Για τις δυνατότητες και προοπτικές των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σταύρος Γιαγκάζογλου, σύμβουλος του υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων-Ινστιτούτο Εκαπιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και μέλος της νεοσυσταθείσας Επιτροπής του ΙΕΠ για την αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Επίσης, ο κ. Γιαγκάζογλου αναφέρεται σε προτάσεις για την υπέρβαση του προβλήματος με τις απαλλαγές στα Θρησκευτικά.
1. Οι απαλλαγές στα Θρησκευτικά
Το ισχύον μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ) στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μολονότι δεν συνιστά θρησκευτική κατήχηση και εποπτεύεται πλήρως από την πολιτεία, δομείται εξ ολοκλήρου πάνω στην Ορθόδοξη Παράδοση. Οι αναφορές στις άλλες χριστιανικές παραδόσεις εντοπίζονται στην ΣΤ' δημοτικού (4 διδ. ενότητες), ενώ περίπου το ήμισυ της ύλης της Β Λυκείου αφορά τα μεγάλα θρησκεύματα του κόσμου. Ως εκ τούτου και παρά τον ανοικτό, γνωσιακό και μορφωτικό, εν γένει, χαρακτήρα του μαθήματος, πρόκειται κατά βάση για ένα μάθημα σπουδής στην Ορθόδοξη Παράδοση. Γι' αυτόν τον λόγο προβλέπονται απαλλαγές και εξαιρέσεις, όταν ορισμένοι μαθητές ή οι κηδεμόνες τους το αιτούνται. Ήδη, από τη δεκαετία του 1930, προβλέπονται απαλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών για τους μη ορθόδοξους.
Οι σχετικές εγκύκλιοι (2002, 2008, 2023, 2015) επιχείρησαν να διαχειριστούν το ζήτημα των απαλλαγών, άλλοτε διφορούμενα κατ' επίκληση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και άλλοτε θεωρώντας ότι το μάθημα είναι υποχρεωτικό για τους ορθόδοξους μαθητές. Υπάρχει τρόπος να τερματιστεί η αδιέξοδη και εν πολλοίς προβληματική αυτή παλινωδία; Αν ο χαρακτήρας του μαθήματος παραμείνει ίδιος, δηλαδή ομολογιακός και σχετικός αποκλειστικά με την Ορθόδοξη Παράδοση, τότε είναι βέβαιο ότι θα συνεχίζεται η ίδια κατάσταση. Μία λύση θα μπορούσε να ήταν η πρόβλεψη για ένα άλλο ισοδύναμο και βαθμολογούμενο ουδετερόθρησκο μάθημα ηθικής σε φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό πλαίσιο. Αν αυτό το εναλλακτικό μάθημα είναι θρησκειολογία, τότε πιθανό να εγείρει και αυτό ζητήματα απαλλαγών από όλους και μάλιστα από την πλευρά των ορθοδόξων μαθητών.
Όμως, όσο το μάθημα των Θρησκευτικών παραμένει ως έχει, όλα τα παραπάνω δεν λύνουν, αλλά διαιωνίζουν το πρόβλημα. Η γνώμη μας, ύστερα από επισταμένη μελέτη και παρακολούθηση του ζητήματος αυτού ως συμβούλου του μαθήματος για πάνω από 14 έτη στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τώρα πλέον στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής είναι η μετάβαση στα νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου, τα οποία ολοκληρώθηκαν μεταξύ των ετών 2011-2015, ορισμένα εξ αυτών εφαρμόστηκαν πιλοτικά και βελτιώθηκαν πλήρως και τα οποία παραμένουν εισέτι ανεφάρμοστα.
2. Η εισαγωγή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά ως υπέρβαση του προβλήματος
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών (ΠΣ) στα Θρησκευτικά δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου αναδιατάσσουν το πλαίσιο και διευρύνουν τη νομιμοποιητική βάση του μαθήματος, ώστε ρητά και εκπεφρασμένα, τυπικά και ουσιαστικά, να μην θεωρείται πλέον θρησκευτική κατήχηση ή ομολογιακό μάθημα, αλλά ένα μάθημα με σαφώς ανοικτό, πλουραλιστικό και μορφωτικό-γνωσιολογικό περιεχόμενο. Ως βάση του χρησιμοποιείται το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά, οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου, ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ειδικότερα, με έμφαση στην ιστορία και στον πολιτισμό. Οι μαθητές οφείλουν να προσεγγίζουν τα παραπάνω από ιστορική και πολιτισμική σκοπιά, όχι μόνο για να γνωρίζουν τη δική τους θρησκευτική παράδοση αλλά και τις θρησκευτικές παραδόσεις των άλλων ανθρώπων με τους οποίους διαβιούν στις σύγχρονες ανοικτές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Με την εισαγωγή ατών των νέων προγραμμάτων σπουδών, η θρησκευτική αγωγή δεν συνιστά επ' ουδενί παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας κανενός μαθητή. Αντίθετα, απευθύνεται και ενδιαφέρει όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως ομολογίας ή θρησκεύματος.
Ως μάθημα θρησκευτικού γραμματισμού απευθύνεται σε όλους τους μαθητές. Έτσι, το μάθημα δεν χωρίζει αλλά ενώνει, φέρνει σε διάλογο, εμφορείται από τη διαπολιτισμική διάσταση της θρησκευτικής εκπαίδευσης και αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα διαμόρφωσης του μαθητή ως ενεργού παγκόσμιου πολίτη που γνωρίζει τη δική του παράδοση και διαλέγεται με τις άλλες και διαφορετικές παραδόσεις σε πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού και αποδοχής της πολιτισμικής και θρησκευτικής ετερότητας. Εστιάζοντας στην αλληλογνωριμία, στην αλληλεγγύη, στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, στην υπέρβαση των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων, στην ισότητα και στην κοινωνική δικαιοσύνη, συμπεριλαμβάνει όλους τους μαθητές, ασχέτως θρησκευτικών ή μη θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Η σύγχρονη πορεία του ΜτΘ οφείλει να κινηθεί δημιουργικά, ώστε να ανταποκριθεί στα αιτήματα της εποχής του. Σε μία κοινωνία που αλλάζει και εκκοσμικεύεται ραγδαία, η θρησκευτική αγωγή χρειάζεται να υπερβεί την όποια κατηχητική-ομολογιακή κατεύθυνσή της αλλά και την όποια ιδεολογική και καθεστωτική αντίληψή της, προκειμένου να ικανοποιήσει τις νέες μορφωτικές και παιδαγωγικές ανάγκες της σύγχρονης εκπαίδευσης. Εξάλλου, η νομική και φιλοσοφική κατανόηση της θρησκευτικής ελευθερίας ή το ζήτημα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όπως εκφράζεται από τις ανεξάρτητες αρχές στην Ελλάδα ή άλλους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς, δεν θα πάψει να συγκρούεται με μία κλειστού ομολογιακού τύπου συγκρότηση της θρησκευτικής αγωγής. Το ΜτΘ δεν μπορεί, πλέον, να έχει χαρακτηριστικά κατήχησης και ομολογιακής μονοφωνίας στο δημόσιο σχολείο. Τα νέα Προγράμματα Σπουδών αφορούν, ασφαλώς, τη θρησκευτική αγωγή στη δημόσια εκπαίδευση και όχι την εκκλησιαστική κατήχηση. Το ΜτΘ βεβαίως και έχει ως κέντρο, αφετηρία και πρωταρχικό μέλημα την τοπική θρησκευτική παράδοση, αλλά οφείλει και πρέπει να έχει ορίζοντα αναφοράς και διαλόγου και με τις άλλες χριστιανικές κατανοήσεις, τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις και τις σύγχρονες φιλοσοφικές ή άλλες μορφές πνευματικότητας. Στη β' δεκαετία του 21ου αιώνα, το μάθημα των Θρησκευτικών στη χώρα μας βρίσκεται μπροστά σε μία νέα πρόκληση: Να ισχυροποιήσει τα εκπαιδευτικά θεμέλιά του, να υπερβεί την κατηχητική μονοφωνία και την όποια κλειστή ομολογιακή φυσιογνωμία του, συμπεριλαμβάνοντας όλους τους μαθητές του ελληνικού σχολείου, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους. Σε αυτήν την προοπτική, η νέα παιδαγωγική προσέγγιση προσανατολίζει τη θρησκευτική αγωγή σε ένα ανοικτό και πλουραλιστικό πλαίσιο, όπου ο διάλογος και η διαπολιτισμική διάσταση αποτελούν βασικές και δομικές αρχές του ΜτΘ.
Θρησκευτική κατήχηση - όποιο κι αν είναι το θεματικό περιεχόμενό της - και δημόσιο σχολείο δεν μπορούν να συνδυαστούν στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές και πλουραλιστικές κοινωνίες. Αν το μάθημα παραμείνει ως έχει, με εύκολες απαλλαγές, αυτό, κατά τη γνώμη μας, θα πλήξει καίρια ένα ανοικτό, πλουραλιστικό, διαπολιτισμικό και ανεκτικό προς την ετερότητα θρησκευτικό μάθημα που χωράει, ενδιαφέρει και απευθύνεται σε όλους. Είναι βέβαιο ότι η de facto μετατροπή του σε προαιρετικό ή και αμφισβητούμενο μάθημα θα υποβαθμίσει σε όλο το ελληνικό δημόσιο σχολείο ακόμη και τη γνωριμία, την αντίληψη και τη θέση της Ορθοδοξίας στην ελληνική παράδοση και πολιτιστική κληρονομιά. Αντίθετα, η εισαγωγή των νέων προγραμμάτων σπουδών στα Θρησκευτικά δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου θα σηματοδοτήσει την οριστική απομάκρυνση από την κατήχηση. Αυτά τα νέα προγράμματα μπορούν, τυπικά και ουσιαστικά, να διευρύνουν τους θεματικούς και παιδαγωγικούς ορίζοντές του μαθήματος, εκφράζοντας μία σύγχρονη προσέγγιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, η οποία συγκλίνει με ευρωπαϊκές επιλογές. Στο πλαίσιο της δημιουργικής αποδοχής του πλουραλισμού και της διαπολιτισμικής προσέγγισης ως αφετηρίας για οποιαδήποτε σοβαρή εκπαιδευτική θεωρία και πρακτική, η σύγχρονη θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών καλείται να παίξει ένα σοβαρό ρόλο στη δυνατότητα των μαθητών να διαχειρίζονται υπεύθυνα και δημιουργικά τον πλουραλισμό και τον διάλογο με τον «άλλον» και το «διαφορετικό».
Πηγή: Alfavita
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου