ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ - Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Βασιλεύουσα, Νέα Ρώμη, Βυζάντιο, Επτάλοφος… Πόσες λέξεις – πόσα προσωνύμια κρύβονται μέσα στην έννοια της Πόλης! Της Κωνσταντινούπολης.

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Ορθοδοξία και Πολιτική

Επιλογή από το βιβλίο του ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ Πέτρου Βασιλειάδη,  Ενότητα και Μαρτυρία: Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία και Διαθρησκειακός Διάλογος-Εγχειρίδιο Ιεραποστολής, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007, 176-188.
 
Με ποιο μέσο εκφράζει ο Ορθόδοξος χριστιανισμός τις πολιτικές του θέσεις;
Περνώντας στο ερώτημα «με ποιο μέσο εκφράζει ο Ορθόδοξος χριστιανισμός τις πολιτικές του θέσεις;» η απάντηση είναι αυτονόητη: μέσω της ευχαριστιακής του λειτουργίας, θεωρούμενης ως αναλαμπής και πρόγευσης της εσχατολογικής Βασιλείας του Θεού. Στον Ορθόδοξο χριστιανισμό η ιστορία δεν εξαγγέλλεται ως ένα γεγονός του παρελθόντος, αλλά ως παρούσα και μελλούμενη πραγματικότητα, ως προσωπική ιστορία με σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις για κάθε συγκροτημένη κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο ο πολιτικός ρόλος των μελών της αρχίζει αμέσως μετά τη λειτουργία, κατά την μετα-λειτουργία, προκειμένου να δώσουν μαρτυρία για αυτά τα ιδανικά τους με οποιαδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής. Τα μέσα, βέβαια, αυτά ποτέ δεν έχουν σαφώς καθοριστεί, εκτός από έναν πολύ γενικό ορισμό, ότι δηλαδή δεν πρέπει να παρεκκλίνουν από το ευαγγέλιο, όπως αυτό κηρύχτηκε από τον Ναζωραίο, από τους μαθητές και αποστόλους του, και στη συνέχεια από πλήθος Αγίων.
Με δεδομένο ότι οι κύριες πηγές του Ορθοδοξίας είναι οι ίδιες με τον υπόλοιπο χριστιανισμό (Αγία Γραφή και Παράδοση), και ότι η ειδοποιός της διαφορά είναι η λειτουργική της (δηλ. ευχαριστιακή) διάσταση, αυτονόητα (συγκρινόμενη με τη Δύση) η Ορθόδοξη παράδοση υπογραμμίζει πιο έντονα την εσχατολογική διάσταση της χριστιανικής πίστεως: «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (Φιλιπ 3:20). Και «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ 13:14).
Και όχι μόνο αυτό· τα μέλη της αρχέγονης Εκκλησίας σχεδόν πάντα αντιμετωπίζονταν ως «πάροικοι» και «παρεπίδημοι», (Α΄ Πε 2:11) σ’ αυτόν τον κόσμο. Παρόλο που το σημαντικότερο ζήτημα στην πολιτική είναι το «ποιος» κάνει «τι» σε «ποιον», τα καθήκοντα αυτά  συνειδητά, και σε ορισμένες περιπτώσεις διστακτικά, μεταβιβάστηκαν στα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, και σε ορισμένες περιπτώσεις στις κοσμικές αρχές. Αυτή η μετάθεση πολιτικής ευθύνης προκύπτει από την αδυναμία χρήσης (έστω και νόμιμης) βίας από την Εκκλησία, και κυρίως επειδή αυτή (και ειδικότερα η ιερωσύνη) αποτελεί κατ’ ουσίαν αναλαμπή και απεικόνιση ενός ένδοξου και ιδανικού τρόπου διακυβέρνησης (Βασιλείας), ειρήνης, δικαιοσύνης κλπ. για την πραγμάτωση των οποίων ουσιαστικά οφείλει να αγωνίζεται. Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως π.χ. όταν ο λαός μιας οργανωμένη εθνότητας αναθέτει στον επικεφαλής της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας την ευθύνη να πάρει αποφάσεις και να ηγηθεί σε κοσμικά θέματα, μόνον τότε βρίσκει κανείς Ορθόδοξη εκκλησιαστική προσωπικότητα να συμμετέχει ενεργά στην πολιτική (εθναρχίες). Κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση τέτοιων καθηκόντων αποτελεί η προειδοποίηση του Ιησού Χριστού στους μαθητές του: «οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται· ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν» Λουκ 22:25-26).
Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ως κύριο έργο της την προληπτική φανέρωση αυτής ακριβώς της ιδανικής κατάστασης (ή υπεσχημένης μελλοντικής πραγματικότητας) κατά την ευχαριστιακή της σύναξη, η οποία απεικονίζει τη νέα, ιδανική τάξη της ερχόμενης Βασιλείας. Για αυτόν ακριβώς το σκοπό οι  πιστοί κυριολεκτικά αποστέλλονται κατά το τέλος της Λειτουργίας να πορευθούν ειρηνικά («εν ειρήνη προέλθωμεν» κατά τη Λειτουργία μετά τη (συμβατική)) λειτουργία, προκειμένου να μεταβιβάσουν την εμπειρία που βίωσαν κατά τη Λειτουργία – ως αναλαμπή βέβαια και πρόγευση –της ένδοξης «παρουσίας» του Χριστού. Από αυτή την άποψη η Ορθόδοξη πίστη αγκαλιάζει στην πραγματικότητα όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής.
Γι’ αυτό το λόγο στα αρχικά στάδια ιστορίας τους, οι χριστιανοί γινόταν συχνά αντικείμενο υποψίας για την πολιτική τους αδιαφορία, αποκαλούμενοι ακόμη και «μισάνθρωποι» (odium generis humani, προφανώς σε αντιπαραβολή προς την υποτιθέμενη «φιλανθρωπία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»!). Ο Ωριγένης, που αναλαμβάνει να απαντήσει σε μια παρόμοια κατηγορία του Κέλσου, επέμεινε ότι οι χριστιανοί «έχουν ένα άλλο πολιτικό σύστημα» («άλλο σύστημα πατρίδος»).[1]Ο Τερτυλλιανός μάλιστα έφτασε μέχρι το σημείο να υποστηρίζει ότι οι χριστιανοί «προς τίποτα δεν είναι πιο ξένοι από ό,τι προς τις δημόσιες υποθέσεις» (nec ulla magis res aliena quam publica).[2]Μια περισσότερο ισορροπημένη θέση, παρόλα αυτά, βρίσκουμε σε μια ανώνυμη επιστολή των αρχών του β΄ μ.Χ. αιώνα. Στην περίφημη Προς ΔιόγνητονΕπιστολή οι χριστιανοί παρουσιάζονται να ζουν στον κόσμο, αλλά να μην είναι μέρος του κόσμου: «κατοικούντες δε πόλεις ελληνίδας τε και βαρβάρους …».[3] 
 
Για περισσότερα στο: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου