Μέρα μεγάλη αύριο της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και παρακαλέσαμε τον ομότιμο καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Πέτρο Βασιλειάδη να μας συνοψίσει τις επιστημονικές του απόψεις για τον σταυρό, το κορυφαίο σύμβολο του χριστιανικού κόσμου, οι οποίες καταγράφονται στις μελέτες του Σταυρός και Σωτηρία (1983) και επαναλαμβάνονται και στο βιβλίο του Παύλος. Τομές στη Θεολογία του (2005).
ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ο σταυρός, ως μέσο θανατικής εκτέλεσης επινοήθηκε από τους Πέρσες, έγινε όμως εντελώς διαφορετικό μέσο θανατικής τιμωρίας την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην Περσία ο εκτελούμενος σταυρωνόταν για να μη μολυνθεί από το πτώμα του η γη, που ήταν αφιερωμένη στον Ορμούσδ. Στη Ρώμη, αντίθετα, ο σταυρός μεταβλήθηκε στην χειρότερη μορφή θανατικής εκτέλεσης. Ο Κικέρων θεωρεί τη σταύρωση ως την έσχατη και ύψιστη (θανατική) τιμωρία των δούλων (servitutis extremum sumraumque supplicium), ενώ ο Ιώσηπος, όπως και ο Ωριγένης, χαρακτηρίζουν το θάνατο πάνω στο σταυρό «αἴσχιστον θάνατον» (morsturpissima), από όπου και η αναφορά της προς Εβραίους στον «σταυρόν αἰσχύνης» (12:2). Εκείνο, όμως, που χαρακτηρίζει περισσότερο την ουσία του πράγματος είναι η αποστροφή του Κικέρωνα και γι” αυτήν ακόμη τη μνεία του ονόματος «σταυρός», θεωρώντας τη θέα της σταύρωσης ανάξια για κάθε ελεύθερο άνθρωπο: «nomen ipsum crucis absit non modo a corpore civium Romanorum, sed etiam a cogitatione, oculis, auribus…. expectatio mentio ipsa denique indigua cive Romano etque homine libero est».
Κατά βάση, όμως, η σταύρωση αποτελούσε το αποτελεσματικότερο μέτρο για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης (status quo) και την καταστολή των απελευθερωτικών κινημάτων. Η ποινή της σταύρωσης ήταν κυρίως πολιτική και στρατιωτική τιμωρία σαδιστικής σκληρότητας. Ακόμη και μέχρι την εποχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου παρέμενε αυτή η άποψη. Είναι χαρακτηριστικές οι εκφράσεις του: «τοῦτο γάρ τό τοῦ θανάτου σύμβολον – οὐ γάρ παύσομαι συνεχῶς τοῦτο λέγων… οὐχ ἁπλῶς θανάτου ἀλλά θανάτου τοῦἐπαράτου τοῦτο σύμβολον ἦν…ὁ σταυρός πρότερον καταδίκης ὄνομα καί τιμωρίας ἦν… αἰσχύνης ἦν καί κολάσεως ὑπόθεσις».
Στην Αγία Γραφή ο πρώτος που κάνει συνειδητή χρήση του όρου «σταυρός» με θεολογική (σωτηριολογική), κυρίως όμως κοινωνιολογική έννοια είναι ο απόστολος Παύλος. Με τις συνεχείς αναφορές στην «απελευθέρωση» των δούλων, ή στην «καταλλαγή» του Θεού (με αποκλειστική δική του πρωτοβουλία) με τον αμαρτήσαντα άνθρωπο, ή ακόμη στη «δικαίωση» της ανήμπορης να αποφύγει τη δίκαιη καταδίκη ανθρωπότητας, σαφέστατα τονίζονται οι κοινωνικές προεκτάσεις του μυστηρίου της σωτηρίας, αλλά και οι ηθικές προεκτάσεις για τη ζωή των πιστών. Ο απόστολος Παύλος, θεωρεί το σταυρό «Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον ἔθνεσιν δέ μωρία» (Α´ Κορ 1,23). Και για μεν τους Ιουδαίους ήταν και σκάνδαλο και κατάρα (Γαλ 3,13). Για τον εθνικό όμως κόσμο ήταν κάτι παραπάνω από μωρία.
Για τον κορυφαίο των αποστόλων ο «λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ» γίνεται η συντεταγμένη εκείνη, η οποία δίνει νέα προοπτική στην παραδοσιακή θεώρηση του θανάτου του Ιησού, και συγκεκριμένα στην παθητική σωτηριολογική extranos-pronobis ερμηνεία. Και η προοπτική αυτή αποσαφηνίζεται από τη σημασία που είχε ο όρος «σταυρός» την εποχή εκείνη, όπως αναφέραμε πιο πάνω, τότε δηλαδή που ο κορυφαίος θεολόγος του αρχικού χριστιανισμού ανέσυρε το ατιμωτικότερο και εξευτελιστικότερο σύμβολο της ρωμαϊκής κοινωνίας και το κατέστησε κορυφαίο στοιχείο της θείας οικονομίας. Μ” αυτήν ακριβώς την έννοια μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το «λόγο του σταυρού» ως κέντρο της παύλειας σωτηριολογίας.
Για να κατανοηθούν, όμως, τόσο η βαθύτερη σημασία της σταυρικής θεολογίας, όσο και το σύνολο της παύλειας σωτηριολογίας, θα πρέπει αυτές να εξεταστούν μέσα από το πρίσμα της πολυμορφίας της προ-παύλειας ερμηνείας του θανάτου του Ιησού. Ο κορυφαίος αυτός θεολόγος του αρχέγονου χριστιανισμού αν και διασώζει (και ως ένα βαθμό αποδέχεται) όλες σχεδόν τις πριν απ” αυτόν ερμηνείες, προχωράει ένα βήμα παραπέρα, το οποίο συνίσταται στην επιλογή και προτίμηση της «σταυρικής» ορολογίας. Εισάγοντας τη «θεολογία του σταυρού» στην πρωτοχριστιανική σκέψη, ο Παύλος έδωσε νέες διαστάσεις στην παραδοσιακή ερμηνεία του θανάτου του Ιησού, που κάθε άλλο παρά ταυτίζεται με την extranos-pronobis μεταγενέστερη (μεσαιωνική) σωτηριολογική αντίληψη. Συγκεκριμένα, κάθε φορά που είχε να αντιμετωπίσει αντίπαλες (ιουδαΐζουσες ή ενθουσιαστικές) τάσεις, επιστράτευε τη θεολογία του σταυρού με τις γενικότερες πολιτικο-κοινωνικές προεκτάσεις, που συνεπάγεται το πραγματικό γεγονός της σταύρωσης κατά την εποχή εκείνη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Π.Δ. παρατηρείται σχεδόν αποκλειστική χρήση του όρου «ξύλον». Το γεγονός αυτό, όπως επίσης και το ότι ο απόστολος Παύλος είναι ο πρώτος συνεπής χρήστης του όρου «σταυρός» και εισηγητής της σταυρικής θεολογίας, οδήγησε τη νεότερη βιβλική και ιστορική επιστήμη να διερωτηθεί, γιατί στη μεταγενέστερη εκκλησιαστική γραμματεία, αλλά και λειτουργική πράξη, έχουμε σαφή μετατόπιση του κέντρου βάρους προς μια περισσότερο δοξολογική κατανόηση του γεγονότος της σταυρικής θυσίας του Ιησού. Το σκάνδαλο του σταυρού από κάποια στιγμή και μετά δεν απασχολεί πλέον τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και αντικαθίσταται από θριαμβευτικές εκφράσεις, όπως «σταυροῦ τρόπαιον τό ἀήττητον».
Βέβαια, η σταδιακή απομάκρυνση από τη σταυρική ορολογία δεν σημαίνει ότι απορρίπτονται οι τραγικές προεκτάσεις του γεγονότος του σταυρού, όπως τουλάχιστον τις κατανόησε θεολογικά ο απόστολος των εθνών. Να μη ξεχνάμε πως ο δοκητισμός, τον οποίο καταδίκασε τελεσίδικα η πρώτη Εκκλησία, ήταν εκείνος – και όχι η αρχέγονη Ορθοδοξία – που με την προσπάθεια εξελληνισμού του χριστιανικού δόγματος, επιχείρησε να εξαλείψει πλήρως τη μωρία του σταυρού. Είναι, όμως, φανερό πως από κάποια στιγμή και μετά αντλούνται παραστάσεις από την Π.Δ., χρησιμοποιούνται εκτός από τον όρο «ξύλον» παραπλήσιοι όροι, όπως «κέρας» (cornua), «ράβδος», «σημεῖον» κ.ά., αλλά και ερμηνεύεται πλήθος παλαιοδιαθηκικών χωρίων ως τύποι και προφητείες του σταυρού του Χριστού. Και όλα αυτά ασυναίσθητα άμβλυναν τις πραγματικές διαστάσεις του όρου «σταυρός», και σταδιακά να ταυτιστεί το ιερότερο σύμβολο της Εκκλησίας με τις επαίσχυντες «σταυροφορίες».
Και χωρίς όμως τις τελευταίες η επισκίαση της αυθεντικής παύλειας σταυρικής θεολογίας συνέτεινε στην υποβάθμιση του προφητικού χαρακτήρα της μαρτυρίας της Εκκλησίας και της ριζοσπαστικότητας της διδασκαλίας της. Γι’ αυτό είναι σήμερα απαραίτητο για την Εκκλησία να παραβλέψει την άκρατη δοξολογική της αυταρέσκεια και να αναδείξει τη σταυρική θεολογία του αποστόλου Παύλου με τις ριζοσπαστικές κοινωνικές της προεκτάσεις, όπως άλλωστε mutatis mutandis το έπραξε κατά την κωνσταντίνεια περίοδο, τότε που ανέσυρε εκ νέου τη σημασία του πάθους για να εξισορροπήσει την υπερβολική έμφαση στη νίκη μετά την αποδοχή του χριστιανισμού και τον εναγκαλισμό του από την κρατική εξουσία.
Πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου