ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ - Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Βασιλεύουσα, Νέα Ρώμη, Βυζάντιο, Επτάλοφος… Πόσες λέξεις – πόσα προσωνύμια κρύβονται μέσα στην έννοια της Πόλης! Της Κωνσταντινούπολης.

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Από τα λαογραφικά του Αγίου Δωδεκαημέρου: Οι Δωδεκαημερίτικες δαιμονικές υπάρξεις στην ελληνική θρησκευτική λαογραφία

του Καθηγητή Πανεπιστημίου Μ.Γ.Βαρβούνη*

Οι καλικάντζαροι είναι δαιμονικές μορφές, οι οποίες σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου). Σύμφωνα με τις αντίστοιχες δοξασίες και παραδόσεις τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους τώρα που ο Χριστός είναι και εκείνος αβάφτιστος. Ο λαός, κατά περιοχές τους αποδίδει διάφορες ονομασίες : «Καρκάτζια», «Καλκατζόνια» ή «Καλκατζάνια», «Καλκάνια», «Καλιτσάντεροι», «Καρκάντζαροι», «Σκαλικαντζέρια», «Σκαντζάρια», «Σκαλαπούνταροι», «Τζόγιες», «Λυκοκάντζαροι» και «Κωλοβελόνηδες», καθώς και τα θηλυκού γένους: «Καλικαντζαρού», «Καλικαντζαρίνες», «Καλοκυράδες», «Βερβελούδες». Επίσης ονομάζονται κατά περιπτώσεις «Παγανοί», «Αερικά», «Παρωρίτες», «Τσιλικρωτά» (Καρδαμύλη), «Καλιοντζήδες» (Ήπειρος), «Πλανήταροι» και «Πλανηταρούδια» (Κύπρος), «Κατσιάδες» (Χίος), «Κάηδες» και «Καλισπούδηδες» (Σάμος), «Κάηδες» και «Καημπίλιδες» (Κάρπαθος), «Σιβότες» και «Σιφώτες» (Καππαδοκία), και «Χρυσαφεντάδες» (Οινόη του Πόντου).

Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κατά Αραχωβίτικη περιγραφή αυτοί είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους». Συνήθως περιγράφονται ως νάνοι, αλλά και ως ψηλοί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, «μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι» (Σύρος) αλλά και σαν «μικροί σατανάδες» – (σατανοπαίδια στη Νάξο), άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.

Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βάτραχοι, φίδια, ποντίκια, αλλά και τα δωδεκαημερίτικα φαγητά. Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα. Σύμφωνα με τις σχετικές ελληνικές λαϊκές παραδόσεις τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν.

Σε κάποια νησιά οι καλικάντζαροι περιγράφονται να έρχονται με τις γυναίκες τους, ενώ κάποτε αναφέρονται μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες». Στη Νάξο τις γυναίκες των καλικάντζαρων τις αποκαλούν «Καλοκυράδες» για να τις εξευμενίσουν, ενώ στην Κωνσταντινούπολη «Βερβελούδες». Ο αρχηγός των καλικάντζαρων στην παλιά Αθήνα λεγόταν «Κωλοβελόνης» ενώ στη Θεσσαλία «Αρχιτζόγιας» στη δε Κωνσταντινούπολη «Μαντρακούκος». Στη δε Νάξο πίστευαν ότι οι καλικάντζαροι αγαπούν το χορό, γι’ αυτό και αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός «χορός των καλικάντζαρων».Προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν τις ανεπιθύμητες επισκέψεις τους ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα.

Κατά διάφορες ελληνικές δεισιδαίμονες δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν (Σίφνος), αλλά και όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει από τον Σατανά (Μακεδονία). Οι καλικάντζαροι εμφανίζονται τη παραμονή των Χριστουγέννων με πλοιάριο (Σκιάθος), ή με χρυσή βάρκα (Οινόη), ή ακόμη και επί των φλοιών των καρυδιών (Ικαρία) από «το κάτω κόσμο». Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.

Εκτός του Δωδεκαήμερου τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δένδρο που κρατά τη γη, βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει ή για να γιορτάσουν την πρόσκαιρη νίκη τους (Μακεδονία), όταν δε κατεβαίνουν στον κάτω κόσμο μετά τα Φώτα βρίσκουν το δένδρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται (στη Μακεδονία) μωροί και ευκολόπιστοι. Κατά τις σχετικές ελληνικές παραδόσεις ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν ή τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή αφαιρούν την ομιλία σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους. Επίσης μπαίνοντας στα σπίτια όπου μαγαρίζουν τη κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, «βασανίζουν τις ακαμάτρες… γι΄ αυτό τα κορίτσια το 40ήμερο προσπαθούν να φτιάξουν όσο γίνεται πιο πολύ γνέμα» (Σάμος) ή σκορπούν το αλεύρι, τη «δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρήσια» στάχτη από το τζάκι, δηλαδή «τη στάχτη που δεν άκουσε το εν Ιορδάνη» και η οποία θεωρείται από το λαό ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση.

Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων είναι : Πράξεις χριστιανικής λατρείας, όπως το σημείο του Σταυρού στη πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού, η απαγγελία τρεις φορές του «Πάτερ ημών….» και ο αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων. Επωδές μαγικές όπως «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καημένα» (Καλαμάτα). Μαγικές πράξεις, όπως το κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχο), η αποτρεπτική επίδειξη χοιρινού οστού, περίαπτα (χαϊμαλιά) πίσω από τη πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί (Τριφυλία). Τη παραμονή των Θεοφανίων τους «ζεματίζουν» από το λάδι που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες, λαλαγγίτες και λουκουμάδες. Κατά τις σχετικές ελληνικές λαϊκές παραδόσεις όταν συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου, και μετά τον πνίγουν.

Διάφορες απόψεις έχουν κατά καιρούς εκφραστεί για την προέλευση αυτών των δωδεκαημερίτικων δαιμονικών μορφών. Ο Β. Schmidt υποστήριξε ότι προέρχονται από την αρχαία ελληνική μυθολογία και συγκεκριμένα από τις περί των Σατύρων και του Πάνα διηγήσεις. Οι G. Mayer και J. C. Lawson θεώρησαν ότι κατάγονται από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους περί των Κενταύρων. Ο Ν. Γ. Πολίτης τους συνέδεσε με τη δημιουργική λαϊκή φαντασία των Ελλήνων, εξ αφορμής αρχαίων μύθων και αντιλήψεων για τις ψυχές των νεκρών προγόνων που έβγαιναν στον κόσμο των ζωντανών. Ο Fr. Bollπίστευε ότι καταγόταν από τους αιγυπτιακούς «κανθάρους» και oΦαίδ. Κουκουλές από τις παραστάσεις των μεταμφιεσμένων κατά τις δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις των ημερών, στα βυζαντινά χρόνια, όπου μάλιστα αποκαλούνταν «Βαβουτσικάριοι». Ο Στ. Δεινάκης υποστήριξε την προέλευσή τους από προχριστιανικές δοξασίες για τα δαιμόνια της οικιακής εστίας. Τέλος, ο Ιω. Σβορώνος πίστευε ότι προήλθαν από την εντύπωση που προκάλεσαν στους ανθρώπους, διαχρονικά, ορισμένες μορφές του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα.

Στην πραγματικότητα, η λαογραφία σήμερα καταλήγει ότι πιθανότερη είναι η άποψη του Ν. Γ. Πολίτη: Σε στιγμές κρίσιμες, διαβατήριες και οριακές, όπως το Δωδεκαήμερο, ο λαός πάντοτε πιστεύει ότι καταργούνται τα όρια μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και εκείνου των νεκρών, με αποτέλεσμα οι ψυχές των νεκρών να βγαίνουν στον «επάνω κόσμο». Σχηματοποίηση των γονιμικών αυτών και χθόνιων «νεκυδαιμόνων» είναι οι καλικάντζαροι, αλλά και οι θηριόμορφες και ζωόμορφες μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου, πράγμα που μας θυμίζει – από μια αντίστροφη ερμηνευτική πορεία – την σχετική άποψη του Φαίδ. Κουκουλέ. Η αστεία εκδοχή τους, που κυριαρχεί στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, φαίνεται ότι υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειας της Εκκλησίας να σβήσει τις σχετικές προχριστιανικές λαϊκές δοξασίες, όπως έχουν στις μέρες μας υποστηρίξει οι W. Puchnerκαι Μ. Γ. Σέργης.

Κι έτσι πλάστηκαν τα συμπαθητικά και σχετικά άκακα «καλικαντζαράκια» των λαϊκών μας παραδόσεων, που κυριαρχούν στη δωδεκαημερίτικη λαϊκή μυθολογία του ελληνικού λαού, σε αντιστοιχία πάντοτε με τα ανάλογα πνεύματα και δαιμονικά (στοιχειά, πνεύματα του δάσους, ξωτικά κ.λπ.) των παρόμοιων λαϊκών παραδόσεων και των υπολοίπων χριστιανικών λαών της Ευρώπης. Τα «καλικαντζαράκια» που δίνουν τον τόνο μιας φυσικής μαγείας στις διαβατήριες και χρονιάρες μέρες που και φέτος διανύουμε. 

* Ο Μανώλης Γ.Βαρβούνης είναι Καθηγητής Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης / Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας 

Πηγή: ΑΜΕΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου