺ μοῦ εἶπε, παίρνοντάς με παράμερα, ὁ σεβ. Πειραιῶς Καλλίνικος: «Ἄκουσέ με, μοῦ εἶπε, στὴν ἐπαρχία σου θὰ πᾶς καλά, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν φτάνει. Πρέπει νὰ πᾶς καλὰ κι ἐδῶ μέσα. Νὰ ἔχεις θάρρος νὰ μιλᾶς ἐλεύθερα. Νὰ διαφωνεῖς καὶ μὲ ὅσους σὲ ψηφίσαμε. Δὲν ἔχεις πιὰ ὑποχρέωση σὲ πρόσωπα. Εἶσαι ἐπίσκοπος ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Μὴ φιμώσεις τὴ συνείδησή σου. Νὰ ἀγωνιστεῖς γι’ αὐτό».
Ὁ λόγος ἐκεῖνος μοῦ ἔδωσε φτερὰ καὶ τὸ φτερούγισμα γέννησε τοῦτο τὸ ἄρθρο, ἄτεχνο, ἄκομψο, πρωτόλειο ἐπισκοπικό, πάντως εἰλικρινὲς καὶ ἐπώδυνο. Σὰν συμμόρφωση στὸ λόγο τοῦ Πειραιῶς Καλλινίκου καὶ σὰν ὀφειλὴ στὸ ἔργο τοῦ ὁμόρου μητροπολίτου Μαρωνείας καὶ Κομοτηνῆς σεβ. Δαμασκηνοῦ, χάριν τοῦ ὁποίου ψηφιδογράφηκε αὐτὸς ὁ τόμος. Στὸν πρὸ ἔτους Ἐνθρονιστήριο λόγο μου χαρακτήρισα τὸν τότε Τοποτηρητὴ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀλεξανδρουπόλεως «βαθύσκιωτο πλάτανο τῆς Θράκης». Ἔτσι τὸν ἔνιωθα μετὰ τὴν μεταφύτευση τοῦ γέροντός μου, μητροπολίτου Ἀνθίμου, στὴ Θεσσαλονίκη. Κάτω ἀπὸ τὸ πλατὺ φύλλωμα καὶ τὴν παχειὰ σκιά του ἔζησα γιὰ λίγους μῆνες, ἀτέλειωτους. Ὅμως τὸ ἄδολο χαμόγελό του, ὁ γλυκός του λόγος, ἡ σταθερὴ καὶ στιβαρὴ περπατησιά του, ἡ ἄμεση ὑπογραφή του, ἡ ἀμέριστη ἐμπιστοσύνη του, ὁδήγησαν τὴν ψυχή μου σὲ γαλήνη πολὺ πρὶν τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἀρχιερατικῶν ἐκλογῶν γιὰ τὴν πλήρωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀλεξανδρουπόλεως. Θὰ τοῦ ὀφείλω αὐτὸ τὸ τόσο σημαντικό κομμάτι τῆς πνευματικῆς ζωῆς μου. Θὰ τοῦ ἀναγνωρίζω μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν ἀγάπη του ποὺ γνώρισα.
Κάποια ἡμέρα τοῦ Φλεβάρη τοῦ 2005, ἐνῶ μεσουρανοῦσαν τὰ περὶ σκανδάλων στὴν Τηλεόραση, ἦρθε στὴν Ἀλεξανδρούπολη ὁ σεβ. Μαρωνείας καὶ μὲ ἐπισκέφθηκε στὴ μητρόπολη. Ὅταν μείναμε μόνοι μὲ ρώτησε σιγανά: «Μά, πές μου, τί γίνεται; Τί συμβαίνει; Πῶς θὰ ἐξελιχθεῖ αὐτὴ ἡ κατάσταση; Τί σημαίνουν ὁλ’ αὐτά;»
Αὐτὸς εἶναι ὁ γέροντας μητροπολίτης Μαρωνείας καὶ Κομοτηνῆς Δαμασκηνὸς Ρουμελιώτης. Τελείως ξένος σὲ παρόμοιες καταστάσεις. Ἄμοιρος διαπλεκομένων καὶ ἀδιαφανῶν ζητημάτων. Ἀμέτοχος σὲ συμφέροντα καὶ ἀτιμίες. Καθαρὸς στὴ ζωή του καὶ στὶς προθέσεις του. Εἰλικρινὴς στὰ ἔργα του καὶ εὐγενὴς τόσο στὸ γέλιο του ὅσο καὶ στὸ θυμό του. Φτωχός, δυναμικός, διακριτικός, ἄδολος, πατερικός. Τύπος καὶ ὑπογραμμός, ὑπόδειγμα παλαιοῦ ἐπισκόπου ποὺ μακάρι, νὰ μὴ χαθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ αὔριο καὶ νὰ ἀποτελεῖ παράδειγμα ποὺ θὰ μιμεῖται ἡ πολυπραγμωσύνη τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ σήμερα. Στὰ ἴχνη τέτοιων προοδοιπορούντων, ὁ εὐσεβὴς λαός μας δὲν θὰ στερηθεῖ ποτὲ τὸ ψωμὶ κι ὄχι τὴν πέτρα ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν πατέρα του (Λουκ. 11, 11).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου