Του Πρωτοπρεσβυτέρου
Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,
όμοτίμου καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,
όμοτίμου καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Θεωρώ ιδιαίτερα τιμητική την συμμετοχή μου στην παρούσα σύναξη προς τιμήν του μακαριστού Γέροντος π. Φιλοθέου Ζερβάκου. Ή όσιακή μορφή του και οι υπέρ της Ορθοδοξίας αγώνες του είναι ή αφορμή της επιλογής του θέματός μου.
Οι έννοιες ΑΓΙΟΣ και ΑΓΙΟΤΗΤΑ στην εποχή μας διέρχονται κρίση: ή αποκρούονται, ή χλευάζονται, ή παραποιούνται. Και μάλιστα όχι μόνο σέ κοινωνικές ομάδες, πού έχουν προσωρινά ή μόνιμα διακόψει κάθε σχέση και σύνδεσμο με το εκκλησιαστικό σώμα, αλλά και μεταξύ τών λεγομένων χριστιανών και μάλιστα τών «Ορθοδόξων». Ιδανικό στον κόσμο μας είναι οι οικονομικές άξιες, ή ευζωία, ή υλική ευημερία. Πόσοι, ακόμη και χριστιανοί, έχουν βάλει σκοπό της ζωής τους να γίνουν άγιοι; Ποιός ενδιαφερόμενος και μόχθων για την σταδιοδρομία του παιδιού του, δίνει προτεραιότητα στην αγιότητα του; Και όμως αυτός (πρέπει να) είναι ό κύριος σκοπός τού ορθοδόξου πιστού. 'Ο λόγος υπάρξεως της Εκκλησίας στον κόσμο, ως σώματος Χριστού και Ορθοδοξίας είναι ή θέωση του ανθρώπου, δηλαδή ή αναγέννηση του μέσα στην άκτιστη θεϊκή Χάρη, ό αγιασμός του. Ή παλαιοδιαθηκική προτροπή: «Άγιοι
έσεσθέ μοι, ότι εγώ άγιός ειμί» (Λευϊτ. 20,26), είναι αντίστοιχο με τον λόγο της Καινής Διαθήκης: «’Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ως ό Πατήρ ύμών ό ούράνιος τέλειός εστίν» (Ματθ. 5,48).
Ό Χριστός και ή Εκκλησία Του καλούν κάθε άνθρωπο να ένταχθεί ολόκληρος («ολοτελής», Α' Θεσ. 5,23) στο σώμα Του, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεως του μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, δηλαδή τη σωτηρία του. Διότι ό Θεός σ’ αυτό «προορίζει» κάθε άνθρωπο, εφ’ όσον «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και είς έπίγνωσιν άληθείας έλθείν» (Α' Τιμ. 2,4). «Επίγνωσης» είναι ή πλήρης και τελεία γνώση του Χριστού (Εφ. 4,13), πού αποκτάται με την «θέωση», την ύψιστη άγιοπνευματική εμπειρία του πιστού, στην οποία αποσκοπεί όλη ή άγιοπνευματική πορεία του μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα (κάθαρσις-φωτισμός-θέωσις). Γι’ αυτό ή Εκκλησία χαρακτηρίζεται από Πατέρες, όπως ό ιερός Χρυσόστομος, «ίατρείον πνευματικόν» και «έργαστήριον άγιότητος», διότι σκοπό έχει να λειτουργεί ως πνευματικό νοσοκομείο, πού θεραπεύει την αρρώστια τού ανθρώπου, την νόσο της ψυχής του, την πτωτική κατάσταση, για να μπορεί να προχωρήσει προς την κάθαρση της καρδιάς του, τον φωτισμό και την θέωση. Ή Εκκλησία είναι «έργαστήριον», ένα πνευματικό εργοστάσιο, πού παράγει Αγίους, διαφορετικά δεν θα είχε λόγο υπάρξεως.
2. Πώς βιώνεται όμως ή αγιότητα στην πράξη της καθημερινότητας; Όχι ασφαλώς ως έννοια ηθική, αλλά (άγιο) πνευματική (Συνιστώ το βιβλίο τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Ή Ιατρική έν πνεύματι Επιστήμη, Λεβαδειά 2009).
Ή Εκκλησία ως Ορθοδοξία δεν επιδιώκει να κάμει τον άνθρωπο «ηθικό» με την κοσμική σημασία του όρου. 'Ο μακαρίτης Δημήτριος Παναγόπουλος, «λαϊκός», αλλά πατερικότατος, ιεροκήρυκας, έγραψε ένα βιβλίο, πού το συνιστώ πάντοτε, με τον τίτλο: «’Άλλο καλός άνθρωπος και άλλο χριστιανός»! 'Ο ορθόδοξος χριστιανός αγωνίζεται για την τήρηση των εντολών του Θεού, όχι όμως με την έννοια ενός κώδικα καλής συμπεριφοράς αλλά για να οδηγηθεί, με την συνέργεια της Χάριτος του Θεού, στο εν Χριστώ ήθος, πού πηγάζει από την καρδία του, ως «καρπός του Πνεύματος» (Γαλ. 5,22) και «ύδωρ άλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ίω. 4,14). Ή τήρηση τών θείων εντολών δεν είναι το «τέλος», ό σκοπός, όπως λέγει ό άγιος Μάρκος ό ερημίτης (5ος αί.). «Αί έντολαί ούχί την άμαρτίαν έκκότπουσιν, αλλά τούς όρους της δοθείσης ήμΐν έλευθερίας φυλάττουσιν» (Ρ(3 65,992). Άλλωστε είπε και ό Κύριος: «...Οταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα υμίν, λέγετε, ότι δούλοι αχρείοι έσμεν, ότι ό όφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17,10).Τό επιδιωκόμενο με την τήρηση τών εντολών του Θεού είναι ή απρόσκοπτη πορεία προς τη σωτηρία.
Ή τήρηση τών εντολών του Θεού ανοίγει την πηγή της Χάριτος. Και ό Ορθόδοξος πιστός ζητεί συνεχώς Χάρη, δύναμη θεϊκή (πρβλ. τον λόγο του Παύλου: «πάντα ισχύω εν τώ ένδυναμούντί με Χριστώ» (Φιλ. 4,13). Οι αιρετικοί, πού κυκλοφορούν ανάμεσα μας, βλέπουν τις εντολές του Θεού ηθικολογικά. Θέλουν να γίνουν «καλοί άνθρωποι», όπως το επιδιώκουν άλλωστε και οι άθεοι και οι μή χριστιανοί, οπαδοί τών διαφόρων Θρησκευμάτων του κόσμου. Ό ορθόδοξος πιστός όμως δεν επιδιώκει να γίνει απλά «καλός» και «ηθικός», αλλά Άγιος, να ενωθεί με τον Χριστό και μέσω Αυτού με όλη την Αγία Τριάδα. Να γίνει «ναός Θεού» (Α' Κορ. 3,16 κ. ά.) Διότι τότε θα είναι «αληθινός», όπως και ό Θεός μας (Α' Ίω. 5,20), αλλά και αληθινά συνάνθρωπος, «πλησίον» και αδελφός του άλλου, όταν ή Χάρη του Θεού (ή «βασιλεία»Του) ενοικεί στην καρδιά του, και ή αγάπη του δεν είναι «αγάπη άμαρτωλών» (Λουκ. 6,33), δηλ. υπολογιστική και συμφεροντολογική, αλλά ανιδιοτελής, όπως ή αγάπη του Θεού, πού «ού ζητεί τά εαυτής» (Ρωμ. 13,5) και γι’ αυτό «ουδέποτε εκπίπτει» (Ρωμ. 13,8).
3. Με τις προϋποθέσεις αυτές κατανοείται πόσο ανησυχητικό είναι το θλιβερό σύμπτωμα της αλλοτριώσεως τών κριτηρίων μας στο θέμα της αγιότατος.
Αυτό φαίνεται από την ευκολία, με την οποία συνήθως χαρακτηρίζουμε κάποιον ως άγιο («άγιος άνθρωπος», λέμε) απλώς, διότι είναι «καλός», χωρίς να ξέρουμε το βάθος της καρδιάς του. Και, ως γνωστόν, «τά φαινόμενα -συχνά- απατούν». Αυτό οφείλεται στην αδρανοποίηση τών ορθοδόξων κριτηρίων ή και τών προϋποθέσεων αναγνωρίσεως και διακρίσεως της αγιότητας. Σέ τελευταία ανάλυση μόνον ό Άγιος, αυτός πού έφθασε στην θεωρία ή στον φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος και μπορεί διορατικά να «δει» την καρδιά τού άλλου και το περιεχόμενό της, γνωρίζει και μπορεί να διακηρύξει ποιός είναι Άγιος, «ναός δηλαδή και κατοικητήριο του Θεού». Αυτό λέγει μεταξύ άλλων ό άγιος Μακάριος ό Αιγύπτιος (Όμιλίαι Πνευματικοί, Θ, 8. Φιλοκαλία τών Νηπτικών και Ασκητικών, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 166), στηριζόμενος και έρμηνεύοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου (Α' Κορ. 2,15): «ό πνευματικός άνακρίνει μέν πάντα, αυτός δέ ύπό ούδενός άνακρινόμενος». Γράφει ό άγιος Μακάριος: «Ό πνευματικός (σημ. αυτός πού έχει ενεργό την παρουσία τού Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του) πάντας ανθρώπους ανακρίνει..., γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και πού έστηκε και εν ποίοις μέτροις έστίν». Αυτό σημαίνει: Μπορεί να γνωρίζει τον απέναντι του, σέ ποιά εσωτερική κατάσταση βρίσκεται, ποιές είναι οι προϋποθέσεις των λόγων και έργων του, αν είναι ειλικρινής και δεν προσποιείται, ως ό ηθικολόγος και φαρισαίος. Και συνεχίζει: «Αυτόν δέ (τον «πνευματικόν» και Πνευματοφόρον) ουδείς ανθρώπων, τών εχόντων το πνεύμα τού κόσμου, γινώσκειν και άνακρίνειν δύναται, ει μή μόνον ό το όμοιον έχων έπουράνιον της θεότητος πνεύμα γινώσκει το όμοιον». Με λίγα λόγια:
Μόνον οι άγιοι γνωρίζουν ποιός είναι άγιος και αυτών ή γνώμη και άποψη έχει σημασία. "Όταν λέμε συνεπώς, ότι ό «λαός τού Θεού» αναγνωρίζει την αγιότητα, εννοούμε στην κυριολεξία τούς Αγίους αυτούς πού έφθασαν στην αγιότητα (φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος και θέωση), τούς βαδίζοντας «συν πάσι τοις Άγίοις», άκολουθώντας τά ίχνη τους, για να γίνουν άγιοι, και όχι εκείνους πού δεν αγωνίζονται. Εμείς σκεπτόμεθα συνήθως «λαοκρατικά» και «λαϊκιστικά», όταν λέμε ότι ό «λαός» αναγνωρίζει τούς Αγίους! Γιατί το ερώτημα είναι: ποιός λαός; Ποιά σχέση έχει, δηλαδή, με τη Χάρη και σέ ποιά κατάσταση είναι ή «καρδιά» του; Διότι διαφορετικά, τά κριτήριά μας θα είναι ηθικολογικά και κοσμικά. Αυτό το φαινόμενο είναι σύνηθες στις περιπτώσεις όχι γνησίων πνευματικών τέκνων, αλλά οπαδών κάποιων Γερόντων, πού έπιμένουν στην «αγιοποίηση» τους, καθιστώντας τούς εαυτούς τους, έτσι, αλάθητο κριτήριο της αγιότατος!
4. Ποιός, λοιπόν, με βάση τά όρθοδοξοπατερική κριτήρια, είναι ό Άγιος; Οι έχοντες την εμπειρία της θεώσεως, οι Άγιοί μας δηλαδή, χαρακτηρίζουν ως Αγίους τά πρόσωπα εκείνα, πού υπερβαίνουν την ευσέβεια και έχουν φθάσει στον φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος ή και στην θέωση, συνιστώντας τούς μάρτυρές της μέσα στην ιστορία. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό (8ος αί.) τιμούμε ως άγιους «τούς ένωθέντας θεώ κατά προαίρεσιν και τούτον δεξαμένους ένοικον, και τη τούτου μεθέξει γεγονότος χάριτι, όπερ αυτός έστι φύσει». Άγιοι είναι, λέγει, «οι έμψυχοι ναοί τού θεού, τά έμψυχα τού Θεού σκηνώματα», διότι «διά του νου τοις σώμασιν αυτών ένώκησεν ό Θεός» (Έκθεσις άκριβής της Όρθοδόξου Πίστεως, Δ (15) 88. Ρ(3 94, 1164 Β έπ). Δηλαδή: «όσους ενώθηκαν με τον Θεό, σύμφωνα με την προαίρεσή τους, την ελεύθερη βούλησή τους, και Τον δέχθηκαν να κατοίκηση μέσα τους, και έγιναν (καταξιώθηκαν) με την μέθεξή Του, την ένωσή τους μαζί Του, κατά χάριν, αυτό πού ό ίδιος ό Θεός είναι από τη φύση Του. Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (7ος αί.) «ή ύπερώνυμος θέωσις» καθιστά τούς μετέχοντες σ’ αυτήν «άκτιστους, άναρχους και απερίγραπτους... καίτοι διά την οΐκείαν φύσιν έξ ούκ όντων γεγονότος» (Ρ0 91,1144 ΑΒ).
Μολονότι, δηλαδή, και ό Άγιος είναι άνθρωπος κατά τη φύση του, έχει ψυχή και σώμα, όπως όλοι μας, και είναι κτίσμα του Θεού, με την θεία Χάρη γίνεται ότι είναι και ό Θεός: άκτιστος, άναρχος, απερίγραπτος και αιώνιος, αλλά «κατά χάριν». Ή άκτιστη Χάρη του Τριαδικού Θεού είναι ό πνευματικός «καταλύτης» στο γεγονός της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν αλλάζει ή φύση του ανθρώπου, αλλά «κατά χάριν Θεού» γίνεται άκτιστος και όλα τά άλλα, μεταμορφούμενος μέσα στο άκτιστο φως του Θεού. Μεταμόρφωση, συνεπώς, ζει ό Άγιος και όχι μεταβολή της φύσεώς του. Πρέπει δέ έδώ να λεχθεί, ότι όσοι διέπονται από «εύσεβιστικές» τάσεις, μιλούν προτεσταντικά για «ηθική θέωση», διότι θεωρούν βλασφημία να δεχθούν, ότι ό θεούμενος φθάνει να γίνει «άκτιστος» και «άναρχος», όπως ό Θεός είναι από τη φύση Του. Ή θέωση όμως μεταμορφώνει την φύση του ανθρώπου και δεν «βελτιώνει» απλά τον χαρακτήρα του. Και αυτό συμβαίνει, διότι κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: «Όλος μεν όλοις τοις άξίοις ό Θεός περιχωρεί, όλω δέ όλοι περιχωροϋσιν όλικώς οι Άγιοι τώ Θεώ, όλον άντιλαβόντες έαυτών τον Θεόν» (Υπέρ τών ιερώς Ήσυχαζόντων 3,1,27). Δηλαδή: «Όλος ό Θεός περιχωρεί εις όλους τούς άξιους, εις όλον δέ τον Θεόν περιχωροϋν όλοι οι Άγιοι όλικά, έχοντας προσλάβει αντί τον εαυτό τους όλον τον Θεόν». Αρκεί να προσέξουμε τά άφθαρτα και ακέραια ιερά λείψανα (πχ. Αγίων: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου), για να κατανοήσουμε αυτόν τον πατερικό λόγο.
5. Ή απώλεια ή αδρανοποίηση τών ορθοδόξων κριτηρίων οδήγησε στην αντικατάσταση της πνευματικότητας με την ηθικολογία και της αγιότητας με την ουμανιστική άρετολογία. "Όταν γνωστοί κανονολόγοι άποφαίνονται, ότι ή άγιοκατάταξη (και όχι: άγιο-ΠΟΙ- ΗΣΗ, πού μόνο στον Παπισμό υπάρχει) γίνεται «υπό της γενικής έκκλησιαστικής συνειδήσεως ποιμένων και ποιμαινομένων», αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για αυθεντικούς ποιμένες και ποιμαινομένους, δηλαδή αυθεντικά μέλη του σώματος του Χριστού, φορείς της Χάριτος και όχι απλώς κατ’ όνομα χριστιανούς, λόγω ενός τυπικού βαπτίσματος ή μιας εξωτερικής χειροτονίας ή μιας επιφανειακής αγωνιστικότητας, πού δεν διαφέρει από την μαχητικότητα των οπαδών πολιτικών ιδεολογιών ή τών ποδοσφαιρικών ομάδων. Μή ξεχνάμε: οι Άγιοι αναγνωρίζουν τούς Αγίους! Ή ιστορία της Εκκλησίας μάς διδάσκει, ότι ή αναγνώριση της αγιότητας δεν υπήρξε ποτέ αυθαίρετη και συναισθηματική, ούτε στηρίχθηκε ποτέ στην καλή φήμη, την ηθικότητα, έστω και στις αγαθοεργίες κάποιου, αλλά σέ απτά και τεκμηριωμένα, δηλαδή έκ τού Θεού προερχόμενα, δείγματα της πραγματικότητας της θεάσεως. Ό Θεός μαρτυρεί την αγιότητα ενός προσώπου.
Οι Ορθόδοξοι μιλούμε για «αγιότητα μαρτυρούμενη» άνωθεν, έκτού θεού (Βλ. π Γ. Δ. Μετάλλινου, Άγιότης μαρτυρούμενη, στο: Λόγος ως Αντίλογος, Αθήνα 1992, ο. 49-60). Ό μέγας Θεολόγος τών νεωτέρων χρόνων, αρχιεπίσκοπος Ευγένιος ό Βούλγαρης (1716-1806), λέγει χαρακτηριστικά για την αναγνώριση τών Αγίων: «Ευλογητός ό Θεός, ός ουκ άμάρτυρον έπί γης άφίησιν την αλήθεια αύτοϋ» (Πρβλ. Πράξ. 14,17. Εύγ. Βουλγάρεως, Επιστολή προς Κλαίρκιον, Αθήνα 1844, σ. 6). Σύμφωνα με την μακραίωνη όρθοδοξοεκκλησιαστική πράξη οι Άγιοι δεν «άναγνωρίζονται» ή «διακηρύσσονται» με ηθικολογικά, κοινωνικά και ένδοκοσμικά κριτήρια, αλλά μετά από την φανέρωση της άγιότητάς τους από τον ίδιο τον Θεό, με σημεία αδιαμφισβήτητα, πού αντέχουν σέ κάθε κριτική και αποσείουν κάθε αμφιβολία. Και τέτοια σημεία είναι: ή κατάσταση τού λειψάνου (άφθαρτο ή οστά, πού υπερβαίνουν την συνέπεια της φθοράς / σήψεως και γι’ αυτό εκπέμπουν ευωδία υπερκόσμια), και κυρίως αληθινά θαύματα. Υπάρχει μάλιστα μια παγκόσμια ισχύουσα, γνωστή από τούς πρώτους χριστιανικούς αιώνες, παροιμία: «Ό Άγιος, εάν δεν θαυματουργεί, δεν δοξολογιέται», δεν τιμάται δηλαδή ως Άγιος. Ή παροιμία αυτή σέ διάφορες παραλλαγές, όπως ή έρευνα έχει αποδείξει, είναι γνωστή ευρύτατα και στη Δύση. Ακόμη δέ και στην περίπτωση του μαρτυρίου, τά θαυμαστά σημεία δεν λείπουν, όπως διαπιστώνεται από τη μελέτη τών συναξαρίων και της ύμνογραφίας μας.
Ή πορεία προς την αγιότητα και ό πνευματικός αγώνας δεν χάνει την άξια του και αυτό ισχύει για κάθε αγωνιζόμενο πιστό. Περιμένουμε όμως ό Θεός να βεβαιώσει («μαρτυρήσει») την αγιότητα (την θέωση) του συγκεκριμένου προσώπου, για να δικαιούμεθα και εμείς αναντίρρητα και χωρίς δισταγμούς, να το τιμάμε ως Άγιο. Μή ξεχνάμε, ότι οι άγιοι παρακαλούν τον Θεό για μάς, διότι έχουν «παρρησία». Για τούς άλλους ευσεβείς πιστούς, πού δεν έφθασαν όμως στον φωτισμό ή την θέωση, προσευχόμεθα εμείς (πρβλ. τά μνημόσυνα).
Δεν νοείται όμως αγιότητα χωρίς αγώνα υπέρ της πίστεως, της Ορθοδοξίας, δηλαδή, χωρίς ομολογία ορθόδοξη και έλεγχο της παραχάραξης της πίστεως, και μάλιστα από τούς ποιμένες, πού με την χειροτονία τους έχουν ταχθεί φύλακες και υπερασπιστές της, όπως οι Επίσκοποι. Είναι δυνατόν να μην αντιδρά ό πνευματικός άνθρωπος της Ορθοδοξίας στην διαστρέβλωση και κατάφωρη προδοσία της πίστεώς μας, όπως είναι ό Οικουμενισμός και οι συνιστώσες του, Βαπτισματική και Μεταπατερική Θεολογία;
Ή άσκηση μόνη, όσον αυστηρή και υψηλή και αν είναι, δεν σώζει, χωρίς ορθή πίστη - Ορθοδοξία, αλλά εκφυλίζεται εύκολα σέ ινδουισμό και γκουρουϊσμό. Και στην εσχατολογική εποχή μας, της πολτοποιήσεως τών πάντων στην χοάνη της μασονοσιωνιστικής παγκοσμιοποίησης, προέχει ό υπέρ Ορθοδοξίας αγώνας, πού συνδέεται πάντα με τον δημόσιο έλεγχ0 της πλάνης και τών φορέων της (Πατριαρχών,Ίεραρχών καθηγητών και λοιπών αίρετιζόντων) για την στήριξη και ενίσχυση του αγωνιζομένου ορθοδόξου πληρώματος Αυτό κάνουν σέ κάθε εποχή οι αληθινοί πνευματικοί Πατέρες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ή άσκηση στις ερήμους και τις οπές της γης διακόπτεται από μαρτυρικές και ομολογητικές εξόδους στην μαστιζόμενη από την αιρετική πλάνη κοινωνία. Μέγιστο παράδειγμα, μετά τον ελεγκτή του παρανομούντος Ηρώδη Πρόδρομο Ιωάννη, ό ηγέτης της ασκήσεως Μέγας Αντώνιος. Δύο φορές εγκατέλειψε τοπικά την έρημο, μεταφέροντάς την, ως άλλης μορφής αγώνα κατά του διαβόλου, στην Αλεξάνδρεια: πρώτα κατά τον διωγμό του Μαξιμίνου (311) και σέ πολύ μεγάλη ηλικία το 338 (ήταν περίπου 90 έτών), για να συμπαρασταθεί στον Μ. Αθανάσιο, πνευματικό ανάστημα του, και στους αγωνιζόμενους κατά του Αρειανισμού Ορθοδόξους.
Νεοαρειανισμός, κατά τον σύγχρονό μας ομολογητή, όσιο π. Ιουστίνο Πόποβιτς (+1979), είναι και ό Παπισμός και παναίρεση, όπως και οι διάφοροι Προτεσταντισμοί. Έχω τον βάσιμο λογισμό, αλλά και αποδείξεις, ότι οι δημοσιεύοντες βιβλία για τούς σημερινούς μεγάλους πνευματικούς Πατέρες αποσιωπούν τον άντιοικουμενιστικό αγώνα τους και τον έλεγχο, πού άσκησαν στους ηγέτες του Οικουμενισμού στο χώρο μας, Πατριάρχες και λοιπούς Ιεράρχες, για να αποφύγουν αυτοί (οι έκδοτες) τις όποιες συνέπειες.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση του όσιακώς βιώσαντος π. Φιλοθέου, τον όποιον οι προλαλήσαντες, αλλά και οι μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν από κοντά δέχονται ως ολόκληρη, ακέραιη και αδιάτμητη προσωπικότητα και πνευματικό πατέρα πατερικού ύψους. Γι’ αυτό και δεν έπαυσε να ελέγχει δημοσίως τις παρεκκλίσεις στο θέμα της πίστεως της Ορθοδοξίας. Το παράδειγμά του οφείλουν να άκολουθούν όλοι οι πνευματικοί πατέρες, διότι στην εποχή της δαιμονικής οίκουμενιστικής πλημμυρίδας, ό υπέρ της πίστεως αγώνας είναι ή εγκυρότερη βεβαίωση και της ασκητικής πνευματικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου