Πολλά και ποικίλα είναι τα έθιμα των αγίων ημερών που διάγουμε, άλλα παλαιά και άλλα νεοεισηγμένα, αρκετά με προέλευση προχριστιανική και πολλά με νεωτερική καταγωγή. Εκείνο όμως που κυρίως προσδιορίζει την ελληνική λαϊκή λατρευτική παράδοση για τα χριστουγεννιάτικα και τα δωδεκαημερίτικα έθιμα, είτε στην αγροτοκτηνοτροφική είτε στην αστική και αστικοποιημένη εκδοχή τους, είναι ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας τους, ο οποίος συνίσταται κυρίως στην σύνδεση του ελληνικού και του προχριστιανικού στοιχείου με την ορθόδοξη χριστιανική λαϊκή παράδοση του λαού μας. Γι’ αυτό και τα έθιμα αυτά είναι κατά βάση χριστοκεντρικά, όπως χριστοκεντρική είναι και η ορθόδοξη λατρεία και η ορθόδοξη ζωή, προς τις οποίες ο λαός τα θεωρεί άμεσα συνδεδεμένα, ως μια συνέχεια και προέκτασή τους στην παραδοσιακή του καθημερινότητα.
Με τον όρο αυτό ονομάζουμε την περίοδο των δώδεκα – στην πραγματικότητα δεκατριών – ημερών από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, την οποία με παρόμοιο τρόπο ορίζουν και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της Ευρώπης (les Douze Jours, The Twelve Days, I Dodici Giorni, Zwolf nachte). Κοινή την περίοδο αυτή είναι η διακοπή της εργασίας για τον λαϊκό άνθρωπο, όπως επίσης κοινή είναι και η δεισιδαιμονική πίστη σε δαιμονικά όντα, τα οποία κατά την λαϊκή παράδοση κυκλοφορούν τότε στον κόσμο, για να αποτραπούν τελικά μέχρι την επόμενη χρονιά. Κοινή επίσης είναι η συνύπαρξη παλαιών παγανιστικών και χριστιανικών εθίμων κατά τις εορτές του Δωδεκαημέρου, καθώς οι χριστιανικές γιορτές τοποθετήθηκαν στις συγκεκριμένες ημερομηνίες για να επισκιάσουν παλαιότατες ειδωλολατρικές προχριστιανικές εορτές, που βασίζονταν στις ηλιακές τροπές, το χειμερινό ηλιοστάσιο και την απαρχή της αύξησης της μέρας, που συμβαίνει στο διάστημα αυτό.
Τις σημαντικές και σημαδιακές μέρες των εορτών του Δωδεκαημέρου, ο λαϊκός άνθρωπος φρόντισε να τις περιβάλλει με σειρά διαβατηρίων και θρησκευτικών εθίμων, μέσω των οποίων προσπάθησε να εξασφαλίσει την ευτυχία και την μακροημέρευσή του. Με μια σειρά εθίμων και τελετουργιών ο λαϊκός άνθρωπος προσπαθεί να ξορκίσει τον απερχόμενο χειμώνα και να καλωσορίσει την επερχόμενη, ευοίωνη και αναβλαστική άνοιξη, που οριοθετεί περίοδο άνθισης και προμηνύει την καρποφορία του καλοκαιριού. Με τα ποικίλα αυτά έθιμα κατά κανόνα επιδιώκεται να θωρακιστεί τελετουργικά, αλλά και να γίνει αισθητή η μετάβαση από τον χειμώνα στην άνοιξη, από το σκοτάδι στο φως και από τη νέκρωση στην αναγέννηση της φύσης. Επίσης, να εξασφαλιστεί ευετηρική ευτυχία για τη χρονιά που έρχεται και να τονωθεί το θρησκευτικό συναίσθημα και η οικογενειακή συνοχή, με τις εκκλησιαστικές και οικιακές λατρευτικές τελετουργίες των τριών μεγάλων εορταστικών σταθμών της περιόδου (Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς-Θεοφανίων).
Στα παραδοσιακά ελληνικά σπίτια, έκαιγε στο τζάκι, όλες τις μέρες αυτές, το «Χριστόξυλο», ένα μεγάλο ξύλο που έμπαινε εκεί επίτηδες, και του οποίου η χωνεμένη στάχτη συλλέγονταν τελετουργικά στο τέλος του Δωδεκαημέρου, για να χρησιμεύσει ως μαγικό αποτροπαϊκό φυλακτήριο του σπιτιού και της οικογένειας. Στα σύγχρονα σπίτια, που το τζάκι, αν υπάρχει, είναι μάλλον δηλωτικό εκζήτησης και πολυτέλειας παρά χρηστικό, οι κάθε είδους διακοσμήσεις έχουν τον κύριο λόγο, και μάλιστα διακοσμήσεις που αναμειγνύουν την φάτνη με πολλές μορφές ξωτικών από την δυτικοευρωπαϊκή, κατά κύριο λόγο, παράδοση.
Τα ξωτικά αυτά, στην ελληνική μάλιστα εκδοχή τους, είναι που ενέπνευσαν, ως μορφές, και τις δωδεκαημερίτικες παραδοσιακές μεταμφιέσεις, όπως αυτές παριστάνονται, κυρίως από τα Χριστούγεννα ως και πριν τα Φώτα, στον βορειοελλαδικό χώρο. Το Δωδεκαήμερο με τις τρεις μεγάλες γιορτές του (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες περιόδους του ετήσιου εορτολογικού κύκλου, αφού μάλιστα η περίοδος αυτή συμπίπτει με τις χειμερινές τροπές του ηλίου, μια σημαντική φάση του ετήσιου ημερολογιακού κύκλου, που σημαδεύεται, ήδη από τα αρχαία χρόνια και σε όλους σχεδόν τους λαούς, με ανάλογα σημαντικά έθιμα. Ανάμεσα σε αυτά, στον ελληνικό λαό, σπουδαία θέση κατέχουν οι δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις, που κυριαρχούν ιδίως στον βορειοελλαδικό χώρο. Οι μεταμφιέσεις αυτές υπάρχουν με τόση πολυμορφία και σε τέτοια έκταση, ώστε έχουν απασχολήσει πολλές φορές την επιστήμη της λαογραφίας.
Η κοινή μάλιστα κατάληξη όλων των ερευνητών, Ελλήνων και ξένων, είναι ότι κοινό υπόστρωμα των εθίμων αυτών αποτελεί η πανάρχαιη πεποίθηση πως η τέλεσή τους συμβάλλει στην «καλοχρονιά», δηλαδή στην εξασφάλιση, με μαγικό και συμβολικό τρόπο πάντοτε, πλούσιας σοδειάς και σωματικής υγείας και ρώμης, για όλα τα μέλη της παραδοσιακής κοινότητας. Οι παραδοσιακές αυτές μεταμφιέσεις συνδέονται με προχριστιανικές επιβιώσεις της λαϊκής εθιμολογίας μας, αφού οι μεγάλες χριστιανικές γιορτές των ημερών τοποθετήθηκαν σε αυτό το σημείο του ετήσιου εορτολογικού κύκλου, ακριβώς για να εκτοπίσουν και να αφομοιώσουν έθιμα ανάλογων αρχαίων εορτών, τα οποία οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων συνέχιζαν να διατηρούν, παρά τις περί του αντιθέτου αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και την ανάλογη διδαχή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Περί τις 17 Δεκεμβρίου οι αρχαίοι εόρταζαν τα Σατουρνάλια, στις 25 Δεκεμβρίου πανηγύριζαν τα Βρουμάλια, την 1η Ιανουαρίου πανηγύριζαν τις Καλένδες, στις 3 Ιανουαρίου γιορτάζονταν τα Βότα ή Βοτά, στις 4 Ιανουαρίου τα Λαρεντάλια και στις 7 Ιανουαρίου ετιμάτο ο Ιανός. Την ίδια περίοδο, δηλαδή στις χειμερινές τροπές του ηλίου, ο αρχαίος κόσμος πανηγύριζε έναν από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους θεούς του, τον Μίθρα. Στο πλαίσιο των εορτών αυτών, ιδιαίτερα δε κατά τις Καλένδες, οι αρχαίοι συνήθιζαν να μεταμφιέζονται, επηρεασμένοι από τις διονυσιακές τελετές, και η συνήθεια αυτή επιβιώνει μέχρι σήμερα, στις παραδοσιακές δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις του λαού μας.
Μαρτυρίες για την ύπαρξη μεταμφιέσεων έχουμε ήδη από τον 2ο αιώνα μ. Χ., σε χωρίο του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, ενώ και τον 4ο αιώνα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος κατηγορεί τους χριστιανούς της εποχής του που συνήθιζαν να μεταμφιέζονται. Τον 6ο μάλιστα αιώνα, ο επίσκοπος Ταφάρων Γρηγέντιος κάνει λόγο για ανθρώπους που κάλυπταν τα πρόσωπά τους με δερμάτινες επενδύσεις και έπαιζαν στην αγορά. Το 691-692, ο 62ος κανόνας της εν Τρούλλω Συνόδου καταδικάζει τις συνήθειες που σχετίζονταν με τις αρχαίες εορτές των Καλανδών, των Βοτών και των Βρουμαλίων, και συγκεκριμένα τις μεταμφιέσεις ανδρών σε γυναίκες και γυναικών σε άνδρες, αλλά και τη χρήση προσωπείων κωμικών, σατιρικών ή τραγικών. Φαίνεται όμως πως οι εκκλησιαστικές αυτές απαγορεύσεις έμειναν ανεφάρμοστες και ανενεργές, αφού τον 10ο αιώνα, στο μαρτύριο του αγίου Δασίου, συναντούμε την εύγλωττη πληροφορία ότι κατά την εορτή των Καλανδών του Ιανουαρίου υπήρχαν άνθρωποι που συνέχιζαν να αναβιώνουν τις παλαιές ειδωλολατρικές συνήθειες : μεταμφιέζονταν με δέρματα κατσικιών και τράγων, άλλαζαν και τροποποιούσαν την μορφή τους και σχημάτιζαν εορταστικές και θορυβώδεις πομπές μέσα στις πόλεις, στα χωριά και στους οικισμούς τους.
Τον 12ο αιώνα πάλι, ο Θεόδωρος Βαλσαμών, σχολιάζοντας τον 62ο κανόνα της εν Τρούλλω Συνόδου, αναφέρεται εκτενώς στη γιορτή των Καλανδών, την οποία οι αγρότες της εποχής του συνέχιζαν να εορτάζουν, τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου. Κατά τον Βαλσαμώνα οι μεταμφιέσεις στην εποχή του άκμαζαν, η απάντηση όμως που ο ίδιος λάμβανε στην ερώτηση γύρω από την αιτία και την σκοπιμότητα αυτών των λαϊκών παραστάσεων και δρωμένων ήταν ότι τα έθιμα αυτά συνέχιζαν να τηρούνται «εκ μακράς συνηθείας». Ο Γ. Ν. Αικατερινίδης παρατηρεί ότι το υπόβαθρο της μακραίωνης αυτής παράδοσης είναι βεβαίως διονυσιακό, και βασίμως υποθέτει ότι η σατιρική παράσταση του τοπικού γάμου, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο σχεδόν στοιχείο όλων αυτών των δωδεκαημερίτικων μεταμφιέσεων στην ευρύτερη περιοχή του νομού Δράμας, σχετίζεται με τις παραστάσεις της δεύτερης μέρας των Αθηναϊκών Ανθεστηρίων, που ονομαζόταν «Χόες», και κατά την οποία παρίσταναν επισήμως τον γάμο του Διονύσου, «τον οποίο υποδυόταν ο άρχων βασιλεύς, με τη βασίλιννα στο Βουκόλειο». Επισημαίνει επίσης ότι το στοιχείο των πειραγμάτων και των θορυβωδών αστεϊσμών των μεταμφιεσμένων προς τους υπολοίπους κατοίκους του χωριού υπήρχε ήδη στα αρχαία κατ’ Αγρούς Διονύσια, όταν ο λατρευτικός θίασος επισκεπτόταν όλους τους συνοικισμούς κάθε δήμου.
Παρόμοιες μάλιστα παρατηρήσεις για τη σχέση των μεταμφιέσεων με τις αρχαίες ελληνικές διονυσιακές λατρείες, τις τόσο διαδομένες στον μακεδονικό και, κυρίως, στον θρακικό χώρο έχει διατυπώσει ήδη ο «πατέρας» της ελληνικής λαογραφίας Ν. Γ. Πολίτης, στις απαρχές της επιστημονικής τεκμηρίωσης των λαογραφικών σπουδών στον τόπο μας.
Οπωσδήποτε και οι μεταμφιέσεις, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα στοιχεία του αρχαιότερου πυρήνα των ελληνικών λαϊκών εθίμων, υπέστησαν, με την πάροδο των αιώνων και την αλλαγή των κοινωνικών, των οικονομικών και των πολιτισμικών συνθηκών του τόπου, μεταλλαγές, μετεξελίξεις και διαφοροποιήσεις. Βαθμιαία, το γονιμικό στοιχείο υποχώρησε, καθώς η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας έδειξε στους ανθρώπους την ύπαρξη πολλών φυσικών διαδικασιών, για τα πράγματα και τις υποθέσεις που προηγουμένως θεωρούσαν αποκλειστικά εξαρτώμενες από την μαγεία. Υποχώρησε έτσι η αναλογική και η μαγική σκέψη μπροστά στην φυσιοκρατική αντίληψη του κόσμου, και τα ανάλογα ευγονικά δρώμενα και έθιμα απώλεσαν την αιτιώδη ουσία της ύπαρξής τους.
Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει ο υπερτονισμός του ψυχαγωγικού σκέλους αυτών των εκδηλώσεων, ώστε οι δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις να πάρουν κυρίως τον χαρακτήρα ψυχαγωγικών εκδηλώσεων, αλλά και εκφράσεων της τοπικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, όπως φαντασιακά την αντιλαμβάνονται και την συγκροτούν οι κάτοικοι κάθε περιοχής. Μέσα από την διαδικασία αυτή, οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου εντάχθηκαν στο πνεύμα του φολκλορισμού, ο οποίος πλέον κυριαρχεί στις εθιμικές εκδηλώσεις του ελληνικού λαού, έχοντας αποβεί ο βασικότερος τρόπος διαχείρισης της παράδοσης στις μέρες μας. Για τον λόγο αυτό βλέπουμε να δραστηριοποιούνται οι διάφοροι τοπικοί σύλλογοι στην οργάνωση και στην διεξαγωγή των κατά τόπους ανάλογων εκδηλώσεων, αφού, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό που βλέπουμε και βιώνουμε ως παραδοσιακή εκδήλωση προβάλλει και υποστασιοποιεί ό,τι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε πολιτισμό των συλλόγων.
Όσα παραπάνω διαπιστώθηκαν ή αναφέρθηκαν, αποτελούν απλές νύξεις σε ένα μεγάλο και σπουδαίο ζήτημα, που έχει απασχολήσει αρκετά την ελληνική λαογραφική βιβλιογραφία, και το οποίο χρειάζεται μεγάλη έκταση για να αναλυθεί και να καλυφθεί. Είναι όμως, οι παρατηρήσεις αυτές, ενδεικτικές του κλίματος που προσδιορίζει τον ελληνικό λαϊκό εορτασμό των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τόσο σήμερα όσο και διαχρονικά, στην ελληνική λαϊκή λατρευτική και εορτολογική παράδοση. Και είναι, παραλλήλως, αποκαλυπτικές του μεγάλου εθιμικού πλούτου που μελετά και διαχειρίζεται η ελληνική λαογραφία, πλούτου μοναδικού και πολύχρωμου, πολύμορφου και πολυδιάστατου.
Γιατί όσα έθιμα παραπάνω αναφέρθηκαν διακρίνονται για την κοινωνική τους λειτουργικότητα, και για την εγγραφή τους σε ένα πλαίσιο αρμονικής ζωής με το φυσικό περιβάλλον και υποδειγματικής συνύπαρξης με τον συγχωριανό και τον συνάνθρωπο, στα πλαίσια πάντοτε των παραδοσιακών ελληνικών κοινωνιών. Ένα πλαίσιο λαογραφικής οικολογίας, και ταυτοχρόνως γνήσιας ορθόδοξης, βιωμένης και έμπρακτης, θρησκευτικότητας και καθημερινής πρακτικής. Στις μέρες μας, πέρα από την όποια εθιμολογία, το σπουδαιότερο ίσως δίδαγμα της λαογραφίας είναι η ανάγκη επανόδου στις σπουδαίες αυτές αξίες, που είναι ικανές να εξανθρωπίσουν, και πάλι, την ήδη εξαγριωμένη και αγχώδη καθημερινή μας ύπαρξη και κοινωνική πρακτική.
Ο τρόπος με τον οποίο τα αρχαία στοιχεία από το λαό ενσωματώθηκαν στην λαϊκή λατρευτική παράδοση των Χριστουγέννων, όπως παραπάνω εκτέθηκε, συνιστά την ουσία αυτού που ονομάζουμε «ελληνορθόδοξο χαρακτήρα» της ελληνικής λαϊκής θρησκευτικότητας. Έναν χαρακτήρα βασικό για την ερμηνεία και κατανόηση της θρησκευτικής λαογραφίας μας, που δίνει το μέτρο και της ελληνορθόδοξης φυσιογνωμίας του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού ευρύτερα, σε όλες τις εκδηλώσεις και τις σχηματοποιήσεις του.
* Ο Μανώλης Γ.Βαρβούνης είναι Καθηγητής Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης / Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας
Πηγή: ΑΜΕΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου