Η εισήγηση του πρώην Προέδρου του ΠΑΣΟΚ στην ημερίδα του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου ΚΑΙΡΟΣ με θέμα: «Μάθημα Θρησκευτικών και Δημόσιος Χώρος»
Χαίρομαι που βλέπω διάφορους φίλους και συναδέλφους από την «περίσεμνο» των Θεολόγων Σχολή που βρίσκεται στην ίδια γειτονιά της Πανεπιστημιούπολης του ΑΠΘ με τη «διάσημη» των Νομοδιδασκάλων Σχολή στην οποία ανήκω. Το ότι η μία αυτοχαρακτηρίζεται «διάσημη» και η άλλη «περίσεμνος» στη καθομολόγηση των διδακτόρων της κάτι σημαίνει για τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα πράγματα αφενός οι θεολόγοι, αφετέρου οι νομικοί! Το λέω αυτό προφανώς αστειευόμενος. Χαίρομαι που έχετε επιλέξει ως χώρο διεξαγωγής της ημερίδας σας το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, και μάλιστα το δεύτερο κτήριό του για το οποίο έχω πολύ αγωνιστεί, και χαίρομαι γιατί έχει ενσωματωθεί στον ιστό της πόλης και το χρησιμοποιείτε για τέτοιου είδους δραστηριότητες.
Ο καθηγητής Π. Βασιλειάδης, παλιός συνάδελφος και φίλος, με πολλή ευγένεια και επιμονή, μου ζήτησε να έρθω να σας παρουσιάσω μερικές σκέψεις, όχι κομματικού, αλλά σίγουρα πολιτικού χαρακτήρα. Θα ήθελα όμως να σας πω μερικά πράγματα υπό την ιδιότητα μου την επιστημονική ως Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και από την εμπειρία μου από το Συμβούλιο της Ευρώπης τα χρόνια της κυβερνητικής μου θητείας τώρα δε από την υποεπιτροπή της Κοινοβουλευτικής του Συνέλευσης που είναι αρμόδια για την εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της οποίας είμαι μέλος.
Όπως ξέρετε, η συζήτηση για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών είναι μακρότατη και στη χώρα μας[1] και παγκοσμίως[2]. Αρκεί να σας πω ότι τα τελευταία 30 χρόνια, η διδασκαλία των Θρησκευτικών αποτελεί ένα από τα μόνιμα πεδία συζήτησης της Διεθνούς Ένωσης Συνταγματικού Δικαίου. Στη συζήτηση αυτή έχουν ειπωθεί τα πάντα και έχει διαμορφωθεί μια τυπολογία μορφών διδασκαλίας των Θρησκευτικών από μια νομική οπτική γωνία και όχι απλώς μέσα από μία παιδαγωγική προσέγγιση με την οποία είστε εξοικειωμένοι.
Ως εκ τούτου, μπορούμε να πάμε κατευθείαν στο κρίσιμο ερώτημα: εάν είναι ανεκτό κατά το Σύνταγμα, κατά το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο και κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία ένα μάθημα Θρησκευτικών το οποίο έχει ομολογιακό/κατηχητικό χαρακτήρα, με διασφαλισμένο πλήρως το δικαίωμα εξαίρεσης του μαθητή, ή αν αυτό είναι συνταγματικά απαγορευμένο και πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε ένα πολιτειοκρατικού χαρακτήρα μάθημα, το οποίο άρα θα έχει έντονα θρησκειολογικό περιεχόμενο και υπό το δεδομένο αυτό, αν μπορούμε πράγματι να φτάσουμε σε ένα μοντέλο μαθήματος που θα είναι παντελώς υποχρεωτικό, με απαγορευμένη ή πολύ δύσκολη την εξαίρεση.
Είδα και τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, το curriculum όπως έχει δημοσιευτεί από τον Ιανουάριο του 2015, και για τη διδασκαλία στο Λύκειο αλλά και για τη διδασκαλία στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, δηλαδή τα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Από την απλή ανάγνωση του curriculum που προτείνεται, αλλά και από αυτά που είπε ο εισηγητής της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου, φαίνεται να διαγράφεται ένα μοντέλο ανοικτού μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο έχει έντονη θρησκειολογική διάσταση, η οποία κλιμακώνεται από τις μικρότερες τάξεις προς τις μεγαλύτερες, αλλά που εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να αποβάλει ούτε τον χριστιανικό ούτε τον ορθόδοξο χαρακτήρα του. Διδάσκεται από καθηγητές της Θεολογίας που έχουν σπουδάσει σε μία Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή και βεβαίως απευθύνεται σε μία κοινωνία, η οποία κατά συνταγματικό τεκμήριο ανήκει, στη μεγάλη της πλειονότητα, στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία[3].
Άρα πρόκειται για τη διδασκαλία Θρησκευτικών σε μία κοινωνία «πλειοψηφικής ορθοδοξίας», που είναι μία εμπειρία τελείως διαφορετική από την εμπειρία που ζει η ελληνική διασπορά ως εκφραστής μίας «μειοψηφικής ορθοδοξίας» σε πάρα πολλά μέρη στον κόσμο. Μέρη στα οποία υπάρχει ουδετερόθρησκο κράτος, υπάρχει κράτος λαϊκό, με την έννοια του secular, του laic, ακόμα και κράτος το οποίο μπορεί να έχει αντικληρικαλικές τάσεις και παράδοση ή μπορεί να υπάρχει και κράτος με επίσημη κρατική θρησκεία, αλλά με θρησκευτικό φιλελευθερισμό, όπως είναι η περίπτωση των ευαγγελικών Σκανδιναβικών κρατών.
Η μελέτη της νομολογίας μόνο των ελληνικών δικαστηρίων δε μας οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Το ΣτΕ[4] ήδη από τη δεκαετία του ’80 έχει προστατεύσει το μάθημα των Θρησκευτικών θεμελιώνοντάς το στο άρθρο 16, παράγραφος 2 του Συντάγματος, το οποίο ήδη από τότε, ήδη από τη δεκαετία του ’90, το ερμηνεύει με έναν καταβάση σωστό συστηματικά τρόπο. Ναι μεν η παιδεία, που είναι βασική αποστολή του κράτους, έχει μεταξύ των συνταγματικών σκοπών της την καλλιέργεια της θρησκευτικής και εθνικής συνείδησης, αλλά είναι προφανές ότι αυτή η θρησκευτική συνείδηση είναι η ελεύθερη κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος συνείδηση. Αυτό το λέει ρητά και το προοίμιο της Υπουργικής Απόφασης για το πρόγραμμα διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Λύκειο. Τα πάντα ανάγονται σε τελική ανάλυση στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.