ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ - Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Βασιλεύουσα, Νέα Ρώμη, Βυζάντιο, Επτάλοφος… Πόσες λέξεις – πόσα προσωνύμια κρύβονται μέσα στην έννοια της Πόλης! Της Κωνσταντινούπολης.

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἱ­στο­ρί­ας καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ αὔ­ριο

«Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἱ­στο­ρί­ας καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ αὔ­ριο»
Του Σεβ. Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου (Μάρτιος 2007)

 
Δύ­σκο­λος και­ρὸς νὰ μι­λᾶς γιὰ ἐ­πι­σκό­πους. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς ἀ­νέ­βα­σε σὲ ὕ­ψος ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὸ καὶ μᾶς στό­λι­σε μὲ θε­ο­λο­γι­κοὺς συμ­βο­λι­σμούς. Μό­νοι ἐ­μεῖς δὲν εἴ­μα­στε Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ καὶ χω­ρὶς ἐ­μᾶς δὲν ὑ­πάρ­χει Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἱ­στο­ρί­α μᾶς φόρ­τω­σε ψιμ­μύ­θια καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι μᾶς πλημ­μύ­ρι­σαν μὲ τίτ­λους σὲ ὑ­περ­θε­τι­κὸ βαθ­μὸ πάν­το­τε. Κου­βα­λή­σα­με πολ­λὲς φο­ρὲς στὴν πλά­τη μας τὸ κυ­κλο­γύ­ρι­σμα τῶν χρό­νων καὶ προ­σφέ­ρα­με ὀ­ρά­μα­τα κι ἐλ­πί­δες σὲ λα­ούς, νό­η­μα κι ὀ­μορ­φιὰ στὴ ζω­ὴ ἀν­θρώ­πων. Ἔ­τσι ἀ­φε­θή­κα­με νὰ πι­στέ­ψου­με στὰ χα­ρί­σμα­τά μας καὶ στὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τά μας στὸν πο­λι­τι­σμὸ καὶ πή­ρα­με τὸ κον­δύ­λι γιὰ νὰ γρά­ψου­με οἱ ἴ­διοι τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ κό­σμου. Ὅ­μως κά­που ἔ­χου­με καὶ λί­γο δί­και­ο. Ἐ­πει­δή, δὲν θὰ ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λὴ νὰ ποῦ­με ὅ­τι, ὁ κό­σμος αὐ­τὸς φτι­ά­χτη­κε γιὰ νὰ δο­θεῖ προῖ­κα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει ὁ ἴ­διος ὁ κό­σμος τὴν ἀ­ξί­α του καὶ νὰ σω­θεῖ ἀ­π’ αὐ­τὸν ὅ,τι ἀ­ξί­ζει. Ἡ ἐ­φη­βι­κὴ ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ ἀ­πο­γα­λα­κτι­σμοῦ του τὸν ὁ­δή­γη­σε στὸ νὰ τρώ­ει ξυ­λο­κέ­ρα­τα, μὰ ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Πα­τέ­ρα τοῦ ἑ­τοι­μά­ζει στὸ τέ­λος δεῖ­πνο βα­σι­λι­κό. Καὶ εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς ποὺ μοι­ρά­ζου­με.­.. τὶς προ­σκλή­σεις.

Ξε­κι­νή­σα­με ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­λί­ες τῆς Τι­βε­ριά­δος κά­πο­τε. Ἀ­πὸ ψα­ρά­δες γί­να­με κή­ρυ­κες καὶ ὁ­μο­λο­γη­τὲς ἑ­νὸς γε­γο­νό­τος ποὺ εἴ­δα­με μὲ τὰ μά­τια μας, ἀ­κού­σα­με μὲ τ’ ἀ­φτιά μας καὶ ψη­λά­φι­σαν τὰ χέ­ρια μας. Στα­θή­κα­με μὲ θάρ­ρος μπρο­στά σὲ βα­σι­λεῖς καὶ ἡ­γε­μό­νες καὶ νι­κή­σα­με. Τὸ αἷ­μα μας ἔρ­ρευ­σε ἄ­φθο­νο στὰ Κο­λοσ­σαῖ­α, εἴ­δα­με τὰ παι­διά μας νὰ ρί­χνον­ται στὰ θη­ρί­α καὶ νὰ καί­γον­ται στὶς γω­νί­ες τῶν ἐ­παύ­λε­ων τὰ ἀ­δέλ­φια μας ἐ­πει­δὴ πί­στε­ψαν στὰ λό­για μας καὶ βε­βαι­ώ­θη­καν ἀ­πὸ τὴ βι­ο­τή μας. Μά, νι­κή­σα­με! Τό­σο τὴν εἰ­λι­κρι­νὴ ἑλ­λη­νι­κὴ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α, ὅ­σο καὶ τὴν ἰ­σχυ­ρὴ ρω­μα­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Βυ­ζαί­νον­τας τὸ γιό της μιὰ βα­σι­λο­μάν­να τοῦ ἔ­δω­κε τὴν ἐλ­πί­δα ἑ­νὸς σταυ­ρω­μέ­νου Θε­οῦ ποὺ θὰ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ἕ­να κό­σμο στὸν ὁ­ποῖ­ο τὸ λι­ον­τά­ρι θὰ κοι­μό­ταν ἀγ­κα­λιὰ μὲ τὸ πρό­βα­το. Ἔ­ξυ­πνος πο­λι­τι­κὸς ὁ Κων­σταν­τῖ­νος, κα­τά­λα­βε γρή­γο­ρα πὼς ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ἔ­λει­πε ἀ­πὸ τὴν ἄ­τεγ­κτη ἐ­πο­χή του καὶ ἡ ἐλ­πί­δα ποὺ ἀ­που­σί­α­ζε ἀ­πὸ τὸ ἀ­χα­νὲς κρά­τος του ἦ­ταν ὅ,τι πιὸ συ­νε­κτι­κὸ καὶ δυ­να­μι­κὸ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ χα­ρί­σει ὁ­μοι­ο­γέ­νεια καὶ γα­λή­νη στοὺς λα­οὺς-ψη­φι­δω­τὸ τῆς Με­σο­γεί­ου. Ἔ­τσι, μὲ πλη­γὲς ποὺ ἀ­κό­μα ἔ­στα­ζαν αἷ­μα ἀ­πὸ τοὺς δι­ωγ­μοὺς καὶ μὲ πό­δια λα­σπω­μέ­να ἀ­πὸ τὶς ἀρ­ρέ­νες, ἀρ­χί­σα­με νὰ περ­πα­τᾶ­με πά­νω στὰ στίλ­πον­τα μάρ­μα­ρα τῶν ἀ­να­κτό­ρων τοῦ Βο­σπό­ρου. Γί­να­με ἐ­ξου­σί­α. Πνευ­μα­τι­κὴ βε­βαί­ως, μὲ τὰ χέ­ρια ὑ­ψω­μέ­να στὸν οὐ­ρα­νὸ χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με νὰ βά­ζου­με τὴν ἄ­κρη τοῦ πα­που­τσιοῦ μας στὸ Ἱ­ε­ρὸ Πα­λά­τιο καὶ τὰ μα­νί­κια τοῦ μαν­δύ­α μας στὶς ἀ­πο­φά­σεις του. Πάν­τως ἔ­τσι εὕ­ρι­σκε ὁ λα­ὸς τὸν τρό­πο καὶ τὸ μέ­σο νὰ ἐ­λέγ­χει καὶ νὰ πε­ρι­ο­ρί­ζει κά­πως τὴν αὐ­θαι­ρε­σί­α καὶ τὴν ἀ­πο­λυ­ταρ­χί­α τοῦ μο­νάρ­χη. Τὸν ὀ­νο­μά­σα­με κι αὐ­τὸν μὲ τὸν ἰ­σο­πε­δω­τι­κὸ τίτ­λο «δοῦ­λο τοῦ Θε­οῦ» καὶ στὴ μό­νη δη­μο­κρα­τι­κὴ ἔκ­φρα­ση σὲ αὐ­το­κρα­το­ρί­α ὁ λα­ὸς μέ­σῳ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας του ἔ­στε­φε ἤ δὲν ἔ­στε­φε τὸν κλη­ρο­νο­μι­κὸ ἡ­γε­μό­να του. Πέ­ρα­σαν ἔ­τσι 1000 χρό­νια, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ξέ­ρω ἄν ὠ­φε­λή­θη­κε, πάν­τως ὁ πο­λι­τι­σμός μας δι­ό­λου δὲν βλά­φτη­κε ἄν συγ­κρί­νου­με πα­ρό­μοι­ους σὲ διά­ρκεια καὶ ἐ­πι­τεύγ­μα­τα. Προ­νο­μια­κὰ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α φέρ­θη­κε στὸν ἑλ­λη­νι­σμὸ. Μὲ τὴν πλού­σια γλῶσ­σα του πε­ρι­έ­γρα­ψε τὰ δόγ­μα­τά της, μὲ τὴν ἔμ­φυ­τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τά του κα­τα­νό­η­σε τὸ βί­ω­μά της, μὲ τὴν μυ­στη­ρια­κὴ τε­λε­τουρ­γί­α του ἔ­πλε­ξε τὴ λαμ­πρὴ καὶ ἀν­θε­κτι­κὴ στό­φα τοῦ λα­τρευ­τι­κοῦ τυ­πι­κοῦ τῶν Μυ­στη­ρί­ων της. Αὐ­τὴ τὴν ὀ­φει­λή της ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πάν­τα τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ζε καὶ γι’ αὐ­τὸ σή­κω­σε στὴν πλά­τη της τὸν ἑλ­λη­νι­σμό, τὸν πλή­ρω­σε καὶ τὸν πλη­ρώ­νει μέ­χρι σή­με­ρα. Ἦ­ταν τέ­τοι­α ἡ σχέ­ση της μὲ τὸν ἑλ­λη­νι­σμὸ ποὺ τὸ ἅρ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μοιά­ζει νὰ κυ­λά­ει πά­νω σὲ ἑλ­λη­νι­κὲς ρό­δες καὶ νὰ εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κῶν προ­δι­α­γρα­φῶν.

Ἀ­κο­λού­θη­σε τὸ σκο­τά­δι μιᾶς σκλα­βιᾶς ἤ ἡ νύ­χτα μιᾶς μο­να­χι­κῆς ἀ­γρυ­πνί­ας. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ξα­να­βρῆ­κε τὴ δό­ξα της, τὸ μαρ­τύ­ριο. Δο­κί­μα­σε ξα­νὰ τὸ ἐ­φι­κτὸ τῶν ἐ­παγ­γε­λι­ῶν της. Ἔ­νι­ω­σε πά­λι τὴν θα­λε­ρό­τη­τα τῶν φύλ­λων της κα­θὼς πο­τί­ζον­ταν οἱ ρί­ζες της ἀ­πὸ τὸ νέ­ο αἷ­μα τῶν παι­δι­ῶν της. Μέ­σα στὴ νύ­χτα θυ­μό­τα­νε τὸ χρυ­σὸ πα­ρελ­θόν της καὶ τὴν ἔν­δο­ξη ἱ­στο­ρί­α της καὶ ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­πό­λη­ση … λά­θε­ψε! Πί­στε­ψε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­τι ἡ ἴ­δια φτι­ά­χτη­κε γιὰ τὸ κα­λὸ τῆς Ἱ­στο­ρί­ας καὶ ὄ­χι ὅ­τι ἡ Ἱ­στο­ρί­α φτι­ά­χτη­κε γιὰ χά­ρη της.

Οἱ λα­οὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­δαν τὸ ξη­μέ­ρω­μα ἀ­πὸ ἄλ­λη γε­ω­γρα­φι­κή, χρο­νο­λο­γι­κὴ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ ὁ­πτι­κὴ γω­νί­α ὁ κα­θ’ ἕ­νας καὶ ξε­χνῶν­τας τὸ Κοι­νὸ Πο­τή­ρι ἄρ­χι­σαν νὰ γρά­φουν ξε­χω­ρι­στὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α τους. Οἱ λα­οὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ποὺ ὑ­πο­λοί­πον­ταν τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος, φρόν­τι­σαν νὰ ἀ­πο­τι­νά­ξουν τὸν ἑλ­λη­νι­κὸ μαν­δύ­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ἀ­πο­ποι­η­θοῦν τὸ βα­θύ­τε­ρο με­γα­λεῖ­ο του. Προ­σπά­θη­σαν κι ἄλ­λα­ξαν πολ­λὰ στὶς Ἐκ­κλη­σί­ες τους μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ λη­σμο­νή­σουν τὴν ὀ­φει­λή τους στὸν ἑλ­λη­νι­σμό, τὸν ὁ­ποῖ­ο ὅ­μως γνω­ρί­ζουν κα­λὰ ὅ­τι κου­βα­λοῦν στὰ γο­νί­δια τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου δόγ­μα­τός τους. Δὲν μπο­ρῶ νὰ ξέ­ρω κα­τὰ πό­σο «τὸ σύμ­παν εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κό», ποὺ ἔ­λε­γε ὁ Ἀ­ϊν­στά­ιν, πάν­τως εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι ὁ σύ­νο­λος χρι­στι­α­νι­σμὸς στὸν ἀρ­χέ­γο­νο πυ­ρῆ­να του καὶ ὁ ὀρ­θό­δο­ξος στὴν ὁ­λό­τη­τά του εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κός. Ἔ­τσι γεν­νή­θη­καν οἱ ἐ­θνι­κὲς Ἐκ­κλη­σί­ες τοῦ σή­με­ρα. Ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τὸ ἀ­λύ­τρω­το μέ­χρι τώ­ρα πρό­βλη­μα τῶν Βαλκανίων. Ἔ­τσι συρ­ρι­κνώ­θη­καν τὰ βα­θεί­σπνο­α πνευ­μό­νια τῆς Πί­στε­ως ποὺ ἀ­νέ­πνε­αν τὰ μη­νύ­μα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης καὶ ὀ­ξυ­γο­νώ­νον­ταν ἀ­πὸ τὸν ἀ­έ­ρα ἑ­νὸς πο­λυ­ποί­κι­λου, πο­λύ­πλευ­ρου καὶ ποι­κι­λό­μορ­φου πο­λι­τι­σμοῦ.

Αὐ­τὴ εἶ­ναι μὲ λί­γα ρο­μαν­τι­κὰ λό­για καὶ σὲ ποι­η­τι­κὴ ἀ­πό­δο­ση ἡ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ­χρι σή­με­ρα. Ἐ­λά­χι­στη γνώ­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας αὐ­τῆς ἔ­χουν οἱ πι­στοὶ τῆς ἐ­πο­χῆς μας καὶ ἀ­κό­μα πιὸ λί­γο ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται νὰ τὴν μά­θουν. Τε­λι­κά, εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­καῖ­οι ἀλ­λὰ λι­γό­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον­τες ἀ­π’ ὅ­σο νο­μί­ζου­με. Ποι­ὸ εἶ­ναι λοι­πὸν τὸ σή­με­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καὶ ποι­ὸ οἰ­ω­νί­ζε­ται νὰ εἶ­ναι τὸ αὔ­ριό της;

Οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐ­πο­χή μας φαί­νε­ται ὅ­τι ξέ­χα­σαν κά­θε πα­ρελ­θόν τους ἤ πα­σχί­ζουν ἐ­να­γω­νί­ως νὰ τὸ λη­σμο­νή­σουν. Τὰ δογ­μα­τι­κὰ ζη­τή­μα­τα ἀμ­βλύν­θη­καν στοὺς χρι­στια­νούς μας καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν λε­πτο­μέ­ρει­ες, ἄν ὄ­χι ἀ­νού­σι­ες σί­γου­ρα ἀ­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κὲς. Οἱ θε­ο­λο­γι­κὲς συ­ζη­τή­σεις δὲν ἐγ­γί­ζουν τοὺς πι­στοὺς ποὺ τὸ μό­νο γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται εἶ­ναι ἄν ὑ­πάρ­χει Θε­ὸς καὶ πῶς θὰ ἐ­πι­στρέ­φουν σ’ αὐ­τὸν ὅ­ταν πα­ρε­κτρέ­πον­ται. Τὸν θά­να­το, ποὺ πάν­το­τε ἀ­πο­τε­λοῦ­σε εἰ­σι­τή­ριο τῆς θρη­σκεί­ας, οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ σή­με­ρα ἐ­πει­δὴ τὸν φο­βοῦν­ται ἀ­πο­φά­σι­σαν... νὰ μὴν τὸν σκέ­πτον­ται. Ἕ­νας κό­σμος ὁ­λό­κλη­ρος ζεῖ, κι­νεῖ­ται καὶ δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται πα­ράλ­λη­λα καὶ ἄ­σχε­τα μὲ μᾶς. Στὴν ἀ­νερ­γί­α ποὺ μα­στί­ζει τὴν ἐ­πο­χὴ μας, στὰ ναρ­κω­τι­κὰ καὶ στὰ τρο­χαῖ­α ποὺ θε­ρί­ζουν τὸν ἀν­θὸ τῆς νι­ό­της, στὸ a­i­ds ποὺ μα­στι­γώ­νει τὴν σε­ξου­α­λι­κὴ ἀ­να­σφά­λεια, στὸν φό­βο μπρο­στὰ στὸ γά­μο, στὴν σι­ω­πη­λὴ κραυ­γὴ τῆς αὐ­ξα­νό­με­νης ἀ­τε­κνί­ας καὶ σὲ πα­ρό­μοι­α θέ­μα­τα, ὁ λό­γος μας μοιά­ζει παι­δα­ρι­ώ­δης καὶ ἀ­νε­παρ­κής. Ἡ ἠ­θι­κή, μὲ στε­νὴ ἔν­νοι­α, μᾶς ξε­πέ­ρα­σε καὶ μεῖς πα­ρι­στά­νου­με ὅ­τι δὲν τὸ γνω­ρί­ζου­με ἤ ἐ­πι­βάλ­λου­με ἀ­νε­δα­φι­κὰ ἐ­πι­τί­μια. Ἡ σύ­νο­λη ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ ἐ­ρευ­νη­τι­κὴ κοι­νό­τη­τα γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὶς ἀ­τε­κμη­ρί­ω­τες κραυ­γὲς μας, σι­ω­πᾶ καὶ προ­χω­ρεῖ σὲ μιὰ συ­νο­μω­τι­κὴ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴν τρέ­χου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ στὸ τέ­λος ἀ­πο­δέ­χε­ται κά­θε ἔ­ρευ­να καὶ ἐ­πί­τευγ­μα. Γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πο­λι­τεί­α μας ἡ θο­λὴ ἔν­νοι­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας εἶ­ναι μιὰ «με­γά­λη ὑ­πό­θε­ση» ποὺ τὴ θυ­μοῦν­ται ἔ­τσι μό­νο τὴν Α’ Κυ­ρια­κὴ τῶν Νη­στει­ῶν στὶς δη­λώ­σεις τοῦ πλα­τύ­σκα­λου τοῦ Κα­θε­δρι­κοῦ Να­οῦ Ἀ­θη­νῶν. Γιὰ τοὺς πο­λι­τι­κοὺς μας τὸ ἔρ­γο μας ἀ­πο­τι­μᾶ­ται ὅ­ταν ἔ­χει κοι­νω­νι­κὸ χα­ρα­κτῆ­ρα, συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὸ τοῦ Ὑ­πουρ­γεί­ου Ὑ­γεί­ας καὶ Πρό­νοι­ας. Ὁ λό­γος μας εἶ­ναι κα­λὸς ὅ­ταν δὲν θί­γει τὰ κα­κῶς κεί­με­να. Μοιά­ζει μὲ τὸν … προ­στά­τη: ὅ­ταν εἶ­ναι ἥ­συ­χος κα­νεὶς δὲν ἀ­σχο­λεῖ­ται μ’ αὐ­τὸν, ὅ­ταν δη­μι­ουρ­γεῖ προ­βλή­μα­τα, ἀ­παι­τεῖ­ται ἡ ἀ­φαί­ρε­σή του!

Πει­ρα­μα­τι­σμοὶ καὶ ἐ­πί­δει­ξη τῆς ἐ­ξου­σί­ας μας, βη­μα­τι­σμοὶ μπρὸς-πί­σω, βαυ­κα­λι­σμοὶ πε­ρὶ μιᾶς θε­τι­κῆς μελ­λον­τι­κῆς κυ­βερ­νή­σε­ως, ἔ­νο­χες ὑ­πο­χω­ρή­σεις μπρο­στὰ σὲ ἰ­κα­νὲς χρη­μα­το­δο­τή­σεις, ὁ­δή­γη­σαν τὴν πο­ρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στὴν Χώ­ρα μας μέ­χρι τὰ Χρι­στού­γεν­να τοῦ 2004.

Τὸ τέ­λος τοῦ φθι­νο­πώ­ρου τοῦ 2004 καὶ ὁ χει­μῶ­νας τοῦ 2005 εἶ­ναι μιὰ χρο­νι­κὴ πε­ρί­ο­δος ποὺ θὰ μεί­νει στὴν μνή­μη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας σὰν ἕ­να ἠ­χη­ρὸ ρά­πι­σμα τὸ ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νὰ ἀ­φυ­πνί­σει τοὺς ποι­μέ­νες. Μὲ πρό­φα­ση κά­ποι­α σκάν­δα­λα, ποὺ πο­τὲ δὲν ἔ­λει­ψαν, ἕ­νας ὁ­λό­κλη­ρος κό­σμος, ὁ δι­κός μας κό­σμος, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ μέ­σα του θυ­μό, ἀ­γα­νά­κτη­ση, πι­κρί­α, παράπονο καὶ παρόμοια βιώματα ποὺ φαί­νε­ται ὅ­τι δι­α­τη­ροῦ­σε σι­ω­πη­λὰ μέ­χρι τό­τε. Τὴν ὑ­ψη­λὴ ἐν­το­λὴ νὰ μει­ω­θεῖ ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος καὶ νὰ σι­ω­πή­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, τὴν ἐ­νί­σχυ­σαν ἀ­μέ­σως «φί­λοι» ποὺ κρυ­φὰ τρο­φο­δο­τοῦ­σαν τὰ ΜΜΕ μὲ πλη­ρο­φο­ρί­ες φα­κελ­λω­μέ­νες ἀ­πὸ χρό­νια. Τὰ γρα­φεῖ­α τῶν δη­μο­σι­ο­γρά­φων πλημ­μύ­ρι­σαν ἀ­πὸ «θέ­μα­τα» ποὺ ἔρ­χον­ταν ἀ­πὸ ἐ­νο­ρί­ες, ἀ­πὸ μη­τρο­πό­λεις, ἀ­πὸ ἱ­δρύ­μα­τα, ἀ­πὸ μο­νὲς ὅ­λης τῆς χώ­ρας ἀλ­λὰ καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ. Ἀ­νώ­νυ­μα καὶ τε­κμη­ρι­ω­μέ­να ἀλ­λὰ καὶ ἐ­πώ­νυ­μα πολ­λοὶ μί­λη­σαν. Σὰν νὰ ἔ­σκα­σε ἕ­να ἀ­πό­στη­μα ποὺ πυ­ορ­ρο­οῦ­σε ἐ­σω­τε­ρι­κά, σὰν νὰ ἀ­να­τι­νά­χτη­κε ἕ­νας λέ­βη­τας ποὺ κό­χλα­ζε ἀ­πὸ μέ­σα, ἦρ­θε καὶ ἐμ­φά­νι­σε στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ κοι­νω­νί­α ὅ­τι στὴν Ἐκ­κλη­σί­α «κά­τι δὲν πά­ει κα­λά». Στὸν δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κὸ ἀν­τα­γω­νι­σμὸ τῶν κρατικῶν καὶ ἰδιωτικῶν τη­λε­ο­πτι­κῶν κα­να­λι­ῶν, ποὺ με­ρι­κὲς φο­ρὲς πα­ρου­σί­α­ζαν ἐ­ξώ­φθαλ­μα, τρα­γι­κο­ποι­η­μέ­να τὰ γε­γο­νό­τα, προ­στί­θον­ταν σὲ κά­θε γω­νιὰ τῆς πα­τρί­δος μας κά­ποι­α προ­σω­πι­κὰ πα­ρά­πο­να, κά­ποι­α κα­τα­πι­ε­σμέ­να τραυ­μα­τι­κὰ βι­ώ­μα­τα, κά­ποι­α «κοι­νὰ μυ­στι­κὰ» ποὺ ὅ­λοι τὰ ἤ­ξε­ραν καὶ κα­νεὶς δὲν τὰ ὁ­μο­λο­γοῦ­σε μέ­χρι τό­τε.

Οἱ κλη­ρι­κοὶ μεί­να­με μὲ τὴν πλά­τη στὸν τοῖ­χο. Στὶς ἐ­παρ­χί­ες, κά­τι εἶ­χε ὑ­πο­πέ­σει στὴν ἀν­τί­λη­ψή μας, πολ­λὰ εἴ­χα­με ἀ­κού­σει, ὅ­μως τέ­τοι­α ἔ­κτα­ση δὲν τὴν εἴ­χα­με φαν­τα­στεῖ. Ὁ λό­γος μας ἔ­σβυ­νε στὸ φά­ρυγ­γα, κα­νέ­ναν δὲν ἔ­πει­θε, ἐ­πει­δὴ κι ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι δὲν εἴ­μα­σταν πε­πει­σμέ­νοι γιὰ τὴν ἀ­θω­ό­τη­τά μας. Συλ­λο­γι­κὴ βλέ­πα­με τὴν εὐ­θύ­νη τῆς ἐ­νο­χῆς ἤ τῆς σι­ω­πῆς. Ὅ­λοι οἱ λα­λί­στα­τοι τη­λε­ο­πτι­κοὶ κλη­ρι­κοὶ παν­τὸς βαθ­μοῦ ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν ἀ­πὸ τὴ δη­μο­σι­ό­τη­τα μὴ τυ­χὸν τοὺς πά­ρει ξέ­φρε­νη ἤ κα­τευ­θυ­νό­με­νη, ἔ­σω­θεν ἤ ἔ­ξω­θεν, ἡ χι­ο­νο­στι­βά­δα. Θε­ο­λο­γι­κὸς λό­γος ἀρ­κούν­τως πα­ρη­γο­ρη­τι­κὸς δὲν ἀρ­θρώ­θη­κε, τό­σο γιὰ τὸ σκαν­δα­λι­σμέ­νο καὶ ἀ­πο­ρη­μέ­νο ποί­μνιό μας, ὅ­σο καὶ γιὰ τοὺς ἐν­δε­χο­μέ­νως ἀ­δί­κως συ­κο­φαν­τη­θέν­τες. Καμ­μιὰ Θε­ο­λο­γι­κὴ Σχο­λὴ ἤ Ἀκα­δη­μα­ϊ­κὴ Κοι­νό­τη­τα δὲν μί­λη­σε γρή­γο­ρα ἤ πει­στι­κά. Κα­νέ­να Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο δὲν θε­ώ­ρη­σε εὐ­θύ­νη του νὰ γα­λη­νεύ­σει τὶς συ­νει­δή­σεις καὶ νὰ κα­λέ­σει σὲ συ­στρά­τευ­ση γιὰ νὰ ἑρ­μη­νευ­θεῖ καὶ νὰ ξε­πε­ρα­στεῖ ἡ κρί­ση. Καμ­μιὰ Σύ­νο­δος δὲν ἀ­νέ­συ­ρε ἀ­νά­λο­γα πα­τε­ρι­κὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα ὥ­στε νὰ θέ­σει ξα­νὰ τοὺς εὐ­αγ­γε­λι­κοὺς ἄ­ξο­νες ὡς στό­χους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τῆς κοι­νω­νί­ας.

Ὁ σά­λος κώ­πα­σε, ὁ τυ­φῶ­νας πέ­ρα­σε κι ἐ­μεῖς συ­νε­χί­ζου­με τὸ ἔρ­γο μας. Ὅ­μως κυτ­τά­ζον­τας τὸ αὔ­ριο δὲν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­πο­τι­μή­σου­με τὸ χθές; Δὲν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ κά­νου­με ἕ­ναν ἀ­πο­λο­γι­σμὸ τῶν ὅ­σων συ­νέ­βη­σαν; Δὲν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ φτά­σου­με σ’ ἕ­να δί­δαγ­μα καὶ νὰ ψε­λί­σου­με ἕ­να ρη­τὸ ποὺ θὰ μᾶς φέ­ρει στὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα πιὸ σο­φοὺς κα­τὰ Χρι­στὸν καὶ κα­τὰ κό­σμον;

Ὅ­λα ὅ­σα συ­νέ­βη­σαν, μή­πως πρέ­πει νὰ μᾶς κά­μουν νὰ δι­ε­ρω­τη­θοῦ­με, κα­τὰ πό­σο πιὰ τὸ ποί­μνιό μας εἶ­ναι ποί­μνιο; Μή­πως τὰ λά­θη τῶν ἀ­δελ­φῶν μας κλη­ρι­κῶν δὲν εἶ­ναι μό­νο δι­κά τους ἀλ­λ’ ὅ­λης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Μή­πως ἡ μέ­χρι τό­τε ἔ­νο­χη σι­ω­πή μας χά­ρη­κε ποὺ βρῆ­κε στό­μα ἀλ­λο­νῶν καὶ μί­λη­σε; Μή­πως ἡ σι­ω­πὴ τῶν λα­ϊ­κῶν ἔ­γι­νε δί­δαγ­μα γιὰ τοὺς κλη­ρι­κούς; Μή­πως ἡ σι­ω­πὴ τῶν ἱ­ε­ρέ­ων ἔ­γι­νε δί­δαγ­μα τῶν Ἐ­πι­σκό­πων; Μή­πως ἡ σι­ω­πὴ τῶν Ἐ­πι­σκό­πων ἔ­γι­νε δί­δαγ­μα τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που καὶ τῆς Ἁ­γί­ας καὶ Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος; Μή­πως τε­λι­κά, ἡ πο­λε­μι­κὴ κα­τὰ τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που ἔ­γι­νε δί­δαγ­μα γιὰ τὸν λα­ό μας ποὺ πρέ­πει νὰ κα­τα­λά­βει ὅ­τι δὲν τὸν συμ­φέ­ρει ἡ σι­ω­πὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τοῦ Πρω­θι­ε­ράρ­χου της;

Πάν­τως ἡ λέ­ξη καὶ ἡ ἔν­νοι­α «κά­θαρ­ση» ἀλ­λὰ καὶ ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ἐ­κτε­λέ­σε­ώς της ἦ­ταν ὅ­λως δι’ ὅ­λου λά­θος! Παν­τά­ξε­νη στὸ δι­κό μας χῶ­ρο γι’ αὐ­τὸ καὶ τρα­γι­κὰ κα­τα­δι­κα­σμέ­νη σὲ ἀ­νυ­πο­λη­ψί­α καὶ ἀ­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα. Τε­λοῦ­με ἐν ἀ­να­μο­νῇ νέ­ας ὁ­μο­βρον­τί­ας ­ποὺ ἀ­κού­γε­ται πί­σω ἀ­πὸ τὰ σύν­νε­φα. Πε­ρι­μέ­νου­με τὸ κα­τέ­βα­σμα τῆς σπά­θης ποὺ τὸν λε­πτὸ συ­ριγ­μό της ἤ­δη μπο­ρεῖ νὰ ἀ­φουγ­κρα­σθεῖ κα­νείς. Κι ἄν δὲν ἔρ­θει ἡ ὁ­μο­βρον­τί­α κι ἄν δὲν πέ­σει ἡ σπά­θη, θὰ ζοῦ­με πιὰ ὑ­πὸ τὴν ἀ­πει­λὴ τοῦ φό­βου, τοῦ πα­νι­κοῦ ἑ­νὸς πα­ρό­μοι­ου ἐ­φιά­λτη.

Ὅ­μως, ἀν­τὶ νὰ προ­σπα­θοῦ­με νὰ ξε­χά­σου­με, μή­πως θὰ ἔ­πρε­πε νὰ μα­ζέ­ψου­με τὶς πέ­τρες ποὺ δι­καί­ως ἤ ἀ­δί­κως μᾶς ἔρ­ρι­ξαν ὥ­στε νὰ χτί­σου­με μ’ αὐ­τὲς ξα­νὰ τὰ γκρε­μι­σμέ­να τεί­χη τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς μας ὑ­πο­λή­ψε­ως; Καὶ σὲ μιὰ ἀ­νά­παυ­λα ἐ­πα­νοι­κο­δο­μή­σε­ώς μας νὰ προ­βλη­μα­τι­σθοῦ­με στὰ σο­βα­ρὰ γιὰ τὸ τί ἔ­φται­ξε;

Μή­πως ὁ προ­σα­να­το­λι­σμός μας τῶν κλη­ρι­κῶν ἔ­παυ­σε νὰ εἶ­ναι ἡ ἁ­γι­ό­τη­τα;

Μή­πως ὁ ἐ­ξο­βε­λι­σμὸς τῆς ἐγ­κρα­τεί­ας ἀ­πὸ τὴν ζω­ή μας καὶ τῆς ἀ­σκή­σε­ως, μᾶς ἐκ­δι­κεῖ­ται κα­θὼς ἀ­νε­βαί­νου­με τὸ δρό­μο τῆς δη­μο­σι­ο­ϋ­παλ­λη­λι­κῆς ξε­γνοια­σιᾶς καὶ τῆς τρυ­φη­λῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας γιὰ ὅ­λα;

Μή­πως τὰ «κυ­ρι­αρ­χι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα» τῶν ἐ­πι­σκό­πων ποὺ δὲν ἐ­πι­τρέ­πουν τὴν σύ­νο­λη Ἐκ­κλη­σί­α νὰ πα­ρεμ­βαί­νει εὔ­κο­λα, εἶ­ναι ποὺ αὐ­ξά­νουν τὶς ἀ­δυ­να­μί­ες καὶ ὑ­πο­τρο­πιά­ζουν τὰ λά­θη;

Μή­πως ἡ δυ­να­τό­τη­τα κα­τα­φυ­γῆς σὲ κο­σμι­κὰ δι­οι­κη­τι­κὰ δι­κα­στή­ρια κα­λύ­πτει τὴν ἀν­τι­κα­νο­νι­κό­τη­τα κά­ποι­ων πρά­ξε­ών μας;

Μή­πως ἡ αὐ­ξη­τι­κὴ πο­ρεί­α τῶν στα­θε­ρῶν εἰ­σο­δη­μά­των μας ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γιὰ τὴν ἀν­τι­στρό­φως ἀ­νά­λο­γη πο­ρεί­α τῆς ὑ­πο­λή­ψε­ώς μας στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ κοι­νω­νί­α;

Μή­πως ἡ πλη­θώ­ρα ἱ­ε­ρέ­ων καὶ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων (κι αὐ­τὴ στὶς με­γά­λες πό­λεις) στὴν ἐ­να­γώ­νια πο­σο­τι­κή της αὔ­ξη­ση δὲν ἔ­δω­σε τὴν πρέ­που­σα προ­σο­χὴ στὴν ποι­ο­τι­κὴ εἰ­δι­κὴ βα­ρύ­τη­τα ποὺ ἀ­παι­τεῖ τὸ ἱ­ε­ρα­τι­κὸ ἀ­ξί­ω­μα καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως στὴν δι­κή μας ἐ­πο­χή;

Μή­πως ἡ στρα­το­λό­γη­ση κλη­ρι­κῶν, ἀ­δι­α­κρί­τως ἡ­λι­κί­ας καὶ στα­θε­ρό­τη­τος τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τος, δη­μι­ούρ­γη­σε ἕ­να στρα­τὸ πή­λι­νο καὶ κε­νό;

Μήπως ἡ ἀδιαλλαξία τῆς καθημερινῆς μας ἐμφανίσεως καὶ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τοὺς «ἀδύναμους» ἀδελφούς μας, ποὺ δικαίως καθηρέθησαν, προδίδουν μιὰ «ἀφιλάδελφη» ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα;

Μή­πως ὁ ἐ­ξορ­κι­σμὸς ἑ­νὸς «προ­βλή­μα­τος» ἀ­πὸ τὴν μη­τρό­πο­λή μας δεί­χνει προ­σω­πι­κὴ δει­λί­α ἀ­να­λή­ψε­ως εὐ­θύ­νης γιὰ τὴν σύ­νο­λη Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τε­λι­κὰ ἀ­νευ­λά­βεια στὸ ἅ­γιο Σῶ­μα της;

Μή­πως ἡ φί­μω­ση τῶν εἰ­λι­κρι­νῶς ἀν­τι­θέ­των φω­νῶν καὶ τῶν ἐ­λευ­θέ­ρων συ­νει­δή­σε­ων μᾶς ἔ­βα­λε σ’ ἕ­να γυ­ά­λι­νο πύρ­γο ἀ­π’ ὅ­που βλέ­που­με τὴ ζω­ὴ σὲ ἀ­πό­στα­ση καὶ ἐ­ξω­ρα­ϊ­σμέ­νη;

Μή­πως ὁ φό­βος τῶν γε­ρόν­των ἱ­ε­ραρ­χῶν γιὰ ἕ­να ὅ­ριο ἡ­λι­κί­ας καὶ ὁ τρό­μος τῶν νε­ο­τέ­ρων γιὰ τη­λε­κα­τευ­θυ­νό­με­νο ἐ­ναν­τί­ον τους πρό­βλη­μα εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ κα­θι­στοῦν τὴν Ἱ­ε­ραρ­χί­α ἀ­δύ­να­μη νὰ πεῖ τὸν οὐ­σι­α­στι­κό της λό­γο ποὺ κρύ­βει στὰ γο­νί­δια τοῦ συ­νο­δι­κοῦ της συ­στή­μα­τος;

Μή­πως ἡ πεί­να τῆς δό­ξας, τὸ ση­μαιά­κι στὸ αὐ­το­κί­νη­το, ἡ πρω­το­κα­θε­δρί­α στὶς ἐκ­δη­λώ­σεις, ἡ πρω­το­προ­σφώ­νη­ση στὶς ὁ­μι­λί­ες θὰ ἔ­πρε­πε να δεί­ξου­με ὅ­τι δὲν μᾶς ἀ­πα­σχο­λοῦν πιά, σὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ μά­λι­στα ποὺ ἀ­πο­ψί­λω­σε κά­θε τυ­πι­κό­τη­τα καὶ πα­ρα­βί­α­σε κά­θε πρω­τό­κολ­λο;

Μήπως θὰ χρειαζόταν δραστικότερα νὰ ἀπομακρύνουμε ἀπὸ πάνω καὶ γύρω μας τὸν πειρασμὸ τῆς φιλοχρηματίας, στὸν ὁποῖο φαίνεται ὅτι εἴμαστε εὐεπίφοροι, μὲ τὸ νὰ θέσουμε δικλείδες ποὺ θὰ ἀποτρέπουν τὴν αὐθαιρεσία καὶ τὴν ἀδιαφάνεια στὴ διαχείριση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας;

Μή­πως ὁ ἐ­θνι­κός μας λό­γος μας ἔ­παυ­σε να ‘ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος σὲ μιὰ χώ­ρα - πε­ρι­φέ­ρεια τῆς Εὐ­ρώ­πης ποὺ πιὰ δὲν ἀ­πο­φα­σί­ζει γιὰ τὸ μέλ­λον της καὶ ἴ­σως πρέ­πει νὰ ἀρ­χί­σου­με νὰ πε­ρι­γρά­φου­με μὲ νό­η­μα τὴν ἔν­νοι­α τοῦ ἔ­θνους τῶν χρι­στια­νῶν;

Μή­πως ἡ χρη­σι­μό­τη­τά μας στὸ Κρά­τος μό­νο ὡς δε­κα­νί­κι τοῦ Ὑ­πουρ­γεί­ου Ὑ­γεί­ας-Πρό­νοι­ας, λό­γῳ τῶν Ἱ­δρυ­μά­των μας, δὲν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ μᾶς κά­νει νὰ ὑ­πε­ρη­φα­νευ­ό­μα­στε, ἀ­φοῦ πο­τὲ δὲν μᾶς ἀ­να­γνώ­ρι­σαν ἕ­να πνευ­μα­τι­κὸ ρό­λο καὶ πνευ­μα­τι­κοὶ θε­ω­ροῦν­ται μό­νο οἱ καλ­λι­τέ­χνες στὴν Ἑλ­λά­δα; Πό­τε στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς ἀν­θρώ­πους (καλ­λι­τέ­χνες, δη­μο­σι­ο­γρά­φους) συμ­πε­ρι­ε­λή­φθη­σαν καὶ κλη­ρι­κοὶ ἤ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοί;

Ὅ­ταν οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ ἄν­θρω­ποι αὐ­τῆς τῆς Χώ­ρας (καλ­λι­τέ­χνες-δη­μο­σι­ο­γρά­φοι-στρα­τευ­μέ­νοι λο­γο­τέ­χνες-ποι­η­τές) λεί­ψουν, τό­τε «φτω­χαί­νει ἡ Ἑλ­λά­δα», ὅ­ταν ἕ­νας ἐ­πί­σκο­πος, ἡ­γού­με­νος, ἐ­ξο­μο­λό­γος, ἐ­φη­μέ­ριος νο­σο­κο­μεί­ου ἤ φυ­λα­κῆς κοι­μη­θεῖ κα­νεὶς δὲν τὸ ἀ­να­φέ­ρει. Ὅ­ταν συ­σκέ­πτον­ται οἱ ρο­δα­κι­νο­πα­ρα­γω­γοὶ γιὰ τὰ μέ­τρα-ἀν­τί­ποι­να ποὺ θὰ λά­βουν, ὅ­λοι πε­ρι­μέ­νουν τὰ πο­ρί­σμα­τα τῆς συ­σκέ­ψε­ως, ὅ­ταν συ­νε­δριά­ζει ἡ Ἱ­ε­ρὰ Σύ­νο­δος οἱ δη­μο­σι­ο­γρά­φοι κα­ρα­δο­κοῦν τὸ «λαυ­ρά­κι», τὸν καυ­γά, τὴν ἀν­τί­θε­ση, ὁ λα­ὸς πε­ρι­μέ­νει ὅ­τι θὰ σκαν­δα­λι­στεῖ καὶ ὁ Κλῆ­ρος δὲν πε­ρι­μέ­νει τί­πο­τε.

Μή­πως ἡ πα­ρου­σί­α μας στὶς ὀρ­κο­μω­σί­ες, στὶς πα­ρε­λά­σεις, στὰ ἐ­θνι­κὰ μνη­μό­συ­να καὶ στὶς δο­ξο­λο­γί­ες ἔ­παυ­σε πλέ­ον νὰ ἔ­χει μιὰ ση­μει­ο­λο­γί­α ὁ­πό­τε κα­λύ­τε­ρα θὰ ἦ­ταν νὰ ἐλ­λεί­ψει;

Μή­πως οἱ μη­τρο­πό­λεις μας θὰ ἔ­πρε­πε, πρὶν νὰ μᾶς ἐ­πι­βλη­θεῖ, νὰ ἀρ­χί­σουν σι­γά-σι­γὰ νὰ με­τα­τρέ­πον­ται ἀ­πὸ ν.π.δ.δ. σὲ ἐ­πι­σκο­πές; Ποι­ὸς δὲν βλέ­πει ὅ­τι ὅ­λα ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τὰ νο­μο­σχέ­δια τῆς με­τα­πο­λι­τεύ­σε­ως γιὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὁ­δη­γοῦν σ’ ἕ­να με­τα­ξω­τὸ δι­α­ζύ­γιο μὲ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πο­λι­τεί­α μὲ ἀμ­φί­βο­λη τὴν κα­το­χύ­ρω­ση δι­α­τρο­φῆς; Στὰ μο­τί­βα τῆς Ε.Ε. δὲν βρί­σκον­ται πιὰ «κω­δι­κοὶ» ἐ­νι­σχύ­σε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἡ ἐν­δε­χό­με­νη ὑ­πο­βάθ­μι­ση τῶν δύ­ο Θε­ο­λο­γι­κῶν Σχο­λῶν θὰ ἐ­ξο­στρα­κί­σει τε­λι­κὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α ἀ­πὸ τὴν σύ­νο­λη Πα­νε­πι­στη­μια­κὴ κοι­νό­τη­τα.

Καὶ πρόσφατα ἄρχισε ξανὰ νὰ δημοσιοποιεῖται, ἐπιστημονικὰ σχεδιασμένος σὲ χάρτη, ὁ μέχρι τώρα κούφιος, θολός, δημοσιογραφικὸς λόγος περὶ χωρισμοῦ Κράτους-Ἐκκλησίας. Χωρισμὸς μὲ τὸ Κράτος, νὰ γίνει εἰ δυνατὸν καὶ αὔριο τὸ πρωΐ! Σὰν Χριστιανὸ Ὀρθόδοξο μὲ συμφέρει. Σὰν Ἕλληνα πολίτη ὅμως, πρέπει νὰ μὲ ρωτήσει ἡ Κυβέρνησή μου, ἡ Πολιτεία, ἡ ὁποία κάποτε ὀφείλει νὰ τολμήσει τὴν ἄνοδο τοῦ πολιτικοῦ ἐπιπέδου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ της. Οἱ μέχρι τώρα κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ καὶ ΝΔ δειλίασαν, ὅμως δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἐπιτρέπουν νὰ τῆς προτείνουν νομοσχέδια κάποια τρωκτικά, κηφῆνες καὶ πόντικες τῶν ὑπουργείων. Ἔχει κι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς γνώμη, ὅπως κι οἱ ὑπόλοιποι λαοὶ τῆς Ε.Ε.. Γιατὶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ τὴν ἐκφράσουμε; Ἄν ὁ ἑλληνικὸς λαὸς πεῖ ναί σ’ ἕνα χωρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ Κράτος, τότε νὰ γίνει!

Βεβαίως ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ δημοψηφίσματος θὰ εἶναι θετικὸ γιὰ μᾶς. Πάντως θὰ μᾶς εἶναι χρήσιμο γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὸ ποσοστό μας, ἐνδεχομένως, δὲν εἶναι 98% ὁπότε τότε θὰ πρέπει γενναῖα νὰ βοηθήσουμε τὸ ὑπόλοιπο νὰ ζεῖ ἐλεύθερα, ἀβίαστα καὶ ἀνεξάρτητα ἀπ΄ὅσα ὁρίζουν οἱ ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου.

Γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ ἤ­δη συμ­βαί­νουν ἀλ­λ’ ἐ­θε­λο­τυ­φλοῦ­με καὶ γιὰ ὅ­σα ἔρ­χον­ται ἀρ­γὰ ἀλ­λὰ στα­θε­ρά, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ στη­ρι­χτοῦ­με στὸ λα­ό μας καὶ νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με μα­ζί του γιὰ τὸ αὔ­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας του. Ὁ εὐ­σε­βὴς λα­ός μας εἶ­ναι τὸ ἀρ­ρα­γὲς δυ­να­μι­κὸ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, δι­ε­ρω­τη­θή­κα­με ὅ­μως πό­σο ἀρ­ρα­γὲς εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ δυ­να­μι­κὸ πιά; Στὴν κρί­ση τοῦ χει­μῶ­να τοῦ 2004-2005 ὁ λα­ός μας ἤ μί­λη­σε σκλη­ρὰ γιὰ μᾶς ἤ μᾶς μί­λη­σε μὲ τὴ σι­ω­πή του. Ἀ­λα­φι­α­σμέ­νοι καὶ ἀ­πο­ρη­μέ­νοι κυ­τά­ξα­με τοὺς Χρι­στια­νοὺς μας στὰ μά­τια ζη­τών­τας ἐ­νί­σχυ­ση, μὰ δὲν τὴν παίρ­να­με πάν­το­τε. Μή­πως κά­που ἔ­χου­με προ­δώ­σει τὸ λα­ό μας, μή­πως τὸν ξε­χά­σα­με, μή­πως τὸν πε­ρι­φρο­νοῦ­με στὴ με­γα­λω­σύ­νη μας καὶ τὸν ψά­χνου­με, κα­τα­φεύ­γου­με σ’ αὐ­τὸν μό­νο ὅ­ταν κλο­νι­ζό­μα­στε; Ἀ­κού­στη­κε ἀ­πὸ λα­ϊ­κοὺς μυ­ριά­κις ἡ φρά­ση «καὶ μεῖς εἴ­μα­στε Ἐκ­κλη­σί­α» σὰν ἡ ἐ­πι­νί­κια-r­e­v­a­n­c­he ἑ­νὸς ὀγ­κώ­δους λα­ϊ­κοῦ σώ­μα­τος ποὺ μέ­χρι τό­τε κα­νεὶς δὲν ὑ­πο­λό­γι­ζε. Εἰ­πώ­θη­κε ἀ­πὸ κλη­ρι­κοὺς μυ­ριά­κις ἡ φρά­ση «καὶ σεῖς εἴ­σα­στε Ἐκ­κλη­σί­α» σὰν ἐ­πι­με­ρι­σμὸς τῶν ἐ­νο­χῶν καὶ τῶν τύ­ψε­ών μας σὲ ἀν­θρώ­πους δι­κούς μας ποὺ ὅ­μως μό­νο τό­τε θυ­μη­θή­κα­με.

Πό­τε νοι­α­στή­κα­με στ’ ἀ­λή­θεια γιὰ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ζη­τή­μα­τα τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ σή­με­ρα; Ἤ φο­βό­μα­στε νὰ τὰ συ­ζη­τή­σου­με ἤ τὰ μι­λᾶ­με μὲ μιὰ ξύ­λι­νη γλῶσ­σα, ἀ­κα­τα­νό­η­τη καὶ ἀ­νε­δα­φι­κή. Ἤ τέ­λος, ἐ­πα­φι­έ­με­θα στὴν φι­λο­τι­μί­α τῶν ἐ­ξαι­ρέ­σε­ων τῶν πνευ­μα­τι­κῶν, αὐ­τῶν ποὺ «πᾶ­νε γιὰ ψυ­χὴ» ὅ­ταν δί­πλα τους ἄλ­λοι ἀ­δελ­φοὶ πᾶ­νε «γι’ ἄλ­λα». Ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ δυ­να­μι­κὴ πα­ρέμ­βα­σή μας στὴν οἰ­κο­γέ­νεια, στὴν ἀ­νερ­γί­α, στὴν ἀ­σθέ­νεια, στὰ τρο­χαῖ­α, στὰ ναρ­κω­τι­κά, στὴν ἀ­να­σφά­λεια πρὸ τοῦ γά­μου καὶ με­τά, στὴν πλη­θώ­ρα τῶν αἱ­ρέ­σε­ων;

Για­τὶ οἱ Χρι­στια­νοί μας ἔρ­χον­ται στὶς μη­τρο­πό­λεις γιὰ νὰ ζη­τή­σουν χρή­μα­τα, δι­ο­ρι­σμὸ ἤ με­τά­θε­ση καὶ ἔ­πει­τα τρέ­χουν σὲ χα­ρι­σμα­τι­κὰ πρό­σω­πα γιὰ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καὶ συμ­βου­λές; Σπα­νι­ώ­τα­τες οἱ πε­ρι­πτώ­σεις ἀν­θρώ­πων ποὺ μᾶς ρώ­τη­σαν στὶς μη­τρο­πό­λεις «πῶς θὰ σω­θῶ, πά­τερ μου;» ἐ­νῶ κα­θη­με­ρι­νὸ βά­σα­νο εἶ­ναι τὰ αἰ­τή­μα­τα ποὺ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ κα­τα­τί­θεν­ται στὰ βου­λευ­τι­κὰ γρα­φεῖ­α. Οἱ δὲ συ­στά­σεις καὶ οἱ πα­ρεμ­βά­σεις μας εἰ­σπρά­χθη­καν δι­καί­ως ἀ­πὸ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ κοι­νω­νί­α σὰν με­ρο­λη­πτι­κὴ τα­κτο­ποί­η­ση «τῶν δι­κῶν μας παι­δι­ῶν».

Μέ­χρι πό­τε θὰ πα­ρι­στά­νου­με τοὺς μι­κρο-ἐ­ξυ­πη­ρε­τι­κοὺς βου­λευ­τὲς ἀν­τὶ νὰ ὁ­μο­λο­γή­σου­με μὲ παρ­ρη­σί­α ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν ἦρ­θε γιὰ νὰ λύ­σει τὰ βι­ο­πο­ρι­στι­κά μας προ­βλή­μα­τα οὔ­τε γιὰ νὰ μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πὸ τὸν πό­νο ἀλ­λὰ γιὰ νὰ γε­μί­σει τὰ προ­βλή­μα­τά μας καὶ τοὺς πό­νους μας μὲ τὴν πα­ρου­σί­α Του;

Πό­τε θὰ πά­ρου­με στὰ σο­βα­ρὰ τὴν δια­ρκὴ μουρ­μού­ρα τῶν πι­στῶν μας γιὰ τὴν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή μας ἀμ­φί­ε­ση; Πό­τε θὰ δι­ε­ρω­τη­θοῦ­με για­τὶ ἀρ­γο­πο­ροῦν τὸ πρω­ὶ τῆς Κυ­ρια­κῆς στὴ Λει­τουρ­γί­α ὥ­στε νὰ προ­βλη­μα­τι­σθοῦ­με γιὰ τὸ ὡ­ρά­ριο καὶ τὸ μῆ­κος τῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν μας; Πό­τε θὰ σε­βα­στοῦ­με τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τους νὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὴ γλῶσ­σα μας καὶ πό­τε θὰ πά­ψου­με νὰ βαυ­κα­λι­ζό­μα­στε ὡς λό­γιοι καὶ φύ­λα­κες μου­σεί­ου γλώσ­σης καὶ πα­ρα­δό­σε­ως; Πό­τε θὰ τοὺς ἀ­παν­τή­σου­με γιὰ τὴν ἐ­ξω­σω­μα­τι­κὴ γο­νι­μο­ποί­η­ση ἤ γιὰ τὴν κλω­νο­ποί­η­ση ὀρ­γά­νων; (Ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τοῦ Ὀ­κτω­βρί­ου 2005, τόλ­μη­σε καὶ ἀ­πε­δέ­χθη τὶς προ­τά­σεις τῆς Εἰ­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Βι­ο­η­θι­κῆς ἀ­πὸ ἐμ­πι­στο­σύ­νη πε­ρισ­σό­τε­ρο πρὸς τὸν σεβ. Με­σο­γαί­ας-πρό­ε­δρό της. Γε­γο­νὸς πα­ρή­γο­ρο καὶ ἐλ­πι­δο­φό­ρο ποὺ φα­νε­ρώ­νει τὴν ἀ­νάγ­κη στε­λε­χώ­σε­ως τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας μὲ εἰ­δι­κοὺς ἐ­πι­στή­μο­νες.) Πό­τε θὰ μι­λή­σου­με στοὺς πι­στοὺς γιὰ τὴν αὐ­ξα­νό­με­νη ἀ­τε­κνί­α καὶ τὴν δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση τῶν παι­δι­ῶν τους; Πό­τε θὰ πα­ρα­δε­χθοῦ­με ὅ­τι τὰ Κα­τη­χη­τι­κὰ Σχο­λεῖ­α πέ­θα­ναν πιά, γιὰ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σου­με νέ­ους τρό­πους κα­τη­χή­σε­ως τοῦ λα­οῦ μας ποὺ δέρ­νε­ται ἀ­νη­λε­ῶς ἀ­πὸ πα­γα­νι­σμό, μα­γεί­α, ἀ­πο­κρυ­φι­σμό καὶ ζω­δι­ο­λα­τρεί­α;

Ὁ λα­ὸς μας πιὰ ἀ­να­μι­γνύ­ει μέ­σα του καὶ δὲν μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νὰ ξε­χω­ρί­σει τὴ δι­α­φο­ρὰ τῆς προ­σκυ­νή­σε­ως τῶν ἱ­ε­ρῶν λει­ψά­νων καὶ τοῦ ἁ­για­σμοῦ, ἀ­πὸ τὰ ξόρ­κια τοῦ χότ­ζα ἤ τοῦ μέν­τιουμ, δὲν κα­τα­λα­βαί­νει τὴ δι­α­φο­ρὰ τῶν ἀ­σκή­σε­ων τῆς γι­όγ­κα ἀ­πὸ τὴν προ­σευ­χή, δὲν ξε­χω­ρί­ζει τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση στὸν ἱ­ε­ρέ­α ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση στὸν με­τα­με­σο­νύ­χτιο ἀ­στρο­λό­γο, θε­ω­ρεῖ τὸ θαῦ­μα «ἐ­νέρ­γεια», τὸ Θε­ὸ μιὰ ἀ­νώ­τε­ρη δύ­να­μη, ἀ­κού­ει «ὁ­μοι­ό­τη­τες» ἀ­νά­με­σα στὸν Χρι­στὸ καὶ στὸν Προ­μη­θέ­α καὶ ἄλ­λα τέ­τοι­α ποὺ πα­γώ­νουν τὴν πί­στη τῶν πα­λαι­ο­τέ­ρων καὶ ἀν­τι­κα­θι­στοῦν τὴν πί­στη τῶν νέ­ων.

Μπρο­στὰ σ’ αὐ­τὰ τὰ νέ­α δε­δο­μέ­να ἀ­κό­μα καὶ οἱ πα­λαι­ὲς αἱ­ρέ­σεις ἔ­χα­σαν πιὰ τὴν προ­σελ­κυ­στι­κό­τη­τά τους στοὺς πα­ρα­πο­νου­μέ­νους Χρστ­ια­νούς μας.

Κι ἐ­νῶ ὅ­λα αὐ­τὰ συμ­βαί­νουν γύ­ρω μας καὶ ποὺ εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­δει­ξη τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­πο­τυ­χί­ας καὶ ἀ­νε­παρ­κεί­ας μας, ἐ­μεῖς, «ἡ Δι­οι­κοῦ­σα Ἐκ­κλη­σί­α», ὁ κλῆ­ρος, βι­ώ­νου­με τὴν χει­ρό­τε­ρη στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δος ἀ­πα­ξί­ω­ση ἐ­ξαι­τί­ας ὄ­χι τῶν λα­θῶν μας, ἀλ­λὰ τῆς σι­ω­πῆς μας. Φο­βό­μα­στε νὰ μι­λή­σου­με καὶ νὰ συ­ζη­τή­σου­με μὲ τὴν ἐ­πο­χή μας καὶ τὸν κό­σμο μας γι’ αὐ­τὰ τὰ ζη­τή­μα­τα ποὺ τὸν ἀ­πα­σχο­λοῦν, τὸν συν­θλί­βουν καὶ τρῶ­νε τὴν ψυ­χή του μὴ τυ­χὸν μᾶς πα­ρε­ξη­γή­σουν κά­ποι­οι ἀ­δελ­φοί μας ποὺ πι­στεύ­ουν ὅ­τι εἶ­ναι μαν­τρό­σκυ­λοι τοῦ Θε­οῦ καὶ ξα­γρυ­πνοῦν πά­νω στὴν πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῆς πί­στε­ως καὶ τοῦ δόγ­μα­τος. Κά­ποι­οι ἀ­δελ­φοί μας, ποὺ ἐ­νῶ ἀ­δι­α­φο­ροῦν γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ κλαί­ει καὶ πα­ρα­πα­τά­ει στοὺς δρό­μους, τρυ­πώ­νουν στὴν κρεβ­βα­το­κά­μα­ρα του γιὰ νὰ ἐ­λέγ­ξουν καὶ νὰ κα­θο­δη­γή­σουν. Κά­ποι­οι ἀ­δελ­φοί μας ποὺ αἰ­θε­ρο­βα­τοῦν προ­σπα­θών­τας νὰ κά­μουν τὴν κοι­νω­νί­α μο­να­στῆ­ρι καὶ σὰν φρυ­κτω­ροὶ νὰ ἀ­στυ­νο­μεύ­σουν τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ τῶν ἄλ­λων.

Φο­βό­μα­στε, αὐ­τοὺς τοὺς ναυα­γοὺς τῆς ζω­ῆς καὶ τοὺς κέρ­βε­ρους τοῦ πα­ρα­δεί­σου, μὴ τυ­χὸν μᾶς χα­ρα­κτη­ρί­σουν ὡς νε­ω­τε­ρι­στές, μον­τέρ­νους, νε­ορ­θο­δό­ξους, νε­ο­ε­πο­χί­τες, οἰ­κου­με­νι­στές, μα­νι­χα­ϊ­στές, βαρ­λα­α­μι­στές καὶ μὲ ἄλ­λες πα­ρό­μοι­ες, ἀ­νού­σι­ες, ἀ­νό­η­τες, πα­λι­ο­μο­δί­τι­κες, με­σαι­ω­νι­κὲς ἐ­τι­κέ­τες ποὺ δὲν λέ­νε τί­πο­τε ἀ­πο­λύ­τως στὸν σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο ποὺ βι­ώ­νει τὴν τρα­γω­δί­α τοῦ σή­με­ρα στὸ σπί­τι του καὶ στὸν ἑ­αυ­τό του.

Τέ­λος πάν­των, φτά­νει τὸ πα­ρελ­θόν! Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κα­λοῦ­με τὸν κό­σμο μας νὰ ζή­σει μ’ αὐ­τό. Ὅ­ταν τὸ ἐ­πι­κα­λού­με­θα καὶ τὸ στη­ρί­ζου­με σὲ σιγ­ί­λια καὶ χρυ­σό­βου­λα δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὸ προ­τεί­νου­με σ’ ἕ­να μέλ­λον δι­α­δι­κτύ­ου καὶ πλη­ρο­φο­ρί­ας. Ὅ­ταν ἐ­πι­κα­λού­με­θα τὸ πα­ρελ­θὸν καὶ τὸ τε­κμη­ρι­ώ­νου­με σὲ τα­κρί­ρια καὶ ἀ­χνι­να­μέ­δες δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὸ προ­τεί­νου­με σὰν μο­τί­βο ζω­ῆς τοῦ αὔ­ριο ποὺ ἁλ­μα­τω­δῶς ἑ­νο­ποι­εῖ-πολ­το­ποι­εῖ πο­λι­τι­σμοὺς καὶ θε­ω­ρεῖ τὶς θρη­σκεί­ες δι­χα­στι­κὲς πα­ρα­μέ­τρους τῶν κοι­νω­νι­ῶν.

Νὰ ἀν­τλοῦ­με βε­βαί­ως ἀ­π’ αὐ­τό, νὰ παίρ­νου­με τὴν πι­κρή του πεῖ­ρα, νὰ γνω­ρί­ζου­με τὰ κραυ­γα­λέ­α λά­θη του, ὅ­σα ἡ ἀ­πό­στα­ση δὲν πρό­λα­βε νὰ ὡ­ραι­ο­ποι­ή­σει καὶ ὕ­στε­ρα νὰ ἐ­πε­κτει­νό­μα­στε στὸ σή­με­ρα. Μοι­ά­ζου­με μὲ μου­σει­ο­φύ­λα­κες, ρο­μαν­τι­κοὺς νο­σταλ­γούς, δει­λοὺς κι ἀ­να­πο­φά­σι­στους γιὰ τὸ αὔ­ριο. Ἀ­ξί­ζει μὲ εἰ­λι­κρί­νεια νὰ δι­ε­ρευ­νή­σου­με οἱ ἴ­διοι πό­σο στέ­ρε­ος εἶ­ναι ὁ Βρά­χος πά­νω στὸν ὁ­ποῖ­ο στε­ρε­ώ­θη­κε ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός. Κι ὅ­ταν πει­στοῦ­με ἐ­μεῖς τό­τε θὰ πεί­σου­με τὸν κό­σμο μας. Ὁ κό­σμος σή­με­ρα δι­ε­ρω­τᾶ­ται ἄν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ἔ­χει νὰ τοῦ πεῖ κά­τι. Δι­αι­σθά­νον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι τὸν πλοῦ­το τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, βρί­σκουν στὰ γο­νί­διά τους τὴν ὀ­μορ­φιὰ τῆς Πί­στε­ως ἀλ­λὰ προ­σπα­θοῦν νὰ γευ­θοῦν κα­τὰ πό­σο ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε τὸ ἁ­λά­τι τῆς κοι­νω­νί­ας. Ἕ­να ἁ­λά­τι ποὺ ὄ­χι μό­νο τσού­ζει ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως νο­στι­μί­ζει. Δὲν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ εἴ­μα­στε ἡ ἄρ­νη­ση σὲ ὅ­λα, μπο­ροῦ­με νὰ γί­νου­με ἡ νο­στι­μιὰ πολ­λῶν πραγ­μά­των τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που. Πέ­ρα ἀ­πὸ βε­λού­δα καὶ χρυ­σά, μα­κρυ­ὰ ἀ­πὸ με­γα­λο­ϊ­δε­α­τι­σμοὺς καὶ ἐ­θνι­κι­σμοὺς καὶ χω­ρὶς λο­γι­ω­τα­τι­σμοὺς καὶ ὑ­περ­θε­τι­κοὺς βαθ­μούς, ὁ ρό­λος μας καὶ ἡ ἀ­ξί­α μας εἶ­ναι νὰ ἐμ­πνεύ­σου­με τὸν κό­σμο μας νὰ νι­κή­σει τὸν κό­σμο. Νὰ ἐμ­πνεύ­σου­με τὸν κλῆ­ρο μας νὰ ξε­πε­ρά­σει τὴν ὑ­πο­κρι­σί­α τῆς ἱ­ε­ρο­πρέ­πειας καὶ νὰ βγεῖ στὸ στί­βο τῆς κοι­νω­νί­ας γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σει τὸν ἐ­ξαν­τλη­τι­κὰ ἐρ­γα­ζό­με­νο, τὸν εὐ­τε­λι­σμέ­να ἄρ­ρω­στο, τὸν κοι­νω­νι­κὰ ἀ­δύ­να­το, τὸν τε­ρα­τό­μορ­φο ἁ­μαρ­τω­λό, τὸν αὐ­θά­δη νε­α­ρό ποὺ μᾶς κυτ­τά­ει μὲ συ­νο­φρυ­ω­μέ­να μά­τια καὶ φρυγ­μέ­να χεί­λη. Κι ὅ­ταν τοὺς συ­ναν­τή­σου­με ν’ ἀν­τέ­ξου­με τὴν κα­τ’ ἀρ­χὴν ἀ­γέ­νεια καὶ σκλη­ρό­τη­τά τους ἀ­πέ­ναν­τί μας κι ἔ­πει­τα, πα­ρα­μέ­νον­τας δί­πλα τους νὰ πα­λέ­ψου­με μα­ζί τους προ­τεί­νον­τας μιὰ ἄλ­λη ἄ­γνω­στη γιὰ ἐ­κεί­νους ἀ­λή­θεια. Νὰ πα­ρα­δε­χτοῦ­με λά­θη μας καὶ νὰ ζη­τή­σου­με συ­γνώ­μη, νὰ προ­σκα­λέ­σου­με σὲ βο­ή­θεια καὶ νὰ δε­χθοῦ­με ἰ­δέ­ες καὶ ἀ­πό­ψεις τους γιὰ μιὰ Ἐκ­κλη­σί­α ποὺ θὰ τὴν ἔ­νι­ω­θαν δι­κή τους κι ὄ­χι δι­κή μας.

Μιὰ πρω­τό­γνω­ρη στὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ἱ­στο­ρί­α τα­κτι­κή, δι­α­λό­γου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας μὲ τὴν κοι­νω­νί­α, τόλ­μη­σε ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος, τὸ φθι­νό­πω­ρο τοῦ 2005, ἐγ­και­νι­ά­ζον­τας ἔ­τσι γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ μιὰ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α στὴν ὁ­ποί­α ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται ἡ μάν­να Ἐκ­κλη­σί­α τὸ παι­δί, οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ ἡ­γέ­τες τὸν λα­ό, οἱ προ­ε­στῶ­τες τὸ πλή­ρω­μα. Τὸ ἐμ­πνευ­σμέ­νο αὐ­τὸ βῆ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας καὶ τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που, φρο­νῶ τα­πει­νῶς, ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν κα­λύ­τε­ρο ἀ­πο­λο­γι­σμὸ τῶν γε­γο­νό­των τοῦ πε­ρα­σμέ­νου χει­μῶ­να, τὴν ἐ­ξυ­πνό­τε­ρη καὶ πνευ­μα­τι­κό­τε­ρη ἀ­πο­τί­μη­ση τῆς στά­σε­ως καὶ τῆς κραυ­γῆς τῶν Ἑλ­λή­νων τοῦ 2005. Χρει­ά­ζε­ται ὅ­μως οἱ ἐ­πι­ση­μάν­σεις νὰ φέ­ρουν γεν­ναῖ­ες με­ταρ­ρυθ­μί­σεις ποὺ θὰ μεί­νουν στὴν Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς θε­μέ­λια ἑ­νὸς αὔ­ριο χα­λυ­βδω­μέ­νου μὲ τὴν πι­κρὴ πεί­ρα ἑ­νὸς δο­κι­μα­σμέ­νου πιὰ χθές.

Χρει­ά­ζε­ται νὰ τολ­μή­σου­με, ἔ­στω δο­κι­μα­στι­κά, ἀλ­λα­γὲς καὶ με­ταρ­ρυθ­μί­σεις μὲ στό­χο τοὺς νέ­ους ἀν­θρώ­πους. Στὸ τέ­λος νὰ προ­σκο­μί­ζου­με καὶ τὴν πρό­τα­ση τῆς προ­σφο­ρᾶς, τῆς θυ­σί­ας, τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς, τῆς ἐγ­κρα­τεί­ας, τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος. Πα­ρό­μοι­ες προ­τά­σεις οὔ­τε κὰν στοὺς νε­α­ροὺς κλη­ρι­κούς μας μπο­ροῦ­με νὰ προ­τεί­νου­με σή­με­ρα, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ ἐμ­πνεύ­σου­με κι ἐ­νῶ ἡ ἑλ­λα­δι­κὴ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ κοι­νω­νί­α σή­με­ρα, ἀ­κό­μα λαν­σά­ρει καὶ ἐ­ξά­γει γη­ραι­οὺς πιὰ τοὺς ἀ­να­θρεμ­μέ­νους ἀ­πὸ τὶς ἀ­δελ­φό­τη­τες, δι­ε­ρω­τη­θή­κα­με αὔ­ριο σὲ ποι­οὺς θὰ στη­ρι­χθεῖ; Στοὺς ση­με­ρι­νοὺς κομ­ψευ­ό­με­νους λι­μο­κον­τό­ρους ποὺ κα­λύ­πτουν μὲ πο­λύ­χρω­μα λου­λού­δια στὰ ἄμ­φια, ἀ­να­στο­λές, ἀ­δυ­να­μί­ες, φο­βί­ες καὶ τεμ­πε­λιά; Ἤ στοὺς ὁ­λι­γο­γράμ­μα­τους πτυ­χι­ού­χους θε­ο­λό­γους ποὺ μι­λοῦν καὶ κη­ρύσ­σουν μὲ τὴν μα­στί­χα στὸ στό­μα «οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας…» χω­ρὶς νὰ πα­ρα­πέμ­πουν πο­τὲ σὲ κα­νέ­ναν; Ἡ ἔλ­λει­ψη ἐ­ξει­δι­α­σμέ­νης θε­ο­λο­γι­κῆς γνώ­σης φαί­νε­ται στὴν προ­χει­ρό­τη­τα τῶν τη­λε­ο­πτι­κῶν κλη­ρι­κῶν ἐμ­φα­νί­σε­ων ὅ­πως φαί­νε­ται καὶ ἡ ἀ­νυ­παρ­ξί­α ἱ­ε­ρα­τι­κῆς καὶ εὑ­ρύ­τε­ρης παι­δεί­ας. Γρά­φει ὁ ἅ­γιος Εὐ­στά­θιος Θεσ­σα­λο­νί­κης: «Ἔ, μο­να­χὲ ἀ­γρο­δί­αι­τε, χω­ριά­τη, γιὰ πές μου τί θὰ κά­νεις λοι­πόν, ἄν προ­κύ­ψει κά­ποι­ο σο­βα­ρό­τα­το ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ζή­τη­μα, ἀμ­φι­λε­γό­με­νο καὶ χρεια­στεῖ νὰ ἀ­γω­νι­στοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­νά­με­σα στοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­σὺ καὶ οἱ ὅ­μοι­οί σου εἶ­στε ἕ­να πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ μέ­ρος; Τί θὰ κά­νεις σὲ μιὰ τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση; Πῶς θὰ ἀ­νοί­ξεις τὸ στό­μα σου νὰ μι­λή­σεις ὅ­ταν δὲν θὰ ἔ­χεις τὴν δέ­ου­σα θε­ο­λο­γι­κὴ μόρ­φω­ση… Σὲ τί θὰ φα­νοῦν τό­τε χρή­σι­μες οἱ ἱ­κα­νό­τη­τές σου στὴν ἐ­πί­λυ­ση πρα­κτι­κῶν θε­μά­των; Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις ὅ­τι γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὁ­λο­κλή­ρω­ση ἑ­νὸς ἀ­λη­θι­νοῦ μο­να­χοῦ δὲν ἀρ­κοῦν αὐ­τά, ἀλ­λὰ πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τὸ ποὺ τοῦ χρει­ά­ζε­ται εἶ­ναι κυ­ρί­ως ἡ γνώ­ση; Καὶ φυ­σι­κὰ δὲν ἐν­νο­ῶ ἐ­δῶ μό­νο τὴ θε­ο­λο­γι­κὴ παι­δεί­α, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­κεί­νη ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ ἄλ­λες πε­ρι­ο­χὲς μά­θη­σης, μιὰ παι­δεί­α δι­α­φο­ρε­τι­κὴ καὶ πο­λύ­μορ­φη μὲ τὴν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ ἀ­πο­δει­χθεῖ χρή­σι­μος σ’ ὅ­σους συ­να­να­στρέ­φε­ται». (Εὐ­στα­θί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης, «Τί φλυα­ρεῖ ὁ μέ­γας πα­πᾶς;­», 146).

Ὁ κα­θη­γη­τὴς Γε­ώρ­γιος Γα­λί­της σὲ ἄρ­θρο του μὲ τίτ­λο «Ὁ τρώ­σας καὶ ἰ­ά­σε­ται» γρά­φει: «Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει τὴ δύ­να­μη καὶ τὰ μέ­σα νὰ δι­ορ­θώ­σει κα­τα­στά­σεις καὶ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει πε­ρι­στά­σεις. Ἀρ­κεῖ οἱ ἄν­θρω­ποί της νὰ τὸ θε­λή­σουν καὶ νὰ τὸ ἀ­πο­φα­σί­σουν. Οἱ πο­λι­τι­κοὶ ὁ­μι­λοῦν γιὰ «ἐ­πα­νί­δρυ­ση» τοῦ κρά­τους. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν χρει­ά­ζε­ται ἐ­πα­νί­δρυ­ση˙ τὸ μό­νο ποὺ χρει­ά­ζε­ται εἶ­ναι νὰ ἀ­να­χθεῖ στὴν Ἵ­δρυ­ση καὶ στὶς Ἀρ­χές της, στὴν Πεν­τη­κο­στή καὶ στὸν Ἱ­δρυ­τή της. Νὰ ἀ­κού­σει τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ, τὸ Ὁ­ποῖ­ον «ὅ­λον συγ­κρο­τεῖ τὸν θε­σμὸν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας» καὶ νὰ ἀ­φουγ­κρα­σθεῖ «τὶ τὸ Πνεῦ­μα λέ­γει ταῖς Ἐκ­κλη­σί­αις». Καὶ νὰ προ­χω­ρή­σει χω­ρὶς δι­σταγ­μούς, φό­βους καὶ ἀμ­φι­τα­λαν­τεύ­σεις, μὲ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα καὶ θάρ­ρος, στὴν ἐκ­πλή­ρω­ση αὐ­τοῦ ποὺ ζη­τεῖ ὁ Θε­ός, ἀ­π’ ὅ­λους μας, στοὺς χα­λε­ποὺς και­ρούς μας. Ὅ­σοι τολ­μή­σουν, θὰ μεί­νουν στὴν Ἱ­στο­ρί­α. Ὅ­σοι ὀρ­ρω­δή­σουν, θὰ εἶ­ναι ὑ­παί­τιοι ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του γιὰ μιὰ ἀ­κό­μη χα­μέ­νη εὐ­και­ρί­α.» («Ἀ­νά­πλα­σις», τ. 416, 2005).

Αὐ­τὸ τὸ θάρ­ρος καὶ ἡ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα ὑ­πάρ­χει στὴν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Καὶ εἶ­ναι τό­σο ρι­ζω­μέ­να στὶς δο­μές της ποὺ δι­δά­σκε­ται κι­ό­λας. Τὴν πρώ­τη μου συμ­με­το­χή στὶς ἐρ­γα­σί­ες τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας ση­μά­δευ­σε γιὰ πάν­τα ὁ λό­γος ποὺ μοῦ εἶ­πε, παίρ­νον­τάς με πα­ρά­με­ρα, ὁ σεβ. Πει­ραι­ῶς Καλ­λί­νι­κος: «Ἄ­κου­σέ με, μοῦ εἶ­πε, στὴν ἐ­παρ­χί­α σου θὰ πᾶς κα­λά, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲν φτά­νει. Πρέ­πει νὰ πᾶς κα­λὰ κι ἐ­δῶ μέ­σα. Νὰ ἔ­χεις θάρ­ρος νὰ μι­λᾶς ἐ­λεύ­θε­ρα. Νὰ δι­α­φω­νεῖς καὶ μὲ ὅ­σους σὲ ψη­φί­σα­με. Δὲν ἔ­χεις πιὰ ὑ­πο­χρέ­ω­ση σὲ πρό­σω­πα. Εἶ­σαι ἐ­πί­σκο­πος ὅ­λης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μὴ φι­μώ­σεις τὴ συ­νεί­δη­σή σου. Νὰ ἀ­γω­νι­στεῖς γι’ αὐ­τό».

Ὁ λό­γος ἐ­κεῖ­νος μοῦ ἔ­δω­σε φτε­ρὰ καὶ τὸ φτε­ρού­γι­σμα γέν­νη­σε τοῦ­το τὸ ἄρ­θρο, ἄ­τε­χνο, ἄ­κομ­ψο, πρω­τό­λει­ο ἐ­πι­σκο­πι­κό, πάν­τως εἰ­λι­κρι­νὲς καὶ ἐ­πώ­δυ­νο. Σὰν συμ­μόρ­φω­ση στὸ λό­γο τοῦ Πει­ραι­ῶς Καλ­λι­νί­κου καὶ σὰν ὀ­φει­λὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ ὁ­μό­ρου μη­τρο­πο­λί­του Μα­ρω­νεί­ας καὶ Κο­μο­τη­νῆς σεβ. Δα­μα­σκη­νοῦ, χά­ριν τοῦ ὁ­ποί­ου ψη­φι­δο­γρά­φη­κε αὐ­τὸς ὁ τό­μος. Στὸν πρὸ ἔ­τους Ἐν­θρο­νι­στή­ριο λό­γο μου χα­ρα­κτή­ρι­σα τὸν τό­τε Το­πο­τη­ρη­τὴ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Ἀ­λε­ξαν­δρου­πό­λε­ως «βα­θύ­σκι­ω­το πλά­τα­νο τῆς Θρά­κης». Ἔ­τσι τὸν ἔ­νι­ω­θα με­τὰ τὴν με­τα­φύ­τευ­ση τοῦ γέ­ρον­τός μου, μη­τρο­πο­λί­του Ἀν­θί­μου, στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Κά­τω ἀ­πὸ τὸ πλα­τὺ φύλ­λω­μα καὶ τὴν πα­χειὰ σκιά του ἔ­ζη­σα γιὰ λί­γους μῆ­νες, ἀ­τέ­λει­ω­τους. Ὅ­μως τὸ ἄ­δο­λο χα­μό­γε­λό του, ὁ γλυ­κός του λό­γος, ἡ στα­θε­ρὴ καὶ στι­βα­ρὴ περ­πα­τη­σιά του, ἡ ἄ­με­ση ὑ­πο­γρα­φή του, ἡ ἀ­μέ­ρι­στη ἐμ­πι­στο­σύ­νη του, ὁ­δή­γη­σαν τὴν ψυ­χή μου σὲ γα­λή­νη πο­λὺ πρὶν τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῶν ἐ­κλο­γῶν γιὰ τὴν πλή­ρω­ση τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Ἀ­λε­ξαν­δρου­πό­λε­ως. Θὰ τοῦ ὀ­φεί­λω αὐ­τὸ τὸ τό­σο ση­μαν­τι­κό κομ­μά­τι τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς μου. Θὰ τοῦ ἀ­να­γνω­ρί­ζω μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὴν ἀ­γά­πη του ποὺ γνώ­ρι­σα.

Κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα τοῦ Φλε­βά­ρη τοῦ 2005, ἐ­νῶ με­σου­ρα­νοῦ­σαν τὰ πε­ρὶ σκαν­δά­λων στὴν Τη­λε­ό­ρα­ση, ἦρ­θε στὴν Ἀ­λε­ξαν­δρού­πο­λη ὁ σεβ. Μα­ρω­νεί­ας καὶ μὲ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε στὴ μη­τρό­πο­λη. Ὅ­ταν μεί­να­με μό­νοι μὲ ρώ­τη­σε σι­γα­νά: «Μά, πές μου, τί γί­νε­ται; Τί συμ­βαί­νει; Πῶς θὰ ἐ­ξε­λι­χθεῖ αὐ­τὴ ἡ κα­τά­στα­ση; Τί ση­μαί­νουν ὁ­λ’ αὐ­τά;»

Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γέ­ρον­τας μη­τρο­πο­λί­της Μα­ρω­νεί­ας καὶ Κο­μο­τη­νῆς Δα­μα­σκη­νὸς Ρου­με­λι­ώ­της. Τε­λεί­ως ξέ­νος σὲ πα­ρό­μοι­ες κα­τα­στά­σεις. Ἄ­μοι­ρος δι­α­πλε­κο­μέ­νων καὶ ἀ­δι­α­φα­νῶν ζη­τη­μά­των. Ἀ­μέ­το­χος σὲ συμ­φέ­ρον­τα καὶ ἀ­τι­μί­ες. Κα­θα­ρὸς στὴ ζω­ή του καὶ στὶς προ­θέ­σεις του. Εἰ­λι­κρι­νὴς στὰ ἔρ­γα του καὶ εὐ­γε­νὴς τό­σο στὸ γέ­λιο του ὅ­σο καὶ στὸ θυ­μό του. Φτω­χός, δυ­να­μι­κός, δι­α­κρι­τι­κός, ἄ­δο­λος, πα­τε­ρι­κός. Τύ­πος καὶ ὑ­πο­γραμ­μός, ὑ­πό­δειγ­μα πα­λαι­οῦ ἐ­πι­σκό­που ποὺ μα­κά­ρι, νὰ μὴ χα­θεῖ ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ αὔ­ριο καὶ νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρά­δειγ­μα ποὺ θὰ μι­μεῖ­ται ἡ πο­λυ­πραγ­μω­σύ­νη τῶν ἐ­πι­σκό­πων καὶ τῶν πρε­σβυ­τέ­ρων τοῦ σή­με­ρα. Στὰ ἴ­χνη τέ­τοι­ων προ­ο­δοι­πο­ρούν­των, ὁ εὐ­σε­βὴς λα­ός μας δὲν θὰ στε­ρη­θεῖ πο­τὲ τὸ ψω­μὶ κι ὄ­χι τὴν πέ­τρα ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν πατέρα του (Λουκ. 11, 11).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου